24/2/09

Το φαινόμενο των Χριστιανών απολογητών - Β' Μέρος

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (295-373 μ.Χ)
Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο το ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), όπου αναδείχθηκε θαρραλέος μαχητής εναντίον του αρειανισμού. Αργότερα (328) διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο, σε μια εποχή που η Εκκλησία συγκλονιζόταν από το Μελιτιανό σχίσμα και τη δράση των αρειανών. Εναντίον των πρώτων ενέργησε με αποφασιστική αυστηρότητα και εναντίον των δευτέρων υπήρξε άκαμπτος υπερασπιστής του δόγματος υπέρ του οποίου είχε αγωνιστεί στη Νίκαια. Οι αρειανοί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον εξουδετερώσουν κατηγορώντας τον στον Μέγα Κωνσταντίνο
[1] και τελικά πέτυχαν να τον καθαιρέσουν στη σύνοδο της Τύρου. Ο Κωνσταντίνος τότε, επηρεασμένος και από πολιτικής φύσης κατηγορίες, τον εξόρισε (335) στους Τρεβήρους (σημερινό Trier της Γερμανίας), από όπου ο Αθανάσιος επέστρεψε μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (337). Οι αντίπαλοί του συγκάλεσαν τότε σύνοδο στην Αντιόχεια και όρισαν άλλον επίσκοπο, το Γρηγόριο, ενώ οι εκκλησίες έκλεισαν με τη βία. Ο Αθανάσιος διαμαρτυρήθηκε σε μια τοπική σύνοδο με την περίφημη «Εγκύκλιο» επιστολή του. Έπειτα κατέφυγε στη Δύση. Δικαιώθηκε τόσο σε μια ρωμαϊκή σύνοδο (341), όσο και στη Σαρδική της Ιλλυρίας (343). Μετά το θάνατο του Γρηγορίου (345) επέστρεψε στο θρόνο της Αλεξάνδρειας (346). Ο Κωνστάντιος όμως, μόνος αυτοκράτορας πλέον, ξεσήκωσε εναντίον του και τους Δυτικούς, οι οποίοι τον καταδίκασαν (Αρλ, 354, Μιλάνο, 355). Αργότερα (356), εξορίστηκε για τρίτη φορά, στην έρημο. Επέστρεψε με διάταγμα του Ιουλιανού του Παραβάτη (362), ο οποίος ανακάλεσε όλους τους εξόριστους αρχιεπισκόπους. Συγκάλεσε μια σημαντική ακόμα σύνοδο (362), εξορίστηκε πάλι, τον ανακάλεσε ο Ιοβιανός (364), τον απέλασε ο Βαλέντιος (365) και το 366 επέστρεψε οριστικά, ύστερα από πέντε εξορίες που κράτησαν συνολικά πάνω από 17 χρόνια.
Άνθρωπος πιο πολύ της δράσης, ενθουσιώδης, μαχητής, σταθερός και άκαμπτος στις πεποιθήσεις του, ο Αθανάσιος συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της διδασκαλίας περί Αγίας Τριάδας και ιδίως του όρου «ομοούσιος». Η σύνοδος που συγκάλεσε το 362 αποτέλεσε τον πιο σημαντικό σταθμό στους αγώνες κατά του αρειανισμού και ουσιαστικά προετοίμασε το έργο της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381). Το πνεύμα το επηρέασε τους συγχρόνους του και γύρω του δημιουργήθηκε σχολή (η λεγόμενη και «Αθανασιανή»), στον κύκλο της οποίας ανήκουν πολλά από τα έργα του, που χαρακτηρίζονται νόθα. Γνωστά έργα του Αθανάσιου είναι τα απολογητικά «Λόγος κατά Ελλήνων», «Λόγος περί της ενανθρώπισης του Λόγου», τα αντιαιρετικά «Απολογητική κατά των Αρειανών», «Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιο», «Απολογία περί της φυγής αυτού», «Τέσσερις λόγοι κατά Αρειανών», «Δύο λόγοι κατά Απολλιναρίου», τα ερμηνευτικά «Ερμηνεία των ψαλμών», «Προς Μαρκελλίνο εις την ερμηνεία των ψαλμών», και τα ασκητικά «Ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου», «Περί παρθενίας και ασκήσεως» και «Επιστολές». Κάποια από αυτά παραμένουν ανέκδοτα.

ΚΥΡΙΛΛΟΣ Α' (375-444 μ.Χ.)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου και σπούδασε. Χειροτονήθηκε διάκονος και μετά πρεσβύτερος από το θείο του, πάπα Αλεξανδρείας. Τον ακολούθησε στη Σύνοδο της Χαλκιδόνας το 403 μ.Χ., και μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας το 412. Η πατριαρχία του διήρκεσε επί 32 χρόνια μέχρι το 444, και άφησε εποχή, κυρίως για τους αγώνες του κατά των αντιπάλων του Χριστιανισμού και των αιρετικών. Όμως, το βίαιο του αγωνιστικού του χαρακτήρα, του δημιούργησε πολλούς εχθρούς και πολλές επιθέσεις. Αγωνίστηκε κυρίως κατά των Ιουδαίων της Αλεξανδρείας, των Νοβατιανών σχισματικών και της αίρεσης των Μονοφυσιτών. Πολέμησε με ιδιαίτερη μαχητικότητα τον αρχηγό των Μονοφυσιτών Νεστόριο, υπήρξε πρωτεργάτης της Γ' Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος, 431) και ο βασικός διαμορφωτής του δόγματος της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού και της ανάδειξης της Μαρίας ως Θεοτόκου. Παρά την οξύτητα του χαρακτήρα του, αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σοφούς πατέρες της Εκκλησίας.
Συνέγραψε δεκάδες αξιόλογα έργα. Τα έργα του καλύπτουν 10 τόμους της «Πατρολογίας» του Μιν. Τα πιο σημαντικά είναι: τα «Γλαφυρά» (13 βιβλία, αλληγορική-τυπολογική εξήγηση της Πεντατεύχου), «Η βίβλος των θησαυρών περί ομοουσίου Τριάδος» (ανασκευή των δοξασιών των Αρειανών), «Εξήγηση υπομνηματική», «Υπόμνημα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», «Εξήγηση στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο» κ.ά. Μεταξύ των έργων του κατά του Νεστορίου αναφέρονται: «Περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος», «Δώδεκα αναθεματισμοί» (καταδίκη των απόψεων του Νεστορίου), «Αντίρρηση κατά των βλασφημιών του Νεστορίου» (5 βιβλία), «Διάλεξη προς Νεστόριο ότι Θεοτόκος η Αγία Παρθένος και ου Χριστοτόκος», «Υπέρ της ευαγούς θρησκείας των Χριστιανών, προς τον άθεο Ιουλιανό» (30 βιβλία, απευθύνεται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' και καταδικάζει τις δοξασίες των ειδωλολατρών) κ.ά. Από τα 30 έργα του διασώθηκαν τα 10 μόνον σε άρτια κατάσταση, ενώ από τα υπόλοιπα μόνον αποσπάσματα.
Ο Κύριλλος θεμελίωσε τη διδασκαλία του στην Αγία Γραφή και πρώτος αυτός θεώρησε τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας κριτήριο της αλήθειας. Κέντρο της δογματικής του διδασκαλίας υπήρξε το Χριστολογικό. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικές του θέσεις συνοψίζονται ως εξής: αποδοχή του Χριστού με τέλεια ανθρώπινη φύση και τέλεια θεότητα. Με την ένωση υπάρχει ένα μοναδικό πρόσωπο. Από τη διαφορά των φύσεων προέρχεται η διάκριση, από τη μοναδικότητα του προσώπου, η ενότητα. Η Μαρία είναι Θεοτόκος (όχι μόνο Χριστοτόκος, όπως υποστήριζε ο Νεστόριος). Το έργο του Λόγου του Θεού προσφέρει την εξύψωση του ανθρώπου. Πέθανε το 444 μ.Χ.

ΩΡΙΓΕΝΗΣ (Origenes Adamantius)
Ο σπουδαιότερος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών αιώνων με τα περισσότερα συγγράμματα και από τους πιο παραγωγικούς της παγκόσμιας φιλολογίας. Γεννήθηκε περί το 185 στην Αλεξάνδρεια από γονείς Χριστιανούς. Θεολόγος και φιλόσοφος. Πρώτος του δάσκαλος υπήρξε ο πατέρας του Λεωνίδας και στη συνέχεια ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, στο «Διδασκαλείο» της Αλεξανδρείας. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 17 ετών μετά το μαρτυρικό θάνατο του πατέρα του κατά τους διωγμούς του 202 επί Σεπτίμου Σεβήρου. Όταν συνελήφθη ο πατέρας του, ο Ωριγένης θέλησε να τον ακολουθήσει στο μαρτύριο, αλλά η μητέρα του τον συγκράτησε με μεγάλο κόπο. Μετά το θάνατο του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του, ανέλαβε τα βάρη της συντήρησης της οικογένειάς του παραδίνοντας μαθήματα, ενώ συγχρόνως συνέχιζε τις σπουδές του. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε όχι μόνο με τη μελέτη των Γραφών, αλλά και με τη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας. Διάβασε τα συγγράμματα του Πλάτωνα, του Νουμινίου, του Νικόμαχου και του Στωικού Κορνούτου. Το 203, όταν αναχώρησε ο Κλήμης από την Αλεξάνδρεια, λόγω των διωγμών, και έμεινε κενή η θέση του δασκάλου της Κατηχητικής Σχολής, ο Ωριγένης, αν και νέος ακόμα, κλήθηκε σαν διάδοχός του να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής αυτής με εντολή του επισκόπου της πόλης Δημητρίου, και για 30 συνεχή χρόνια την λάμπρυνε με τη διδασκαλία του. Από τα χρόνια αυτά χρονολογείται ο ευνουχισμός που ο Ωριγένης επέβαλε στον εαυτό του, ερμηνεύοντας αυστηρά κατά γράμμα την περικοπή 5:27-30 του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Στην Αλεξάνδρεια συναναστράφηκε το φιλόσοφο Αμμώνιο τον Σακκά (δάσκαλο και του Πλωτίνου). Η φήμη της μεγάλης του μόρφωσης, του ήθους, της διδακτικής του ικανότητας, της αγάπης και του ενδιαφέροντος για τη σπουδάζουσα νεολαία, στην οποία πρόσφερε αφιλοκερδώς τη σοφία του, προσέλκυε γύρω του μεγάλο αριθμό μαθητών Χριστιανών, αλλά και εθνικών και Ιουδαίων, τόσο που σύντομα αναδιοργάνωσε τη διδασκαλία του αλεξανδρινού «Διδασκαλείου» και διαίρεσε τη σχολή σε δύο τάξεις: των αρχαρίων, που την ανέθεσε στο μαθητή του Ηρακλά και την ανώτερη, που την κράτησε ο ίδιος. Ο Ωριγένης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της διδασκαλίας στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, που τη θεωρούσε απαραίτητη για την ερμηνεία της Αγίας Γραφής και των παραδοσιακών δογμάτων του Χριστιανισμού. Όμως, οι απόψεις του αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του επισκόπου Δημητρίου και κατηγορήθηκε για κακοδοξία. Το 231 περνώντας από την Καισάρεια της Παλαιστίνης για να πάει στην Ελλάδα και να ρυθμίσει, με εντολή του Δημητρίου, μερικά εκκλησιαστικά ζητήματα, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τους φίλους του Αλέξανδρο, επίσκοπο Ιεροσολύμων και Θεόφραστο, επίσκοπο Καισαρείας, χωρίς την άδεια του Δημητρίου. Η είδηση αυτή, όταν έγινε γνωστή στο Δημήτριο, προκάλεσε την οργή του και την καθαίρεση του Ωριγένη, ο οποίος εκδιώχθηκε από τη χριστιανική κοινότητα της Αλεξάνδρειας. Έτσι, το 232 εγκατέλειψε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου δημιούργησε σχολή και συνέχισε τη διδακτική του δράση με την ίδια επιτυχία για 15 χρόνια (232-249) και διαμέσου αυτής η επίδρασή του στη χριστιανική θεολογία κυριάρχησε σε ολόκληρο τον 3ο και σε μεγάλο μέρος του 4ου αιώνα. Όμως το 250 συνελήφθη στη διάρκεια του διωγμού του Δεκίου (249-251), φυλακίστηκε για ένα χρόνο, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και υπέστη κακώσεις που τον οδήγησαν σύντομα στο θάνατο. Αναφέρεται ότι πέθανε στην Τύρο της Φοινίκης περί το 254.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, ερμηνευτής και σε βάθος σχολιαστής της Αγίας Γραφής, ο Ωριγένης άσκησε με τη διδασκαλία και τα έργα του μεγάλη επίδραση σε σύγχρονους και μεταγενέστερους. Έθεσε τα θεμέλια για τη συστηματοποίηση της χριστιανικής διδασκαλίας και συνετέλεσε στη συνδιαλλαγή πίστης και επιστήμης και γι’ αυτό θεωρείται πατέρας της θεολογικής επιστήμης.
Ο Ωριγένης ήταν από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Σ’ έναν κατάλογό του, ο Ευσέβιος αποδίδει στον Ωριγένη περισσότερα από 1.000 έργα. Τα περισσότερα από τα συγγράμματά του αναφέρονται στην κριτική και την ερμηνεία της Αγίας Γραφής (την οποία μελετούσε), που την ερμήνευσε σχεδόν στο σύνολό της είτε με τη μορφή σύντομων ερμηνευτικών σχολίων,
[2] είτε με τη μορφή ηθικών ομιλιών (διασώθηκαν 20) επί ορισμένων περικοπών ή και εκτεταμένες αλληγορικές ερμηνείες, στις οποίες, πέρα από την κατά λέξη έννοια, θέλησε να συλλάβει την υψηλότερη πνευματική (μυστική) έννοια.[3] Ενδιαφέρθηκε να προσφέρει μια κριτική απόδοση των ιερών κειμένων και ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης με τη μνημειώδη προσπάθεια των «Εξαπλών». Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε με παραβολή του εβραϊκού κειμένου με εβραϊκά και ελληνικά γράμματα και 4 ελληνικές μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Το 248 έγραψε το περίφημο απολογητικό του έργο με τίτλο «Κατά Κέλσου», στο οποίο αντικρούει τις αντιχριστιανικές θέσεις που υπάρχουν στα συγγράμματα του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου. Το πιο σπουδαίο από τα δογματικά του έργα, με τίτλο «Περί αρχών» (μεγάλη μελέτη θεολογικής σύνθεσης), κατέχει τη θέση της πρώτης συστηματικής απόπειρας δογματικής. Στο σύγγραμμά του με τίτλο «Περί ευχής» αναπτύσσει την αξία της προσευχής. Πολλά συγγράμματα του Ωριγένη χάθηκαν και από τις επιστολές του μόνο δύο διασώθηκαν.
Το σύστημα του Ωριγένη έχει συνοπτικά ως εξής: Ο Θεός ως πανάγαθος και αμετάβλητος πάντα αποκαλύπτει τον εαυτό του, πάντα δημιουργεί και συνεπώς πριν από τον κόσμο αυτόν υπήρξαν άλλοι κόσμοι, όπως θα υπάρξει κι άλλος μετά από αυτόν. Το Λόγο ή Υιό του Θεού θεωρεί υποδεέστερο από τον Πατέρα και δεύτερο θεό, ακόμα και υποδεέστερο από το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός δημιούργησε πνευματικά όντα λογικά και ελεύθερα, που μπορούν με το αυτεξούσιό τους να γίνουν μόνα τους αγαθά. Επειδή όμως έκαναν κακή χρήση του αυτεξούσιού τους, ο Θεός για τιμωρία τους δημιούργησε τον υλικό κόσμο, κι έδωσε σε καθένα από αυτά τα όντα, ανάλογα με το βαθμό παρεκτροπής του μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υλικότητας. Οι αποκαλύψεις του Λόγου δια των προφητών και μάλιστα δια του Χριστού είχαν σκοπό τη λύτρωση των πνευμάτων από την ύλη. Όσα από τα πνεύματα επιμένουν στην αμαρτία θα υποβληθούν στο καθαρτήριο πυρ (όρος με τον οποίον εννοούσε κυρίως τις τύψεις της συνείδησης). Τελικά, με διάφορα μέσα και την ενέργεια του καθαρτηρίου πυρός, τα πάντα και αυτοί οι δαίμονες θα απομακρυνθούν από το κακό και θα έρθει η αποκατάσταση των πάντων, χωρίς να αποκλείεται και πάλι η δημιουργία νέου υλικού κόσμου (πρόσκαιρος κι αυτός) για τιμωρία των πνευμάτων εκείνων που, λόγω κακής χρήσης του αυτεξούσιού τους, θα έπεφταν σε αμαρτία.
Ορισμένες αποκλίσεις του Ωριγένη (περί προΰπαρξης της ψυχής, περί του σώματος ως φυλακής της ψυχής, περί της άρνησης της ανάστασης των σωμάτων) από τη Γραφή και τις διδασκαλίες της Εκκλησίας προκάλεσαν αντιδράσεις εναντίον του. Τελικά κατακρίθηκε και ο ίδιος από Οικουμενικές Συνόδους.

ΜΙΝΟΥΚΙΟΣ ΦΗΛΙΞ, ΜΑΡΚΟΣ (Marcus Minucius Felix, 2ος αιώνας μ.Χ.)
Ρωμαίος Χριστιανός απολογητής, του 2ου αιώνα μ.Χ., που καταγόταν από γενιά πληβείων, από τους οποίους πολλοί διακρίθηκαν και κατέλαβαν υψηλά αξιώματα. Στο διάλογό του που σώζεται με τίτλο «Octavius», ένας νεοφώτιστος στο Χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του εθνικού Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια ουσιαστική συγγένεια μεταξύ των δύο αντιλήψεων ζωής σε ό,τι πιο αγνό έχουν, και καταρρίπτει με ηρεμία τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, μέχρι τη στιγμή που ο Καικίλιος δηλώνει ότι πείθεται. Ο διάλογος είναι πολύ επιμελημένος από λογοτεχνική άποψη, αρχίζοντας από τα περιγραφικά στοιχεία του υποβλητικού περιβάλλοντος (η παραλία της Όστια), όπου εκτυλίσσεται η συζήτηση σύμφωνα με το διαλογικό σχήμα και το ύφος του Κικέρωνα. Ο Χριστιανισμός του Μινούκιου ταυτίζεται με τη φυσική θρησκεία και με την ηθική που δίδασκαν οι φιλοσοφικές σχολές. Λείπει όμως από αυτόν κάθε ενθουσιαστικός τόνος για τις μεταφυσικές όψεις του δόγματος.

ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (Quintus Septimus Florens Tertillianus)
Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Καρχηδόνα γύρω στο 160 μ.Χ. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Κάποιοι μελετητές αναφέρουν ότι ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος εκατόνταρχος. Κατείχε καλά την ελληνική και λατινική φιλολογία και τη νομική. Μετά το τέλος των σπουδών του, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Ρώμη, όπου ζούσε έκλυτη ζωή. Από θαυμασμό προς το θάρρος των Χριστιανών στους διωγμούς, ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ζούσε ως κατηχητής της χριστιανικής πίστης και πιθανόν και ως πρεσβύτερος. Επηρεάστηκε από τις αυστηρές αρχές του Μοντανισμού, προσχώρησε σ’ αυτόν το 212 και αναδείχθηκε μετά από λίγο ως ένας από τους αρχηγούς του.
Ο Τερτυλλιανός έγραψε πολλά συγγράμματα, τα περισσότερα στα λατινικά και λιγότερα στα ελληνικά. Τα έργα που έγραψε στα ελληνικά δεν διασώθηκαν. Τα πιο σπουδαία έργα του είναι απολογητικά του Χριστιανισμού. Από τα απολογητικά του έργα σπουδαιότερο θεωρείται αυτό που έγραψε το 197 με τίτλο «Απολογητικός» (Apologeticum), στον οποίον αναιρεί τις κατηγορίες κατά των Χριστιανών και διακηρύσσει την απόλυτη αξία του Χριστιανισμού. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες κατά των αιρετικών, όπως και έργα ηθικού περιεχομένου. Κυριότερα έργα του: «Περί βαπτίσματος» (De baptismo), «Περί προσευχής» (De oratione), «Περί των ισχυρισμών των αιρετικών» (De praescriptione hereticorum), «Προς τα έθνη» (Ad nations libri duo) κ.ά. Το σύνολο των έργων του βρίσκεται στους τόμους 1 και 2 του έργου «Λατινική Πατρολογία» του Μιν (έκδοση της Ακαδημίας της Βιέννης).
Από τα συγγράμματά του γίνεται αμέσως αντιληπτή η πολυμάθειά του, η πρωτοτυπία του κι η μονομέρειά του ως προς την πίστη. Βοήθησε στην εξέλιξη της μορφής κι ορολογίας της θρησκευτικής λατινικής γλώσσας. Παράλληλα, θεωρείται αδιάλλακτος κι αυστηρών αρχών συγγραφέας. Καταδικάζει κάθε συνάφεια με τους εθνικούς, θεωρεί τα θέατρα οικήματα του διαβόλου και τον δεύτερο γάμο πορνεία. Ελέγχει την Εκκλησία γιατί δέχεται στους κόλπους της όσους υπέπεσαν σε βαριά αμαρτήματα και μετάνιωσαν. Μόνο ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει και κανείς άλλος. Χαρακτήριζε επίσης τη στρατιωτική υπηρεσία ως ασυμβίβαστη προς τη χριστιανική πίστη. Πίστευε ότι ο Χριστιανός πρέπει να περιορίζεται μόνο στην πίστη και να μην επιζητεί τη γνώση, η οποία κατά τον ίδιο, είναι πηγή αιρέσεων και βλαβερή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ουδέν κοινό υπάρχει μεταξύ μαθητού της Ελλάδος και του ουρανού, μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων. Ό,τι είναι πέραν της απλής πίστης είναι βλαπτικό και διαβολικό». Πέθανε σε βαθιά γεράματα, γύρω στα 240 μ.Χ.

ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ο ΚΑΡΧΙΔΟΝΙΟΣ (Thascius Caegilius Cyprianus)
Ένας από τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, από επιφανή οικογένεια εθνικών της Καρχηδόνας, κάτοχος ελληνικής και ρωμαϊκής παιδείας (200-258 μ.Χ.) Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, ασπάστηκε το Χριστιανισμό το 246, βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε αμέσως ιερέας και μετά από τρία χρόνια επίσκοπος Καρχηδόνας (249-258). Με το διωγμό του Δεκίου (249-251) εγκατέλειψε την Καρχηδόνα. Επιστρέφοντας το 251, συγκάλεσε σύνοδο που αποφάσισε την αποδοχή στους κόλπους της Εκκλησίας, ύστερα από μακρόχρονη μετάνοια, όσων είχαν απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη κατά τη διάρκεια των διωγμών. Τρεις νέες σύνοδοι που συγκλήθηκαν το 255 και το 256 υιοθέτησαν την άποψη του Κυπριανού για την εγκυρότητα του βαπτίσματος των αιρετικών. Ο Κυπριανός αγωνίστηκε για την ενότητα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών και των σχιματικών και εναντιώθηκε στα πρωτεία του πάπα. Αποκεφαλίστηκε κατά το διωγμό του Βαλεριανού, στη Νικομήδεια, μαζί με την Ιουστίνη. Από τα έργα του, κυριότερα είναι τα «Περί της ενότητας της Εκκλησίας» και «Περί πεπτωκότωνν». Σώζονται 81 επιστολές του (58 ιδιόχειρες, 6 συνοδικές και 15 γραμμένες από τον κλήρο της Καρχηδόνας προς αυτόν), που αποτελούν σημαντικότατη πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία.

ΚΟΜΜΟΔΙΑΝΟΣ
Ο πρώτος Χριστιανός Λατίνος ποιητής, του 3ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πρεσβύτερου της Εκκλησίας της Μασσαλίας, Γενναδίου, αφού μελέτησε τη φιλοσοφία των εθνικών και τα βιβλία των Χριστιανών, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία. Έγραψε δύο ποιητικά έργα με τους τίτλους «Ογδόντα συμβουλές κατά των αρχαίων θεών» και «Απολογητικό ποίημα κατά των Ιουδαίων και Εθνικών», με σκοπό να προσηλυτίσει νέους οπαδούς στη χριστιανική πίστη. Το πρώτο περιλαμβάνει 80 ποιήματα και διαιρείται σε δύο βιβλία, καθένα από τα οποία αριθμεί 684 εξάμετρους στίχους, ενώ το δεύτερο αποτελείται από 1.060 εξάμετρους στίχους. Επειδή ο Κομμοδιανός δεν είχε ικανοποιητική θεολογική μόρφωση, πολλές φορές παρασύρθηκε από τις θεωρίες των μοναρχιανών, των πατροπασχιτών και των χιλιαστών, γι’ αυτό τα έργα του χαρακτηρίστηκαν από τον πάπα Γελάσιο Β' απόκρυφα (opuscula commodiaui apocrypha). Επιπλέον, εξαιτίας των βαρβαρισμών της γλώσσας του, κάποιος νεώτερος κριτικός χαρακτήρισε τα ποιήματά του «άριστη συλλογή βαρβαρισμών, την οποία μόνο ο χειρότερος λατινιστής θα μπορούσε να ονειρευτεί». Το 1887 το έργο του εκδόθηκε στη Βιέννη από τον Δομβάρτ.

ΑΡΝΟΒΙΟΣ, Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Λατίνος εκκλησιαστικός απολογητής (4ος αιώνας μ.Χ.), πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Αρχικά ήταν δάσκαλος της ρητορικής στη Σίκκα της Νουμιδίας και όπως αναφέρει ο Ιερώνυμος, σφοδρός πολέμιος του Χριστιανισμού στην Αφρική επί Διοκλητιανού. Ξαφνικά όμως, μετά από ένα όνειρο που είδε, μεταστράφηκε στη νέα θρησκεία και ζήτησε να βαφτιστεί, αλλά ο επίσκοπος, έχοντας λόγους να δυσπιστεί, αρνήθηκε να τον δεχτεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Και τότε ο Αρνόβιος, για να δώσει μαρτυρία για την αναμφίβολη ειλικρίνειά του, έγραψε στα λατινικά ένα σύγγραμμα από 7 βιβλία με τον τίτλο «Κατά των Εθνών» (δηλαδή εναντίον της ειδωλολατρίας). Στα δύο πρώτα βιβλία της απολογίας του ο Αρνόβιος αποκρούει τις συκοφαντίες και φαντασιώσεις εναντίον του Χριστιανισμού. Στα υπόλοιπα βιβλία αποκαλύπτει την ανοησία και την ανηθικότητα της ειδωλολατρίας. Όλο το έργο θεωρείται από τους νεώτερους ασυστηματοποίητο, αλλά με ειλικρινή πίστη. Εννοείται ότι μετά τη δημοσίευση του έργου, ο Αρνόβιος έγινε δεκτός στο Χριστιανισμό.

ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius)
Χριστιανός απολογητής (β' μισό 3ου - α' μισό 4ου αιώνα μ.Χ.), που επονομάστηκε χριστιανός Κικέρων. Γεννήθηκε στην Αφρική, όπου δάσκαλός του ήταν ο Αρνόβιος και διετέλεσε ρήτορας στη Νικομήδεια. Γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα τον κάλεσε ο Διοκλητιανός ως δάσκαλο του γιου του, κοντά στον οποίον παρέμεινε για 10 χρόνια. Απομακρύνθηκε όταν κηρύχθηκε ο διωγμός από τον αυτοκράτορα αυτόν, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχε ασπαστεί πριν από αυτόν το Χριστιανισμό. Αργότερα, διετέλεσε και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μ. Κωνσταντίνου. Περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα στο έργο του με τίτλο «Περί του θανάτου των διωκτών» (De mortibus persecutorum, 313), ως τέρατα τους Ρωμαίους αυτοκράτορες που είχαν αντιταχθεί στο Χριστιανισμό και παρουσιάζει το θάνατό τους ως σημείο της οργής του Θεού. Καταπολέμησε τους Επικούρειους και τους Στωικούς, αλλά στο έργο του με τίτλο «Περί θείων θεσμών» (Institutiones Divinae) (σε 7 βιβλία και ένα επίμετρο), προσπαθεί να αντλήσει απολογητικά επιχειρήματα από τις σκέψεις των μεγάλων εθνικών φιλοσόφων.


Βρήκε απήχηση το έργο της απολογητικής; Αν ναι, σε ποια έκταση; Είναι βέβαιο ότι οι κατηγορίες συνεχίστηκαν. Ο εθνικός κόσμος πάντα αντιτάχθηκε. Οι διωγμοί δε μειώθηκαν. Υποστηρίζεται όμως ότι οι απολογητές έδειξαν τη σαθρότητα των ειδωλολατρικών κοσμοθεωριών και προετοίμασαν το δρόμο για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Ίσως. Όμως οι εθνικοί σε λίγο θα επικαλεστούν τις απολογίες και το πνεύμα των απολογητών καθώς, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι υπερασπιστές του γρήγορα θα ξεχάσουν όσα εκείνοι υπέστησαν, όσα έλεγαν για σκληρότητα και ανελευθερία. Γιατί τώρα θα ανταποδώσουν πολύ περισσότερα σε φόνους, διωγμούς και καταστροφές. Είναι πια η εποχή που η Εκκλησία γίνεται κράτος, οι δοξασίες της, σύστημα, η διδασκαλία της, δόγμα. Είναι πια η εποχή που η Εκκλησία αντεκδικείται. Και Εκκλησία που εκδικείται, παύει πια να ακολουθεί τον Ιδρυτή της.


[1] Ανάμεσα στα άλλα και για τη δολοφονία ενός μελιτιανού επισκόπου, που αργότερα βρέθηκε ζωντανός.
[2] Διασώθηκαν σχόλιά του στα έργα του Ιωάννη και του Ματθαίου.
[3] Από τις τελευταίες αυτές ερμηνείες μόνον ένα τμήμα διασώθηκε.

Το φαινόμενο των Χριστιανών απολογητών - Α' Μέρος

Τον πρώτο αιώνα η Εκκλησία αρκείται στο να διακηρύττει την αθωότητά της στις τόσες και τόσες ιουδαϊκές και εθνικές κατηγορίες και να αποδεικνύει τούτη την αθωότητα με την αγιότητά της.
Τα γράμματα του Παύλου και ιδίως του Πέτρου δίνουν το μέτρο αυτής της αρχής. Όμως, καθώς η Εκκλησία απλώνει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου, η επίθεση γίνεται πιο συστηματική απ’ τη μεριά κυρίως των εθνικών φιλοσόφων. Οι κατηγορίες κατά των Χριστιανών μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:
α. Αθεΐα.
β. Αντίθεση προς τους ρωμαϊκούς νόμους.
γ. Μισανθρωπία.
δ. Ανήθικη ζωή.
ε. Συμπόσια, όπου έπιναν αίμα μικρών, κυρίως, παιδιών!
Έχει περάσει ήδη το α' τέταρτο του 1ου αιώνα και μια σειρά από μορφωμένους Χριστιανούς αναλαμβάνει να ανατρέψει τούτες τις αστήριχτες και αστείες στη βάση τους κατηγορίες. Συνεπώς Απολογητική είναι η υπεράσπιση των χριστιανικών αληθειών και της αξίας των ιερών βιβλίων κατά των αιρέσεων. Με την έννοια αυτή πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην ελληνική απολογητική και στη λατινική. Η πρώτη περιλαμβάνει τους Χριστιανούς συγγραφείς που έγραψαν απολογίες στην ελληνική γλώσσα για να αποκρούσουν τις διάφορες κατηγορίες και συκοφαντίες των εθνικών εναντίον των Χριστιανών.
Από αυτούς, επιφανέστεροι στον 2ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης και Αθηναγόρας, οι Παλαιστίνιοι Αρίστων από την Πέλλα και Ιουστίνος, οι Σύριοι Τατιανός και Θεόφιλος Αντιοχείας, οι Μικρασιάτες Απολλινάριος Κλαύδιος, επίσκοπος Ιεραπόλεως και Μελίτων, επίσκοπος Σάρδεων, καθώς και ο Ερμείας, ο συγγραφέας της «Προς Διόγνητο» επιστολής. Όλοι τους είχαν αποκλειστική ή κύρια συγγραφική δραστηριότητα την απόδειξη της αλήθειας του χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρικής πλάνης και γι’ αυτό ονομάστηκαν «απολογητές» και τα συγγράμματά τους «απολογίες». Εκτός από αυτούς και άλλοι συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας έγραψαν απολογητικά έργα: ο Κλήμης της Αλεξανδρείας, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο Ωριγένης, που με το έργο του «Κατά Κέλσου» πρόσφερε την πιο έγκυρη και πιο πλήρη υπεράσπιση του Χριστιανισμού, χαρακτηριζόμενη από αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη.
Κυριότερος εκπρόσωπος της λατινικής απολογητικής κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. υπήρξε ο Μινούκιος Φήλιξ με το έργο του «Οκτάβιος», ενώ τον 3ο αιώνα μ.Χ. διακρίθηκε ο Τερτυλλιανός με τα έργα του «Απολογητικό» (Apologeticum) και «Προς τα έθνη» (Ad Nationes), ο Κυπριανός ο Καρχηδόνιος, καθώς και ο Κομμοδιανός. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναδείχθηκαν ο Αρνόβιος με το έργο του «Κατά των εθνών» και ο Λακτάντιος (που ονομάζεται και «Χριστιανός Κικέρων», για την καθαρότητα της λατινικής γλώσσας στην οποία έγραψε) με το κύριο έργο του «Θείες διδασκαλίες».
Πολύ λίγες απολογίες σώζονται. Με το πέρασμα του χρόνου, πολλές από τις απολογίες χάνουν τον αρχικό σκοπό και στόχο τους να υπερασπιστούν την Εκκλησία και το Ευαγγέλιο και εκτρέπονται είτε σε επιθέσεις κατά της εθνικής θρησκείας είτε δογματίζουν, παίρνοντας μέρος στις γνωστές διαμάχες που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία τους πρώτους τρεις αιώνες.
Θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στην απολογητική, που σαν φαινόμενο σφραγίζει με ειδική δύναμη τούτη την περίοδο και της δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα.

ΚΟΔΡΑΤΟΣ
Ως πρώτος γνωστός απολογητής του Χριστιανισμού αναφέρεται ο Κοδράτος (Ιερ. catal. 19), που καταγόταν από τη Μ. Ασία και έζησε το β’ μισό του 1ου έως το α’ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., την εποχή των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού. Το 125, όταν βρισκόταν στην Αθήνα, έγραψε την «Απολογία υπέρ των Χριστιανών», μια απολογητική επιστολή υπέρ της χριστιανικής πίστης, μοναδική σε αποδεικτικά στοιχεία, με πράο και πειστικό τόνο και την παρέδωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό, που επισκέφτηκε την πόλη. Κυρίως επικαλείται την ελευθερία των ρωμαϊκών νόμων και την ελευθερία της συνείδησης. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε να προκαλέσει διαταγή του αυτοκράτορα προς τον ανθύπατο της Ασίας, Μινούκιο Φουϊδανό, κανείς να μη φονεύεται «χωρίς εγκλήματα και κατηγορία». Η απολογία δε σώζεται. Απόσπασμα του κειμένου, που αναφέρεται στην εγκυρότητα των θαυμάτων του Ιησού, έχει διασωθεί από τον Ευσέβιο, που αποκαλεί τον Κοδράτο «ακουστή των Αποστόλων».

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
Σύγχρονος του Κοδράτου, ο Αθηναίος φιλόσοφος Αριστείδης. Γεννήθηκε στην Αθήνα τον 2ο αιώνα μ.Χ., έλαβε επιμελημένη εκπαίδευση στη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, ασπάστηκε το Χριστιανισμό και προσπάθησε να συνδυάσει το Χριστιανισμό με την ελληνική φιλοσοφία. Φημισμένος για την ευγλωττία του, ο Αριστείδης έγραψε απολογία υπέρ των Χριστιανών. Η απολογία του αυτή («Περί θεοσεβείας», 140 μ.Χ.), που φέρνει (κατά τη συριακή μετάφραση) τον τίτλο «Στον αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτο Αδριανό, τον ευσεβή Αντωνίνο, από το Μαρκιανό Αριστείδη, τον Αθηναίο φιλόσοφο», υποβλήθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό. Το ελληνικό κείμενο της απολογίας χάθηκε, διασώθηκε όμως έμμεσα και περιλήφθηκε στη μεσαιωνική «Ψυχωφελή ιστορία του Βαρλαάμ και Ιωσαφάτ» και στη συριακή μετάφραση και σε αρμενική (της οποίας μόνο η αρχή σώθηκε). Εκδόθηκε το 1893 από το Χέννεκε και το ίδιο έτος από το Ζέερμπεργκ.

ΑΡΙΣΤΩΝ
Λίγο αργότερα θα γράψει ένα απολογητικό έργο ο Αρίστων από την Πέλλα της Παλαιστίνης, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. κι ήταν χριστιανός εξ Ιουδαίων. Στο έργο του με τίτλο «Αντιλογία (ή διάλογος) Παπίσκου (Ιουδαίου) και Ιάσονος (Χριστιανού εξ Ιουδαίων) περί Χριστού», που γράφτηκε περί το 140 μ.Χ., χρησιμοποιεί δυο φανταστικά μάλλον πρόσωπα. Δυο Ιουδαίους από τους οποίους ο Αλεξανδρινός Παπίσκος εμμένει στον Ιουδαϊσμό, ενώ ο επίσης Ιουδαίος Ιάσων έχει δεχθεί το Χριστιανισμό. Πρόκειται για την πιο αρχαία απολογία κατά του Ιουδαϊσμού.
Σκοπός του διαλόγου (που βασικά απευθύνεται στο ιουδαϊκό έθνος) είναι να αποδειχθεί το μήνυμα περί του Ιησού από τις προφητείες της Π. Διαθήκης. Ο Κέλσος, το 178 μ.Χ., στην πολεμική του κατά του Χριστιανισμού δεν εκτιμά την απολογία και τη χαρακτηρίζει «άξια όχι για γέλια, αλλά για έλεος και μίσος». Από την άλλη μεριά ο Ωριγένης έχει καλή γι’ αυτόν. Από το έργο αυτό σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα.

ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
Στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου εμφανίζονται δυο σημαντικοί απολογητές: Ο Κλαύδιος Απολλινάριος, επίσκοπος Ιεραπόλεως στη Φρυγία τον 2ο αιώνα μ.Χ. κι ο ρήτορας Μιλτιάδης, διάσημος απολογητής της χριστιανικής πίστης. Ο πρώτος έγραψε κατά των Μοντανιστών, πέντε λόγους προς Έλληνες, δυο περί αληθείας, δυο προς τους Ιουδαίους και μια απολογία του Χριστιανισμού, που την παρέδωσε στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Ο δεύτερος απηύθυνε προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο «Απολογία υπέρ των Χριστιανών» και έγραψε και το έργο με τίτλο «Προς τα έθνη υπέρ της αλήθειας και προς τις τότε αιρέσεις». Αν και οι δύο απολογίες χάθηκαν ολοκληρωτικά, γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές, ότι ήταν (κυρίως του Μιλτιάδη) έργα πρωτότυπα με δυνατή επιχειρηματολογία που κέντρισαν το περί δικαίου αίσθημα των Ρωμαίων και διαφημίζονταν πολύ από τους κατοπινούς χριστιανούς συγγραφείς.

ΜΕΛΙΤΩΝ
Μεταξύ των απολογητών μια ειδική θέση κατέχει και ο Επίσκοπος Σάρδεων της Λυδίας, Μελίτων, ένας από τους πιο διάσημους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και απολογητές της χριστιανικής πίστης, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. Δε σώζονται παρά ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του, αν και εικάζεται ότι άκμασε το διάστημα μεταξύ του 160 και 180 μ.Χ. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο επίσκοπος Εφέσου Πολυκράτης αποκάλεσε τον Μελίτωνα «ευνούχο» (δηλαδή παρθένο), «που πολιτεύθηκε πάντα εν αγίω πνεύματι». Ο ίδιος τον κατέτασσε μεταξύ των πιο σπουδαίων μορφών της εποχής. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη διαλεκτική ικανότητά του και συνέγραψε πολλά συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία διακρινόταν η «Προς Αντωνίνο τον Πίο απολογία». Εξίσου αξιόλογα ήταν τα «Περί Αληθείας», «Κλεις», «Περί του Πάσχα», «Λόγος περί Χριστού» και «Εκλογές», επιλογές σχολιασμένων κειμένων της Π. Διαθήκης.

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
Δε θα αναφερθούμε στον Ιουστίνο, το μάρτυρα και φιλόσοφο, γιατί θα μιλήσουμε άλλοτε γι’ αυτόν και το έργο του.

ΤΑΤΙΑΝΟΣ
Μαθητής του Ιουστίνου, ήταν ο Τατιανός, Σύρος θεολόγος (120-173 μ.Χ.), που ίδρυσε τη χριστιανική αίρεση των Εγκρατιστών. Οι γονείς του ήταν εθνικοί, ενώ ο ίδιος, αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, πήγε στη Ρώμη, όπου ασπάστηκε το Χριστιανισμό και διδάχτηκε τη χριστιανική διδασκαλία από τον Ιουστίνο. Μετά το θάνατο του δασκάλου του (167 μ.Χ.), πήγε στη Μεσοποταμία και στη Συρία και ίδρυσε αίρεση με στοιχεία από την κίνηση του Βαλεντίνου και τις θεωρητικές κατευθύνσεις των Γνωστικών, τα οποία τροποποίησε έτσι ώστε οι οπαδοί του δεν μεταλάμβαναν κρασί ούτε στη θεία Ευχαριστία. Για το σκοπό αυτό έπιναν νερό και γι’ αυτό ονομάστηκαν και «υδροπαραστάτες». Έγραψε πολλά έργα, από τα οποία σώθηκαν το απολογητικό με τίτλο «Λόγος προς Έλληνες», όπου ερευνά με κάθε λεπτομέρεια τον αρχαίο βίο, τις δοξασίες του, το πιστεύω και τις επιτυχίες του στις τέχνες. Ο Τατιανός δε βρίσκει τίποτε καλό και ωφέλιμο σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Συγχρόνως, το έργο χάνει γρήγορα τον απολογητικό του χαρακτήρα και παίρνει επιθετική μορφή, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η χριστιανική θρησκεία είναι πολύ πιο ανώτερη και πιο αρχαία από την εθνική φιλοσοφία και φιλολογία. Σε μερικά σημεία διακρίνεται σαφής ειρωνική διάθεση. Έγραψε και το «Ευαγγέλιο δια τεσσάρων», που αποτελεί μια σύνθεση των τεσσάρων Ευαγγελίων σ’ ένα έργο. Το έργο αυτό, όπου παρέλειψε οτιδήποτε σχετικό με την ανθρώπινη καταγωγή του Ιησού, διαδόθηκε στη Συρία και κυρίως στην Έδεσσα, όπου μάλιστα εκτόπισε τα υπόλοιπα Ευαγγέλια έως τον 4ο αιώνα. Το «Ευαγγέλιο δια τεσσάρων» σώθηκε σε αραβική μετάφραση. Τα υπόλοιπα έργα του, που αναφέρονται από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, χάθηκαν.

ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Δυνατός στο γράψιμο και με μοναδική πειστικότητα αναφέρεται ο Αθηναγόρας, Αθηναίος χριστιανός απολογητής και πλατωνικός φιλόσοφος που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. Η ημερομηνία της γέννησης και του θανάτου του παρέμειναν άγνωστες. Τα αρχαία στοιχεία που αναφέρονται στον Αθηναγόρα είναι πολύ αμφισβητήσιμα. Από όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, το πιο βέβαιο είναι ότι οδηγήθηκε στη χριστιανική πίστη από το διάβασμα βιβλίων διαφόρων Χριστιανών συγγραφέων, που μελετούσε για να τους αντικρούσει και να τους καταπολεμήσει. Μετά τον προσηλυτισμό του στο Χριστιανισμό εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, περί το τέλος του 178 μ.Χ. έστειλε στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και στο γιο του Κόμμοδο, μια μακρά επιστολή με τίτλο «Πρεσβεία (απολογία) περί των Χριστιανών», στην οποία αξίωνε για το Χριστιανισμό την ίδια ανεξιθρησκία που απολάμβαναν όλες οι άλλες θρησκείες στην αυτοκρατορία και ταυτόχρονα αντέκρουε, μ’ ένα πλούτο επιχειρημάτων, τρεις βασικές κατηγορίες για ανήθικο βίο των Χριστιανών, που ήταν πολύ διαδεδομένες ανάμεσα στο λαό εναντίον των Χριστιανών: την αθεΐα, την αιμομιξία, τη βρώση ανθρώπινης σάρκας (ειδικά σάρκας παιδιών που τα έσφαζαν). Σε ένα δεύτερο έργο του, που θεωρείται επίσης αυθεντικό, τη μελέτη «Περί αναστάσεως των νεκρών», προσπαθεί να αποδείξει ή τουλάχιστον να υπερασπιστεί την ανάσταση των νεκρών, που πάντα αποτελούσε παράδοξο δόγμα για τους εθνικούς και πεδίο για σκωπτικές παρατηρήσεις. Οι πλατωνικές ιδέες στα έργα αυτά αποτελούν τον άξονα, γύρω από τον οποίον μοιραία και αυτόματα περιστρέφονται οι σκέψεις του συγγραφέα. Γι’ αυτό δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν σαν έκφραση της χριστιανικής πίστης παρά μόνο σε μια εποχή κατά την οποία η Ορθοδοξία δεν ήταν ακόμα πολύ απαιτητική. Για το λόγο αυτόν ίσως ούτε ο Ευσέβιος, ούτε ο Ιερώνυμος, ούτε ο Φώτιος και το λεξικό Σουΐδας τον αναφέρουν στην απαρίθμηση των χριστιανών συγγραφέων. Παρά την ανεπάρκεια αυτή σε δογματικό υλικό, ο Αθηναγόρας είναι ανώτερος από πολλούς απολογητές. Κομψοεπής, χωρίς πλεονασμούς, περιοριζόμενος με την απαράμιλλη αττική λιτότητα στα «ενόντα και τα αρμόζοντα», προικισμένος με μια μεγάλη περιγραφική δύναμη και ένα πειστικό ορθολογισμό, αξιοσημείωτο για την διαύγεια και τη συνεκτικότητά του, μπορεί να πει κανείς ότι κατέχει τα πρωτεία μεταξύ των χριστιανών απολογητών. Οι μεγάλοι ιστορικοί της αρχαίας φιλοσοφίας Eduard Zeller και Wilhelm Nestle, στο έργο τους «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας», τονίζουν ότι ο Αθηναγόρας άσκησε μεγάλη επίδραση στην Περιπατητική Σχολή της εποχής του, που, αν και συγχωνεύτηκε αργότερα με τη νεοπλατωνική σχολή, υπεράσπιζε συχνά αριστοτελικές ιδέες και αντιλήψεις, που τις βρίσκουμε αυτούσιες στα διασωθέντα συγγράμματά του. Πλατωνικός φιλόσοφος και αριστοτελικός απολογητής, ο Αθηναγόρας, αν κι ασπάστηκε το Χριστιανισμό και έγινε χριστιανός απολογητής, δεν υποτάχθηκε τελείως στα δόγματα της νέας πίστης. Αντίθετα θέλησε να συνδυάσει και να εναρμονίσει τη χριστιανική διδασκαλία με την ελληνική φιλοσοφία, με την οποία ήταν βαθύτατα εμποτισμένος και να εμφανίσει μια ελληνοχριστιανική θεωρία, σύμφωνα με την ουσία του Χριστιανισμού, αλλά και να φωτίζεται συγχρόνως από το φως της αρχαίας ελληνικής σοφίας.

ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Ο επίσκοπος Αντιοχείας (από το 169-181 μ.Χ.), Θεόφιλος, υπήρξε ο 6ος κατά σειρά επίσκοπος της πόλης, κατά τον Ευσέβιο. Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία, κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα από γονείς εθνικούς. Αργότερα μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας τον επίσκοπο Έρωτα. Άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, ο Θεόφιλος έγραψε πολλά θρησκευτικά συγγράμματα για την υπεράσπιση του Χριστιανισμού και την καταπολέμηση των ιδεών των αιρετικών και των εθνικών, από τα οποία τα πιο πολλά χάθηκαν. Το κυριότερο έργο του είναι το «Περί πίστεως» που επιγράφεται «Εις Αυτόλυκο» και αποτελείται από 3 βιβλία. Είναι μια απολογία προς το φίλο του Αυτόλυκο, όπου συστηματικά και με θαυμάσιο τρόπο από τη μια μεριά εκθέτει μεθοδικά τις αρχές του Χριστιανισμού και πραγματεύεται θέματα που αφορούν τη φύση του Θεού, τη μέλλουσα ζωή, τις θρησκευτικές ιδέες των εθνικών και τα χριστιανικά ήθη και από την άλλη απορρίπτει μία - μία τις βαριές κατηγορίες κατά των Χριστιανών. Άλλα έργα του είναι: «Σύγγραμμα προς την αίρεση του Ερμογένους», «Λόγος κατά Μαρκίωνος», «Κατηχητικά βιβλία», «Εις το Ευαγγέλιο και τις Παροιμίες του Σολομώντα υπομνήματα». Από τα τελευταία αυτά, τα τρία πρώτα χάθηκαν, ενώ μια λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα θεωρείται από τους ερευνητές σαν νόθο έργο που γράφτηκε κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα στη Γαλλία.
Σημαντικότερο από τα έργα του ωστόσο θεωρείται το απολογητικό «Εις Αυτόλυκο» που εκδόθηκε από τον Hamfrey (1852) και τον Otto (1861). Ο Θεόφιλος γνωρίζει την ελληνική παιδεία, κατέχει τη αρχαία φιλοσοφία και χειρίζεται τη γλώσσα με μοναδική ευχέρεια. Άλλωστε, το ψηλό πεδίο μόρφωσης του Αυτόλυκου, στον οποίον αφιερώνει και απευθύνει το σύγγραμμα, γίνεται αφορμή για μια συγγραφή από τις πιο αξιόλογες στο είδος τους. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όρο «Τριάδα» και γενικά η προσφορά του στη χριστιανική φιλολογία υπήρξε αξιόλογη. Ωστόσο, ο απολογητικός και πολεμικός χαρακτήρας των συγγραμμάτων του εκφράζει μια στενότητα πνεύματος σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της ελληνικής φιλοσοφίας, της οποίας υποτιμούσε την πραγματική αξία. Το πότε πέθανε δεν είναι γνωστό, φαίνεται όμως ότι ζούσε ακόμα κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αυρήλιου Κόμμοδου (180-192).

ΕΡΜΕΙΑΣ
Ο τελευταίος απολογητής του τέλους του δεύτερου αιώνα είναι ο Ερμείας (β' μισό 2ου - α' μισό 3ου αιώνα μ.Χ.). Σώζεται το έργο του «Ερμείου φιλοσόφου, Διασυρμός των έξω φιλοσόφων», αποτελούμενο από 10 κεφάλαια, το οποίο συνέταξε με τη μορφή διαλόγου κατά τον τρόπο του Λουκιανού και στο οποίο διαπιστώνονται με ειρωνικό ύφος οι αντιφάσεις μεταξύ των διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών. Σκοπός του ήταν να αποδείξει με το έργο αυτό ότι οι αντιφάσεις αυτές είναι απότοκες της δαιμονικής (και όχι της θείας) καταγωγής της φιλοσοφίας. Ιστορικά χαρακτηρίζεται ως περιορισμένης αξίας έργο.

ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (Τίτος Φλάβιος Κλήμης)
Χριστιανός θεολόγος, πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αθήνα κατά το 150 από γονείς εθνικούς. Σε νεαρή ηλικία έγινε Χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να βρει δάσκαλο της αρεσκείας του και άκουσε πολλούς δασκάλους μέχρι να βρει αυτόν που ήθελε. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας υπήρχε η σχολή του Πανταίνου. Εκεί έγινε πρεσβύτερος και, όταν πέθανε ο Πάνταινος, τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της σχολής. Το 202, εξαιτίας των διωγμών του Σεπτίμου Σεβήρου, εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια. Πέθανε στη Μ. Ασία στο χρονικό διάστημα μεταξύ 211 και 215 μ.Χ.
Έζησε κι έδρασε σε μια αποφασιστική περίοδο για τη διαμόρφωση της χριστιανικής σκέψης. Πράγματι, από τη μια μεριά εξασθενούσε το αίσθημα αναμονής της Β' Παρουσίας, που είχε επικρατήσει στους Χριστιανούς των προηγούμενων ετών, και κατά συνέπεια, γινόταν αισθητή η ανάγκη μιας πιο εδραιωμένης δογματικής οργάνωσης. Από την άλλη οι Πατέρες είχαν επιδοθεί στην πολεμική κατά των Γνωστικών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ήταν δυνατή μια καθαρά ορθολογική γνώση και φιλοσοφία περί των θείων, πεποίθηση που ωθούσε άλλους Χριστιανούς να υποστηρίζουν, αντίθετα, τα δικαιώματα της πίστης ως μοναδικού οργάνου γνώσης.
Ο Κλήμης έγραψε ένα είδος εισαγωγής στο Χριστιανισμό. Πρόκειται για έργο που διαιρείται σε τρία μικρότερα. Στο πρώτο, που τιτλοφορείται «Λόγος προτρεπτικός προς Έλληνες», παροτρύνει τους ειδωλολάτρες να εγκαταλείψουν τους θεούς τους και να προσέλθουν στην αληθινή πίστη. Στο δεύτερο, που έχει τον τίτλο «Παιδαγωγός», απευθύνεται σ’ εκείνους που έχουν ασπαστεί το Χριστιανισμό και καθορίζει ότι ως μοναδικό οδηγό του ηθικού βίου πρέπει να έχουν το θείο λόγο. Το έργο αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον και για το πλούσιο ανεκδοτολογικό μέρος του, στο οποίο ο Κλήμης περιγράφει ζωηρά τα ήθη της εποχής του και σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός υποδειγματικού Χριστιανού, κληρονόμου του ελληνικού μέτρου. Το τελευταίο και πιο σημαντικό από τα τρία αυτά έργα, με τίτλο «Στρώματα ή Στρωματείς», θέτει το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πίστης και φιλοσοφίας. Σ’ αυτό εκφράζει τη διαφωνία του προς τους πιο αδιάλλακτους Χριστιανούς της εποχής του, που πρέσβευαν ότι η σοφία των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τα ζητήματα της φύσης ήταν τελείως απομακρυσμένη από την αλήθεια. Επίσης υποστηρίζει ότι η πίστη προσφέρει την άμεση και αναμφισβήτητη γνώση της αλήθειας, αλλά η φιλοσοφία, όταν φωτίζεται από την πίστη, συμβάλλει στην κατανόηση και στην αποσαφήνιση της αλήθειας αυτής. Έτσι με τον Κλήμη διαμορφώθηκε η φιλοσοφική αντίληψη που έμελλε να κυριαρχήσει σε όλη τη χριστιανική σκέψη του Μεσαίωνα.

ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (265-339 μ.Χ.)
Επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (313-339), εκκλησιαστικός συγγραφέας και ιστορικός. Επονομαζόταν Ευσέβιος ο Παμφίλου, από το όνομα του δασκάλου του, Παμφίλου. Έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, αλλά και της ανόδου του Χριστιανισμού. Όταν φυλακίστηκε ο Πάμφιλος (307), έμεινε κοντά του και τον βοήθησε στη σύνταξη της απολογία του. Το 313 (για άλλους, το 315) εκλέχτηκε επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Η σύνοδος της Αντιόχειας τον αφόρισε όμως γιατί αρνήθηκε να υπογράψει την ομολογία πίστης κατά του Αρείου. Μάλιστα, στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325) υποστήριξε «τον Υιό ως Θεό εκ Θεού». Τελικά, πιέστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και αναγκάστηκε να αποδεχτεί τις αποφάσεις εκείνης της συνόδου.
Ο Ευσέβιος θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ανάμεσα στα έργα του, ιδιαίτερα αξιόλογα είναι η «Ευαγγελική προπαρασκευή» και η «Ευαγγελική απόδειξη». Αξιόλογο είναι και το «Χρονικό» που αναφέρεται στην ιστορία των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Από το έργο αυτό σώζεται μόνο μια αρμενική μετάφραση και μια λατινική απόδοση του Ιερώνυμου. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η «Εκκλησιαστική ιστορία», σε 10 βιβλία, που αναφέρεται στην περίοδο από τη γέννηση του Χριστού έως την ήττα του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο.
Ο Ευσέβιος δεν παραδεχόταν τον όρο «ομοούσιος», που αναφέρεται στην Αγία Τριάδα και θεωρούσε τον Υιό δεύτερο θεό και το Άγιο Πνεύμα κτίσμα του Πατρός. Επίσης, εναντιώθηκε στην προσκύνηση των εικόνων, πράξη που τη χαρακτήριζε ειδωλολατρική. Οι θέσεις του αυτές, που έρχονται σε άμεσα σύγκρουση με τα δογματικά δεδομένα της χριστιανικής θρησκείας, είναι άλλωστε χαρακτηριστικά της ανεξάρτητης προσωπικότητάς του, χάρη στην οποία κυρίως διατηρήθηκε η φήμη του.

2/2/09

Μορμόνοι ή Άγιοι των Εσχάτων Ημερών

Ο Μορμονισμός είναι μια αίρεση με μεγάλη δραστηριότητα και ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον θα ασχοληθούμε με αυτήν εκτενέστερα.

Η ιστορία της κίνησης
Ιδρυτής του Μορμονισμού είναι ο Josef Smith που γεννήθηκε στο Βέρμοντ, το 1805 και μεγάλωσε στην Παλμύρα της Νέας Υόρκης. Μεταξύ των Μορμόνων είναι γνωστός ως ο «προφήτης». Ο πατέρας του, ένα μάλλον φαιδρό πρόσωπο, όπως λένε οι μαρτυρίες των γνώσεών του, είχε ως απασχόληση το κυνήγι του θησαυρού. Έκανε συχνά ανασκαφές στις γύρω περιοχές με βοηθό το γιο του, που πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα του στις αναζητήσεις αυτές. Ενώ προσευχόταν το 1820 σ’ ένα δάσος, του εμφανίστηκε ο Θεός Πατέρας και ο Θεός Υιός και του ανακοίνωσαν ότι είναι ο εκλεκτός τους και ότι θα αναλάμβανε την ανασυγκρότηση της αληθινής χριστιανικής Εκκλησίας. Οι αναζητήσεις του Σμιθ συνεχίστηκαν, αλλά το 1823 πήρε τη βοήθεια του αγγέλου Μορόνι
[1] που του εμφανίστηκε στο κρεβάτι του και του υπενθύμισε το καθήκον του.
Το 1827 βρήκε επιτέλους το θησαυρό του, που ήταν όμως «πνευματικός». Ήταν οι χρυσές πλάκες, δεμένες σε βιβλίο, όπου υπήρχε γραμμένο το «Βιβλίο των Μορμόνων», σ’ ένα λόφο του Κουμορά κοντά στην Παλμύρα. Ο Σμιθ μετέφρασε τα «αναμορφωμένα Αιγυπτιακά», στα οποία ήταν γραμμένο το κείμενο, με τα ουρίμ και τα θουμίμ, που ήταν μεγάλα θαυματουργικά γυαλιά που του προμήθευσε ο πάντα προνοητικός άγγελος Μορόνι, γι’ αυτό το σκοπό. Αργότερα με ένα φίλο του χρίσθηκαν ιερείς της τάξης του Ααρών από τον Ιωάννη το Βαπτιστή, που στάλθηκε από τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, στην πολιτεία της Πενσυλβάνιας για το σκοπό αυτό. Η ομάδα των Μορμόνων μεγάλωσε και μετά από πολλές περιπλανήσεις κατέληξε στο Νόβου του Ιλλινόι. Ας σημειωθεί ότι ο Σμιθ από το 1831 μέχρι το 1844 είχε περί τις 135 αποκαλύψεις από το Θεό. Μια από αυτές επέτρεπε την πολυγαμία, για την οποία έχουν γίνει γνωστοί οι Μορμόνοι. Ήταν προϊόν της ανηθικότητας του Σμιθ και καταπολεμήθηκε και καταργήθηκε από τις ΗΠΑ. Το 1890 καταργήθηκε επίσημα από την ηγεσία της ίδιας της οργάνωσης.
[2]
Η διαμονή τους στο Νόβου δυσκόλεψε ακόμα παραπάνω όταν, με διαταγή του Σμιθ, Μορμόνοι έκαψαν και κατέστρεψαν τα γραφεία μιας τοπικής εφημερίδας. Ο Σμιθ κι ο αδελφός του συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν. Μια συμμορία τον Ιούνιο του 1844 πολιόρκησε τη φυλακή της Καρθάγης, όπου βρίσκονταν και τους δολοφόνησαν με λυντσάρισμα, χαρίζοντάς τους μεταξύ των Μορμόνων το στεφάνι του μάρτυρα. Ο Σμιθ, έγραψε ένας σύγχρονός του, θα μπορούσε να πει την πιο απτή υπερβολή ή τον πιο καταπληκτικό παραλογισμό με τη μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα.
Μετά το θάνατο του Σμιθ, αρχηγός έγινε ο Μπρίγκαμ Γιανγκ. Το 1847, μετά από εξαντλητική πορεία, αφήνοντας το Ιλλινόι, ο Γιανγκ οδήγησε μια ομάδα Μορμόνων στην Αλμυρή λίμνη και με την κραυγή «αυτός είναι ο τόπος», τους εγκατέστησε εκεί, ιδρύοντας και την πολιτεία της Γιούτα. Ο Γιανγκ ήταν ο συνεχιστής, αλλά και αυτός που δυνάμωσε το έργο του Σμιθ. Ο απολυταρχικός και ανηλεής χαρακτήρας του τον οδήγησε σε εγκληματικές αποφάσεις. Έδωσε διαταγή να φονευθούν 100 μετανάστες στη Γιούτα, που δεν ήταν Μορμόνοι, γιατί ήθελε να έχει τον απόλυτο έλεγχο της πολιτείας.

Η σύγχρονη κατάσταση
Η εκκλησία των Μορμόνων βρίσκεται στο Salt Lake City της Γιούτα. Εκεί υπάρχει ιερατείο διαφόρων τάξεων και γίνονται τελετές, κάποτε μυστηριακές. Οι Μορμόνοι δεν κάνουν καταχρήσεις, είναι φιλόξενοι, φιλικοί, εργατικοί και οικονόμοι. Έχουν δημιουργήσει πανεπιστήμιο και ενθαρρύνουν τη μόρφωση, σε αντίθεση με τους Χιλιαστές που προσπαθούν να έχουν απήχηση στους αμόρφωτους. Κάθε χρόνο, περίπου 400.000 άτομα βαπτίζονται και αποδέχονται το δόγμα των Μορμόνων, ανάμεσά τους και πολλοί φοιτητές. Οι Μορμόνοι ιεραπόστολοι έχουν ειδικευτεί στο να προσελκύουν φοιτητές από όλο τον κόσμο. Σε χώρες, όπως η Χιλή και το Μεξικό, οι Μορμόνοι αριθμούν ήδη τα 200.000 και 400.000 μέλη, αντίστοιχα, ενώ στην Τόνγκα και τη Δυτική Σαμόα, στον Ειρηνικό, το 20-30% των κατοίκων είναι Μορμόνοι. Κάθε μέρα του χρόνου κτίζονται 3 καινούργιοι ευκτήριοι οίκοι τους! Το 1993, οι Μορμόνοι είχαν 49.600 ιεραποστόλους πλήρους απασχόλησης, σε όλο τον κόσμο. Ο αριθμός αυτός μεγαλώνει συνεχώς και οι ίδιοι ελπίζουν ότι σε μερικά χρόνια θα ξεπεράσουν τον αριθμό των προτεσταντών ιεραποστόλων που υπηρετούν ανά τον κόσμο και που είναι περίπου 76.000! Η χορωδία της εκκλησίας των Μορμόνων είναι από τις καλύτερες του κόσμου. Οι νέοι από 19-21 ετών αφιερώνουν 2 χρόνια από τη ζωή τους σε ιεραποστολικό έργο σε κάποια χώρα αυτοσυντηρούμενοι. Ο Μορμονισμός έχει γίνει μια οικονομική «υπερδύναμη». Η εκκλησία τους έχει τεράστια έσοδα και συγκεντρώνει περίπου 5.000.000 δολάρια κέρδος, κάθε χρόνο, από τις πολλές επιχειρήσεις και την υποχρεωτική καταβολή της δεκάτης των μελών της. Η απήχηση των Μορμόνων είναι μεγάλη. Υπολογίζονται σε 6.000.000 κι είναι πολιτική και κοινωνική δύναμη στην Αμερική.
Η θρησκεία των Μορμόνων είναι πολυθεϊστική, αντιχριστιανική και οι βάσεις της ανιστόρητες και παράλογες. Το γεγονός ότι οι Μορμόνοι έχουν μια εμφάνιση θετική και ηθική, τους κάνει ελκυστικούς στους πολλούς. Βρίσκονται όμως στην αμαρτία και στατιστικές δείχνουν ότι στην πολιτεία της Γιούτα (70% Μορμόνοι σήμερα) τα διαζύγια, οι αυτοκτονίες και η εφηβική εγκυμοσύνη έχουν μεγαλύτερο ποσοστό, που συνεχώς αυξάνεται, από την υπόλοιπη Αμερική.
Οι Μορμόνοι παρουσιάζονται ως οι μόνοι πραγματικοί Χριστιανοί και προσπαθούν να μεταδώσουν την ιδέα ότι το δόγμα τους είναι το καλύτερο και η πιο σωστή ερμηνεία του Χριστιανισμού. Τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να είναι τόσο μακριά από την αλήθεια και όμως, εκατοντάδες χιλιάδες κάθε χρόνο πιστεύουν αυτό το μεγάλο ψέμα.

Τα ιερά κείμενα των Μορμόνων
Οι Μορμόνοι έχουν τέσσερα ιερά κείμενα: την Αγία Γραφή (εφόσον είναι σωστά μεταφρασμένη), «το Βιβλίο των Μορμόνων», «το πολύτιμο Μαργαριτάρι», και το «Θεωρίες και Διαθήκες». Το «Βιβλίο των Μορμόνων» που είναι το θεμελιώδες, μιλάει για δυο αρχαίους πολιτισμούς της αμερικανικής ηπείρου. Ο ένας από τον πύργο της Βαβέλ (το 2250 π.Χ., κατά τους Μορμόνους) κατέληξε στην ανατολική ακτή της κεντρικής Αμερικής. Η δεύτερη ομάδα άφησε την Ιερουσαλήμ γύρω στο 600 π.Χ., πέρασε τον Ειρηνικό και έφτασε στη δυτική ακτή της Ν. Αμερικής. Οι πρώτοι έποικοι, οι «zaredites», κατατροπώθηκαν λόγω της διαφθοράς τους και ο πολιτισμός τους διαλύθηκε. Η δεύτερη ομάδα ήταν δίκαιοι Εβραίοι κι αρχηγός τους ήταν ο Νέφι. Αυτοί διαχωρίστηκαν στους Λαμανίτες (Ινδιάνοι) και στους Νεφίτες. Οι Λαμανίτες δέχτηκαν μια κατάρα που έκανε το δέρμα τους σκούρο. Οι Μορμόνοι (από το συγγραφέα του βιβλίου που λεγόταν Μορμόνος και ήταν προφήτης), λένε ότι ο Χριστός επισκέφτηκε την αμερικανική ήπειρο και αποκάλυψε τον εαυτό του στους Νεφίτες, κηρύττοντάς τους το Ευαγγέλιο και καθιερώνοντας το βάπτισμα και την ευχαριστία. Οι Νεφίτες καταστράφηκαν από τους Λαμανίτες στο σημείο όπου ο Σμιθ βρήκε τις πλάκες, το 385 μ.Χ. Σκοπός του βιβλίου αυτού είναι η μαρτυρία της αλήθειας στο δυτικό κόσμο, μια επιπρόσθετη αποκάλυψη στην Αγία Γραφή. Είναι ένας προφητικός λόγος που προλέγει ότι οι Ινδιάνοι θα επιστρέψουν στο φως των πατέρων τους. Η Βίβλος προλέγει για το βιβλίο του Μορμόνου, το οποίο ερμηνεύει την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης.
Η επιστήμη, όμως, έχει άλλα να πει. Ο καθηγητής Anthon, το 1834, εξέτασε τα χειρόγραφα όπου ο Σμιθ είχε αντιγράψει τα «αναμορφωμένα αιγυπτιακά» και είπε ότι ήταν κίβδηλα. Ο Σμιθ χρησιμοποίησε ελληνικά, εβραϊκά, ρωμαϊκά γράμματα και σύμβολα, καθώς και μεξικάνικα, που τότε πρόσφατα είχαν ανακαλυφθεί. Το βιβλίο μιλάει για τροφές, μέταλλα, φυτά, ζώα που δεν υπήρχαν στην αμερικανική ήπειρο πριν από το 1492. Ο ανθρωπολογικός τύπος των Ινδιάνων και των κατοίκων ολόκληρης της ηπείρου είναι μογγολοειδής. Οι Ινδιάνοι ή οι Ίνκας ή οι Αζτέκοι δεν έχουν καμιά απολύτως ανθρωπολογική σχέση με τους Σημίτες, απόγονοι των οποίων, λέει το βιβλίο ότι είναι. Δεν έχει εξακριβωθεί κανένας πολιτισμός που να έχει καταστραφεί στις ημερομηνίες που παρουσιάζουν οι Μορμόνοι. Ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε γραφή που να έχει σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο πριν το 1492, ημερομηνία που ανακαλύφθηκε η Αμερική. Αυτά τα αδιάσειστα στοιχεία, δοσμένα από το Ίδρυμα Smithsonian της Ουάσιγκτον, αρκούν για να καταρρίψουν το βιβλίο. Άλλωστε, το κείμενο έχει μεγάλη συνάφεια σε ορισμένα σημεία με την Αγία Γραφή και μάλιστα με την αγγλική μετάφραση του King James. Από τη μετάφραση αυτή χρησιμοποιούνταν επίσης στοιχεία που είναι λάθος μεταφρασμένα από τα ελληνικά και τα εβραϊκά. Πολλά λάθη διορθώθηκαν από μεταγενέστερους του Σμιθ, που σημαίνει ότι η αποκάλυψη του Σμιθ δεν ήταν τόσο θεϊκή. Οι ερευνητές βρήκαν ότι το βιβλίο του Μορμόνου είχε σαν βάση κείμενα κάποιου Spaulding, τα οποία ο Σμιθ διάνθησε κατάλληλα με δικές του εμπνεύσεις, ανακάλυψη που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες και διαψεύσεις των Μορμόνων.

Να τι διδάσκουν οι Μορμόνοι
. Χωρίς τον Josef Smith δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία.
. Ο Θεός κάποτε ήταν άνθρωπος.
. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός.
. Ο Ιησούς εμφανίστηκε στην Αμερική.
. Υπάρχουν θεοί σε άλλους πλανήτες.
. Ο Θεός έχει σύζυγο.

. Οι Νέγροι ήταν καταραμένοι μέχρι το 1978.
Είναι αλήθεια ότι οι Μορμόνοι (αυτοί οι νέοι άνθρωποι που πηγαίνουν δυο - δυο, φορώντας άσπρα πουκάμισα και πιστοποιητικές κάρτες που γράφουν «Αδελφός» ή «Πρεσβύτερος») πραγματικά πιστεύουν και διδάσκουν τα παραπάνω; Διάβασε τα παρακάτω και θα το διαπιστώσεις.

Δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία χωρίς τον Josef Smith;
Οι Μορμόνοι λένε: «Αν δεν ήταν ο Josef Smith, δε θα υπήρχε δυνατότητα σωτηρίας. Δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Εκκλησία του Χριστού και των Αγίων των Τελευταίων Ημερών» (δηλαδή την εκκλησία των Μορμόνων).
[3] Αυτά λέει ο διάσημος θεολόγος στο κυριότερο λεξικό τους. Δηλαδή, η σωτηρία αποκτάται με πίστη στο Χριστό, αλλά ακολουθείται από βάπτισμα, υπακοή στις διδασκαλίες της Εκκλησίας των Μορμόνων και καλά έργα. Έτσι, δεν μπορεί κάποιος να μετανοήσει και να σωθεί την τελευταία στιγμή, γιατί τα υπόλοιπα δεν τα έχει κάνει.
Το 1820, όταν ήταν 14 ετών ο Josef Smith, ο ιδρυτής της εκκλησίας των Μορμόνων, υποστήριζε ότι είχε μια όραση στην οποία είδε το Θεό και το Χριστό. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ο Θεός του είπε ότι όλες οι άλλες εκκλησίες είναι «λάθος», «τα δόγματά τους είναι απεχθή».
[4]
Βασισμένοι πάνω σ’ αυτήν και σε άλλες «αποκαλύψεις», οι Μορμόνοι υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός έχει ξεστρατίσει από τις διδασκαλίες του Χριστού και των αποστόλων. Πιστεύουν ότι από τότε που πέθαναν οι απόστολοι μέχρι της δημιουργία της εκκλησίας των Μορμόνων το 1830, πραγματικός Χριστιανισμός δεν υπήρχε.
Οι Μορμόνοι πιστεύουν ότι, όταν ο Θεός θέλησε να αναστηλώσει την πραγματική εκκλησία, κάλεσε τον Josef Smith, ως προφήτη Του. Τον διαβεβαίωσε μέσω της «αποκάλυψης», ότι η εκκλησία των Μορμόνων είναι η «μόνη πραγματική και ζωντανή εκκλησία πάνω στη γη».
[5]

Ήταν κάποτε ο Θεός άνθρωπος;
Οι Μορμόνοι λένε: «Ο Θεός, αλλά και όλοι οι άνθρωποι υπήρξαν πρώτα ως πνεύματα, σε μια προΰπαρξη. Ο Θεός του δικού μας πλανήτη προήρθε από έναν άλλο Θεό και τη σύζυγό του. Γεννήθηκε ως κοινός θνητός, έζησε μια δίκαιη και ευυπόληπτη ζωή και απέκτησε τη θεία φύση μετά το θάνατό του».
Σ’ ένα κήρυγμά του, ο Josef Smith διακήρυξε ότι «Ο Θεός ο ίδιος ήταν κάποτε άνθρωπος όπως κι εμείς κι έπειτα μεταμορφώθηκε σ’ ένα ανυψωμένο θεϊκά άνθρωπο που τώρα κάθεται σε θρόνο στους ουρανούς! Υποθέτουμε ότι ο Θεός ήταν αιώνιος Θεός. Εγώ απορρίπτω αυτήν την ιδέα και παίρνω μακριά το ‘πέπλο’ για να μπορέσετε να δείτε... Ο Θεός ο ίδιος, ο πατέρας όλων μας, κατοικούσε σε μια γη».
[6]

Μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεός;
Οι Μορμόνοι λένε: «Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός». «Όπως είναι ο άνθρωπος, έτσι ήταν και ο Θεός. Όπως είναι ο Θεός, έτσι μπορεί να γίνει και ο άνθρωπος». Αυτή η θεωρία, γνωστή ως «Αιώνια Πρόοδος», είναι ένας βασικός τρόπος σκέψης των Μορμόνων. Ο Αδάμ, κατά τον Γιανγκ, ήταν θεός. Οι άνθρωποι τιμωρούνται για τα δικά τους σφάλματα και όχι για του Αδάμ.
Ο Josef Smith είπε: «Πρέπει μόνοι σας να μάθετε το πώς θα γίνετε θεοί... το ίδιο έκαναν κι όλοι οι θεοί πριν από σας, δηλαδή, με το να προχωράτε από μια χαμηλή βαθμίδα σε μια άλλη και από μια μικρή πνευματική ιδιότητα σε μια πιο μεγάλη... έως ότου φτάσετε στο να γίνετε θεοί και να ανυψωθείτε στο θρόνο της αιώνιας δύναμης, όπως ακριβώς έκαναν κι αυτοί που έφτασαν πριν από σας».
[7]
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, όποιος ζει μια έντιμη, ευυπόληπτη ζωή και εκπληρώνει όλα τα τελετουργικά των Μορμόνων, θα γίνει θεός στην επόμενη ζωή του. Σ’ αυτήν, την επόμενη ζωή, θα μπορεί να γεννά πνευματικά παιδιά, για να μπορεί να οικήσει μακρινούς πλανήτες, όπως ακριβώς ο Θεός, ο Πατέρας, έκανε με μας.[8] Αυτή η πρόοδος συνεχίζεται σε όλη την αιωνιότητα: νέοι θεοί, νέοι κόσμοι, νέοι θεοί, νέοι κόσμοι...

Υπάρχουν θεοί σε άλλους πλανήτες;
Οι Μορμόνοι λένε: «Ο Θεός ζει κοντά σ’ ένα αστέρι που ονομάζεται Κολόμπ». Αυτή είναι μια ακόμα αποκάλυψη του Josef Smith, σύμφωνα με ένα αποκρυφιστικό βιβλίο των Μορμόνων.
[9]
Ωστόσο, ο Θεός Πατέρας είναι ένας μεταξύ πολλών θεών. Αυτός είναι ο Κύριος Θεός αυτού του πλανήτη (αν και ο Ιησούς και το Άγιο Πνεύμα είναι δυο άλλοι διαφορετικοί θεοί).[10]
Όμως σε άλλους πλανήτες και κόσμους υπάρχουν αμέτρητοι θεοί. Ο Josef Smith δίδασκε: «Στην αρχή ο επικεφαλής των θεών κάλεσε σε συμβούλιο τους θεούς. Σαν συγκεντρώθηκαν όλοι επινόησαν ένα σχέδιο να δημιουργήσουν τον κόσμο και τους ανθρώπους του».[11]

Έχει ο Θεός σύζυγο και σώμα με σάρκα και οστά;
Οι Μορμόνοι λένε: «Όλοι μας προϋπάρχαμε ως πνεύματα πριν γεννηθούμε με σώμα εδώ στη γη. Αυτά τα πνεύματα είναι από τις φανερές σχέσεις μεταξύ του Θεού και τις συζύγου Του. Ο Θεός είναι ένα υλικό ον και δεν μπορεί να παράγει μόνος του παιδιά».
Το κυριότερο λεξικό των Μορμόνων μας λέει: «Αυτή η θεωρία, ότι υπάρχει μια μητέρα στον ουρανό επιβεβαιώνεται με απλότητα και σαφήνεια από την πρώτη προεδρία της εκκλησίας (Josef Smith, John Winder και Anthon Lund), όταν μιλώντας για προΰπαρξη και γνησιότητα του ανθρώπου, είπαν ότι ‘ο άνθρωπος, ως πνεύμα συνελήφθηκε και γεννήθηκε από ουράνιους γονείς...’ κι ακόμα ότι, ‘όλοι οι άντρες και οι γυναίκες είναι αντίγραφα του παγκόσμιου πατέρα και μητέρας και είναι πραγματικοί γιοι και κόρες της θεότητας’».
[12]
Στην αυτοαποκαλούμενη αποκάλυψη του Josef Smith, υποστηρίζεται ότι «Ο Πατέρας έχει σώμα από σάρκα και αίμα, όπως το ανθρώπινο».[13] Και ο Θεός Υιός έχει σάρκα και αίμα, αλλά είναι αθάνατος, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι άυλο.

Ήταν πράγματι οι νέγροι καταραμένοι μέχρι το 1978;
Στο «Βιβλίο των Μορμόνων» διαβάζουμε ότι κάποιοι άνθρωποι επαναστάτησαν κατά του αρχηγού τους, Nephi. Για τιμωρία ο Θεός «προκάλεσε την κατάρα να πέσει πάνω τους και ακόμα χειρότερα μια σκληρή κατάρα... ο Κύριος ο Θεός ήταν η αιτία που το δέρμα τους έγινε μαύρο».
[14]
Ένα άλλο κρυφό κείμενο των Μορμόνων υποστηρίζει τα εξής: «Και τότε η μαυρίλα ήρθε πάνω σ’ όλα τα παιδιά του Χαναάν κι όλοι οι άνθρωποι τους περιφρονούσαν»,[15] και από αυτούς τους γιους του Χαναάν γεννήθηκε «μια φυλή η οποία διατήρησε την κατάρα στη γη».[16]
Το 1978, ο πρόεδρος και προφήτης των Μορμόνων παρέλαβε μια «αποκάλυψη» από το Θεό, που τον πληροφορούσε ότι οι μαύροι άνθρωποι δεν έπρεπε πλέον να θεωρούνται αποκλεισμένοι από την προνομιούχα τάξη των Μορμόνων. Από εκείνη τη στιγμή απέκτησαν τη δυνατότητα να γίνονται μέλη της αίρεσης των Μορμόνων, να εισέρχονται στους ναούς, να τελούν ουράνιους γάμους, να γίνονται θεοί κλπ. Μέχρι εκείνη όμως τη στιγμή δεν είχαν το δικαίωμα για τίποτε από όλα αυτά.

Είναι ο Ιησούς και ο Εωσφόρος αδέλφια;
Οι Μορμόνοι λένε: «Ο Χριστός και ο Εωσφόρος, όπως όλα τα παιδιά των ανθρώπων, γεννήθηκαν από μια ‘ουράνια μητέρα’ σε μια καλούμενη προΰπαρξη. Γι’ αυτό ο Ιησούς και ο Εωσφόρος είναι αδέλφια. Αυτό που κάνει το Χριστό να ξεχωρίζει από τον Εωσφόρο είναι ότι ο Χριστός ήταν ο πρώτος πνευματικός γιος των ουρανίων γονιών και ότι μεταξύ των υπολοίπων πνευματικών γιων είναι αυτός που εκλέχθηκε από το ‘ουράνιο συμβούλιο’ να γίνει ο Σωτήρας αυτού του πλανήτη».
[17]
Η παρθενική σύλληψη του Χριστού δεν γίνεται αποδεκτή από τους Μορμόνους. Η κατάσταση του Ιησού, ως θνητού, πάνω στη γη ήταν μοναδική, γιατί ο Θεός ήταν ο πατέρας του, ακόμα και από τη φυσική πλευρά. Όπως αναφέρει το κυριότερο λεξικό των Μορμόνων: «Ο Χριστός συνελήφθηκε από έναν αθάνατο πατέρα με τον ίδιο τρόπο που οι θνητοί άντρες συλλαμβάνονται από τους θνητούς πατέρες».[18] Πιστεύουν ότι ο Θεός είναι Ον από σάρκα και αίμα, που κατέβηκε στη γη, σύναψε σχέσεις με τη Μαρία και έπειτα γύρισε στον ουρανό.
Στη θεολογία τους, ο Χριστός όταν ενσαρκώθηκε παντρεύτηκε τη Μαρία και τη Μάρθα πριν σταυρωθεί. Η σταυρική θυσία δεν είναι αρκετή για ορισμένες αμαρτίες, ενώ ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορεί να τις καθαρίσει.

Μόνο οι παντρεμένοι άνθρωποι σώζονται;
Οι Μορμόνοι λένε: «Για να μπορέσει ένα άτομο να περάσει στην ‘Αιώνια Πρόοδο’ και να γίνει θεός ή θεά, πρέπει απαραίτητα να τελέσει ένα ουράνιο γάμο ο οποίος θα διαρκέσει σε όλη την αιωνιότητα».
[19] Οι γάμοι αυτοί λαμβάνουν χώρα σε ειδικές τελετές, στους ναούς των Μορμόνων.
Αν κάποιος δεν τελέσει ένα ουράνιο γάμο, δεν μπορεί να αποκτήσει ολοκληρωμένη σωτηρία
[20] αφού, σύμφωνα με τους Μορμόνους, υπάρχουν τρεις ουρανοί.[21] Στον πιο ψηλό ουρανό είναι αυτοί που έχουν γίνει θεοί και θεές. Μέσω των σεξουαλικών σχέσεων γεννούν πνευματικά παιδιά που θα κατοικήσουν σε νέους πλανήτες. Στον ψηλότερο ουρανό θα ζουν επίσης και άλλοι Μορμόνοι που όμως δεν έχουν κάνει ουράνιους γάμους. Αυτοί θα είναι άγγελοι χωρίς παιδιά και θα υπηρετούν τους θεούς.
Το μεγαλύτερο μέρος των θνητών θα είναι στους δύο άλλους ουρανούς. Ο ένας ουρανός θα είναι για τους καλούς ανθρώπους που ποτέ δεν έγιναν Μορμόνοι και ο άλλος ουρανός θα είναι για τους κακούς ανθρώπους.
Οι Μορμόνοι σταμάτησαν πρακτικά την πολυγαμία το 1890, όμως πιστεύουν ότι, στην ουράνια βασιλεία πολλοί θεοί θα έχουν πολυάριθμες συζύγους.
[22]

Εμφανίστηκε ο Ιησούς στην Αμερική;
Ένα από τα πιο σπουδαία σημεία του Βιβλίου των Μορμόνων είναι αυτό που αναφέρει ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε στην Αμερική μετά το θάνατο και την ανάστασή Του.
Σύμφωνα με το Βιβλίο των Μορμόνων, οι Αμερικανοί Ινδιάνοι κατάγονται από Εβραίους που μετανάστευσαν στην Αμερική το 600 π.Χ. Ένας προφήτης έγραψε την ιστορία τους σε πλάκες από χρυσό και μπρούτζο και τις έκρυψε στη γη το 421 μ.Χ. (Οι Μορμόνοι πιστεύουν ότι ο Κολόμβος συνάντησε τους απογόνους αυτών των ανθρώπων, όταν ανακάλυψε την Αμερική, περίπου 1.000 χρόνια αργότερα).
Σύμφωνα με τον Josef Smith, ένας «ουράνιος αγγελιοφόρος» του εμφανίστηκε το 1823 και του αποκάλυψε πού ήταν κρυμμένες οι χρυσές πλάκες. Ο Josef Smith υποστηρίζει ότι «μετέφρασε» αυτές τις πλάκες, οι οποίες ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα, τα «μεταρρυθμισμένα αιγυπτιακά», και αργότερα τις απέστρεψε στον αγγελιοφόρο που τις πήρε μαζί του. Το 1830 αυτή η «μετάφραση» δημοσιεύτηκε στο Βιβλίο των Μορμόνων.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα που σχετίζονται με το Βιβλίο των Μορμόνων. Εδώ παραθέτουμε μερικά από αυτά:
(1) Ούτε ένα αρχαιολογικό εύρημα δεν έχει βρεθεί που να αποδεικνύει και να στηρίζει την ιστορία που αναφέρεται στο Βιβλίο των Μορμόνων και τους θαυμαστούς αυτούς πολιτισμούς που υποτίθεται ευημερούσαν στην αμερικανική ήπειρο.
(2) Ποτέ κανένας δεν έχει ανακαλύψει κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα εβραϊκά και το «μεταρρυθμισμένα αιγυπτιακά» χρησιμοποιήθηκαν στην Αμερική για μια περίοδο 1.000 χρόνων, όπως υποστηρίζει το Βιβλίο των Μορμόνων.
(3) Οι μοντέρνοι ανθρωπολόγοι υποστηρίζουν κατηγορηματικά ότι οι Αμερικανοί Ινδιάνοι (για τους οποίους οι Μορμόνοι πιστεύουν ότι κατάγονται από τους Εβραίους μετανάστες και αναφέρεται στο Βιβλίο των Μορμόνων), δεν έχουν καμιά σχέση με την εβραϊκή φυλή, αλλά μάλλον με τους ανθρώπους της ανατολικής Ασίας.

Είναι οι Μορμόνοι Χριστιανοί;
Οι Μορμόνοι γενικότερα παρουσιάζονται ως Χριστιανοί. Μιλούν για τον Χριστό, το Θεό, τη μετάνοια, την πίστη, τη σωτηρία κα. Φαινομενικά όλα φαίνονται σωστά και βιβλικά. Όμως, η σημασία που δίνουν στα λόγια αυτά είναι τελείως διαφορετική από αυτή που δίνει η Βίβλος.
Οι Μορμόνοι λένε ότι οι χριστιανικές εκκλησίες δεν είναι «λάθος», αλλά «ατελείς». Αυτό, όμως, είναι απλά ένα παιχνίδι λέξεων, γιατί όχι μόνο προσθέτουν λέξεις στη Βίβλο, αλλά και αλλάζουν το όλο περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης. Το «ευαγγέλιο» των Μορμόνων, ο θεός (θεοί) των Μορμόνων και ο Χριστός των Μορμόνων είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς της Βίβλου και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνεται θέμα γι’ αυτούς σαν παρακλάδι του Χριστιανισμού, γιατί είναι τελείως μια διαφορετική θρησκεία.
Διάβασε τις παρακάτω παραγράφους για να καταλάβεις το γιατί:

Τι λέει η Βίβλος;
Ένα είναι βέβαιο: η κοσμοθεωρία των Μορμόνων είναι ολοκληρωτικά αντίθετη από τη Βίβλο. Σύμφωνα με τη Βίβλο, η φιλοδοξία του ανθρώπου για να γίνει θεός, προέρχεται από το Διάβολο (Γέν.3:1-5, Ησα.14:12-15, Ιεζ.28:1-10), που είναι ο πατέρας του ψεύδους (Ιωάν.8:44). Ο Θεός είναι ο Δημιουργός, άγιος και άπειρος. Ο άνθρωπος είναι ένα δημιούργημα, γεμάτος αμαρτίες και πεπερασμένος. Ο Θεός είναι Θεός και κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί ή να μοιάσει με Αυτόν: «... ότι ο Κύριος, αυτός είναι ο Θεός, στον ουρανό επάνω και στη γη κάτω. δεν υπάρχει άλλος» (Δευτ.4:39).
Ο θεός των Μορμόνων δεν είναι ο Θεός. Της Βίβλου. Ο Ιησούς δήλωσε ξεκάθαρα: «Ο Θεός είναι πνεύμα» (Ιωάν.4:24). Σε κανένα της σημείο η Βίβλος δε διδάσκει ότι ο Θεός είναι θνητός άνθρωπος και ότι έχει σώμα από σάρκα και αίμα. Αλλά αντίθετα διακηρύττει αμέτρητες φορές ότι ο Θεός είναι αιώνιος και άπειρος. Αυτός είναι «από αιώνος» (Ψαλμ.93:2), Αυτός είναι «ο ζωντανός Θεός και ο αιώνιος βασιλιάς» (Ιερ.10:10), «το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος, ο πρώτος και ο έσχατος» (Αποκ.22:13), «από τον αιώνα μέχρι τον αιώνα, Εσύ είσαι ο Θεός» (Ψαλμ.90:2).
Μια βασική διδασκαλία της Βίβλου, που έχουν επιβεβαιώσει δια μέσου των αιώνων οι Χριστιανοί, είναι ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά εδάφια και τμήματα της Βίβλου που επιβεβαιώνουν αυτή τη διδασκαλία: «Εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος» (Ησα.44:6), «...εγώ είμαι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος» (Ησα.45:22), Αυτός είναι «ο μόνος αληθινός Θεός» (Ιωάν.17:3).
[23] Το να πιστεύεις ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, όπως κάνουν οι Μορμόνοι, όχι μόνο δεν είναι χριστιανικό, αλλά είναι μάλλον παγανιστικό.
Γι’ αυτά που πιστεύουν, δηλαδή το ότι ο Θεός έχει σύζυγο και ότι ο Ιησούς Χριστός και ο Εωσφόρος είναι αδέλφια και ο ενσαρκωμένος γιος του Θεού και της Μαρίας, δεν τα σχολιάζουμε καν! Είναι σε πλήρη αντίθεση με τη Βίβλο και το Χριστιανισμό.
Τέλος, σχετικά με ό,τι έχει σχέση με τους «ουράνιους γάμους» και τη θεωρία με τους νέγρους, δεν έχουν τίποτε να κάνουν με τη Βίβλο και τα μηνύματά της. Η Βίβλος, διακηρύττει την απελευθερωτική αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από φυλή και κοινωνική θέση, είχαν πάντοτε ίσα δικαιώματα για σωτηρία. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων (Ρωμ.2:11, Γαλ.3:28, Κολ.3:11).
Όλες οι περικοπές έχουν παρθεί από βιβλία που έχουν δημοσιευθεί από την εκκλησία των Μορμόνων. Πολλοί Μορμόνοι ιεραπόστολοι έχουν διαβάσει τις σχετικές παραγράφους που περιγράφουν τις θεωρίες τους και όλοι τους παραδέχονται ότι αυτές οι περιγραφές ανταποκρίνονται στο τι πιστεύουν, αν και σπάνια παρουσιάζουν αυτά τα πιστεύω τους στις από πόρτα σε πόρτα δραστηριότητές τους.

Και τώρα τι γίνεται;
Αν δεν έχεις δεχτεί το βιβλικό Ιησού για σωτήρα σου και Κύριο της ζωής σου, σ’ ενθαρρύνουμε να το κάνεις. Θα μεταμορφώσει τη ζωή σου. Δε χρειάζεσαι το σύστημα των Μορμόνων με την εκκλησία τους, τον κλήρο τους, τις βαπτίσεις τους, τις προφητείες τους κλπ. Για να ζήσεις σαν γιος και κόρη του ουράνιου Πατέρα. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα πρόσωπο, ο ΙΗΣΟΥΣ. Διάβασε από τη Βίβλο την Καινή Διαθήκη και άρχισε να γνωρίζεις τον αυθεντικό Ιησού. Άρχισε τη μελέτη σου διαβάζοντας τα Ευαγγέλια του Λουκά και του Ιωάννη. Είναι βιογραφίες του Ιησού.

[1] Σε μεταγενέστερες εκδόσεις του «Βιβλίου των Μορμόνων» ο άγγελος λέγεται Νέφι.
[2] Έτσι δημοσιεύματα εφημερίδων που λένε ότι οι Μορμόνοι ασκούν την πολυγαμία ακόμα, είναι αναληθή. Ίσως υπάρχει ακόμα σε περιπτώσεις εξαιρετικά φανατικών κρυφά.
[3] «Μορμονική Θεωρία», Bruce McConkie, σελ.670, Salt Lake City, Utah, 1979.
[4] «Το πολύτιμο μαργαριτάρι», Josef Smith, History 1:19.
[5] «Θεωρίες και Διαθήκες» 1:30.
[6] «Διδασκαλίες του προφήτη Josef Smith», σελ.345-346, Salt Lake City, Utah.
[7] «Διδασκαλίες του προφήτη Josef Smith», σελ.346-347. Δες και το «Θεωρία και Διαθήκες» 132:20.
[8] Ο Josef Smith δήλωσε: «Αν ο Χριστός είχε πατέρα, τότε τρομάζει τους ανθρώπους μέχρι θανάτου, γιατί η Βίβλος είναι γεμάτη από αυτή»[!] «Διδασκαλίες του προφήτη Josef Smith», σελ.373. Δες και τη «Μορμονική Θεωρία», σελ.322, που αναφέρει αυτή τη θεωρία.
[9] «Το πολύτιμο μαργαριτάρι», Βιβλίο του Αβραάμ, 3:3,9,16.
[10] «Αυτές οι τρεις αποτελούν τρεις διαφορετικές προσωπικότητες και τρεις θεούς... Έχουμε έτσι κι αλλιώς τρεις θεούς κι είναι πολλαπλοί», «Διδασκαλίες του προφήτη Josef Smith», σελ.370.
[11] «Διδασκαλίες του προφήτη Josef Smith», σελ.349.
[12] «Μορμονική Θεωρία», Bruce McConkie, σελ.516.
[13] «Θεωρίες και Διαθήκες» 130:22.
[14] «Βιβλίο των Μορμόνων», 2 Nephi 5:21-23. Δες και 1 Nephi 12:33.
[15] «Το πολύτιμο μαργαριτάρι», Βιβλίο του Μωυσή, 7:8.
[16] «Το πολύτιμο μαργαριτάρι», Βιβλίο του Αβραάμ, 1:24. Δες και 1:21-27, όπου οι σκουρόχρωμοι άνθρωποι απαγορεύεται να μπουν στο ιερατείο.
[17] «Το πολύτιμο μαργαριτάρι», Βιβλίο του Αβραάμ, 3:24-28 και Βιβλίο του Μωυσή, 4:1-4. Δες και «Μορμονική Θεωρία», σελ.164.
[18] «Μορμονική Θεωρία», Bruce McConkie, σελ.164.
[19] «Θεωρίες και Διαθήκες» 132:15-20.
[20] «Θεωρίες και Διαθήκες» 131:1-4.
[21] «Θεωρίες και Διαθήκες» 76:50-113 και 131:1.
[22] «Θεωρίες και Διαθήκες» 132:61-63.
[23] Δες επίσης Ησα.43:10-11, 45:5-6, Δευτ.32:39, Ιάκ.2:19.