11/8/12

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της αρχαιότητας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ενώ η ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας ζητούσε απ’ τους πιστούς, με ανακοίνωσή της από τους άμβωνες, να βοηθήσουν εθελοντικά στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004, οι νεοπαγανιστές κατηγορούσαν τους Χριστιανούς ότι δήθεν σταμάτησαν το υψηλό Ολυμπιακό ιδεώδες πριν από αιώνες. Και εγώ αναρωτήθηκα: Τι σχέση έχουν οι Χριστιανοί με εκδηλώσεις, όπου ανάβει μια ειδωλολατρική «ιερή» φλόγα και όπου παρίστανται ιέρειες της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας;
Φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι η ιεραρχία ήθελε να δείξει ότι η Εκκλησία είναι πάντα κοντά στο αθλητικό ιδεώδες και μάλιστα, όταν τελευταία την κατηγορούν ότι αυτή σταμάτησε τους Ολυμπιακούς αγώνες στην αρχαιότητα. Και αντί η ιεραρχία να πει με θάρρος τι ήταν οι αρχαίοι αυτοί αγώνες, και για ποιο λόγο σταμάτησε αυτή η βαρβαρότητα, προτίμησε να κάνει αυτή την πολιτική κίνηση εντυπώσεων, μήπως και δυσαρεστήσει τους νοσταλγούς των αγώνων αυτών. Βεβαίως, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, λίγη σχέση έχουν με τους εκείνους τους αρχαίους.
Θέλουμε, λοιπόν, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων που διεξάγονται στο Λονδίνο φέτος (2012), να θυμίσουμε εδώ το τι σήμαιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην αρχαιότητα για τον πολιτισμό. Τι ήταν άραγε αυτό το περίφημο «Ολυμπιακό ιδεώδες», που μας λένε διαρκώς οι διάφοροι «διαπλεκόμενοι» με τους αγώνες; Και για ποιο λόγο οι αρχαίοι Χριστιανοί διέκοψαν αυτή τη βαρβαρότητα;
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν γίνονταν για την τιμή του «κλάδου ελαίας», αλλά για πολύ χρήμα, κοινωνική αναγνώριση και πολιτική ανάδειξη. Οι δωροδοκίες έδιναν κι έπαιρναν, αγώνες στήνονταν, οι νίκες πουλιούνταν και αγοράζονταν. Οι τύραννοι γίνονταν «χορηγοί» για να κερδίσουν λαϊκή υποστήριξη και πληρωμένοι ποιητές έγραφαν «επινίκιους» ύμνους με το αζημίωτο.
Στους πρώτους αιώνες των Αγώνων, η συμμετοχή περιορίζεται στους αριστοκράτες και γενικά στους εύπορους. Οι φτωχοί για να φθάσουν στην Ολυμπία έπρεπε να οδοιπορήσουν επί ένα μήνα, να προπονηθούν εκεί, επί 4 εβδομάδες και να επιστρέψουν μετά τη λήξη των αγώνων, ύστερα δηλαδή από μήνες. Αλλά ποιος τολμούσε να εγκαταλείψει την εργασία του; Και ποιος είχε τη δυνατότητα να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού και των προπονήσεων;
Από το 600 π.X., οι πόλεις πρόσφεραν στους ολυμπιονίκες χρήματα μαζί με χρυσά και αργυρά δώρα. Οι νικητές απολάμβαναν πάμπολλα προνόμια: Ανακηρύσσονταν επίτιμα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της κοινότητας. Στο θέατρο καταλάμβαναν τιμητική θέση ανάμεσα στους επίσημους, για να υπενθυμίζει τη νίκη τους. Ανήκαν πια στο «κατεστημένο» της πόλης, εντάσσονταν στην «αφρόκρεμα» της κοινωνίας. O Πλάτωνας σχολίαζε: «H φτώχεια οδηγεί τους νέους στον επαγγελματικό αθλητισμό, ακόμη και τους αδύναμους και ασθενείς, για να επιβιώσουν».
ΟΙ ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Κάποιοι μας λένε για το Ολυμπιακό ιδεώδες, που διέκοψαν οι Χριστιανοί. Όμως, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Για να εξασφαλίσουν τρυφηλό βίο, οι επαγγελματίες αθλητές δε δίσταζαν μπροστά σε κάθε λογής παρανομίες και ατιμωτικές πράξεις. Πουλούσαν και αγόραζαν τις νίκες στην Ολυμπία («πωλείν τε και ωνείσθαι τα νίκας»), άλλοι για να εισπράξουν χρήματα και άλλοι για να αποφύγουν τις επικίνδυνες συγκρούσεις. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι στις συναλλαγές αυτές πρωτοστατούσαν οι γυμναστές, που ενδιαφέρονταν για το προσωπικό τους κέρδος («προνοούντες του εαυτών κέρδους», «Γυμναστικός», 43).
Όσοι ατυχούσαν στους Ολυμπιακούς και άλλους αγώνες, γύριζαν στην πατρίδα τους εξευτελισμένοι και περιφρονημένοι. Κρύβονταν σε στενά δρομάκια για να αποφύγουν τους εχθρούς τους χάριν της αποτυχίας τους («κατά λαύρας δ’ εχθρών απάοροι πτώσσοντι, συμφορά δεδαγμένοι», «Πυθιονίκες» 8).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η απάτη και η δωροδοκία ήταν τόσο έντονη που ο γιατρός και φιλόσοφος Γαληνός, έγραφε ότι ο αθλητισμός καλλιεργούσε την απάτη («Προτρεπτικός επί τας τέχνας» 9-14). Η σκληρή άσκηση τού σώματος δεν έκανε τους ανθρώπους ισχυρότερους από τα πλάσματα του ζωικού κόσμου, ενώ θα έπρεπε να τιμώνται για τις επιτυχίες τους στον πολιτισμό των τεχνών («των ανθρώπων γαρ αρίστους θεία αξιωθήναι τιμή, ουχ ότι καλώς έδρασαν εν τοις αγώσιν, αλλά δια την από των τεχνών ευεργεσίαν»). Όλα τα φυσικά αγαθά είναι ή πνευματικά ή σωματικά. Δεν υπάρχει άλλη κατηγορία αγαθών. Τέτοια αγαθά δεν ονειρεύονται ποτέ οι αθλητές. Συσσωρεύουν διαρκώς σάρκες και αίμα και κρατούν το πνεύμα νεκρό όπως τα ζώα («Σαρκών γαρ αεί και αίματος αθροίζοντες πλήθος, ως εν βορβόρω πολλώ την ψυχήν εαυτών έχουσιν κατασβεσμένην, ουδέν ακριβώς νοήσαι δυναμένην, αλλ’ άνουν, ομοίως τοις αλόγοις ζώοις»). Ο Γαληνός θυμίζει τα λόγια του Ιπποκράτη: «Υγεία σημαίνει ελεγχόμενη τροφή κι εργασία. Χρειάζεται παντού μέτρο», και λέει ότι αντιθέτως, δεν υπάρχει πιο ανασφαλής κατάσταση από την υγεία των αθλητών: «παν γαρ, φησί, το πολύτη φύσει πολέμιον».
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Οι τύραννοι προσπαθούσαν να εδραιώσουν την εξουσία τους με ολυμπιακές νίκες και αντίστροφα, οι Ολυμπιονίκες έβαζαν πλώρη για να γίνουν τύραννοι. Όταν ο Kίμων νίκησε σε αρματοδρομίες με τέθριππο, κατέκτησε πολιτικά αξιώματα. Αν και εξοστρακίσθηκε το 536 π.X., ύστερα από νίκη στους Ολυμπιακούς επέστρεψε ξανά στην Αθήνα. Mετά από νίκες, ο Μιλτιάδης διορίστηκε διοικητής της Χερσονήσου κι ο Πεισίστρατος τύραννος της Αθήνας.
Τους Ολυμπιονίκες τους χρησιμοποιούσαν οι πόλεις ως αποικιοκράτες, διπλωμάτες, και στρατηγούς. Έστηναν ανδριάντες τους όχι μόνο στη δική τους πόλη, αλλά και στην Ολυμπία για διαφήμιση. (Παυσανίας VI 1 - 18).
ΔΩΡΟΔΟΚΙΕΣ ΠΟΙΗΤΩΝ
Τον 6ο και 5ο αιώνα, διάσημοι ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης και ο Βακχυλίδης υμνολογούν τους Ολυμπιονίκες, ύστερα από γενναίες δωροδοκίες. Οι ύμνοι τού Πινδάρου προς τους Ολυμπιονίκες αποτελούσαν όλοι προϊόν εξαγοράς. Και για χάρη αδρής χρηματικής αμοιβής, δοξολογεί ακόμα και τυράννους, όπως τον Ιέρωνα των Συρακουσών και τον Θήρωνα του Ακράγαντος, που νίκησαν με εξαγορά των αγώνων πληρώνοντας τους αντιπάλους τους, αλλά και τους ελλανοδίκες. Έτσι, οι δύο αιματοβαμμένοι δυνάστες της Σικελίας αποκτούν φήμη στον ελλαδικό χώρο. Το 488 π.Χ., ο Ιέρων «νίκησε» στους ιππικούς αγώνες των Δελφών και το 476 στην Ολυμπία, χωρίς προσωπική ανάμιξη στις αναμετρήσεις, και ο Πίνδαρος τον υμνεί ότι «κορφολογάει τις αρετές» («Ολυμπιονίκες» 1, στ. 17-20). Μάλιστα ο Πίνδαρος υμνεί ακόμα και νικητές του βάρβαρου αθλήματος του παγκρατίου, όπως τον Πυθέα στα Νέμεα («Ολυμπιονίκες» 1).

ΔΩΡΟΔΟΚΙΕΣ ΕΛΛΑΝΟΔΙΚΩΝ
Το 372 π.Χ. (102η Ολυμπιάς), ένας ελλανοδίκης, ο Τρωίλος, έλαβε μέρος σε αρματοδρομία, ενώ απαγορευόταν η συμμετοχή κριτών στους αγώνες (Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VΙ, 1, 51). Φυσικά ανακηρύχθηκε Ολυμπιονίκης, και στήθηκε ανδριάντας του στην Άλτι της Ολυμπίας. Δύο ελλανοδίκες (οι κριτές των αγώνων), μετά από μυστικές συναλλαγές, ανακήρυξαν ολυμπιονίκη τον Ευπόλεμο. Όμως έγινε γνωστό, και καταδικάστηκαν από τη Βουλή των αγώνων σε πρόστιμο (Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VΙ, 3, 7). Κατά τον Πλούταρχο («Περί δυσωπίας» 17, 535 c), οι ελλανοδίκες χάριζαν στεφάνους νίκης, ύστερα από δωροδοκίες και άλλες ανήθικες συναλλαγές, σε πρόσωπα άσχετα με τις αναμετρήσεις.

ΔΩΡΟΔΟΚΙΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ
Πολλοί αθλητές δωροδοκούσαν τους αντιπάλους τους, με σκοπό να αναδειχθούν Ολυμπιονίκες. Στην 26η Ολυμπιάδα ο πυγμάχος Σαραπάμμων δωροδόκησε τον Δίδα και ανακηρύχθηκε νικητής χωρίς γρονθοκοπήματα.
O Ηλείος παλαιστής Eύδηλος δωροδοκήθηκε από τον Ρόδιο Φιλόστρατο για να του προσφέρει τη νίκη κατά την αναμέτρηση.
Ο Παυσανίας γράφει ότι το 388 π.Χ. (98η Ολυμπιάδα), ο Θεσσαλός πυγμάχος Εύπωλος δωροδόκησε τους 3 αντιπάλους του («Ελλάδος Περιηγήσεις» V, 21, 5). Ανάμεσα σ’ αυτούς που δωροδοκήθηκαν, ήταν και ο νικητής των προηγουμένων αγώνων. O Αθηναίος Kάλλιπος, στην 112η Ολυμπιάδα, εξαγόρασε τους αντίπαλους του.
Ταυροκαθάψια (Κνωσός, Κρήτη)
Οι γονείς των αθλητών έπαιζαν το ρόλο του μάνατζερ, στήνοντας και τους αγώνες κάποιες φορές. Το 12 π.X., οι γονείς του παλαιστή Πολύκτορος της Ηλείας και του Σωσάνδρου της Σμύρνης συμφώνησαν με χρηματική συναλλαγή, να αναδειχθεί ολυμπιονίκης ο Πολύκτωρ.
Όταν οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αποκλειστεί από την Ολυμπιάδα, γιατί είχαν εισβάλει στην Ηλεία, ο Λίχας προσπάθησε να πάρει μέρος παριστάνοντας τον Θηβαίο. O Παυσανίας καταγγέλλει ότι από τότε, ελλανοδίκες, καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα: «αθλητές αναδεικνύονταν ολυμπιονίκες όχι με την αξία τους (τη μυϊκή δύναμη), αλλά ύστερα από παράλογες αποφάσεις των ελλανοδικών».
Για την τιμωρία των παραβατών πολλές φορές προσέτρεχαν στην Πυθία, όμως κι εκεί ακόμη λειτουργούσε η δωροδοκία. Όπως λέει ο Ηρόδοτος: «ανέπειθαν την Πυθίαν χρήμασι», δηλαδή της άλλαζαν τη γνώμη με το χρήμα.
Η εμπορευματοποίηση ήταν ήδη τέτοια, ώστε «τον στέφανο της νίκης μπορεί καθένας ελεύθερα να τον πουλάει και εξίσου ελεύθερα να τον αγοράζει» («στέφος δε Απόλλωνος ή Ποσειδώνος άδεια μεν αποδίδοσθαι, άδεια δε ωνείσθαι»), γράφει ο Φιλόστρατος («Γυμναστικός» 45).
ΑΠΟΚΤΗΝΩΣΗ
H παρουσία μεγαλόσωμων και διάσημων αθλητών οδηγούσε στην τρομοκράτηση των αντιπάλων και την ανάδειξη νικητή χωρίς αγώνα. O Γαληνός λέει ότι οι επαγγελματίες αθλητές είχαν αποκτηνωθεί. Φρόντιζαν να αυξήσουν τις μυϊκές τους δυνάμεις καταβροχθίζοντας σαν θηρία ποσότητες κρεάτων και άλλων τροφών και παρομοιάζει τη ζωή τους με αυτή των γουρουνιών («ώστε εοικέναι τον βίον αυτών υών διαγωγή»), με τη διαφορά ότι τα γουρούνια δεν κοπιάζουν ούτε τρώνε με το ζόρι: «Φρόντιζαν μόνο να αυξήσουν τον σωματικό τους όγκο, ενώ το μυαλό τους βυθιζόταν στη λάσπη». «Οι αθλητές, όταν αποσυρθούν από τα σκληρά αγωνίσματα έχουν σακατεμένα τα περισσότερα μέλη τους. Μήπως πρέπει να θεωρούνται σπουδαίοι επειδή πλουτίζουν». O Mίλων, ο Kροτωνιάτης, δημιούργησε πολλά ανέκδοτα. Λέγεται πως έτρωγε 20 λίτρα κρέας σε κάθε γεύμα και ψωμί με το ίδιο βάρος. Έπινε 9 λίτρα κρασί την ημέρα. Κάποτε μετέφερε έναν τετράχρονο ταύρο επιδεικτικά στους ώμους, σαν αρνί, στο στάδιο της Ολυμπίας, τον έσφαξε και τον καταβρόχθισε.
ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ ΑΘΛΗΤΩΝ
Οι αγοραπωλησίες των αθλητών ήταν συχνό φαινόμενο. Ο τύραννος Ιέρων των Συρακουσών, 4 χρόνια μετά τη νίκη του Κροτωνιάτη Άστυλου στην Ολυμπία, το 488 π.Χ., τον εξαγόρασε να εμφανισθεί στους επόμενους αγώνες ως Συρακούσιος. Έτσι, το 484 νίκησε για τις Συρακούσες (Παυσανίας VI 13,1).
O Κρητικός Σωτάδης νίκησε στον δόλιχο, στην 99η Ολυμπιάδα. Στους επόμενους αγώνες, η Έφεσος τον δωροδόκησε με πολλά χρήματα για να αγωνιστεί με τα «χρώματά» της (Παυσανίας VI 18,6). O Σωτάδης δεν κατάφερε να ξαναεμφανιστεί στην Κρήτη, δεχόμενος τον προπηλακισμό των συμπατριωτών του.
O τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος εξαγόρασε τον Αντίπατρο από τη Μίλητο, Ολυμπιονίκη στην πυγμαχία, για να εμφανισθεί στους επόμενους αγώνες ως Συρακούσιος.
ΠΟΛΥΤΕΛΗΣ ΖΩΗ
Ο Φιλόστρατος έγραφε ότι οι αθλητές της εποχής του (3ος αιώνας μ.Χ.) κολυμπούσαν στην πολυτέλεια και την εξουσία. Δέχονταν δωροδοκίες, επειδή χρειάζονταν χρήματα για να συνεχίσουν τη σπάταλη ζωή τους, ενώ άλλοι δωροδοκούσαν συναθλητές τους, επειδή δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν τη νίκη («Οι μεν γαρ και αποδίδονται την εαυτών εύκλειαν, δι’ οίμαι, το πολλών δείσθαι, οι δε ωνούνται το μη ξυν πόνω νικάν δια το αβρώς δαιτάσθαι», «Γυμναστικός», 45).
Από τον 5ο αιώνα π.X. είχε εγκαινιαστεί ο επαγγελματισμός στον αθλητισμό με στόχο την επιβίωση και τον πλουτισμό εξαιτίας των γενναίων παροχών από τις πόλεις προς τους Ολυμπιονίκες.
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Σε νόμισμα της Βέροιας εικονίζεται άνδρας με μαστίγιο, βοηθός αγωνοθετών. Νομίσματα της Περγάμου και της Λυδίας είχαν παραστάσεις μαστιγοφόρων, που μαστίγωναν τους κακοήθεις αθλητές.
Τα ίδια τα αγωνίσματα ξεχείλιζαν από βαρβαρότητα. Στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο, ο ένας από τους δύο αντιπάλους έπεφτε συνήθως νεκρός από στραγγαλισμό ή θραύση του κρανίου ή παρέμενε ισόβια ανάπηρος εξαιτίας των καταγμάτων, των στρεβλώσεων και της εξόρυξης των ματιών. Έλληνες γιατροί της αρχαιότητας γράφουν ότι οι αθλητές των 3 αθλημάτων ήταν πρόσωπα παχύσαρκα, ληθαργικά κι αργοκίνητα. Τα πιο πολλά πρόσωπα των αθλητών παραμορφώνονταν κατά τις αναμετρήσεις, κυρίως στην πυγμαχία, επειδή οι παλάμες των αντιπάλων ήταν οπλισμένες με σκληρούς ιμάντες ενισχυμένους με μεταλλικά επιθέματα και καρφιά.
«Ρωμαλέος αθλητής είναι εκείνος που μπορεί να αδράξει τον αντίπαλο, να τον σπρώξει, να τον σηκώσει ψηλά, να τον πιέσει και να τον συνθλίψει», έγραφε ο Αριστοτέλης. Στην Αθήνα νόμος όριζε ότι όποιος θανάτωνε στους Ολυμπιακούς τον αντίπαλο δεν αντιμετώπιζε δίωξη.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. (456 και 452), στους αγώνες πάλης, ο Λεοντίσκος από τη Μεσσήνη, αδυνατώντας να καταρρίψει τον αντίπαλό του, άρπαξε τα δάχτυλά του και τα συνέθλιψε, με αποτέλεσμα εκείνος, ύστερα από τα πολλά κατάγματα, να εγκαταλείψει τον αγώνα. Με τον τρόπο αυτό, ανακηρύχθηκε 2 φορές Ολυμπιονίκης και του έστησαν και ανδριάντα στο Ρήγιο, επειδή στην Ολυμπία ανακαλύφθηκε επιγραφή που απαγόρευε να συντρίβουν τα δάχτυλα των αντιπάλων (Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις» VI, 4,30).
Δίσκος του Πόπλιου Ασκληπιάδη
Το «φέαρ πλέι» δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητό. Οι δρομείς προσπαθούσαν να φύγουν πριν από την εκκίνηση. Ενώ άλλοι προσπαθούσαν να ανατρέψουν και να τραυματίσουν τους αντιπάλους τους. Κατά τις αρματοδρομίες συνηθίζονταν βίαιες ενέργειες για προσπεράσματα, ανατροπές αντιπάλων και αιματοκυλίσματα.
Γράφει ο Λουκιανός: «Πες μου Σόλων, γιατί η νεολαία της Αθήνας συνηθίζει αυτές τις αχρειότητες; Συμπλέκονται, βάζουν τρικλοποδιές, προσπαθούν να πνίξουν ο ένας τον άλλον σφίγγοντας τον λαιμό του, στριφογυρίζουν το σώμα, βυθίζονται στη λάσπη, κυλιούνται εκεί σαν τα γουρούνια. Σπρώχνονται, χαμηλώνουν τα κεφάλια και χτυπούν ο ένας τον άλλον σαν κριάρια. Κοιτάξτε! Αυτός εκεί άρπαξε τον άλλο από τα πόδια και τον τίναξε στο χώμα, πέφτει πάνω του και τον βυθίζει στη λάσπη. Και τώρα, τύλιξε τη μέση του άλλου με τα πόδια περνάει τον βραχίονά του κάτω από το λαιμό του και σφίγγει τον άμοιρο κι ο άλλος τον χτυπάει στον ώμο, ικετεύοντας φαντάζομαι, να μη τον πνίξει τελείως» («Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων» 1).
ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΕΣ
Το αγώνισμα των αριστοκρατών και των πλούσιων ήταν οι αρματοδρομίες. Δεν έκαναν τίποτα οι ίδιοι, απλά είχαν στην κατοχή τους τα άρματα, τα άλογα και τον ηνίοχο. O Ευριπίδης υμνολογεί τον Αλκιβιάδη για τη νίκη των ίππων και αρμάτων του: «Λαμπρή η νίκη σου.. νίκησες χωρίς κόπο και έλαβες στέφανο από κλωνάρι ελιάς».
ΠΥΓΜΑΧΙΑ
Ο μυθιστοριογράφος Απολλόδωρος αναφέρεται στον Ηρακλή που τσάκιζε τα πλευρά των αντιπάλων του, υπόδειγμα «ηρωικό» για τους αθλητές των Ολυμπιάδων. Σε επιγραφή που βρέθηκε στη Θήρα, αναφέρεται ότι η νίκη στην πυγμαχία «κερδίζεται με αίμα». Ο Αρτεμίδωρος γράφει για την πυγμαχία: «Οι αγώνες με γρονθοκοπήματα είναι βλαβεροί για όλο τον κόσμο. Δεν αποτελούν μόνο καταισχύνη, προκαλούν και συμφορές. Το πρόσωπο παραμορφώνεται και τρέχουν αίματα».
Κατά τη Μινωική εποχή, τα χειρόκτια της πυγμαχίας ήταν ενισχυμένα με σκληρά επιθέματα, και σε τοιχογραφία της Θήρας, φαίνεται ότι φορούσαν στο κεφάλι κράνος, κατά το 1500 π.Χ. Στα Ομηρικά έπη, η πυγμαχία είναι καταστροφική αναμέτρηση, κάτι που μας δείχνει πώς συνέβαινε στην αρχαία Ελλάδα. Ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει στην Ιθάκη τον ζητιάνο Ίρο. Τον χτυπάει κάτω από το αφτί, του σπάει τα κόκαλα, και του γεμίζει το στόμα με αίμα. («Οδύσσεια» Σ. 95-98).
Στον 6ο αιώνα π.Χ., γράφει ο Παυσανίας, δεν χρησιμοποιούσαν τους οξείς ιμάντες, αλλά τις «μειλίχες», που τραυμάτιζαν και προκαλούσαν κατάγματα (Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», VIII, 40,3).
Ο Πλάτων, αναφέρει τις «σφαίρες» στα πυγμαχικά γάντια, που αντικατέστησαν τους ιμάντες (Πλάτων, «Νόμοι», 830Β. Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», 2, VI, 23).
Από τον 4ο αιώνα π.Χ., αντί για γυμνά χέρια που υπήρχαν πριν, η πυγμαχία γινόταν με δέσιμο των δακτύλων, δήθεν για προστασία των δακτύλων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι τύλιγαν τα 4 δάχτυλα με μικρή παχιά δερμάτινη λωρίδα. Μετά όμως κάλυπταν ολόκληρη τη γροθιά με ιμάντες από βόδια, για να καταφέρουν ισχυρά πλήγματα στους αντιπάλους τους (Φιλόστρατος, «Γυμναστικός» 10).
Από τον 3ο π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιούσαν επίσης «ιμάντες οξείς», που είχαν μεταλλικές ακίδες στα δερμάτινα καλύμματα των χεριών. Λέγονταν «μύρμηγκες», επειδή προκαλούσαν πληγές μυρμηκικού σχήματος, όπως και τα ρωμαϊκά, και ακολουθούσε σφαγή: «Ιμάς οξύς επί τω καρπώ της χειρός εκατέρας», «Πυγμαχίης δ’ ώνδινε φόνος διψώσαν απειλήν ιγνιστόρους μύρμηκας εμαίνετο χερσίν ελίσσων. Πυγμάχου δ’ ώδινε φόνου διψώσαν απειλήν». Σκληροί ιμάντες με μεταλλικά επιθέματα, τύλιγαν τα χέρια ως τον αγκώνα, μετατρέποντάς τα σε συντριπτικό ρόπαλο.
Στη Ρωμαιοκρατία, οι πυγμάχοι χρησιμοποιούσαν χειρόκτια ενισχυμένα με κόμβους από σίδηρο και μολύβι. Ήταν ο λεγόμενος caestus (Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», Η, 48).
Ο Ευρυδάμας, από την Κυρήνη, νίκησε στην πυγμαχία, όμως ο αντίπαλος τού έσπασε τα δόντια και για να μη φανεί, τα κατάπιε όλα (Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», 10,19).
Το 496 ή το 492 π.Χ., ο πυγμάχος Κλεομήδης, από την Αστυπάλαια, σκότωσε τον Επιδεύριο Ίκκο. Τον χτύπησε στο πλευρό, του προκάλεσε άνοιγμα, βύθισε το χέρι του μέσα, και του ξερίζωσε τον πνεύμονα. Επειδή δεν αναγνωρίσθηκε η νίκη του και δεν τιμήθηκε με βραβείο, όταν γύρισε στην πατρίδα του, εισόρμησε σε σχολείο που διδάσκονταν 60 παιδιά, γκρέμισε το στύλο που στήριζε την οροφή, με συνέπεια να γκρεμιστεί το σχολείο και να πεθάνουν όλοι οι μαθητές. Κατόρθωσε να δραπετεύσει και οι συμπατριώτες του κατέφυγαν στο μαντείο των Δελφών, το οποίο τον δικαίωσε και τους έκανε να τον τιμούν σαν ήρωα: «Ο Κλεομήδης είναι ο τελευταίος ήρωας. Να τον τιμάτε με θυσίες γιατί δεν είναι θνητός» (Παυσανίας «Ελλάδος Περιήγησις», V, 2, 6-8, Ευσέβιος, «Ευαγγελική Προπαρασκευή» Ε, λβ’).
Προστάτης «θεός» της Πυγμαχίας ήταν ο Απόλλων και για το λόγο αυτό ονομαζόταν και «Πύκτης» («Ιλιάδα» 23, στ. 660).

ΠΑΓΚΡΑΤΙΟ
Το παγκράτιο δεν ήταν «περιθωριακό άθλημα» των Ολυμπιακών αγώνων. Στην Ολυμπία το θεωρούσαν ως το «ωραιότερο άθλημα» και στους βαρβάρους αυτούς αθλητές, έφτιαχναν ανδριάντες προς τιμή της κτηνωδίας τους (Φιλόστρατος, «Εικόνες», 2).
Κατά τη συμπλοκή δύο Λακεδαιμονίων παγκρατιστών, ο ένας, αφού άρπαξε τον αντίπαλο από τον λαιμό, τον στριφογύρισε και τον πέταξε κάτω. Εκείνος δάγκωσε το μπράτσο του άλλου. Κι ο ανταγωνιστής του φώναξε: «Δαγκώνεις Λάκωνα όπως οι γυναίκες!», «Όχι, δαγκώνω όπως τα λιοντάρια», είπε ο άλλος (Πλούταρχος «Αποφθέγματα Λακωνικά», 234,44). Ο Αθηναίος κυνικός φιλόσοφος Δηνώναξ συγκλονίσθηκε βλέποντας έναν παγκρατιστή να δαγκώνει σαν λιοντάρι (Λουκιανός, «Δημώναξ» 49). Σε δύο αγγεία παριστάνονται δύο Παγκρατιστές, να βγάζουν με το δάχτυλο τα μάτια των αντιπάλων (Κ. Σιμόπουλου, «Μύθος απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες», σελ. 97).
Στην πάλη, όπως και στο παγκράτιο, επιτρεπόταν ακόμα και ο στραγγαλισμός του αντιπάλου. Στο παγκράτιο, που ήταν το πιο βάρβαρο από όλα τα αγωνίσματα, οποιαδήποτε αγριότητα ήταν θεμιτή: συνηθιζόταν ο «υπτιασμός» (πτώση ανάσκελα του αντιπάλου) και το «αποπτερνίζειν» (κλωτσιά με τη φτέρνα), κατάγματα, συντριβή χεριών, ποδιών, πλευρών, ακόμη και σπονδύλων. Αυτό λεγόταν «αθλητική παιδεία» και «αθλητικό ιδεώδες».
Οι αγώνες τού Παγκρατίου εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά το 648 π.Χ. (33η Ολυμπιάς) και το 200 π.Χ. (145η Ολυμπιάς) επεκτάθηκαν και στα παιδιά. Σκέψου γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους να σακατευτούν σε αυτό το βάρβαρο άθλημα! (Φιλόστρατος, «Γυμναστικός», 45). Τα πάντα επιτρέπονταν. Να εξαρθρώνεις, να τσακίζεις κόκκαλα, να στραγγαλίζεις, να θανατώνεις με όλα τα μέσα. Με το γόνατο συνήθιζαν να χτυπούν και να αφανίζουν τα γεννητικά όργανα του αντιπάλου, όπως προκύπτει από παραστάσεις αγγείων της εποχής. Από τον 6ο π.Χ. αιώνα, ο αγωνιζόμενος μπορούσε να γκρεμίσει καταγής τον αντίπαλο και να πιέζει το πρόσωπο του άλλου στην άμμο, ώστε να τον αναγκάσει να την καταπιεί ή να την αναπνεύσει (Λουκιανός, «Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων», 3). Όλες αυτές οι πρακτικές είχαν σαν αποτέλεσμα «όταν γεράσουν οι αθλητές να μοιάζουν με πανωφόρια τριμμένα ως το υφάδι», σύμφωνα με στίχο του Ευριπίδη.
Η πρώτη συνέπεια τού Παγκρατίου, κατά τον Φιλόστρατο, ήταν η στρέβλωση των χεριών και των ποδιών («Εικόνες» Ι 6, ΙΙ 6). Τα τελικά αποτελέσματα ήταν ο στραγγαλισμός του αντιπάλου, που ενθουσίαζε τους θεατές. Οι Ηλείοι, γράφει ο Φιλόστρατος, επαινούν το πνίξιμο στο Παγκράτιο («Εικόνες», ΙΙ, 6).
Γράφει ο Λουκιανός: «Στέκονται όρθιοι, ρίχνονται ο ένας πάνω στον άλλο και χτυπούν με χέρια και με πόδια. Ο ένας φτύνει, ο δύστυχος, τα τσακισμένα δόντια του, καθώς γέμισε το στόμα του από αίμα και άμμο ύστερα από γροθιά στο σαγόνι. Βλέπει τις συμφορές ο άρχοντας, αλλά δεν δίνει εντολή να σταματήσει και να καταργηθεί ο αγώνας. Αντίθετα ενθαρρύνει τους παγκρατιστές και επαινεί εκείνον που κατάφερε το τρομακτικό χτύπημα» («Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων», 3).
Οι Λακεδαιμόνιοι παγκρατιστές, κατασπάρασσαν τον αντίπαλο με δόντια και με νύχια, τον τύφλωναν βγάζοντας τα μάτια του (Φιλόστρατος, «Εικόνες» στ' ). Ο σοφιστής Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος αιώνας μ.Χ.) γράφει ότι παγκράτιο και παγκρατιστής σημαίνουν στραγγαλισμό, πνίξιμο, κλωτσιές και γροθιές («Ονομαστικόν», 3, 150).
Ο Αρραχίων, που το άγαλμά του είχε στηθεί στην αγορά της Φιγαλείας, κατά την αναμέτρησή του με αντίπαλο παγκρατιστή, ακινητοποιήθηκε αιχμάλωτος ανάμεσα στα πόδια του άλλου, ενώ εκείνος προσπαθούσε να τον πνίξει σφίγγοντας με τα χέρια το λαιμό του. Ο Αρριχίων μπόρεσε να συντρίψει ένα δάχτυλο του ποδιού του αντιπάλου και αμέσως ξεψύχησε (Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», VIII, 40, 2).
Σε άλλη περίπτωση, οι δύο αντίπαλοι παγκρατιστές, Κρεύγας ο Επιδάμνιος και ο Συρακούσιος Δαμόξενος, συμφώνησαν μετά από πολύωρη πάλη χωρίς νικητή, να χτυπήσει ο ένας τον άλλο, και νικητής να αναδειχθεί όποιος θα παρέμενε όρθιος και ακίνητος. Ο Κρεύγας χτύπησε τον Δαμόξενο στο κεφάλι, χωρίς επικίνδυνες συνέπειες. Ο Δαμόξενος, χτύπησε τον Κρεύγα στο πλευρό με τεντωμένα δάχτυλα, διαπέρασε τα σπλάχνα, και τα ξερίζωσε με τα χέρια του. Ο Κρεύγας ξεψύχησε αμέσως (Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», VIII, 40).
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε περισσότερα.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Οι γυναίκες δεν συμμετείχαν ούτε παρακολουθούσαν τις Ολυμπιάδες και ο κανονισμός επέβαλε να τις ρίχνουν στον γκρεμό από το όρος Tυπαίον. Σε άλλους αγώνες που γίνονταν στη Σπάρτη, αντίθετα, υπήρχε συνήθεια να ασκούνται οι κοπέλες ολόγυμνες μπροστά στο πλήθος των θεατών. Τις υποχρέωναν επίσης με νόμο του Λυκούργου να εμφανίζονται ολόγυμνες στις παρελάσεις, να χορεύουν γυμνές στους ναούς και να τραγουδούν μπροστά στους νέους. Οι γυναίκες παρουσιάζονταν σαν «μηχανές» παραγωγής εύρωστων πολεμιστών.
Η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους είναι η «Ολυμπιακή εκεχειρία», ότι δήθεν οι πόλεμοι σταματούσαν την περίοδο των αγώνων. H «εκεχειρία» ίσχυε μόνο για την περιοχή των αγώνων, για χάρη της ασφάλειας των αθλητών και των επισήμων, την ίδια ώρα που οι πόλεμοι μπορεί να μαίνονταν στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Αλλά ακόμη και η στενή αυτή εκεχειρία παραβιάστηκε πολλές φορές. Το 420 π.Χ., οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ήλιδα με 1.000 οπλίτες. H Ολυμπιάδα του 364 π.Χ. ακυρώθηκε, αφού οι Ηλείοι εισέβαλαν στην Άλτι και οι Αρκάδες λεηλάτησαν τους θησαυρούς της Ολυμπίας. «Οι Ολυμπιάδες δεν έπειθαν τις ελληνικές πόλεις για αλληλεγγύη και κοινή δράση. Αντίθετα, η αντιπαλότητά τους, επειδή αναζητούσαν γόητρο και φήμη με τους Ολυμπιονίκες, προσλάμβανε επικίνδυνες διαστάσεις».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δωροδοκίες, στημένοι αγώνες, εμπορευματοποίηση, πλουτισμός, βαρβαρότητα, πολιτική εκμετάλλευση. Όλοι ξέρουν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι σημαδεμένοι απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά. Στην προσπάθειά τους να τους ξεπλύνουν όσο είναι δυνατόν, τα διαφημιστικά επιτελεία της Ολυμπιακής Επιτροπής θύμιζαν διαρκώς, το 2002, ότι «οι Ολυμπιακοί Αγώνες επιστρέφουν στην πατρίδα τους». Όμως όλα τα απαίσια γνωρίσματα της Ολυμπιάδας έχουν κι αυτά την ίδια πατρίδα. Όχι το Λονδίνο του 2012, αλλά... την Ολυμπία του 776 π.X. H βαρβαρότητα των αγώνων προκάλεσαν τον αποτροπιασμό ενός «βάρβαρου» Σκύθη, του Ανάχαρση που αναρωτιόταν προς τον Λουκιανό: «Σ’ εμάς τους Σκύθες, αν κάποιος χτυπήσει πολίτη ή τον γκρεμίσει καταγής ή σχίσει τα ιμάτιά του τιμωρείται με βαρύτατες ποινές. Δεν καταλαβαίνω γιατί χαίρονται βλέποντας ανθρώπους να αλληλοχτυπιούνται, να δέρνονται, να γκρεμίζονται στο χώμα και να αλληλοσπαράζονται».
ΠΗΓΗ
Κ. Σιμόπουλος, «Μύθος, απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες», εκδ. «Στάχυ», Αθήνα 1998

27/7/12

Συγκλονιστικός διάλογος καθηγητή–φοιτητή για το αν υπάρχει Θεός

Καθηγητής: Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;

Φοιτητής: Βεβαίως, κύριε.

Καθ.: Είναι καλός ο Θεός;

Φοιτ.: Φυσικά.

Καθ.: Είναι ο Θεός παντοδύναμος;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Ο αδερφός μου πέθανε από καρκίνο, παρότι παρακαλούσε τον Θεό να τον γιατρέψει και προσευχόταν σ’ Αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν αυτούς που έχουν την ανάγκη τους. Πού είναι η καλοσύνη του Θεού λοιπόν;

Φοιτ.: ...

Καθ.: Δεν μπορείς να απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Ας ξαναρχίσουμε νεαρέ μου. Είναι καλός ο Θεός;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Είναι καλός ο διάβολος;

Φοιτ.: Όχι.

Καθ.: Ποιος δημιούργησε τον διάβολο;

Φοιτ.: ο Θεός...

Καθ.: Σωστά. Πες μου παιδί μου, υπάρχει κακό σ’ αυτόν τον κόσμο;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Το κακό βρίσκεται παντού, έτσι δεν είναι; Και ο Θεός έπλασε τα πάντα, σωστά;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Άρα λοιπόν ποιος δημιούργησε το κακό;

Φοιτ.: ...

Καθ.: Υπάρχουν αρρώστιες; Ανηθικότητα; Μίσος; Ασχήμια; Όλα αυτά τα τρομερά στοιχεία υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο, έτσι δεν είναι;

Φοιτ.: Μάλιστα.

Καθ..: Λοιπόν, ποιος τα δημιούργησε;

Φοιτ.: ...

Καθ.: Η επιστήμη λέει ότι χρησιμοποιείς τις 5 αισθήσεις σου για να αναγνωρίζεις το περιβάλλον γύρω σου και να προσαρμόζεσαι σ’ αυτό. Πες μου παιδί μου, έχεις δει ποτέ τον Θεό;

Φοιτ.: Όχι, κύριε.

Καθ.: Έχεις ποτέ αγγίξει το Θεό; Έχεις ποτέ γευτεί ή μυρίσει το Θεό; Και τέλος πάντων, έχεις ποτέ αντιληφθεί με κάποια από τις αισθήσεις σου το Θεό;

Φοιτ..: Όχι, κύριε. Φοβάμαι πως όχι.

Καθ.: Και παρόλα αυτά πιστεύεις ακόμα σε Αυτόν;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Σύμφωνα με εμπειρικό, ελεγχόμενο πρωτόκολλο και με δυνατότητα μελέτης των αποτελεσμάτων ενός φαινομένου, η επιστήμη υποστηρίζει ότι ο Θεός δεν υπάρχει. Τι έχεις να απαντήσεις σ’ αυτό, παιδί μου;

Φοιτ.: Τίποτα. Εγώ έχω μόνο την πίστη μου.

Καθ.: Ναι, η πίστη. Και αυτό είναι το πρόβλημα της επιστήμης.

Φοιτ: Κύριε καθηγητά, υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε θερμότητα;

Καθ.: Ναι.

Φοιτ.: Και υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε κρύο;

Καθ.: Ναι.

Φοιτ.: Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει. Μπορεί να έχεις μεγάλη θερμότητα, ακόμα περισσότερη θερμότητα, υπερθερμότητα, καύσωνα, λίγη θερμότητα ή καθόλου θερμότητα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται κρύο. Μπορεί να φτάσουμε στους -458 βαθμούς Κελσίου, που σημαίνει καθόλου θερμότητα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται «κρύο». «Κρύο» είναι μόνο μια λέξη, που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την απουσία της θερμότητας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κρύο. Η θερμότητα είναι ενέργεια. Το κρύο δεν είναι το αντίθετο της θερμότητας, κύριε, είναι απλά η απουσία της.

Στην αίθουσα επικρατεί σιγή...

Φοιτ.: Σκεφτείτε το σκοτάδι, κύριε. Υπάρχει κάτι που να ονομάζουμε σκοτάδι;

Καθ.: Ναι, τι είναι η νύχτα αν δεν υπάρχει σκοτάδι;

Φοιτ.: Κάνετε και πάλι λάθος, κύριε καθηγητά. Το «σκοτάδι» είναι η απουσία κάποιου άλλου παράγοντα. Μπορεί να έχεις λιγοστό φως, κανονικό φως, λαμπερό φως, εκτυφλωτικό φως... Αλλά, όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα και αυτό το ονομάζουμε σκοτάδι, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα το σκοτάδι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε θα μπορούσε κάποιος να κάνει το σκοτάδι σκοτεινότερο.

Καθ.: Που θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά, νεαρέ μου;

Φοιτ.: Κύριε, θέλω να καταλήξω ότι η φιλοσοφική σας σκέψη είναι ελαττωματική...

Καθ..: Ελαττωματική; Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;

Φοιτ.: Κύριε καθηγητά, σκέφτεστε μέσα στα όρια της δυαδικότητας. Υποστηρίζετε ότι υπάρχει η ζωή και μετά υπάρχει και ο θάνατος, ένας καλός Θεός και ένας κακός Θεός. Βλέπετε την έννοια του Θεού σαν κάτι τελικό, κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Κύριε καθηγητά, η επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε κάτι τόσο απλό, όπως τη σκέψη. Χρησιμοποιεί την ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια, αλλά δεν έχει δει ποτέ, πόσο μάλλον να καταλάβει απόλυτα, αυτήν την ενέργεια. Το να βλέπετε το θάνατο σαν το αντίθετο της ζωής, είναι σαν να αγνοείτε το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομος. Ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής: είναι απλά η απουσία της. Τώρα πείτε μου κάτι, κύριε καθηγητά. Διδάσκετε στους φοιτητές σας ότι εξελίχτηκαν από μια μαϊμού;

Καθ.: Εάν αναφέρεσαι στη φυσική εξελικτική πορεία, τότε ναι, και βέβαια.

Φοιτ.: Έχετε ποτέ παρακολουθήσει με τα μάτια σας την εξέλιξη;

Καθ.: ...

Φοιτ.: Εφόσον κανένας δεν παρακολούθησε ποτέ τη διαδικασία εξέλιξης επί τόπου και κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ, τότε διδάσκεται την προσωπική σας άποψη επί του θέματος. Τότε, μήπως δεν είστε επιστήμονας, αλλά απλά ένας κήρυκας;

Καθ.: ...

Φοιτ. (προς την τάξη): Υπάρχει κάποιος στην τάξη που να έχει δει τον εγκέφαλο του κύριου καθηγητή; Που να έχει ακούσει ή νιώσει ή ακουμπήσει ή μυρίσει τον εγκέφαλο του κύριου καθηγητή; Κανένας. Άρα σύμφωνα με τους κανόνες του εμπειρικού, ελεγχόμενου και με δυνατότητα προβολής πρωτόκολλου, η επιστήμη μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχετε εγκέφαλο, κύριε. Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, με όλο τον σεβασμό, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά που διδάσκετε, κύριε;

Καθ.: Μου φαίνεται ότι απλά θα πρέπει να στηριχτείς στην πίστη σου, παιδί μου.

Φοιτ.: Αυτό είναι, κύριε... Ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού είναι η ΠΙΣΤΗ. Αυτή είναι που κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά...

Το όνομα του νεαρού φοιτητή ήταν… Άλμπερτ Αινστάιν!