Η επανέκδοση της έξοχης μετάφρασης των Ψαλμών του Δαβίδ, που έγινε από τον μεγάλο Νεοέλληνα ποιητή Ανδρέα Κάλβο (εκδόσεις Νεφέλη 1990), Εισαγωγή-Σχόλια Γιάννη Δάλλα, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τη μελέτη αυτών των ψαλμών, που δικαίως θεωρούνται αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Α. Κάλβος, βέβαια, δεν υπήρξε ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που έκανε λογοτεχνική απόδοση των Δαβιδικών ψαλμών. Το φως της δημοσιότητας είδαν τα τελευταία χρόνια και άλλες σπουδαίες λογοτεχνικές μεταφράσεις - πλήρεις ή αποσπασματικές - όπως των Κ. Φριλίγγου, Γιοσέφ Ελιγιά, Θ. Β. Κωνσταντίνου (1947), Ασέρ Μωυσή (1973) κ.α. Αλλά η μετάφραση του Α. Κάλβου θεωρείται ως μια από τις πιο επιτυχημένες, αφού έγινε από έναν άριστο τεχνίτη του λόγου.
Τι ακριβώς είναι όμως οι Ψαλμοί του Δαβίδ ή το βιβλίο των Ψαλμών, ή Ψαλτήρι όπως αλλιώς λέγεται;
Το βιβλίο των Ψαλμών (Sefer Tehillim) ή βιβλίο των Ύμνων, είναι βασικά μια λυρική συλλογή από θρησκευτικά ποιήματα, που διαιρείται σε πέντε ενότητες κατά το πρότυπο διαιρέσεως της Πεντατεύχου.[1]
Είναι ίσως η πιο παλιά λυρική συλλογή κι ανθολογία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Αποτελείται από 150 ποιήματα - ψαλμούς, που γράφτηκαν σε μια διάρκεια που καλύπτει πάνω από μισό αιώνα, από το 1100 π.Χ. περίπου, μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Στην αρχαιότητα αποδίδονταν όλοι, ή σχεδόν όλοι, στο βασιλιά Δαβίδ - το «γλυκό ψαλμωδό του Ισραήλ» - γι’ αυτό και φέρουν το όνομά του. Η εξέταση, όμως, και η προσεχτική μελέτη του περιεχομένου τους μας πείθουν ότι η άποψη αυτή δεν είναι σωστή. Έτσι, απ’ αυτούς, περίπου οι μισοί - σύμφωνα με τις επιγραφές που υπάρχουν στους ίδιους τους Ψαλμούς - είναι του Δαβίδ. Οι υπόλοιποι είναι γραμμένοι από διάφορους άλλους ψαλμωδούς, που έζησαν σε διάφορες περιόδους (Ασάφ, υιοί Κορέ, Σολομών κ.α.). Μερικοί είναι άτιτλοι και οι δημιουργοί τους μας είναι άγνωστοι. Παρόλα αυτά εντύπωση προκαλεί η εσωτερική ενότητά τους. Η τεχνική τους ομοιότητα, η θεματική και η έμπνευσή τους, κάνουν τους 150 αυτούς ψαλμούς να φαίνονται ότι προήλθαν από τον κάλαμο ενός μόνον ανθρώπου.
Γενικά οι Ψαλμοί ήταν μελοποιημένα ποιήματα που συνοδεύονταν με τον ήχο ενός μουσικού οργάνου - του Ψαλτηρίου - αντίστοιχου με την ελληνική κιθάρα, και τραγουδιόνταν με μια ή περισσότερες φωνές.
Διακρίνονταν «για την τελειότητα του λογοτεχνικού κάλλους, τον πλούτο των εκφραζόμενων θρησκευτικών συναισθημάτων, το ύφος των νοημάτων και τη θέρμη της προσηλωμένης ψυχής στον Θεό».[2]
Εκφράζουν σε ποικίλους τόνους τους παλμούς της ισραηλιτικής ψυχής και αποπνέουν άρωμα ευσέβειας. Σ’ αυτούς υμνείται το μεγαλείο και η αγάπη του Θεού, εκδηλώνεται η χαρά της κοινωνίας με την πηγή της ζωής και εκφράζονται τα συναισθήματα, οι επιθυμίες, οι ελπίδες και οι φόβοι των δούλων του Θεού. Σ’ αυτούς διατυπώνονται υψηλές διδασκαλίες για τη ζωή, το θάνατο, την αγιότητα και την αμαρτία, την κρίση και τη δικαιοσύνη, τη μηδαμινότητα του ανθρώπου και το μεγαλείο του δημιουργού. Κεντρικό θέμα τους είναι ο Θεός και ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό. Το ύφος τους, οι εικόνες, οι ιδέες είναι υψηλές και ευγενείς και μαρτυρούν μια χρυσή εποχή - το χρυσό αιώνα - της εβραϊκής λογοτεχνίας.
Η έμπνευσή τους δεν αντλήθηκε μόνον από τη φλογερή πίστη, το μεταφυσικό δέος και τις διάφορες ψυχικές καταστάσεις, αλλά κι από ιστορικά γεγονότα, όπως, π.χ., η σωτηρία του λαού Ισραήλ από τη δουλεία του Φαραώ και της Αιγύπτου, ή η αιχμαλωσία του στη Βαβυλώνα κ.α.
Σκοπός τους ήταν να γίνουν κτήμα του ισραηλιτικού λαού, όπως κι έγιναν. Και τον παρηγόρησαν και γέμισαν το στόμα του και την καρδιά του σ’ όλη τη μακρόχρονη ιστορία του, έγιναν δε τα πιο αγαπημένα θρησκευτικά άσματα.
Από τους ειδικούς αναγνωρίζεται, ότι με τους Ψαλμούς οι διάφορες εκδηλώσεις του θρησκευτικού συναισθήματος βρίσκουν την πιο λαμπρή τους έκφραση. Γι’ αυτό οι Ψαλμοί θεωρούνται «αιώνια αριστουργήματα της θρησκευτικής λυρικής ποίησης».[3] Η θαυμάσια αυτή συλλογή λυρικών και ελεγειακών ποιημάτων είναι διανθισμένη με άφθονα επικά και δραματικά στοιχεία, δοσμένα με ρεαλισμό και άριστη τεχνική αρτιότητα. «Ποτέ το θρησκευτικό αίσθημα δεν εκφράστηκε με τόση ένταση και πάθος», γράφει ο ιστορικός W. Durant. «Καμιά ποίηση δεν την υπερέβη στις μεταφορές και τις πλήρεις ζωής εικόνες. Τα ποιήματα αυτά μας συγκινούν βαθύτερα από οποιοδήποτε ερωτικό τραγούδι. Οι Ψαλμοί αποτελούν την κορυφή της λυρικής ποίησης όλου του κόσμου».[4]
Στα τελευταία χρόνια οι Ψαλμοί μελετήθηκαν από τους ειδικούς από διάφορες σκοπιές κι απόψεις και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργική τους προέλευση, στη λογοτεχνική μορφή καθώς και στη λεκτική ομοιότητα που παρουσιάζουν μερικοί από αυτούς με ψαλμούς της αρχαίας Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και ιδιαίτερα της Ουγκαρίτ, της φιλολογίας δηλαδή των αρχαίων Χαναναίων.
Σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή έδωσαν οι έρευνες και οι ταξινομήσεις των H. Gumkel, S. Mowinkel και C. Westermann.[5] Σήμερα γενικά αναγνωρίζεται ότι ένα μεγάλο μέρος των Ψαλμών συντέθηκαν απευθείας για λειτουργικούς, λατρευτικούς σκοπούς και όχι σαν φιλολογία. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το ιστορικό υπόβαθρο και η ατομική φωνή αρκετών ψαλμών, ιδίως των Δαβιδικών, που εμφανίζουν προσωπική έμπνευση και την ατομική σφραγίδα του ποιητή, έστω κι αν πολλές φορές το εγώ του ψαλμωδού είναι συλλογικό και εμφανίζεται ως εγώ του λαού ή της ιουδαϊκής συναγωγής.
Με βάση το φιλολογικό τους είδος, οι μελετητές ταξινομούν τους Ψαλμούς σε κατηγορίες, όπως: ύμνοι, δεήσεις και ευχαριστίες (ατομικές και συλλογικές), θρήνοι, βασιλικοί ψαλμοί (που περιλαμβάνουν και τους λεγόμενους Μεσσιανικούς και εσχατολογικούς ψαλμούς), ψαλμοί για τη Σιών, διδακτικοί ψαλμοί, γιορταστικοί κ.α. Με βάση το περιεχόμενό τους, θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλες διακρίσεις.
Μια μικρότερη συλλογή 15 ψαλμών που υπάρχει στα κεφάλαια 120-134 (119-133, Ο') αποτελούν την ενδιαφέρουσα συλλογή που είναι γνωστή ως «Ωδές των αναβαθμών» (Sir hamma‘a‘lot). Η σημασία της έκφρασης αυτής δεν είναι ακριβώς γνωστή, και ίσως σημαίνει ψαλμούς που ψάλλονταν από τους Ισραηλίτες που ανέβαιναν στην Ιερουσαλήμ, στη διάρκεια των μεγάλων γιορτών - μια και η Ιερουσαλήμ ήταν κτισμένη σε υψηλό τόπο, σε βουνό.
Τον σύγχρονο αναγνώστη ίσως τον ενοχλήσουν διάφορες κατάρες που συναντώνται σε μερικούς ψαλμούς ενάντια στους εχθρούς του Θεού, ή του ψαλμωδού, οι οποίοι είναι γνωστοί στους ερευνητές ως «ψαλμοί εκδίκησης ή καταρών» (Fluchpsalmen), π.χ. οι ψαλμοί 34, 139, 108 (Ο') κ.α. Ωστόσο, εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν και να κατανοηθούν, αν λάβουμε υπόψη μας το ιστορικό τους υπόβαθρο και τα χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία γράφτηκαν - όπου ίσχυε η αρχή του αντιπεπονθότος (Lex talionis). Σε μερικές περιπτώσεις, είναι οι εχθροί που καταριούνται τον ψαλμωδό, και όχι ο ψαλμωδός, όπως θα μπορούσε να φανεί από μια επιπόλαιη ανάγνωση. Σίγουρα, η ηθική των Ψαλμών είναι υψηλή αλλά δεν φτάνει στο ύψος της ηθικής της επί του Όρους ομιλίας του Ιησού, ή των επιστολών του αποστόλου Παύλου.
Από τη συλλογή αυτή δεν λείπουν και ύμνοι που αναφέρονται στη φυσική δημιουργία και την εξυμνούν, σε σχέση πάντα με την κυριαρχία του Θεού πάνω σ’ αυτήν, όπως είναι π.χ. ο μεγαλοπρεπής 103ος ψαλμός (ή 104ος κατά τους Ο'), ο 8ος, ο 65ος και ο 29ος, από τον οποίο παραθέτουμε μερικούς έξοχους στίχους, σε μετάφραση Ασέρ Μωυσή. Είναι ένας ύμνος που ψέλνεται στη συναγωγή εν χορώ, στην επαναφορά των κυλίνδρων του Νόμου.
«...Του Κυρίου η φωνή πάνω στα νερά ακούεται
και η βροντή της δόξας Του με τα ύδατα συγκρούεται
θηριόστομη και βροντερή είναι η φωνή Του
και τους κέδρους του Λιβάνου συντρίβει η δύναμή Του
σα τα μοσχάρια κάνει τους γέρικους κέδρους να σκιρτούν
τις πύρινες φλόγες και φωτιές διατάζει να σβηστούν...
Ο Κύριος κάθεται επάνω από κατακλυσμούς...»
Μολονότι η αρνητική κριτική αρνήθηκε την πατρότητα πολλών ψαλμών που αποδίδονται στον Δαβίδ - αντίρρηση που σήμερα μετά από το πλούσιο φως των αρχαιολογικών ευρημάτων και άλλων στοιχείων της Εγγύς Ανατολής μπορεί να υπερνικηθεί[6]-, αναμφίβολα, σ’ αυτή την υπέροχη συλλογή των θρησκευτικών ασμάτων δεσπόζει η μορφή του Δαβίδ, του ανθρώπου κατά την «καρδιά» του Κυρίου. Ο Δαβίδ υπήρξε ποιητής με γνήσια ποιητική φλέβα και πηγαίο ταλέντο. Το ελεγείο του για το θάνατο του Σαούλ και του φίλου του Ιωνάθαν θεωρείται «ως ασύγκριτο και μοναδικό στην παγκόσμια λογοτεχνία» και αποκαλύπτει «την πλούσια ποιητική βλάστηση της ψυχής του».
Ως βοσκός, ο Δαβίδ, βόσκοντας τα πρόβατα του πατέρα του Ιεσσαί, έπαιζε την κιννύρα του (ψαλτήρι) τραγουδώντας. Αργότερα στα ανάκτορα του βασιλιά Σαούλ, έπαιζε για την προσωπική του διασκέδαση. Όταν έγινε ο ίδιος βασιλιάς επιδόθηκε περισσότερο στη θρησκευτική ποίηση. Η φυσική του ποιητική μεγαλοφυΐα εμπλουτίστηκε από τις σπάνιες εμπειρίες της ζωής του. Ας θυμηθούμε για λίγο τη θαρραλέα μονομαχία του με τον χλευαστή γίγαντα Γολιάθ, το σκληρό διωγμό του από τον Σαούλ, την προδοσία του επιστήθιου φίλου του Αχιτόφελ... Ας θυμηθούμε την εφιαλτική ανταρσία του γιου του Αββεσαλώμ, τα αμάρτημά του με τη Βηθ-Σαβεέ, το πραξικόπημα του γιου του Αδωνία και τόσα άλλα...
Όλα αυτά, αλλά πάνω απ’ όλα, το «πνεύμα του Γιαχβέ», που λάλησε μέσα του και «ο λόγος Του» που ήρθε πάνω στη γλώσσα του (Β' Σαμουήλ 23:2) έκαναν την ποίηση του Δαβίδ να περάσει από τη φθορά της καθημερινής ροής, στη σκήτη της αθανασίας. Με μια λέξη: Την έκαναν αιώνια.
Κανένας αναγνώστης που διαθέτει ανθρώπινα αισθήματα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος ή ασυγκίνητος, διαβάζοντας τα γεμάτα πίστη, τρυφερότητα, ταπεινοφροσύνη, ένταση και πάθος λόγια του. Κανείς πληγωμένος δεν διαβάζει τα λόγια του, χωρίς να βρει παρηγοριά σ’ αυτά. Οι ψαλμοί του διατρέχουν όλη την κλίμακα των ανθρώπινων συγκινήσεων, όλη την κλίμακα των ανθρώπινων αισθημάτων. «Σώσε με Κύριε γιατί μπήκανε νερά ως μέσα στην ψυχή μου. Βούλιαξα μέσα σε βάλτο άπατο και δεν γλιτώνω πια. Κατέβηκα ως τα; Βάθη της θάλασσας και με πόντισε η φουρτούνα. Απόκανα να φωνάζω, βράχνιασε το λαρύγγι μου... περιμένοντας να έρθεις σε βοήθειά μου» (Ψαλμός 69:1-3, μετάφραση Φώτη Κόντογλου). Ακούμε την εναγώνια σπαραχτική κραυγή του σαν διαβάζουμε τα λόγια του: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειπες; ...έγινα μπαίγνιο των ανθρώπων... Απ’ τον κόρφο της μάνας μου εσύ ‘σαι... Σα νερό έχω χυθεί και τα κόκαλά μου όλα ξεκολλήσαν. Κερί μου έχει γίνει η καρδιά και στα στήθια μου λιώνει... Η δροσιά μου ξερό έχει γίνει γλαστρί και μου κόλλησε η γλώσσα στο λαρύγγι» (Ψαλμός 22, μετάφραση Κ. Φριλίγγου). Γευόμαστε της πίστης του τη γαλήνη, όταν τον ακούμε να λέγει:
«Ο Κύριος είναι ο βοσκός μου
και δεν θέλει να μου λείψει τίποτε.
Θέλει να βοσκήσω εις τόπον χλοερόν,
Και με θρέψει εις ύδατα αναπαύσεως...
Εάν και πορευθώ ανάμεσα σκιάς θανάτου,
Δεν θέλω φοβηθεί κακά...»
(μετάφραση Α. Κάλβου)[7]
Και πάλι:
«Ο Κύριος είναι το φως μου και η σωτηρία μου,
τίνα θέλω φοβηθεί;
Ο Κύριος είναι η δύναμη της ζωής μου
από τίνος θέλω δειλιάσει;» (27:1,2).
Νιώθουμε τη συντριβή, τη μετάνοια και τον άφατο πόνο του, όταν ακούμε να ζητάει έλεος απ’ τον Θεό για το διπλό αμάρτημά του:
«Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου
και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου
εξάλειψον το ανόμημά μου.
Έτι πλείον πλύνον με από της ανομίας μου
και από της αμαρτίας καθάρισόν με
ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι
πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι...»
(Ψαλμός 50 ή 51 κατά τους Ο')
Φτάνει μονάχα αυτός ο Ψαλμός για να ξεχάσεις ό,τι άλλο διάβασες, γράφει συνεπαρμένος ο Φώτης Κόντογλου. Και δεν έχει άδικο. Γιατί ο 50ος ψαλμός θεωρείται το αριστούργημα των ψαλμών και γενικότερα της θρησκευτικής ποίησης.[8] Ποτέ αμαρτωλός δεν αισθάνθηκε ζωηρότερα την ανάγκη του θείου ελέους. Ούτε μπόρεσε να εκφράσει με μεγαλύτερη επιτυχία τα συναισθήματα που συγκλονίζουν την ερημική καρδιά του αληθινά μετανιωμένου. Η φωνή των Ψαλμών, βγαλμένη από τα ερημικά βάθη του στήθους, δίνει τη δύναμη στην ψυχή να υψωθεί στο υπερβατικό αντικείμενο της νοσταλγίας της (Δ. Σταθόπουλος).
Πράγματι. Σκιρτάει η ψυχή μας μαζί με το λόγο του Δαβίδ, καθώς ο στίχος του, στιλπνός, ευλύγιστος, χυμώδης, ζωντανός διαποτισμένος με ένθεο ρίγος, μεταρσιώνει το ποιητικό του αίσθημα. Ο στίχος του βρίσκει και κινεί κάποια ευαίσθητη, απροσδιόριστη χορδή, κρυμμένη στα τρίσβαθα της ψυχής μας. Η φωνή του χρωματίζεται μ’ όλους τους τόνους, τα χρώματα και τις αποχρώσεις της πιο πλούσιας ποιητικής παλέτας. Θα πρέπει κανείς να έχει την ανάλογη ψυχική ωριμότητα για να συλλάβει στο δίχτυ της σκέψης και της καρδιάς του την αλκή των στίχων του Πίνδαρου αυτού του Ισραήλ. Η φωνή του Δαβίδ όπως ακούγεται στους Ψαλμούς δεν είναι μόνο δική του. Είναι φωνή του κάθε ανθρώπου. Και ο Δαβίδ, παρά τις κάποιες μελανές σελίδες της ζωής του, υπήρξε άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Ανδρείος πολεμιστή, υπέροχος μουσικός, απαράμιλλος ποιητής, άνθρωπος πίστης και δράσης, έμπιστος φίλος. «Σ’ αυτήν την πλουσιότατη ψυχή βρίσκεται όλο το πλήρωμα των πνευματικών θησαυρών, όλες οι δυνάμεις οι μυστικές. Ο Δαβίδ είναι το ένα και μοναχό στόμα που ξέρει να πει ό,τι θέλουμε να πούμε όλοι, μα που δεν μπορεί να πει κανένας χωριστά», θα μας πει και πάλι ο Κόντογλου.[9] Γεμάτος θαυμασμό για τον κάλαμο του προφητάνακτα μιλάει και ο διάσημος Γάλλος ποιητής Πολ Κλοντέλ (Paul Claudel):
«Υπάρχει μια πνοή που σηκώνει τον Δαβίδ στα ύψη. Με ένα δυνατό χτύπημα των φτερών φτάνει στα άστρα. Τον βλέπεις συνέχεια ανάμεσα στον ουρανό και στη γη. Άλλοτε ανεβαίνει με τρόπο που φέρνει τον ίλιγγο σαν να ‘ναι γαντζωμένος στη χαίτη ενός αγγέλου, και άλλοτε κατεβαίνει, στηρίζεται πάνω μας σαν αετός για να... ξαναβρεί εκεί το στοιχείο για ένα νέο σκίρτημα... Ολόκληρη η γήινη σφαίρα στριφογυρίζει κάτω απ’ τα νύχια του...».
«Ο Δαβίδ συνάρπασε τη σκέψη μου», γράφει ο Λαμαρτίν. «Είναι ο βασιλιάς των χειριστών της λύρας... Αναγνώστε μετά την ανάγνωση ενός ψαλμού τον Όμηρο ή τον Πίνδαρο. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω...».[10]
Από τους μη Δαβιδικούς ψαλμούς θα ήταν παράλειψη να μη μνημονεύσουμε τον ωραιότατα 42ο ψαλμό που αρχίζει με τους υπέροχους στίχους:
«Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος
επί τας πηγάς των υδάτων
ούτως επιποθεί η ψυχή μου
προς σε, ο Θεός.»
Εδώ, όπως και στον ποιητή και μύστη Ρ.Μ. Ρίλκε, παρουσιάζεται ο έμφυτος πόθος της ανθρώπινης ψυχής να φτερουγίσει κοντά στον Θεό. Θαυμάσιος είναι και ο 137ος ψαλμός. Ο ψαλμός αυτός γράφτηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα, στους χρόνους της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας, και εκφράζει τον υπερφυή έρωτα για την πατρική γη και την ανείπωτη οδύνη του Ισραήλ για την εθνική συμφορά του. Είναι ένα απ’ τα διαμάντια της παγκόσμιας φιλολογίας. Κάπως πρόχειρα μεταφράζω μερικούς στίχους απ’ αυτό το ελεγείο που θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο του απ’ τους πρώτους στίχους:
«Αλ Νααρότ Μπαβέλ
1. Στις ακροποταμιές της Μπαβέλ, εκεί
καθίσαμε και κλάψαμε
στη θύμηση σου Σιών.
2. Στις ιτιές ανάμεσά της, εκεί
τις άρπες μας κρεμάσαμε
....................................
4. Πώς να τραγουδήσουμε σε ξένη χώρα
απ’ τα τραγούδια του Γιαχβέ;
5. Να παραλύσει το δεξί μου χέρι
αν σε λησμονήσω Ιερουσαλήμ!
6. Η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου να κολλήσει
αν σ’ αφήσω απ’ τη θύμησή μου
αν πάψω να σ’ έχω Ιερουσαλήμ
ψηλά, μεγάλη μου χαρά...»
Διαβάζοντας τέτοιου είδους ποιήματα, ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό του. Τα χαρακτήρισε «αιώνια πρότυπα θρησκευτικής ποίησης».Το Ψαλτήρι επέδρασε σε πολλούς μεγάλους λογοτέχνες. Διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση του τελετουργικού της χριστιανικής λατρείας και άσκησε τεράστια επίδραση στη βυζαντινή και εκκλησιαστική υμνογραφία. Δίκαια, λοιπόν, οι Ψαλμοί αναγνωρίζονται ως ένα από τα ευγενέστερα μνημεία των αιώνων. Και όπως σημειώνει ο Έμμετ Φοξ: «Το βιβλίο των Ψαλμών είναι μια συλλογή ποιημάτων που ταιριάζει σε κάθε διάθεση και σε κάθε ανάγκη της ανθρωπότητας... κάθε ψυχή που βρέθηκε σε ανάγκη βρήκε καταφύγιο στους Ψαλμούς... Το βιβλίο αυτό είναι μια ‘μικρή βίβλος’ και σίγουρα αποτελεί ένα ανυπέρβλητο θησαυροφυλάκιο πνευματικού πλούτου».[11]
από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1996
[1] Οι ενότητες αυτές είναι 1-41, 42-72, 73-89, 90-106, 107-150. Ο αναγνώστης θα πρέπει πάντως να έχει υπόψη του, ότι η αρίθμηση των Ψαλμών στο κείμενο των Ο' διαφέρει κάπως από το Εβραϊκό-Μασωριτικό. Η διαφορά αρχίζει από τον 10ο Ψαλμό και διατηρείται μέχρι τον 146ο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μερικές φορές δυσκολίες για την ανεύρεση και διασταύρωσή τους από το ένα κείμενο στα άλλο.
[2] Αθ. Χαστούπη, Η Αγία Γραφή (Αθήνα, 1955), τόμος Β', σελίδα 70.
[3] Σ. Μπαλάνου, Εκ των ποιητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (1915), σελίδα 28.
[4] W. Durant, Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος 1ος, σελίδα 358.
[5] H. Gunkel - J. Begrich, Einleitung in die Psalmen (Göttingen, 1933), S.Q. Mowinkel, The Psalms in Israel’s worship, τόμος 1-2 (Nashville, 1962), C. Westermann, Das Loben Gottes in den Psalmen (Berlin, 1953) και Der Psalter (Stuttgart). Αξιόλογο για ιστορικά, ερμηνευτικά και αισθητικά σχόλια παραμένει το έργο του Ch. Briggs, A Critical and Exegetical commentary on the Book of Psalms, τόμος 1-2 (Edinburgh 1952) στη σειρά του I.C. Commentary.
[6] K.A. Kitchen, Η Βίβλος και ο αρχαίος κόσμος (1986), σελίδες 137 κ.ε.
[7] Ο 23ος ψαλμός είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα ελλειπτικότητας της εβραϊκής γλώσσας. Αποτελείται μόνο από 55 λέξεις, ενώ στις σύγχρονες μεταφράσεις αποδίδεται σχεδόν με διπλάσιες στον αριθμό λέξεις. Εκείνο όμως που πάντα συγκινεί είναι το περιεχόμενό του. Γι’ αυτό τον ψαλμό έγραψε ο Im. Kant: «Σ’ όλη μου τη ζωή διάβασα πολλά σοφά βιβλία. Αλλά σ’ αυτά δεν βρήκα αυτό που έκανε την καρδιά μου τόσο χαρούμενη όπως οι τέσσερις λέξεις από τον ψαλμό 23 ‘Συ είσαι μετ’ εμού’».
[8] Σ. Μπαλάνου, Εκ των ποιητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (1915), σελίδα 39.
[9] Φ. Κόντογλου, Μυστικά άνθη (1977), σελίδες 240, 241.
[10] Α. Λαμαρτίν, Voyage en Orient (1835).
[11] Emmet Fox, Η δύναμη της δημιουργικής σκέψης (1990), σελίδα 53.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου