Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό - ίσως το πιο γνωστό - ρητό, από το βιβλίο του ενός αρχαίου βιβλικού συγγραφέα, του Εκκλησιαστή. Στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού αλλά πολλών λογίων, ο συγγραφέας του έργου αυτού έχει καθιερωθεί ως ένας βαθυστόχαστος διανοητής, που κορεσμένος απ’ όλα τα εγκόσμια, ακόμα και από τη γνώση ή τη σοφία, κατέληξε σε απαισιόδοξες σκέψεις που συνοψίζονται στο γνωστό αφορισμό «τα πάντα ματαιότης».
Μια πιο λεπτομερής όμως εξέταση μπορεί να καταδείξει ότι το συμπέρασμα αυτό δεν είναι σωστό - τουλάχιστον όπως προβάλλεται -, και παράλληλα, μπορεί να μας ανοίξει τους ορίζοντες για μια πιο άρτια αισθητική προσέγγιση του όλου έργου.
Το βιβλίο του Εκκλησιαστή (εβραϊκά Koheleth)[1] ανήκει στην τρίτη ομάδα του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης (δηλαδή στα Κεθουβίμ, ή Αγιόγραφα) και κατατάσσεται στη λεγόμενη σοφιολογική γραμματεία του αρχαίου Ισραήλ (Weisheitsliteratur). Είναι ένα από τα Megilloth, και διαβαζόταν από τους Ισραηλίτες στη διάρκεια της εορτής της σκηνοπηγίας.
Αναγνωρίζεται γενικά ως ένα ποιητικό έργο, που ανήκει στη γνωμική, ή διδακτική εβραϊκή ποίηση και αποτελείται από 216 συνολικά στίχους.
Το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ως μια «διατριβή για τον προορισμό του ανθρώπου» (Α. Χαστούπης), ή ακόμα μια συλλογή στοχασμών, γνωμικών και αφορισμών, πάνω σε διάφορα θέματα, χωρίς κάποια εσωτερική συνοχή και αλληλουχία, όπως είναι οι περίφημες «Σκέψεις» (Pensees) του Γάλλου μαθηματικού Πασκάλ, με τις οποίες συχνά παραβάλλεται. Ωστόσο, το περιεχόμενό του θα μπορούσε να διαιρεθεί στις επόμενες ενότητες:
1:1 πρόλογος
1:4-11 κοσμολογικά θέματα
1:12-3:15 ανθρωπολογικά θέματα
3:16-6:10 κριτική θεώρηση σε κοινωνικά φαινόμενα με θρησκευτικό πρίσμα
6:11-9:6 κριτική σε σοφιολογικά θέματα
9:7-12:7 ηθικά συμπεράσματα
12:8-13 επίλογος
Στο ομώνυμο βιβλίο του, ο Εκκλησιαστής - όπως και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος - διαλεγόμενος «προς εαυτόν», με οξύ βλέμμα και βαθύ στοχασμό, παρατηρεί τα γενόμενα υπό τον ήλιο συμπεραίνοντας: «Γενεά υπάγει, γενεά έρχεται, η δε γη διαμένει στον αιώνα» και «ουδέν νέον υπό τον ήλιον». Ακόμα, «Ό,τι έγινε ήδη είναι, και ό,τι θέλει γίνει ήδη έγινε» (3:15). Οι γενιές των ανθρώπων έρχονται και παρέρχονται και τα φυσικά φαινόμενα επαναλαμβανόμενα ανακυκλώνονται:
«Ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ο Εκκλησιαστής.
Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Ποιο είναι το κέρδος του ανθρώπου, απ’ όλο τον αγώνα που αγωνίζεται κάτω από τον ήλιο;
(.............................................)
Όλα τα πράγματα είναι μόχτο γεμάτα,
που να το ανιστορήσει δε δύναται ο άνθρωπος.
Το μάτι δεν χορταίνει να βλέπει
και το αυτί δε γεμίζει ν’ ακούει.
Εκείνο που υπήρξε, αυτό θα είναι πάλι.
Κι ό,τι γένηκε αυτό θα ξαναγίνει.
Και κάτω από τον ήλιο νέο κανένα δεν είναι.
Έχει πράγμα, που να μπορεί κανείς
να πει γι’ αυτό: Δες, αυτό είναι νέο;
Θάχει γίνει πια στους αιώνες τους πριν από μας.
Κανείς τα περασμένα δεν τα θυμάται.
Και τα μελλούμενα κανείς δε θα τα θυμηθεί,
Απ’ όσους θα υπάρξουνε υστερότερα... (1:1-11, μετάφραση Κ. Φριλίγγου)
Από την προσεχτική μελέτη του έργου μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις ανθρωπολογικές, ηθικές, κοινωνικές και μεταφυσικές ιδέες του συγγραφέα, που παρουσιάζει το λόγο του Θεού, με τα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας (O. Loretz).
Ο άνθρωπος, κατά τον Εκκλησιαστή, δεν υπερέχει από το κτήνος, γιατί τόσο αυτός όσο και εκείνο καταλήγουν στο θάνατο και επιστρέφουν στο χώμα (3:19).
«Ο άνθρωπος εν ματαιότητι ήλθεν και εν σκότει πορεύεται» (6:14).
Ακόμα:
«Οι ζώντες γνωρίζουν ότι θα αποθάνουν, ενώ οι νεκροί
δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτε και ουδεμία έχουν
πλέον ανάμνηση, διότι η μνήμη τους λησμονείται.»
(Εκκλησιαστής 9:5-6, μετάφραση Αθ. Χαστούπη)
Ο πλούτος δεν χαρίζει ευτυχία, διότι ο «αγαπών το αργύριον, δεν θέλει χορτασθεί αργυρίου, ουδέ εισοδημάτων ο αγαπών την αφθονίαν. Ματαιότης και τούτο», αλλά αναγνωρίζει ότι «το αργύριον είναι σκέπη» και «αποκρίνεται εις πάντα» (5:10, 7:12, 10:19).
Ο σοφός παρατηρεί ότι «κάλλιον όνομα καλόν παρά πολύτιμον μύρον» και «κάλλιον το τέλος του πράγματος παρά την αρχήν αυτού» (7:1,8). Επίσης, ότι «καλύτεροι οι δύο υπέρ τον ένα... Διότι εάν πέσωσιν ο εις θέλει σηκώσει τον σύντροφον αυτού... και το τριπλούν σχοινίον δεν κόπτεται ταχέως» (4:9,12). Συμβουλεύει: «Μη γίνου δίκαιος πάρα πολύ, και μη φρόνει σεαυτόν υπέρμετρα σοφόν, δια τι να αφανισθείς;» (7:16) - μια σκέψη που μας θυμίζει το γνωστό ελληνικό ρητό «Μηδέν άγαν».
Για όλα τα πράγματα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. Απρόοπτες περιστάσεις και εναντιότητες «συναντούν πάντας ανθρώπους». Έτσι, φαίνεται, ότι συμπτώσεις και ανέλεγκτες καταστάσεις μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή, αφού «ο δρόμος δεν είναι εις τους ταχύποδας ουδέ ο πόλεμος εις τους δυνατούς» (9:11). Η σοφία υπερέχει της αφροσύνης καθώς το φως υπερέχει του σκότους. Ακόμα, «η σοφία είναι καλυτέρα παρά τα όπλα του πολέμου» - μια γνώμη που φέρνει στο νου τα λόγια του Ρωμαίου ιστορικού Κορνήλιου Τάκιτου: «Κατορθώνουμε περισσότερα με τη φρόνηση παρά με τη δύναμη». Αλλά, βέβαια, και το να «κάμνει τις πολλά βιβλία δεν έχει τέλος και η πολλή μελέτη είναι μόχθος εις την σάρκα» και «ο προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα» (κεφάλαια 3:13, 9:18, 12:12, 1:8). Σε κάθε περίπτωση πάντως κατά το σοφό, «κάλλιον εις τον άνθρωπον να ακούει επίπληξιν σοφού, παρά να ακούει άσμα αφρόνων» (7:5).
Δύο λέξεις επαναλαμβανόμενες σ’ όλο το έργο αποτελούν λέξεις-κλειδιά για την κατανόησή του. Η μία είναι η περίσσεια (Ο') (Εκκλησιαστής 1:3, 3:9, 5:15, 6:11 κλπ.), που μεταφράζεται συνήθως ως όφελος. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιο το όφελος (κέρδος) του ανθρώπου που δαπανά τη ζωή του και μοχθεί για την απόκτηση δόξας, φήμης, πλούτου και απολαύσεων; Η απάντηση είναι αποφατική. Σ’ αυτήν όμως την αρνητική σκέψη αντιτάσσει ο Εκκλησιαστής τη δεύτερη λέξη-κλειδί: το αγαθόν (Εκκλησιαστής 5:17, 7:1,5, 8:12 κ.α.), στο οποίο πρέπει να αποβλέπει ο άνθρωπος. Το αγαθό, βέβαια, νοείται με την ηθική και εσχατολογική έννοια.
Στο έργο διαφαίνεται ένα πνεύμα απαισιοδοξίας, γιατί «το στρεβλόν δεν δύναται να γίνει ευθύ», «άνθρωπος κατεξουσιάζει άνθρωπον προς βλάβην αυτού», και η αδικία πλεονάζει.
«Και εμακάρισα εγώ τότε όλους τους νεκρούς,
αυτούς οι οποίοι έχουν ήδη αποθάνει, περισσότερον
από τους ζωντανούς, διότι αυτοί ζουν ακόμη μέχρι τώρα.
Και εκ των δύο τούτων ευτυχέστερος είναι εκείνος
που δεν εγεννήθη ακόμα και δεν έλαβε πείραν των αδικιών
αι οποίαι γίνονται ανά την υφήλιον.»
(4:2-3, ερμηνευτική απόδοση Θ. Κολιτσάρα)
Και πάλι:
«Επειδή η κατά του πονηρού έργου απόφαση δεν εκτελείται
Ταχέως δια τούτο η καρδία των υιών των ανθρώπων είναι
Όλη έκδοτος εις το να πράττει το κακόν.» (8:11)
Τα περισσότερα εγκόσμια αγαθά και η συσσώρευση πλούτου είναι μάταιη, εφόσον ο άνθρωπος:
«καθώς εξήλθεν εκ της κοιλίας της μητρός αυτού
γυμνός θέλει επιστρέψει, υπάγων καθώς ήλθε.
Και δεν θέλει βαστάζει ουδέν εκ του κόπου αυτού,
δια να έχει εν τη χειρί αυτού... Τις ωφέλεια εις αυτόν
ότι εκοπίασε δια τον άνεμον;» (5:15-16)
Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι «ο άνθρωπος δεν έχει καλύτερον υπό τον ήλιον ειμή να τρώγει και να πίνει και να ευφραίνεται. Και το να απολαμβάνει καλόν εκ παντός του μόχθου, είναι χάρισμα Θεού» (8:15, 2:24, 3:13) - μια σκέψη, που δεν απέχει απ’ τον Αισχύλο, που βάζει στο στόμα του Ετεοκλή τα λόγια: «Θεού... δώρον εστίν ευτυχείν βροτούς» (Επτά επί Θήβας στ’ 625)
Στον άπληστο και υλόφρονα άνθρωπο κάθε εποχής που έχει στόχο στη ζωή του τον υλικό και μόνον ευδαιμονισμό, ο Εκκλησιαστής έχει να δώσει μια σπάνια συμβολή:
«Καλύτερον μια δραξ πλήρης αναπαύσεως, παρά δύο,
πλήρεις μόχθου και θλίψεως πνεύματος» (Εκκλησιαστής 4:6)
Ο σοφός, αναζητώντας «λόγους ευάρεστους», καταλήγει στον αφορισμό: «τα πάντα είναι ματαιότης». Αλλά διαπιστώνει, ότι αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
«Ο Θεός έκαμε τον άνθρωπον ευθύν, αλλ’ αυτός
επεζήτησεν λογισμούς πολλούς.» (9:29)
Γι’ αυτό τελικά συμβουλεύει:
«Φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή
Τούτο είναι το παν του ανθρώπου. Διότι ο Θεός θέλει
Φέρει εις κρίσιν παν έργον, και παν κρυπτόν είτε αγαθόν
Είτε πονηρόν.» (12:13)
Ποιος, όμως, υπήρξε συγγραφέας αυτού του ποιητικού έργου; Και ποιος ο σκοπός της συγγραφής του;
Το ερώτημα απασχόλησε επί μακρόν τους μελετητές και έγινε αντικείμενο ευρείας συζήτησης και αντιγνωμίας ιδίως στις τελευταίες δεκαετίες.
Απ’ το ίδιο το βιβλίο παρουσιάζεται και προβάλλεται ως συγγραφέας του ο σοφός βασιλιάς του αρχαίου Ισραήλ Σολομών (περί το 1000 π.Χ.). Οι λόγοι του ποιητή είναι «λόγοι του Εκκλησιαστού υιού του Δαβίδ, βασιλέως εν Ιερουσαλήμ», ο οποίος «εστάθη βασιλεύς επί τον Ισραήλ» και «αυξήθηκε εις σοφία... η καρδία του απήλαυσε πολλή σοφία και γνώση». Ο στοχαστής αυτός «επρόσεξε και έβαλε εις τάξιν πολλάς παροιμίας» (1:1,12,16, 12:9,12,16). Υπήρξε μόνον ένας γιος του Δαβίδ, ο Σολομών, που ήταν βασιλιάς όλου του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, γιατί βασιλείς μετά τον Σολομώντα δεν βασίλεψαν σ’ όλο το Ισραήλ. Ο Σολομών σύμφωνα με την πληροφορία του Α' Βασιλέων 8:1,55 (Ο') «εξεκκλησίασε τον λαόν» σε θρησκευτική συνάθροιση και μίλησε εκεί. Το γεγονός αυτό, μπορεί να εξηγήσει τον τίτλο του ομώνυμου βιβλίου. Ο Σολομών επίσης υπήρξε κάτοχος μεγάλου πλούτου, δόξας και χλιδής, ήταν φίλος πολλών γυναικών και μεγάλος οικοδόμος, όπως ο συγγραφέας του Εκκλησιαστή (7:27, 2:1-8, παράβαλε με Α' Βασιλέων 6:1, 7:1-8). Αν δεχθεί κανείς τη σολομώντεια προέλευση του έργου, θα πρέπει να δεχθεί ότι προφανώς το έργο γράφηκε μετά από το οικοδομικό έργο του Σολομώντα, προς το γήρας του, αλλά πριν εκπέσει και πράξει «πονηρά ενώπιον του Κυρίου» (Α' Βασιλέων 11:6).
Τον Σολομώντα θεωρεί ως συγγραφέα και η ιουδαϊκή παράδοση (Megillah 7a, Sabbath, 30) και πολλοί σύγχρονοι συντηρητικοί ερευνητές (H. Möller, F. Rienecker, G. Archer, M.F. Unger, R. Jameson, T. Lewis, Π. Μπρατσιώτης κ.α.). Οι ερευνητές αυτοί διακρίνουν μάλιστα ομοιότητα σκέψης με τις Σολομώντειες Παροιμίες (παράβαλε π.χ. Παροιμίες 8:35, 11:28, με Εκκλησιαστή 7:12,29 και Παροιμίες 5:1 κ.ε., με Εκκλησιαστή 7:23 κλπ.). Η άποψη αυτή, βέβαια, δεν αποκλείει τη δυνατότητα οι «σκέψεις» του φημισμένου σοφού, που γράφτηκαν σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, να συγκεντρώθηκαν και να ταξινομήθηκαν στην παρούσα μορφή τους, από ένα μεταγενέστερο συλλέκτη.
Από την άλλη πλευρά, ελευθερόφρονες κριτικοί, με κριτήρια το περιεχόμενο, το συγγραφικό ύφος και ιδίως το λεξιλόγιο (αραμαϊσμοί), περσικές λέξεις (όπως η λέξη Παράδεισος) και υποτιθέμενους αναχρονισμούς και αντιφάσεις, υποστηρίζουν ότι το έργο δεν είναι ενιαίο. Και ότι γράφηκε τον 6ο ή 3ο π.Χ. αιώνα (K. Galling, F. Nötsher), κι άλλοι (G. Barton, Saton, Driver) ακόμα αργότερα, τον 2ο π.Χ. αιώνα, από έναν άγνωστο, ο οποίος «ποιητική αδεία» χρησιμοποίησε ψευδωνυμικά το όνομα του περίφημου σοφού βασιλιά του Ισραήλ, για να εκφράσει τους στοχασμούς του και να προσδώσει έτσι κύρος στα λόγια του.[2]
Οι κριτικοί αυτοί, αμφισβητώντας την ενότητα του βιβλίου, ζητούν να βρουν στον «Εκκλησιαστή» ίχνη από ελληνισμούς, και την επίδραση ιδιαίτερα της επικούρειας και στωικής ελληνικής φιλοσοφίας (H. Ranston, M. Hengel, R. Braun).
Ως επιχείρημα για την επίδραση της επικούρειας φιλοσοφίας προβάλλονται τα χωρία 3:22, 9:7 και 11:9, όπου γίνεται λόγος για απόλαυση της ζωής. Ενώ, ως επαλήθευση των ισχυρισμών περί στωικής επίδρασης προβάλλονται χωρία που μιλούν για ανακύκλωση των φυσικών φαινομένων (π.χ. 1:1-11) και το να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση, γιατί χαρακτηριστικό της στωικής φιλοσοφίας της φύσης ήταν η επανάληψη της τάξης του σύμπαντος σε σταθερούς (επαναλαμβανόμενους) κύκλους.
Τα επιχειρήματα όμως που προβάλλονται δεν είναι πειστικά. Πρώτα απ’ όλα, η γλώσσα, η μορφή, το κυρίαρχο θέμα σ’ όλο το βιβλίο καθώς και πολλές όμοιες επαναλαμβανόμενες εκφράσεις, όπως π.Χ. «ματαιότης και θλίψις πνεύματος» ή «αγών οπίσω ανέμου», «υπό τον ήλιον» (29 φορές) και «εγώ είπα εν τη καρδία μου», μαρτυρούν για την ενότητα του βιβλίου όπως επεσήμαναν παλαιοί (Ιερώνυμος, Θωμάς Ακινάτης) και υποστηρίζουν νεότεροι μελετητές (O. Eissfeldt, E. Sellin, κ.α.).
Έπειτα, το βιβλίο του Εκκλησιαστή παρά την απαισιόδοξη θεώρηση των εγκοσμίων και την προτροπή για τη μετριοπαθή απόλαυση της ζωής, αναγνωρίζει τον Θεό όχι ως θεότητα, ή αφηρημένη δύναμη, αλλά ως πρόσωπο και ως Δημιουργό. Τονίζει ότι τα αγαθά προέρχονται απ’ Αυτόν και υπογραμμίζει ότι ο Θεός είναι ο Κριτής της ζωής του κάθε ανθρώπου (12:1, 3:14,17, 7:29, 8:12-13, 11:9), σε αντίθεση με την επικούρεια ηδονιστική φιλοσοφία που υιοθετούσε την υλιστική στάση του «Ας φάγωμεν και ας πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν». Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, ότι η λέξη Ha-Elohim (ο αληθινός Θεός) μέσα στα λόγια του Εκκλησιαστή, υπάρχει πάνω από 39 φορές, αν και δεν αναφέρεται το ιερό τετραγράμματο ΓΧΒΧ ούτε μια φορά.
Εξάλλου, ο Εκκλησιαστής, ως σκεπτόμενος άνθρωπος, μνημονεύει την επανάληψη της ανατολής και δύσης του ηλίου, την εκβολή των ποταμών στη θάλασσα, την εξάτμιση των υδάτων και τη βροχή, για να καταλήξει, ότι με αυτά δεν γίνεται κάτι καινούργιο, γιατί τίποτα το καινούριο δεν λαμβάνει χώρα κάτω από τον ήλιο και τον ουρανό. Λείπει δηλαδή απ’ αυτόν, η συστηματική φιλοσοφική σκέψη της Στοάς που θέλει φύση υποταγμένη σ’ ένα σύστημα και την καταστροφή του κόσμου ως αιώνια κυκλική κίνηση - φιλοσοφία, πάντως, που η αποκατάσταση και εξακρίβωσή της στην πρώτη ιδιαίτερα περίοδό της είναι εξαιρετικά δύσκολο έργο, γιατί λείπουν οι άμεσες πηγές.[3]
Μπορεί ακόμα κανείς να παρατηρήσει ότι μερικές σκέψεις του Εκκλησιαστή μοιάζουν με διάσπαρτες σκέψεις άλλων φιλοσόφων και ποιητών, όπως π.χ. του αρχαίου Έλληνα επικού ποιητή Ησίοδου και του λυρικού Θέογνη (περί το 500 π.Χ.), όπως στο παρακάτω επιγραμματικό ποίημα του τελευταίου:
«Χαρά ‘στον, ο καλότυχος, όποιος προτού γνωρίσει
βάσανα χίλια, κατεβεί στον Άδη τον βουβό,
πριν δοκιμάσει των εχθρών τα πάθη και τα μίση
και πριν μάθει των φίλων του τον νου τον ακριβό».
Ακόμα, μερικοί στοχασμοί μοιάζουν μ’ αυτούς του Μάρκου Αυρήλιου, του εστεμμένου Ρωμαίου στωικού φιλοσόφου (121-180 μ.Χ.), αλλά είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά κάποια φιλολογική εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ή χρήση κοινών πηγών.
Η διαφαινόμενη απαισιοδοξία και ο σκεπτικισμός στο έργο του Εκκλησιαστή είναι περισσότερο ρεαλισμός για τη ζωή και την τύχη του ανθρώπου. Ρεαλισμός, που παρουσιάζεται και σ’ άλλα αρχαία βιβλία και χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, π.χ. στον Ψαλμό 39. Ακόμα και στον Ψαλμό 49:10-11, 16-17, διαπιστώνουμε παρόμοιες σκέψεις με τους στοχασμούς του Εκκλησιαστή:
«Όμοια τους σοφούς πάντα κανείς βλέπει πεθαμένους,
όπως και τους άφρονες και τους ανόητους χαμένους.
Νομίζουν πως τα σπίτια τους αιώνια σ’ αυτούς θα μείνουν.
Μα σε άλλους να τα χαίρονται τα πλούτη τους αφήνουν.
Δίνουν στους κατοπινούς τα δικά τους τα ονόματα.
Θα λιώσουν όμως σαν τα κτήνη και τα δικά τους πτώματα.
.............................................
Μη φοβηθείς τον άνθρωπο εάν πλούτη αποχτήσει...
Γιατί πεθαίνοντας τίποτα μαζί του δεν θα πάρει,
ούτε θα κατέβει στον τάφο της δόξας του η χάρη»
(μετάφραση Ασέρ Μωυσή)
Γενικά παρατηρείται ότι παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ως εν μέρει ορθή άποψη ότι ο συγγραφέας «χρησιμοποιεί παραδοσιακές μεθόδους για να καταστρέψει παραδοσιακές διδασκαλίες», το βιβλίο δεν απομακρύνεται από το θρησκευτικό και ηθικό υπόβαθρο του αρχαίου Ισραήλ. Η φιλοσοφία του για τη ζωή... δεν είναι ανήθικη. Πουθενά δεν συμβουλεύει τη λαγνεία και το όργιο των αισθήσεων (Σ. Αγουρίδης). Μόνον η παρανόηση του συνολικού περιεχομένου του μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να υποστηρίξει ότι είναι το «αμαρτωλό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης», όπως το χαρακτήρισε ο Κ. Φριλίγγος. Αντίθετα, σε κανένα άλλο βιβλίο δεν εμφανίζεται τόσο έντονη θεοσέβεια όσο στον Εκκλησιαστή, παρατηρούν εβραιολόγοι όπως ο κ.α. Ο τελευταίος, μάλιστα, το χαρακτήριζε ως «Ύμνο του φόβου του Θεού».
Εξάλλου, η ένταξη του Εκκλησιαστή στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης (παράβαλε Ιώσηπου, Κατ’ Απίωνος, α’ 8) και η ανακάλυψη αποσπασμάτων του βιβλίου στα περίφημα χειρόγραφα του Κουμράν (Νεκρά Θάλασσα) που χρονολογούνται από το 2ο π.Χ. αιώνα (Q σπήλαιο 4) καθιστούν απίθανη την άποψη ότι το βιβλίο είναι ψευδεπίγραφο, και ότι έχουν γίνει προσθήκες και παρεμβολές στο έργο. Τα γεγονότα αυτά ενισχύουν την παραδοσιακή άποψη για μια πρωιμότερη-αρχαϊκή προέλευση του βιβλίου.[4] Νεότερα μάλιστα δεδομένα δείχνουν την ομοιότητα στην ορθογραφία, συντακτικό κλπ. Του έργου με τη φοινικική-ουγκαριτική φιλολογία του 14ου π.Χ. αιώνα (M.J. Dahood).[5]
Ποια είναι τα τυπικά φιλολογικά χαρακτηριστικά του Εκκλησιαστή; Και ποια η εν γένει λογοτεχνική του αξία;
Παρόλο που το έργο κατατάσσεται στα ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελεί μάλλον κράμα εναλλασσόμενου πεζού λόγου και ποίησης (F.C. Grant). Κατ’ εξοχήν ποιητικές περικοπές μπορούν να σημειωθούν οι επόμενες: κεφάλαια: 1:2-11, 15, 18, 2:14 κ.ε., 3:2-8, 4:5, 5:3, 6:7, 7:1-13, 8:1, 5, 9:7, 17, 10:1-4, 8-20, 11:1-4 κ.ε., 12:1-8.
Όπως και στα άλλα ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στον Εκκλησιαστή διακρίνεται το ιδιάζον γνώρισμα της βιβλικής ποίησης, δηλαδή ο λεγόμενος παραλληλισμός των μελών με τις διάφορες μορφές του (συνωνυμικός-αντιθετικός-συνθετικός παραλληλισμός) - ποιητικό φαινόμενο ευρύτατα γνωστό στην αρχαία Ανατολή και ιδιαίτερα στις χώρες της «Εύφορης Ημισελήνου».
Οι ερευνητές κατέδειξαν, και ιδιαίτερα ο J.A. Loader (Polar Structures in the Book of Qohelet, Berlin - N. York, 1979), ότι ο Εκκλησιαστής κάμει ιδιαίτερη χρήση του αντιθετικού παραλληλισμού, τοποθετώντας αντίθετους στίχους, τον ένα δίπλα στον άλλο. Ολόκληρο το έργο, μάλιστα είναι δομημένο πάνω σε αντιθετικές έννοιες, σκέψεις και αντιπαραβολές, όπως: συντήρηση-ζωή, εγκατάλειψη και θάνατος, σοφία-μωρία, κίνδυνος και ασφάλεια, σιωπή και λόγος, κόπος χωρίς αποτέλεσμα, πλούτος και ματαιότητα του πλούτου, το μη ανθρώπινο και το ανθρώπινο, ευτυχία και δυστυχία κλπ.
Οι στίχοι του έργου πολλές φορές βρίσκονται σε χιαστή κατάταξη, όπως π.χ. Εκκλησιαστής 1:17, 2:3, 3:21, 4:2, 6:3, 7:9, 8:1, 5 κλπ. Στο έργο αφθονούν τα ρητορικά σχήματα, τα αυτο-ερωτήματα, τα επιφωνήματα, οι παραβολές, οι παρομοιώσεις, οι αλληγορίες, οι αντιλογίες, οι υπερβολές, οι αντιπαραβολές (π.χ. καλύτερο είναι το χ από το ψ), οι χτυπητές περιγραφές, οι παρατηρήσεις και οι εικόνες. Ο λυρισμός είναι βέβαια περιορισμένος, γιατί κυριαρχεί ο υψηλός στοχασμός και η οξεία κριτική παρατήρηση των «γενομένων υπό τον ήλιον».
Υπάρχουν κομμάτια έξοχης ωραιότητας, αλλά απ’ τα ωραιότερα κομμάτια του έργου είναι αυτό που αναφέρεται στην κατάσταση του ανθρώπου κατά τη γεροντική του ηλικία. Τα διάφορα μέλη του σώματος παραλληλίζονται και παρομοιάζονται μ’ έναν εντυπωσιακό τρόπο με φυσικά φαινόμενα, ακόμα και με καταστάσεις και εργασίες της καθημερινής ζωής:
.............................................
Πριν σκοτεινιάσει ο ήλιος και το φως,
Τότες που οι φύλακες του σπιτιού θα τρομάξουν
κ’ οι δυνατοί οι άντρες θα λυγίσουν,
και θα σταματήσουν εκείνες που αλέθουν,
γιατί θάχουν λιγοστέψει...
Κι όσες βλέπουν απ’ τα παράθυρα θα σκοτιστούν
και θα κλειστούν τα θυρόφυλλα πάνω στο δρόμο
και θα αδυνατίσει η φωνή εκείνης που αλέθει
και θα ξεσπά κάθε άνθρωπος στη φωνή του πουλιού
κι όλες οι κοπέλες του τραγουδιού θ’ ατονήσουν
και θα φοβηθούν τ’ αψήλος και θα τρομάξουν στο δρόμο.
Άμα θ’ ανθίσει η αμυγδαλιά
και θα της δίνει η ακρίθα βάρος
και θα λείψει η όρεξη,
γιατί ο άνθρωπος τραβά στην αιώνια κατοικία του.
Πριν κοπεί η ασημένια αλυσίδα
και σπάσει η λυχνία η χρυσή
και τσακιστεί η στάμνα στη βρύση
και χαλάσει ο μάγκανος του πηγαδιού
και γυρίσει το χώμα στη γη όπως ήταν
και το πνεύμα στο Θεό που τόχει δώσει...
(Εκκλησιαστής 12:2-7, μετάφραση Κ. Φριλίγγου)
Το ψυχολογικό περιεχόμενο του βιβλίου το καθιστά ένα από τα πιο φιλοσοφικά και διδακτικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.[6] Η σκέψη του συγγραφέα, όπως ήδη διαπιστώσαμε, είναι μεστή από λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις και αποκαλύπτει άνθρωπο με μεγάλη ικανότητα σκέψης και εμπειρία στις καταστάσεις και στα προβλήματα της ζωής. Σ’ ορισμένα χωρία ο συγγραφέας, όπως και ο συγγραφέας του βιβλίου του Ιώβ, θίγει με εμβρίθεια το πανάρχαιο θέμα της θεοδικίας, δηλαδή της ευτυχίας του ασεβούς και της δυστυχίας του δικαίου.
«Τα πάντα είδαν εν ταις ημέραις της ματαιότητός μου.
Υπάρχει δίκαιος, όστις αφανίζεται εν τη δικαιοσύνη αυτού,
και υπάρχει ασεβής όστις μακροημερεύει εν τη κακία αυτού...» (7:15)
«Πολλοί πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται» - έλεγε και ο ελεγειακός ποιητής Θέογνις. Αλλά με πίστη και αισιοδοξία ο Κοχέλεθ καταλήγει:
«Αν και ο αμαρτωλός πράττει κακόν εκατοντάκις, και μακροημερεύει,
Εγώ όμως γνωρίζω βεβαίως ότι θέλει είσθαι καλόν εις τους φοβουμένους τον Θεόν,
Οίτινες φοβούνται από προσώπου αυτού» (Εκκλησιαστής 8:12)
Η φιλοσοφική αξία του Εκκλησιαστή είναι κατά γενική ομολογία μεγάλη, διότι η σκέψη του είναι βαθιά και ασκεί ισχυρή έλξη στους αναγνώστες όλων των εποχών. Γι’ αυτό και μερικοί μελετητές χαρακτήρισαν το έργο ως «Άσμα Ασμάτων της σκέψης» (H. Heine, E. Renan).
Το βιβλίο του Εκκλησιαστή, βέβαια, δεν είναι το μοναδικό στο είδος του. Η αρχαία Εγγύς Ανατολή έχει να μας επιδείξει κάποια έργα παρόμοια με τις «Σκέψεις του Εκκλησιαστή», όπως τη διδασκαλία του Αιγύπτιου και το «Άσμα των Αρπιστών», καθώς και το μεσοποταμιακό έργο «Διάλογος ενός απελπισμένου με τον ευσεβή του φίλο», που για κάποιο διάστημα είχα χαρακτηριστεί ως «Βαβυλώνιος Εκκλησιαστής», αλλά νεότερες έρευνες έδειξαν ότι έχει περισσότερη σχέση με το βιβλίο του Ιώβ, παρά με τον Εκκλησιαστή. Κάποιο άλλο αρχαίο κείμενο που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον Εκκλησιαστή ονομάζεται «Συμβουλές ενός απελπισμένου» και προέρχεται από την αρχαία Αίγυπτο.
Γενικά, σ’ αυτά τα κείμενα όμως, υπάρχει περισσότερος σκεπτικισμός και πεσιμισμός και λείπει ο ηθικο-παιδαγωγικός χαρακτήρας και το θεολογικό βάθος του Εκκλησιαστή. Δίνουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από ένα ποίημα απ’ την αρχαία Αίγυπτο, το «Άσμα των Αρπιστών» που είναι χαραγμένο σε πλάκα και χρονολογείται γύρω στο 2000 π.Χ. περίπου (12η Δυναστεία):
«Συμβούλεψε την καρδιά σου να ξεχάσει,
να χαρείς ακολουθώντας την επιθυμία σου,
όσο θα ζεις ακόμη.
Βάλε σμύρνα στο κεφάλι σου
ντύσου με ρούχα από ωραίο ύφασμα.
.................................
Ακολούθησε τις επιθυμίες σου,
στρώσε τις δουλειές σου σ’ αυτή τη γη,
έτσι που σε συμβουλεύει η καρδιά σου.
Ώσπου να έρθει η ημέρα των θρήνων,
όταν πια ο θάνατος, που η καρδιά του είναι σιωπηλή,
δεν θ’ ακούει πια τους θρήνους.
Και όταν αυτός που κείται στον τάφο,
δεν θα προσέχει καθόλου τη θλίψη σου.
Δόξασε την ημέρα μέσα στη χαρά,
μη βασανίζεσαι σ’ αυτόν τον κόσμο,
κανείς άνθρωπος δεν παίρνει μαζί του την περιουσία του
κανένας, που πηγαίνει κει κάτω, δεν ξαναγυρίζει πια».
Οι παραπάνω στίχοι που αντανακλούν ιδέες γνωστές στους αρχαίους Σημίτες (παράβαλε Ησαΐας 22:13) μοιάζουν με κάποιες σκέψεις του Εκκλησιαστή, ιδίως στα χωρία 3:13, 5:18, 9:5-10, 10:9, αλλά δεν υπάρχει σ’ αυτούς η θεολογική ενόραση και η θεοσέβεια του τελευταίου, που είναι εμφανής σ’ όλο το έργο.
Επίσης, ένα κομμάτι από το περίφημο βαβυλωνιακό έπος του Γιλγαμές (2η χιλιετία π.Χ.) μας θυμίζει κάποια λόγια που υπάρχουν στον Εκκλησιαστή (9:7-10):
«Γιλγαμές, για πού τρέχεις έτσι;
Ποτέ δεν πρόκειται να βρεις τη ζωή που ζητάς.
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον άνθρωπο
του όρισαν για μοίρα το θάνατο
και την αθανασία την κράτησαν για τον εαυτό τους.
Όσο για σένα Γιλγαμές, ζήσε ευχάριστα.
Μέρα νύχτα, νύχτα μέρα χόρευε και απόλαυσε,
φάε, πίνε και γλέντησε.
Ντύσου με καινούρια φανταχτερά ρούχα
πλύνε το κεφάλι και το σώμα σου στο νερό
αγάπα το παιδάκι που κρατάς στα χέρια σου
και κάνε τη γυναίκα σου στην αγκαλιά σου ευτυχισμένη.
Γιατί αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου.»
Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, μπορεί να παρατηρηθεί ότι η ομοιότητα δεν οδηγεί στο συμπέρασμα της άμεσης εξάρτησης του Εκκλησιαστή από το βαβυλωνιακό έπος, όπως συχνά υποστηρίζεται από φιλόλογους και κριτικούς. Πρόκειται για πανάρχαιες κοινές ανθρώπινες σκέψεις και κάποιο κλίμα ίδιας ψυχικής διάθεσης των συγγραφέων, που οδηγούν σε μια εξωτερική φραστική ομοιότητα.[7] Όπως σημειώνει ο επιφανής παλαιοδιαθηκολόγος Claus Westermann, στην αντιπαραβολή βιβλικών με εξωβιβλικά κείμενα, δε θα πρέπει να συγκρίνονται τμήματα με τμήματα, αλλά το όλο με το όλο (Ganzes mit Ganzem). Η σύγκριση τμημάτων μπορεί να αποκαλύψει κάποια ομοιότητα, αλλά, το σύνολο είναι εκείνο που αποκαλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Όπως ακριβώς δύο άνθρωποι, αν συγκριθούν σε επιμέρους σημεία πάντα έχουν κοινά χαρακτηριστικά, στο σύνολο, όμως, φαίνονται οι ουσιώδεις διαφορές, που τους εξατομικεύουν και καθιστούν δυνατή την ασφαλή σύγκριση και την ορθή εξαγωγή συμπερασμάτων περί κοινής καταγωγής και συγγένειας ή μη.
Η επίδραση του Εκκλησιαστή στους μεταγενέστερους και ιδιαίτερα στους Βυζαντινούς υμνωδούς είναι γνωστή. Εκτός από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό που αντικαθρεφτίζει σκέψεις του Εκκλησιαστή στα ιδιόμελά του:
«Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα,
όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον
ου παραμένει ο πλούτος,
ου συνοδεύει η δόξα.
Επελθών γαρ ο θάνατος
ταύτα πάντα εξηφάνισται...»
μια πλειάδα μεγάλων λογοτεχνών φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί από το πνεύμα και το ύφος αυτού του Sui generis διανοητή του αρχαίου Ισραήλ. Ανάμεσά τους, ο λυρικός Γερμανοεβραίος ποιητής Heinrich Heine (1797-1856), ο οποίος φιλοσοφώντας στο θέμα της ζωής και του θανάτου έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
«Gut ist der Schlaf, der Tod ist besser freilich
das beste wäre, nie geboren sein».
(Ωραίος είναι ο ύπνος, φυσικά ο θάνατος είναι καλύτερος
Αλλά το καλύτερο απ’ όλα θα ήταν να μην είχες γεννηθεί),
και ο διάσημος Άγγλος ποιητής του αιώνα μας T.S. Eliot (Νόμπελ λογοτεχνίας, 1948), που με την ποιητική του επηρέασε αποφασιστικά τη σύγχρονη ποίηση. Στην περίφημη σύνθεσή του «Τέσσερα Κουαρτέτα» γράφει:
«Τα σπίτια ζούνε και πεθαίνουν: υπάρχει καιρός για χτίσιμο
και καιρός για να ζήσεις και για αναπαραγωγή
και καιρός για τον άνεμο να σπάσει το χαλαρωμένο τζάμι...» (East Coker I)
Οι στίχοι αυτοί αντανακλούν τις σκέψεις του Εκκλησιαστή στο κεφάλαιο 3:1-8:
«Τοις πάσι χρόνος και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν.
Καιρός του τεκείν και καιρός του αποθανείν
Καιρός του φυτεύσει και καιρός του εκτίλαι το πεφυτευμένον...
Καιρός του καθελείν και καιρός του οικοδομείν...» (μετάφραση Ο')
Τελειώνοντας κανείς τη μελέτη του Εκκλησιαστή μπορεί να πάρει μαζί του «τον αντίλαλο της ματαιότητας της ζωής», όπως παρατήρησε η μεγάλη Χιλιανή ποιήτρια Gabriela Mistral (Νόμπελ λογοτεχνίας, 1945). Μπορεί ακόμα να διαπιστώσει ότι «Πάντες οι λόγοι έγκοποι» και ότι οι περισσότερες επιδιώξεις του ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα «θλίψις πνεύματος και αγών οπίσω ανέμου».
Παραμένει μόνον ο σεβασμός προς τον Θεό ως κατευθυντήρια αρχή σοφίας.
Απ’ την άλλη πλευρά, η μελέτη του έργου μπορεί να καταδείξει πόσο λίγο έχει προοδεύσει η φιλοσοφική σκέψη - στα θέματα που θίγει ο συγγραφέας - από την εποχή του μέχρι σήμερα. Οι λόγοι του Εκκλησιαστή μοιάζουν με το καλό κρασί, που όσο παλιώνει τόσο καλύτερο γίνεται. Θα εξακολουθούν να παραμένουν ως «βούκεντρα», «ρήματα ευφροσύνης» και ως «ήλοι πεφυτευμένοι» στους μελετητές του. Αναμφίβολα, ο ποιητικός λόγος του Κοχέλεθ είναι έργο «με αδρή και ρωμαλέα λυρική διάθεση και με πηγαία ποιητική πνοή, που ο συγγραφέας του όλη τη γνωμική του φιλοσοφία κατόρθωσε να την κάνει σωστό ‘λογοτέχνημα’».[8] Ιδού το «τέλος του λόγου», για να χρησιμοποιήσω μια ακροτελεύτια έκφραση του ίδιου του Εκκλησιαστή!
από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1996
Σημειώσεις
[1] Η λέξη Koheleth εμφανίζεται επτά φορές (1:1, 2:12, 7:27, 12:8-10) σ’ όλο το έργο. Σχετίζεται με τη λέξη Kahal (=συναθροίζειν) και σημαίνει τον επίσημο ομιλητή σε εκκλησιαστική συνάθροιση, θα μπορούσε δε να μεταφραστεί ως «κήρυκας» ή «συναθροιστής», όπως την απέδωσε ο αρχαίος μεταφραστής Ακύλας (2ος αιώνας μ.Χ.). Μερικοί ερευνητές υποστήριξαν ότι η κατάληξη eth του Koheleth σημαίνει θηλυκή κατάληξη και εξήγησαν τη λέξη ως σοφία εκκλησιάζουσα, αλλά η άποψη δεν φαίνεται ορθή, διότι ο Κοχέλεθ εμφανίζεται ως γιος - όχι θυγατέρα του Δαβίδ - και βασιλιάς, όχι βασίλισσα [Παράβαλε E.J. Young, An Introduction on the Old Testament (1977), σελίδα 347].
[2] Ο μεγάλος Ανατολιστής R. DicK Wilson, A Scientific Investigation of the Old Testament (Moody Press, Chicago 1967), σελίδα 119 κ.ε. 123, δεν είναι καθόλου βέβαιος για μια μεταγενέστερη χρονολογία του έργου, εξαιτίας των αραμαϊσμών, που είναι επισφαλές κριτήριο. Εν πάσει περιπτώσει, οι υπάρχοντες αραμαϊσμοί μπορεί να οφείλονται και σε μια μεταγενέστερη χειρογραφική παράδοση. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη (H.L. Ginsberg, C.C. Torrey κ.α.) ότι στην παρούσα μορφή του το έργο είναι μια μετάφραση από ένα αραμαϊκό πρωτότυπο, αλλά η γνώμη δεν επικράτησε στους επιστημονικούς κύκλους. Την ελληνιστική περίοδο ως χρόνο συγγραφής του βιβλίου αποδέχεται και ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης. Ιστορία της θρησκείας του Ισραήλ (1995), σελίδα 409, στηριζόμενος όμως σε μια παλαιότερη βιβλιογραφία.
[3] Βλέπε ιδίως R. Gordis, Koheleth, The man and his Word (1968). Καμία άμεση επίδραση των Ελλήνων φιλοσόφων ή φιλοσοφικών συστημάτων - Στωικών, Επικουρείων, Κυνικών Κυρηναίων - δεν μπορεί να προσδιοριστεί στον Εκκλησιαστή, σημειώνει και ο S.H. Blank, Ecclesiastes, στο Interpreter’s Dictionary of the Bible (Ed.G. Buttrick), σχετικό λήμμα, σελίδα 9. Παράβαλε ακόμα και , σελίδα 119. Παρά τη φιλοσοφική ενατένιση, ο δεν εμφανίζεται ως φιλόσοφος και ο Εκκλησιαστής δεν είναι σύστημα. Για τις απόψεις των Στωικών και Επικεορείων βλέπε και Θ. Μητσόπουλου, Ιστορία και Ανθολογία της αρχαίας Ελληνικής σκέψης, 1984, τόμος Γ', σελίδα 57 κ.ε., 67 κ.ε. Για τις ομοιότητες μεταξύ Εκκλησιαστή και αρχαίων Ελλήνων, ιδίως του Θεόγνη, βλέπε H. Ranston, Ecclesiastes and the Early Greek Wisdom Literature (1925).
[4] G. Ernest Wright, Biblical Archaeology (London 1966) σελίδα 219. Το βιβλίο του Εκκλησιαστικού ή Σοφίας Σειράχ, που γράφηκε γύρω στο 220-190 π.Χ. και δεν συγκαταλέγεται στον Εβραϊκό κανόνα, αναγνωρίζεται ότι έχει υποστεί την επίδραση του Εκκλησιαστή, και αυτό μαρτυρεί την αρχαιότερη προέλευση του Κοχέλεθ.
[5] M.J. Dahood, Canaanite-Phoenician Influence in Qoheleth (Biblica 33, 1952). Ορθά έχει επισημανθεί μεταξύ άλλων, ότι η κλίμακα «επτά και έτι οκτώ» (11:2) που επανεμφανίζεται μόνο στο Μιχαίας 5:5 σ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη, δεν υπάρχει αλλού παρά μόνο σε ουγκαριτικό κείμενο 6 φορές. Και ακόμη, η φράση «μύρον μυρεψού» (10:1), δηλαδή μυρωμένο λάδι (semen roqeah), δεν βρέθηκε πουθενά αλλού παρά μόνο σε ουγκαριτικό κείμενο.
[6] Π. Μπρατσιώτης, Ο Εκκλησιαστής (Αθήνα, 1951), σελίδες 9-10. Ενδιαφέροντα σχόλια σ’ όλο το έργο, ερμηνευτικά, ιστορικά και αισθητικά βλέπε στα σχετικά σχολιολόγια και ανάμεσά τους W. MacDonald, Haschen nach Wind, Eine Betractung des BuchesQ Prediger (Hanssler Verlag, 1986). Για τη νεώτερη βιβλιογραφία βλέπε και λήμμα Ecclesiastes, στην International Standard Bible Encyclopedia, τόμος 2ος (1979) και C.F. White, Koheleth (1979) BZ AW 148. Επίσης, Α. Χαστούπη, Το βιβλίο ου Εκκλησιαστή, Θεολογία, τόμος ΝΖ', τεύχος 2.
[7] Βλέπε Π. Μπρατσιώτης, Ο Εκκλησιαστής (Αθήνα, 1951), σελίδες 9-10, και Wesley J. Fuetst, The books of Ruth, Esther, Ecclesiastes, The Song of Songs, Lamentations (The Cambridge Bible Commentary, 1975), σελίδα 100.
[8] Κ. Φριλίγγου, Κοχέλεθ, τόμος Α', σελίδα 101, εισαγωγή (100 Αθάνατα έργα, αρ.16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου