27/3/09

Ιουδαϊσμός - Μια κληρονομιά 3.000 ετών

Ο Ιουδαϊσμός είναι η αρχαιότερη μονοθεϊστική θρησκεία που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες μας. Πριν από 3.000 χρόνια οι άνθρωποι στη Μέση Ανατολή στράφηκαν στην πίστη του ενός Θεού, του Γιαχβέ.[1] Οι Εβραίοι ίδρυσαν βασίλεια, τα έχασαν και εκδιώχθηκαν σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης μέχρι που αποφάσισαν να οικοδομήσουν ένα νέο κράτος, στη χώρα όλου όλα είχαν αρχίσει. Αυτό που ενώνει τους πιστούς Εβραίους είναι η αφοσίωσή τους στο Θεό και η τήρηση των εντολών Του. Οι Εβραίοι πέρασαν πολλά μέχρι να καταφέρουν να βρουν τη σωτηρία τους. Εδώ και καιρό πλέον, κανείς δεν αμφισβητείται επειδή πιστεύει σ’ αυτό το δόγμα.
Ποιος θεωρείται Εβραίος; Το ερώτημα είναι τόσο παλιό όσο κι η ιουδαϊκή θρησκεία. «Εβραίος είναι όποιος κατάγεται από εβραία μητέρα ή έχει προσχωρήσει στον Ιουδαϊσμό» απαντούν οι ραβίνοι
[2]. «Εβραίος είναι εκείνος που θεωρείται Εβραίος από τους υπόλοιπους ανθρώπους» αναφέρει ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. «Εγώ θα αποφασίσω ποιος είναι Εβραίος» φέρεται να είχε πει ο αρχηγός της γερμανικής αεροπορίας Χέρμαν Γκέρινγκ.
Ένα είναι βέβαιο: δεν υπάρχει κάποιος ορισμός με καθολική ισχύ. Συνήθως οι Εβραίοι είτε αντιμετωπίζονταν ως ξένοι, απειλητικοί και κατώτεροι είτε η ζωή τους στην κοινότητα προβαλλόταν ως πρότυπο της ειδυλλιακής ζωής. Είναι αυτονόητο ότι η αντίληψη του Ιουδαϊσμού ως ράτσας, τα μέλη της οποίας φέρουν κοινά χαρακτηριστικά που είναι αδύνατο να απαλειφθούν, είναι απλά μια ανοησία.
Τότε τι είναι; Ο Ιουδαϊσμός σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του αποτελούσε μια ζωντανή και πολυδιάστατη παγκόσμια θρησκεία, ενώ από την αρχή ήταν εκτεθειμένος σε διάφορες μεταβολές. Τι κρατά ενωμένο τον Ιουδαϊσμό, πού οφείλει τη συνέχειά του; Οι θεολόγοι καταλήγουν στον εξής ορισμό: Ιουδαίος είναι όποιος πιστεύει σε συγκεκριμένα πράγματα και ζει σεβόμενος συγκεκριμένους κανόνες.
Κατ’ αρχήν ένας Εβραίος πιστεύει στον ένα και μοναδικό Θεό του Ισραήλ. Δεν είναι ένας άσπλαχνος Θεός-εκδικητής, όπως κακόβουλα ισχυρίζονται κάποιοι. Δεν υπάρχει ο «Θεός-εκδικητής της Παλαιάς Διαθήκης», αλλά ο «Θεός της Αγάπης της Καινής Διαθήκης». Επιπλέον ένας Εβραίος πιστεύει στη Γη της Επαγγελίας του Ισραήλ. Η ανάμνηση αυτού του συμβόλου πίστης όλων των Εβραίων και η ελπίδα της εγκαθίδρυσης της Βασιλείας του Θεού στους Αγίους Τόπους αντικατοπτρίζονται στο εβραϊκό εορτολόγιο και στη λειτουργία. Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, η Τορά
[3] περιλαμβάνει 365 απαγορεύσεις (αριθμός που αντιστοιχεί στις ημέρες του ηλιακού έτους) και 248 εντολές (αριθμός που, σύμφωνα με τις γνώσεις της εποχής, αντιστοιχούσε στον αριθμό των μελών του ανθρωπίνου σώματος). Η εφαρμογή τους στην καθημερινότητα, στον κύκλο της ζωής κι ιδιαίτερα, η τήρηση των εντολών σχετικά με την περιτομή, την αγιότητα του Σαββάτου,[4] τη νηστεία και την αγνότητα θα φέρει τη σωτηρία στο λαό και στη χώρα.
Σε σύγκριση με τη Βίβλο και τους Χριστιανούς, η Τορά επεμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό στην καθημερινή ζωή των Εβραίων. Ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια της πίστης, κάθε πτυχή της κοινωνίας και της καθημερινότητας. Ενώ στο Χριστιανισμό στο επίκεντρο των προσδοκιών για σωτηρία βρίσκεται ο Μεσσίας, στον Ιουδαϊσμό η οδός της σωτηρίας είναι η Τορά. Μόνο όποιος ζει σύμφωνα με τις οδηγίες της ακολουθεί το θέλημα του Θεού. Η Τορά αποτελεί το θεμέλιο του Ιουδαϊσμού. Ιστορίες από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι το θάνατο του Μωυσή αιτιολογούν την ιδιαιτερότητα του Ισραήλ ως περιούσιου λαού. Οι θεσμικές και λατρευτικές οδηγίες θεωρούνται θέλημα του Θεού. Από την εποχή που οι ρωμαϊκές λεγεώνες κατέστρεψαν το Ναό στην Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ), και οι Εβραίοι διασκορπίστηκαν
[5] σε όλον τον κόσμο, οι ραβίνοι είναι εκείνοι που ερμηνεύουν την Τορά.
Θεωρητικά οι ραβίνοι ρυθμίζουν όλους τους τομείς της ζωής, ενώ οι αποφάσεις τους πρέπει να γίνονται αποδεκτές από τις κοινότητες. Ο λόγος τους επικεντρώνεται στο βαβυλωνιακό Ταλμούδ,
[6] το οποίο ολοκληρώθηκε στη Μεσοποταμία μετά το 600 μ.Χ. και σήμερα θεωρείται η επιτομή της διδασκαλίας των ραβίνων. Βασιζόμενοι στην Τορά και στο Ταλμούδ οι λόγιοι ραβίνοι διδάσκουν το εβραϊκό δίκαιο. Ακόμα και σήμερα είναι οι μόνοι που αποφαίνονται για κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Ωστόσο, οι αποφάσεις τους μπορούν να ισχύσουν στο πλαίσιο μιας κοινότητας μόνο χάρη στην προσωπική τους πειθώ, όπως επίσης στο διάλογο και στη σύμπνοια μεταξύ των Εβραίων. Συνεπώς, συχνά δημιουργούνται σχέσεις έντασης: Πολλές φορές η απόσταση ανάμεσα στην αξίωση των ραβίνων να αντιμετωπίζονται ως αυθεντίες και τον πραγματικό σεβασμό που απολαμβάνουν στο πλαίσιο μιας ιουδαϊκής κοινότητας είναι μεγάλη.
Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια ένα ιστορικό παράδοξο: αυτή η παγκόσμια θρησκεία, στο πλαίσιο της οποίας ρυθμίζονται γραπτώς ακόμα και οι πιο διαφορετικές πτυχές της καθημερινότητας, στην πραγματικότητα μοιάζει να μη λειτουργεί με βάση έναν ενιαίο κανόνα. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν μεν νόμοι (η Τορά, το Ταλμούδ), αλλά δεν υπάρχει μια αυθεντία, η οποία να μπορεί να τους ερμηνεύει και να τους επιβάλλει παντού με τον ίδιο τρόπο. Θεωρητικά, σε περίπτωση που δεν αποδέχεται την απόφαση ενός ραβίνου, κάθε Εβραίος μπορεί να αλλάξει και να ενταχθεί σε μια άλλη κοινότητα με ευνοϊκότερους κανόνες. Συνεπώς ο Ιουδαϊσμός δεν είναι με κανένα τρόπο μονολιθικός. Αντίθετα, ανά τους αιώνες έχει διασπαστεί σε πολλές ομάδες, δόγματα και σέκτες. Στη νεώτερη εποχή αμφισβητήθηκε ακόμα και η θεμελιώδης σημασία της Τορά στη διαμόρφωση του ιουδαϊκού τρόπου ζωής, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία διαφορετικών εβραϊκών δογμάτων.
Ως αντίδραση στο Διαφωτισμό, από το 19ο αιώνα αναπτύχθηκε στη Δ. Ευρώπη
[7] και στις Η.Π.Α. ο Μεταρρυθμιστικός Ιουδαϊσμός. Οι μεταρρυθμιστές ονειρεύονταν να ενσωματώσουν στο κράτος και στην κοινωνία τους Εβραίους, που για αιώνες ήταν περιθωριοποιημένοι και αναγκασμένοι να ζουν σε γκέτο. Οι εβραίοι διαφωτιστές θεωρούσαν παράλογους και απέρριπταν πολλούς τομείς της παράδοσης και τις περισσότερες εθιμοτυπικές περιοριστικές διατάξεις.
Κατά την άποψή τους, στο πλαίσιο των σύγχρονων εθνικών κρατών ένας Εβραίος έπρεπε να είναι πολίτης ιουδαϊκού θρησκεύματος. Οι ραβίνοι μεταρρυθμιστές δεν έβλεπαν τους εαυτούς τους ως ειδικούς στην ερμηνεία και την εφαρμογή της Τορά, αλλά αντίθετα, νοιάζονταν για τις ψυχές των ανθρώπων της κοινότητάς τους. Αρχικά η χειραφέτηση των Εβραίων φαινόταν ότι θα είχε επιτυχή έκβαση, κυρίως στη γερμανική αυτοκρατορία. Από το 1871 οι Εβραίοι θεωρητικά απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια με τους υπόλοιπους πολίτες. Πολλοί έβλεπαν να ανοίγονται μπροστά τους δρόμοι επαγγελματικής εξέλιξης που μέχρι τότε δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν και, μάλιστα, σε τομείς όπως η οικονομία, η επιστήμη και ο πολιτισμός.
Όμως το τίμημα αυτής της αφοσίωσης ήταν πράγματι μεγάλο καθώς ισοδυναμούσε με την απώλεια της παραδοσιακής αυτονομίας των κοινοτήτων, που μέχρι τότε εξασφάλιζε προστασία από εξωτερικούς κινδύνους. Αν οι Εβραίοι ζούσαν ακριβώς όπως οι Χριστιανοί, ποιο θα ήταν το στοιχείο που θα τους έκανε να ξεχωρίζουν; Στην Ανατολή και την ανατολική Ευρώπη
[8] οι οπαδοί της παράδοσης συνέχιζαν να έχουν το πάνω χέρι: δεν ανέχονταν καμιά παρέκκλιση από τις εντολές της Τορά, ενώ τηρούσαν ακόμα και τις πατροπαράδοτες ενδυμασίες.
Αντιμέτωπος με τις δύο αυτές τάσεις, δηλαδή την εθνική αφομοίωση του Μεταρρυθμιστικού Ιουδαϊσμού και την προσκόλληση των ορθοδόξων Εβραίων στις παραδόσεις τους, βρέθηκε ο μοντέρνος εβραϊκός εθνικισμός, που από το 1897 μετεξελίχθηκε στο Σιωνισμό. Οι οπαδοί του έβλεπαν το μέλλον του εβραϊκού λαού μόνο στην ίδρυση ενός δικού τους κράτους.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι τραυματικές εμπειρίες του μίσους με αποδέκτες τους Εβραίους και οι μαζικές δολοφονίες κατά τη διάρκεια της επικράτησης των Εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία είχαν ως αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό του Μεταρρυθμιστικού Ιουδαϊσμού και την επιστροφή του στην παράδοση. Η εξέλιξη έδωσε αποφασιστική ώθηση στο σιωνιστικό κίνημα και τελικά οδήγησε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
[9]
Τα επιτεύγματα του νεοσύστατου κράτους έπεισαν πολλούς νεαρούς σε ηλικία Εβραίους. Ως αποτέλεσμα, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 το Ισραήλ έγινε αποδέκτης παγκόσμιας υποστήριξης ακόμα κι από μεταρρυθμιστές Εβραίους. Από τη δεκαετία του ’70 η ανάμνηση της Σοά[10] (του ολοκαυτώματος) και συνολικά η εβραϊκή ιστορία που συνδέεται μαζί της αποτέλεσαν τη βάση της ταύτισης και σημείο αναφοράς για τον εβραϊκό κόσμο.
Όμως, κανένα από αυτά τα ιδεολογικά ρεύματα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ενότητα. Ακόμα και σήμερα οι διαφορές είναι τεράστιες μεταξύ των Εβραίων της παλιάς πίστης και των προοδευτικών, των αδιάλλακτων και των αδιάφορων θρησκευτικά, των ορθολογιστών και των μυστικιστών, των ακραίων εθνικιστών και των ειρηνιστών. Κανείς πια δεν εκπλήσσεται από το γεγονός ότι οι μεταρρυθμιστές Εβραίοι σε πολλά θέματα προσεγγίζουν τους φιλελεύθερους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους, παρά τα υπερορθόδοξα
[11] ομόθρησκα αδέλφια τους. Ομοίως, οι τελευταίοι έχουν περισσότερα κοινά με τους φονταμενταλιστές του Ισλάμ.

από τον Μίχαελ Τίλι[12]

Σημειώσεις:
[1] Το όνομα του ενός και μοναδικού Θεού του Ισραήλ στην εβραϊκή Βίβλο είναι Γιαχβέ (יהוה).
[2] Από την αραμαϊκή λέξη «ραμπί»: «διδάσκαλέ μου». Στην αρχαιότητα ήταν οπαδός δασκάλων της Τορά. Από την εποχή του όψιμου Μεσαίωνα ο όρος ραβίνος είναι χαρακτηρισμός για τον εβραίο λόγιο που υπηρετεί μια κοινότητα. Καθήκον του είναι η ορθή ερμηνεία και η εφαρμογή της Τορά. Από το 19ο αιώνα το αξίωμα του ραβίνου στο δυτικό κόσμο μοιάζει ολοένα και περισσότερο με το αξίωμα ενός χριστιανού ιερέα.
[3] Εβραϊκά σημαίνει «οδηγία». Περιλαμβάνει τα 5 βιβλία του Μωυσή (γραπτή Τορά). Υπό μια ευρεία έννοια πρόκειται για το σύνολο των αποκαλύψεων του Θεού στο Μωυσή, που μεταδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά (προφορική Τορά). Η γραπτή και η προφορική Τορά αποτελεί για τους ραβίνους πηγή για τη θέσπιση θρησκευτικών κανόνων και διατάξεων.
[4] «Σαμπάτ»: Αργία σε ανάμνηση της ανάπαυσης του Θεού κατά την 7η ημέρα της Δημιουργίας, που σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση ξεκινά την Κυριακή. Το Σάββατο καθιερώθηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα σύμβολα του Ιουδαϊσμού κατά τη διάρκεια της εξορίας στη Βαβυλώνα (606-536 π.Χ.) και αποτελεί το εορταστικό αποκορύφωμα της εβδομάδας. Τη μέρα αυτή απαγορεύονται δραστηριότητες, όπως οι χειρονακτικές εργασίες και το μαγείρεμα.
[5] Διασπορά: Ο όρος έχει δύο έννοιες: περιγράφει το διωγμό ή τη μετανάστευση των Εβραίων από την πατρίδα τους σε άλλα μέρη της Γης και ταυτόχρονα τη διασκορπισμένη σε ολόκληρο τον κόσμο εβραϊκή κοινότητα.
[6] Εβραϊκά σημαίνει «διδασκαλία». Είναι συλλογή της ύλης των ραβινικών σχολών από τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές του Ταλμούδ, που προέρχονται από διαφορετικούς τόπους: το παλαιστινιακό Ταλμούδ («Ταλμούδ Ιερουσαλήμ», αρχές του 5ου αιώνα) και το εκτενέστερο βαβυλωνιακό Ταλμούδ («Ταλμούδ Μπάβλι», 7ος αιώνας).
[7] «Σεφαράδ»: Χαρακτηρισμός της Ιβηρικής χερσονήσου από το ομώνυμο βιβλικό τοπωνύμιο. Οι Εβραίοι που ζούσαν εδώ αυτοπροσδιορίζονται ως Σεφαραδίτες.
[8] «Ασκενάζ»: Εβραϊκή ονομασία των περιοχών της ηπειρωτικής Ευρώπης, βόρεια των Άλπεων. Οι Εβραίοι που ζουν εκεί αυτοπροσδιορίζονται ως Ασκεναζίμ.
[9] Εβραϊκά σημαίνει: «Ο Θεός αγωνίζεται». Βασίλειο στην περιοχή των 10 βόρειων φυλών του Ισραήλ μετά το θάνατο του Σολομώντα. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως αυτοχαρακτηρισμός του Ιουδαϊσμού ως λαού και θρησκείας, ενώ από το 1948 είναι το όνομα του εβραϊκού κράτους.
[10] Εβραϊκά σημαίνει: «θύελλα», «καταστροφή». Συστηματικές μαζικές δολοφονίες Εβραίων από τη Γερμανία και από όλες τις κατεχόμενες από τη Γερμανία περιοχές, οι οποίες διαπράχθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Από τη δεκαετία του ’70 στη θέση αυτού του όρου χρησιμοποιείται και ο συνώνυμος «ολοκαύτωμα».
[11] «Χασιδισμός»: Λαϊκό λατρευτικό κίνημα που γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα στη ΝΑ Πολωνία. Οι οπαδοί του (Χασιντίμ) συνδυάζουν τη λατρευτική παράδοση με κοινωνικές δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινότητας.
[12] Δρ. Θεολογίας στο Τμήμα Εβραϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ιωάννη Γουτεμβέργιου της πόλης Μάιντς, στη Γερμανία.

16/3/09

Οι Traditores (προδότες)

Είναι γνωστό ότι από το 288 μ.Χ., όταν ανέλαβε την εξουσία ο Διοκλητιανός, η θρησκεία των εθνικών χάνει συνεχώς έδαφος, αν και το πνευματικό επίπεδο των Χριστιανών δεν είναι πια το αποστολικό και των εκκλησιών του πρώτου αιώνα.
Ο Διοκλητιανός προσλαμβάνει (292) βοηθό - καίσαρα τον Γαλέριο για τα θέματα της Ανατολής. Για τη Δύση, προσλαμβάνει τον Μαξιμιλιανό, ως Αύγουστο (286) και τον Κωνσταντίνο το Χλωρό (πατέρα του Μ. Κωνσταντίνου), ως Καίσαρα (292). Και ενώ ο Διοκλητιανός, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια και μέχρι το 303 δε θίγει τους Χριστιανούς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και βρισκόταν στο πλευρό τους, ξαφνικά αποφασίζει να εξαλείψει το όνομα του Χριστού. Ιστορικοί του αναστήματος του Μαρτίνι και του Γίββωνα[1] δέχονται την κακή εισήγηση και επίδραση του Γαλέριου στον τρομερό αυτόν διωγμό.
Η έναρξη θα γίνει με σειρά βασανιστηρίων των Χριστιανών της αυτοκρατορικής αυλής. Για πρώτη φορά ανώτατοι αξιωματικοί βασανίζονται, εξευτελίζονται και θανατώνονται δημόσια. Μεταξύ 303 και 304 και σε διάστημα λιγότερο των δύο ετών, ο Διοκλητιανός υπογράφει τα περίφημα εκείνα διατάγματα, που καταρρακώνουν τη φιλοσοφία του δικαίου των Ρωμαίων. Λέγεται ότι οι Ρωμαίοι ποτέ δεν υπήρξαν δίκαιοι και απέδειξαν ότι δεν είχαν σχέση με το δίκαιο, με τα διατάγματα του Διοκλητιανού.
Με το πρώτο διάταγμα ο Διοκλητιανός:
α. Στερεί από την προστασία των νόμων τους Χριστιανούς.
β. Τους αποκλείει από κάθε αρχή, εξουσία, δημόσια υπηρεσία.
γ. Διατάσσει την καταστροφή των τόπων συνάθροισης των Χριστιανών.
δ. Τα βιβλία των Χριστιανών ρίχνονται στη φωτιά.
Με το δεύτερο διάταγμα φυλακίζονται όλοι οι υπεύθυνοι εκκλησιαστικών συνάξεων.
Ακουθεί τρίτο διάταγμα που ορίζει ότι όλοι οι Χριστιανοί θα αναγκαστούν να θυσιάσουν στα είδωλα, έστω και ύστερα από βασανιστήρια.
Το 304 εκδίδεται και το τέταρτο και πιο φρικτό διάταγμα: Όσοι αντιδράσουν, δυστροπούν και φέρνουν αντίρρηση, θανατώνονται.
Στις επαρχίες η τραγωδία παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι έπαρχοι για να δείξουν υπακοή και αφοσίωση, ξεπερνούν σε θηριωδία τα γεγονότα που διαδραματίζονται από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στις πόλεις.
Οι πρώτες επιγραφές και στήλες κάνουν την εμφανισή τους, υμνώντας τους αυτοκράτορες που μπόρεσαν να εξαλείψουν τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί παίρνουν τη θέση των εχθρών της πατρίδας. Η εξάλειψή τους γίνεται αντικείμενο πολέμου κατά των εχθρών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί είναι εχθροί της πολιτείας.[2]
Ποτέ μέχρι το διωγμό αυτόν δεν είχαν επινοηθεί και εφαρμοστεί πιο σκληρά βασανιστήρια. Τρόποι θανάτου που προκαλούν φρίκη εφαρμόζονται σε αθώους. Κανένας διάκριση για γέρους, παιδιά, αρρώστους, γυναίκες. Ποτέ περισσότερο, μέχρι τότε, αίμα.
Μια μερίδα λυγίζει. Αρχίζει η εμφάνιση των πρώτων που δειλιάζουν. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κάμπτονται. Βέβαια οι πολλοί μένουν. Υποφέρουν, βασανίζονται, πεθαίνουν και θριαμβεύουν. Η αντίδραση σε εκείνους που δειλιάζουν είναι φοβερή. Αποκόπτονται και διώχνονται από τις χριστιανικές κοινωνίες. Στιγματίζονται οικογενειακά. Προκαλούν γενική περιφρόνηση. Η δεύτερη τραγωδία τους, καθώς θέλουν να ξαναγυρίσουν στις συνάξεις, είναι πιο μεγάλη από τα βασανιστήρια που κινδύνευαν να υποστούν. Δεν γίνονται δεκτοί. Τους αποκαλούν traditores (προδότες). Το στίγμα είναι βαρύ. Σε λίγο θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Αλλά η αυστηρή πλευρά πιέζει, γιατί νιώθει ότι σ’ αυτές τις ιστορικές ώρες, κάθε υποχώρηση οδηγεί σε συμβιβασμό. Και ο συμβιβασμός θα εξαλείψει την πίστη πιο γρήγορα αλλά και πιο αποτελεσματικά από τα σωματικά βασανιστήρια.
Τότε ακριβώς δημιουργήθηκε και ένα πρόσθετο πρόβλημα. Με το πρώτο διάταγμα του Διοκλητιανού, ανάμεσα στα άλλα, διατάσσεται και το κάψιμο των βιβλίων, συγγραμμάτων και επιστολών. Πρέπει να χάθηκε τότε πολύτιμο υλικό και έργα αξίας της χριστιανικής φιλολογίας. Πολλοί, όταν οι στρατιώτες τους έπιαναν και ζητούσαν να πάρουν τα ιερά τους κείμενα, έδιναν στους άξεστους αυτούς, που δε γνώριζαν να διαβάζουν οι πιο πολλοί, άλλα συγγράμματα, όχι όμως τα ιερά τους κείμενα. Οι στρατιώτες βέβαια δεν καταλάβαιναν τίποτα και η φωτιά που με τις φλόγες κατάπινε τα συγγράμματα, δεν άφηνε ίχνη για το περιεχόμενό τους.
Και τότε ξέσπασε ένα κίνημα που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει κρίση συνείδησης. Αυτοί που απέφευγαν τα βασανιστήρια και το θάνατο, χωρίς να θυσιάσουν στα είδωλα, δίνοντας απλώς βιβλία, όχι ιερά, αλλά ξένα με την πίστη τους και άχρηστα με τις συνάξεις, τι θα γίνονταν; Μια μερίδα τους δικαίωνε. Δεν θυσίασαν και διαφύλαξαν πραγματικούς θησαυρούς, όμως μια άλλη μερίδα, οι ανένδοτοι θα λέγαμε σήμερα, δε δέχτηκε αυτή τη διέξοδο. Ήταν ψέμα. Επρόκειτο περί απάτης. Η πίστη πρέπει να υπηρετηθεί. Αλλά τα μέσα που θα κληθούν να την υπηρετήσουν πρέπει να είναι άγια. Και το ψέμα δεν μπορεί να διακονήσει την αλήθεια. Αποτέλεσμα: και εκείνοι που ξέφυγαν δίνοντας για κάψιμο άχρηστα βιβλία ήταν για τους Χριστιανούς traditores.
Πολλές φορές σταθήκαμε με δάκρια στα μάτια μπροστά σε φαινόμενα, γεγονότα και νοοτροπίες που λασπώνουν χωρίς έλεος την πορεία της σημερινής εκκλησίας. Και γίνονται κρίσεις, συγκρίσεις, παραλληλισμοί. Και υψώνονται ερωτηματικά. Οι μάρτυρες γνώριζαν, ότι όταν δέχονταν τη νέα πίστη έπαιρναν την απόφαση του θανάτου. Και όσοι στέκονταν απλά στη διακονία και την υπηρεσία τέτοιων ανθρώπων, γνώριζαν ότι ο Θεός είναι άγιος. Λατρεύεται από αγίους. Και υπηρετείται με άγια μέσα. Αυτή είναι η διαφορά. Κι εδώ πρέπει να ζητήσουμε τα τραγικά αποτελέσματα.

[1] Ed. Gibbon, History of the decline of the Roman Empire (Λονδίνο, 1776).
[2] Nomine Christianorum deleto, qui rem publicam evertebant. Superstitione Christiana ubique deleta.

1/3/09

Ο Ιουστίνος, ο μάρτυρας

Με το πέρασμα της γενιάς των Αποστόλων, μπαίνουμε στο 2ο αιώνα, που αποτελεί και το οροθέσιο της «χριστιανικής φιλοσοφίας». Έτσι λέγεται η προσπάθεια που άρχισε η Εκκλησία για να υποστηρίξει τις θέσεις και τα πιστεύω της.
Ήδη με την ολοκλήρωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης, είχαν απόλυτα προβληθεί και αντιταχθεί στο κήρυγμα του Σταυρού όλες οι θεωρίες, δοξασίες και φιλοσοφίες, που από τις απαρχές του 2ου αιώνα γίνονται πλέον συστηματικές σχολές και πολέμιες αντιλήψεις.
Εκείνο που υποστηρίχθηκε από τον ιστορικό υλιστικό τρόπο ερμηνείας της Κ. Διαθήκης και τις γνωστές αρνητικές σχολές, ότι τα κείμενα της Κ. Διαθήκης είναι προϊόν εργασίας άγνωστων συγγραφέων, πολύ μοεφωμένων, που κατά πάσα πιθανότητα έζησαν πολύ μετά τις υποτιθέμενες χρονολογίες που πιστεύουμε εμείς, δεν είναι αληθινό. Οι αρνητικές αυτές σκέψεις στηρίζονται στη λαθεμένη υπόθεση ότι οι θεωρίες τις οποίες πολεμάνε τα κείμενα της Κ. Διαθήκης ανήκουν σε σχολές και φιλοσοφικά συστήματα που ακμάσανε κι έδρασαν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από το χρόνο που υποστηρίζουμε ότι φγράφτηκαν τα βιβλία του Κανόνα. Λάθος υπόθεση, αφού όλες οι θεωρίες που πολεμάει η Κ. Διαθήκη, υπήρχαν πολύ πριν από το πάθος του Κυρίου.
Το γεγονός ότι ένας φιλόσοφος συστηματοποίησε μια θεωρία ή έγραψε ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτήν, με κανένα τρόπο δε σημαίνει ότι και η γέννηση της θεωρίας χρονικά συμπίπτει με την έκδοση του βιβλίου.
Θα ήταν τολμηρό να πει κανείς ότι ο ηλεκτρισμός ανακαλύφθηκε μόλις φέτος, γιατί φέτος εκδόθηκε ένα θαυμάσιο βιβλίο συστηματικής ηλεκτρολογίας.
Ο Πλάτων συστηματοποίησε τις θέσεις και αντιλήψεις του Σωκράτη. Ανάμεσα στο χρόνο που δίδαξε ο αθηνείος δάσκαλος και στο χρόνο που έγραψε κι έγιναν γνωστά τα γραπτά του Πλάτωνα υπάρχει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Το να υποστηρίζει κάποιος ότι ο Σωκράτης δίδαξε όταν βγήκαν τα συγγράμματα του μαθητή του, είναι παραλογισμός.
Είναι ακόμα γνωστό ότι οι θεωρίες του Σωκράτη (καινά δαιμόνια) δεν έγιναν δεκτά από ολόκληρη τη φιλοσοφική σκέψη της Αθήνας του καιρού του. Και είναι βέβαιο ότι αυτές οι σκέψεις χτυπήθηκαν, πριν εκδοθούν τα συγγράμματα και οι διάλογοι του Πλάτωνα.
Ας σκεφτούμε, πόση αντιεπιστημονική σκέψη παρεμβαίνει όταν διδάξουμε ότι τα κείμενα που πολεμούν τις θεωρίες του Σωκράτη είναι πλαστά, αφού οι θεωρίες αυτές βγήκαν, σαν βιβλίο, αργότερα από τα κείμενα που τις πολεμούν. Αυτά σαν μια παρένθεση.
Την υποστήριξη της νέας θρησκείας την ανέλαβαν νέοι κυρίως άνθρωποι, που γνώρισαν προσωπικά (οι πιο πολλοί από αυτούς) τους ίδιους τους Αποστόλους ή τουλάχιστον τους κορυφαίους από τους συνεργάτες τους.
Ονομάζονται γενικά απολογητές και η προσπάθειά τους απολογητισμός. Ο σκοπός τους είναι διπλός: Από τη μια πλευρά να συγκρατήσουν και αποκρούσουν τις διδασκαλίες που διοχετεύονταν μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες και από την άλλη πλευρά, να αντιμετωπίσουν τους εθνικούς. Αλλά και στις δυο πλευρές, τόσο στις δογματικές όσο και στις κατά των εθνικών μάχες, οι απολογητές άφησαν να τους ξεφύγει, ότι η δύναμη είναι ο Σταυρός του Χριστού. Σκάνδαλο; Τι να κάνουμε; Μωρία; Αυτό διαθέτουμε.
Και επιστρατεύσανε γνώσεις, συγκέντρωσαν σοφία για να καταπολεμήσουν την άρνηση. Στις σκέψεις, τη λογική και τη σοφία των αρνητών, αντέταξαν τη δική τους σκέψη, λογική και σοφία. Όταν το Άγιο Πνεύμα απομακρύνεται, παρουσιάζεται η φιλοσοφία.
Κοντά στη Συχέμ, όταν καταστράφηκε, χτίστηκε, όπως είναι γνωστό, η Φλαβία Νεάπολη. Ο Βεσπασιανός μετέφερε κι εγκατάστησε εκεί Έλληνες.
Η Φλαβία Νεάπολη διατηρείται ακόμα και σήμερα και συνεχίζει να φέρνει, παραφθαρμένο, το παλιό της όνομα, σαν Ναμπλούς.
Από τέτοιους Έλληνες γονείς γεννήθηκε ο Ιουστίνος. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 110 μ.Χ. Σπούδασε σε ονομαστά κέντρα της Μ. Ασίας μέχρι τον ερχομό του στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, κυρίως, οι σπουδές του δέθηκαν με τους Στωικούς. Η περί Θεού διδασκαλία τους τον απογοητεύει.
Λίγο μετά θα κινηθεί στους κύκλους των Περιπατητικών φιλοσόφων. Θα έρθει σε ρήξη με το φυλάργυρο δάσκαλό του και θα προσεταιριστεί τους Πυθαγόρειους. Δε θα μείνει ούτε εκεί. Δε συμφωνεί ότι πρώτα πρέπει να τοποθετήσουμε τους αριθμούς (μαθηματικά) και μετά τη φιλοσοφία. Σε λίγο βρίσκεται κοντά στους Πλατωνικούς. Θα είναι ακριβώς τούτη την εποχή που ένας γέροντας χριστιανός θα τον προτρέψει να μελετήσει την Αγία Γραφή, στην οποία, όπως διηγήθηκε ο ίδιος, βρήκε την «πραγματική αλήθεια». Δέχτηκε το Χριστιανισμό το 133. Από τότε αρχίζει και η δράση του. Διδάσκει το Χριστιανισμό σε διάφορες πόλεις και τελικά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε σχολή. Εκεί τον προδίδει ο Κρεσκέντιος, ένας κυνικός φιλόσοφος και θανατώνεται με αποκεφαλισμό γύρω στο 167 μ.Χ., επί Ιουνίου Ρουστίκου, μαζί με άλλους έξι Χριστιανούς, επιδή ήταν θερμός υπερασπιστής της διδασκαλία του Ιησού. Έγραψε πολλά έργα και «απολογίες» κατά του Ιουδαϊσμού, της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων, τα περισσότερα από τα οποία δεν έχουν διασωθεί, ενώ άλλα που αποδόθηκαν αρχικά σ’ αυτόν δεν είναι δικά του. Έχουμε δύο απολογίες του κι ένα διάλογο (πλατωνικού τύπου) με κάποιον Ιουδαίο Τρύφωνα.
Η βασική διακήρυξη του Ιουστίνου είναι ότι η πραγματική «θρησκεία» είναι ο Χριστιανισμός. Έτσι μπαίνουμε σε μια καινούργια εποχή, όπου θρησκευτικές διδασκαλίες αντικαθιστούν το Χριστό και διάφορα δόγματα περί του Χριστού, αντικαθιστούν το πρόσωπο του Κυρίου. Όταν όμως δε συγκρίνεις το πρόσωπο του Χριστού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αλλά καλείσαι να συγκρίνεις και φυσικά να κρίνεις ένα θρησκευτικό δόγμα (έστω και το χριστιανικό) με άλλο «πιστεύω», τότε είσαι υποχρεωμένος και σ’ αυτό το άλλο πιστεύω, να αναγνωρίσεις ορθότητες κι ότι σε κάποια σημεία έχει δίκιο. Και οι εθνικοί συγγραφείς λοιπόν έχουν κάπου δίκιο. Και τα συγγράμματά τους περιέχουν πνευματικές αλήθειες. Και οι αρχαίες θρησκείες, συνεπώς, δεν πρέπει να απορριφτούν τελείως.
Μπορεί να μη βλέπουν πλήρως, αλλά έστω και «αμυδρά» βλέπουν και οι εθνικοί. Ο Ιουστίνος δέχεται ότι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και φυσικά και κάθε άτομο, μετέχει στον «σπερματικό Λόγο». Ο Λόγος δίνει δύναμη σε κάθε άνθρωπο να κατανοήσει. Άλλο ένα βήμα ακολουθεί. Όχι μόνο οι αρχαίοι στγγραφείς βλέπουν αμυδρά και τα συγγράμματά τους περιέχουν αλήθειες,αλλά η δύναμη του να βλέπουν προέρχεται από το Λόγο. Και ο αντίλογος είναι τελείως φυσικός.
Αφού δέχεστε ότι τα συγγράμματα των ειδωλολατρών περιέχουν στοιχεία αλήθειας και ότι οι αρχαίες θρησκείες είναι, σε κάποιο ποσοστό τους, υπαγόρευση του Λόγου, αυτό το μικρό ποσοστό, γιατί δεν το δεχόμαστε;
Η αρχή του τέλους: Το περίφημο του Ιουστίνου «οι γαρ συγγραφείς πάντες δια της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα», άνοιξε την πόρτα στον Ορθολογισμό.
Άλλωστε, κατά τον Ιουστίνο, στον Χριστό (Λόγο) μετέχουν όλοι οι άνθρωποι: «Τον Χριστόν πρωτότοκον του Θεού είναι εδιδάχθημεν και προεμηνύσαμε λόγον όντα, ου παν γένος ανθρώπων μετέσχε».
Συνεπώς, το μοιραίο αποτέλεσμα: Ο Ιουστίνος, συνδυάζοντας το Χριστιανισμό και την αρχαία φιλοσοφία, υποστήριξε ότι ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος, «οι μετά του λόγου βιώσαντες», είχαν εμβαθύνει προδρομικά στο πνεύμα της διδασκαλίας του Ιησού κι έπρεπε να λογιστούν ως Χριστιανοί. Και όσα είπαν, δίδαξαν, έγραψαν αυτοί; «Όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται ημών των Χριστιανών εστί...».
Έμενε ένα κενό. Τι γίνεται με τις υποσχέσεις προς το λαό Οσραήλ εκ μέρους του Θεού και που περιέχονται στην π.Διαθήκη; Ο Ιουστίνος θα προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι ο Πλάτων τουλάχιστον γνώριζε την Π. Διαθήκη. Η περί Αγίας Τριάδος αντίληψη του Ιουστίνου είναι πολύ συγκεχυμένη. Σέβεται, αλλά αγνοεί βασικές θεμελιακές αρχές της Κ. Διαθήκης και του Ιωάννη, ειδικότερα. Οι χαρακτηρισμοί του Θεού βρίσκονται ακριβώς πάνω στην πλατωνική ορολογία («άρρητος», «ανονόματος», «εν τοις υπερουρανίοις αεί μένοντα»).
Ο Υιός «ο κυρίως Λόγος»: «Ο δε Υιός εκείνου ο μόνος λεγόμενος κυρίως Υιός, ο λόγος προ των ποιημάτων και συνών και γεννώμενος, ότι την αρχήν δι’ αυτού πάντα έκτισε και εκόσμησε».
Την Τριάδα δεν τη βλέπει απεικονιστικά οριζόντια, αλλά κατακόρυφα. Και το μεν Άγιο Πνεύμα το δέχεται ως άξιο σεβασμού, αλλά «τον δημιουργόν τούτου του παντός σεβόμενοι... τον διδάσκαλον τε τούτων γενόμενον ημίν και εις τούτο γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν... Υιόν αυτού του όντος Θεού μαθόντες και εν δευτέρα χώρα έχοντες, πνεύμα τε προφητικόν εν τρίτη τάξει». Ο Υιός, λοιπόν, «εν δευτέρα χώρα» και ο Παράκλητος «εν τρίτη τάξει». Απεικόνιση, φυσικά, απαράδεκτη, αφού ο Υιός «ην προς τον Πατέρα» σε μια θεία κοινωνία ηθικής ενότητας.
Εκεί που ο Ιουστίνος βρίσκεται εκτός βιβλικών θέσεων, είναι το κεφάλαιο της δημιουργίας του κόσμου. Δέχεται την πλατωνική θέση, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από άμορφη ύλη. Αφήνει ακαθόριστη την προέλευση της ύλης, με αποτέλεσμα να στηρίζει (αναμφίβολα χωρίς να το θέλει) την υλιστική κοσμοθεωρία της αιώνιας ύπαρξης της ύλης.
Και ξεφυλλίζοντας τις σκονισμένες σελίδες της ιστορίας, διερωτάται ο μελετητής: Τουλάχιστον, σταμάτησε το όργιο των διωγμών και η φρίκη του αίματος των αθώων με τις απολογίες αυτές; Όχι. Και δεν ήταν δυνατόν να ωφελήσει ποτέ, η απομάκρυνση από την απλότητα του Ευαγγελίου, το κήρυγμα του αίματος, το πρόσωπο του Χριστού και την ανάγκη του πρακτικού αγιασμού.