Τον πρώτο αιώνα η Εκκλησία αρκείται στο να διακηρύττει την αθωότητά της στις τόσες και τόσες ιουδαϊκές και εθνικές κατηγορίες και να αποδεικνύει τούτη την αθωότητα με την αγιότητά της.
Τα γράμματα του Παύλου και ιδίως του Πέτρου δίνουν το μέτρο αυτής της αρχής. Όμως, καθώς η Εκκλησία απλώνει τη μαρτυρία του Ευαγγελίου, η επίθεση γίνεται πιο συστηματική απ’ τη μεριά κυρίως των εθνικών φιλοσόφων. Οι κατηγορίες κατά των Χριστιανών μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:
α. Αθεΐα.
β. Αντίθεση προς τους ρωμαϊκούς νόμους.
γ. Μισανθρωπία.
δ. Ανήθικη ζωή.
ε. Συμπόσια, όπου έπιναν αίμα μικρών, κυρίως, παιδιών!
Έχει περάσει ήδη το α' τέταρτο του 1ου αιώνα και μια σειρά από μορφωμένους Χριστιανούς αναλαμβάνει να ανατρέψει τούτες τις αστήριχτες και αστείες στη βάση τους κατηγορίες. Συνεπώς Απολογητική είναι η υπεράσπιση των χριστιανικών αληθειών και της αξίας των ιερών βιβλίων κατά των αιρέσεων. Με την έννοια αυτή πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην ελληνική απολογητική και στη λατινική. Η πρώτη περιλαμβάνει τους Χριστιανούς συγγραφείς που έγραψαν απολογίες στην ελληνική γλώσσα για να αποκρούσουν τις διάφορες κατηγορίες και συκοφαντίες των εθνικών εναντίον των Χριστιανών.
Από αυτούς, επιφανέστεροι στον 2ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν οι Αθηναίοι Κοδράτος, Αριστείδης και Αθηναγόρας, οι Παλαιστίνιοι Αρίστων από την Πέλλα και Ιουστίνος, οι Σύριοι Τατιανός και Θεόφιλος Αντιοχείας, οι Μικρασιάτες Απολλινάριος Κλαύδιος, επίσκοπος Ιεραπόλεως και Μελίτων, επίσκοπος Σάρδεων, καθώς και ο Ερμείας, ο συγγραφέας της «Προς Διόγνητο» επιστολής. Όλοι τους είχαν αποκλειστική ή κύρια συγγραφική δραστηριότητα την απόδειξη της αλήθειας του χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρικής πλάνης και γι’ αυτό ονομάστηκαν «απολογητές» και τα συγγράμματά τους «απολογίες». Εκτός από αυτούς και άλλοι συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας έγραψαν απολογητικά έργα: ο Κλήμης της Αλεξανδρείας, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Αθανάσιος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο Ωριγένης, που με το έργο του «Κατά Κέλσου» πρόσφερε την πιο έγκυρη και πιο πλήρη υπεράσπιση του Χριστιανισμού, χαρακτηριζόμενη από αριστοτεχνική επιχειρηματολογία και διαλεκτική δύναμη.
Κυριότερος εκπρόσωπος της λατινικής απολογητικής κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. υπήρξε ο Μινούκιος Φήλιξ με το έργο του «Οκτάβιος», ενώ τον 3ο αιώνα μ.Χ. διακρίθηκε ο Τερτυλλιανός με τα έργα του «Απολογητικό» (Apologeticum) και «Προς τα έθνη» (Ad Nationes), ο Κυπριανός ο Καρχηδόνιος, καθώς και ο Κομμοδιανός. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. αναδείχθηκαν ο Αρνόβιος με το έργο του «Κατά των εθνών» και ο Λακτάντιος (που ονομάζεται και «Χριστιανός Κικέρων», για την καθαρότητα της λατινικής γλώσσας στην οποία έγραψε) με το κύριο έργο του «Θείες διδασκαλίες».
Πολύ λίγες απολογίες σώζονται. Με το πέρασμα του χρόνου, πολλές από τις απολογίες χάνουν τον αρχικό σκοπό και στόχο τους να υπερασπιστούν την Εκκλησία και το Ευαγγέλιο και εκτρέπονται είτε σε επιθέσεις κατά της εθνικής θρησκείας είτε δογματίζουν, παίρνοντας μέρος στις γνωστές διαμάχες που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία τους πρώτους τρεις αιώνες.
Θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στην απολογητική, που σαν φαινόμενο σφραγίζει με ειδική δύναμη τούτη την περίοδο και της δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα.
ΚΟΔΡΑΤΟΣ
Ως πρώτος γνωστός απολογητής του Χριστιανισμού αναφέρεται ο Κοδράτος (Ιερ. catal. 19), που καταγόταν από τη Μ. Ασία και έζησε το β’ μισό του 1ου έως το α’ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., την εποχή των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού. Το 125, όταν βρισκόταν στην Αθήνα, έγραψε την «Απολογία υπέρ των Χριστιανών», μια απολογητική επιστολή υπέρ της χριστιανικής πίστης, μοναδική σε αποδεικτικά στοιχεία, με πράο και πειστικό τόνο και την παρέδωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό, που επισκέφτηκε την πόλη. Κυρίως επικαλείται την ελευθερία των ρωμαϊκών νόμων και την ελευθερία της συνείδησης. Με τον τρόπο αυτό πέτυχε να προκαλέσει διαταγή του αυτοκράτορα προς τον ανθύπατο της Ασίας, Μινούκιο Φουϊδανό, κανείς να μη φονεύεται «χωρίς εγκλήματα και κατηγορία». Η απολογία δε σώζεται. Απόσπασμα του κειμένου, που αναφέρεται στην εγκυρότητα των θαυμάτων του Ιησού, έχει διασωθεί από τον Ευσέβιο, που αποκαλεί τον Κοδράτο «ακουστή των Αποστόλων».
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
Σύγχρονος του Κοδράτου, ο Αθηναίος φιλόσοφος Αριστείδης. Γεννήθηκε στην Αθήνα τον 2ο αιώνα μ.Χ., έλαβε επιμελημένη εκπαίδευση στη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, ασπάστηκε το Χριστιανισμό και προσπάθησε να συνδυάσει το Χριστιανισμό με την ελληνική φιλοσοφία. Φημισμένος για την ευγλωττία του, ο Αριστείδης έγραψε απολογία υπέρ των Χριστιανών. Η απολογία του αυτή («Περί θεοσεβείας», 140 μ.Χ.), που φέρνει (κατά τη συριακή μετάφραση) τον τίτλο «Στον αυτοκράτορα Καίσαρα Τίτο Αδριανό, τον ευσεβή Αντωνίνο, από το Μαρκιανό Αριστείδη, τον Αθηναίο φιλόσοφο», υποβλήθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό. Το ελληνικό κείμενο της απολογίας χάθηκε, διασώθηκε όμως έμμεσα και περιλήφθηκε στη μεσαιωνική «Ψυχωφελή ιστορία του Βαρλαάμ και Ιωσαφάτ» και στη συριακή μετάφραση και σε αρμενική (της οποίας μόνο η αρχή σώθηκε). Εκδόθηκε το 1893 από το Χέννεκε και το ίδιο έτος από το Ζέερμπεργκ.
ΑΡΙΣΤΩΝ
Λίγο αργότερα θα γράψει ένα απολογητικό έργο ο Αρίστων από την Πέλλα της Παλαιστίνης, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. κι ήταν χριστιανός εξ Ιουδαίων. Στο έργο του με τίτλο «Αντιλογία (ή διάλογος) Παπίσκου (Ιουδαίου) και Ιάσονος (Χριστιανού εξ Ιουδαίων) περί Χριστού», που γράφτηκε περί το 140 μ.Χ., χρησιμοποιεί δυο φανταστικά μάλλον πρόσωπα. Δυο Ιουδαίους από τους οποίους ο Αλεξανδρινός Παπίσκος εμμένει στον Ιουδαϊσμό, ενώ ο επίσης Ιουδαίος Ιάσων έχει δεχθεί το Χριστιανισμό. Πρόκειται για την πιο αρχαία απολογία κατά του Ιουδαϊσμού.
Σκοπός του διαλόγου (που βασικά απευθύνεται στο ιουδαϊκό έθνος) είναι να αποδειχθεί το μήνυμα περί του Ιησού από τις προφητείες της Π. Διαθήκης. Ο Κέλσος, το 178 μ.Χ., στην πολεμική του κατά του Χριστιανισμού δεν εκτιμά την απολογία και τη χαρακτηρίζει «άξια όχι για γέλια, αλλά για έλεος και μίσος». Από την άλλη μεριά ο Ωριγένης έχει καλή γι’ αυτόν. Από το έργο αυτό σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα.
ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΚΑΙ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
Στα χρόνια του Μάρκου Αυρήλιου εμφανίζονται δυο σημαντικοί απολογητές: Ο Κλαύδιος Απολλινάριος, επίσκοπος Ιεραπόλεως στη Φρυγία τον 2ο αιώνα μ.Χ. κι ο ρήτορας Μιλτιάδης, διάσημος απολογητής της χριστιανικής πίστης. Ο πρώτος έγραψε κατά των Μοντανιστών, πέντε λόγους προς Έλληνες, δυο περί αληθείας, δυο προς τους Ιουδαίους και μια απολογία του Χριστιανισμού, που την παρέδωσε στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Ο δεύτερος απηύθυνε προς τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο «Απολογία υπέρ των Χριστιανών» και έγραψε και το έργο με τίτλο «Προς τα έθνη υπέρ της αλήθειας και προς τις τότε αιρέσεις». Αν και οι δύο απολογίες χάθηκαν ολοκληρωτικά, γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές, ότι ήταν (κυρίως του Μιλτιάδη) έργα πρωτότυπα με δυνατή επιχειρηματολογία που κέντρισαν το περί δικαίου αίσθημα των Ρωμαίων και διαφημίζονταν πολύ από τους κατοπινούς χριστιανούς συγγραφείς.
ΜΕΛΙΤΩΝ
Μεταξύ των απολογητών μια ειδική θέση κατέχει και ο Επίσκοπος Σάρδεων της Λυδίας, Μελίτων, ένας από τους πιο διάσημους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και απολογητές της χριστιανικής πίστης, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. Δε σώζονται παρά ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του, αν και εικάζεται ότι άκμασε το διάστημα μεταξύ του 160 και 180 μ.Χ. Ο Ευσέβιος αναφέρει ότι ο επίσκοπος Εφέσου Πολυκράτης αποκάλεσε τον Μελίτωνα «ευνούχο» (δηλαδή παρθένο), «που πολιτεύθηκε πάντα εν αγίω πνεύματι». Ο ίδιος τον κατέτασσε μεταξύ των πιο σπουδαίων μορφών της εποχής. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη διαλεκτική ικανότητά του και συνέγραψε πολλά συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία διακρινόταν η «Προς Αντωνίνο τον Πίο απολογία». Εξίσου αξιόλογα ήταν τα «Περί Αληθείας», «Κλεις», «Περί του Πάσχα», «Λόγος περί Χριστού» και «Εκλογές», επιλογές σχολιασμένων κειμένων της Π. Διαθήκης.
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
Δε θα αναφερθούμε στον Ιουστίνο, το μάρτυρα και φιλόσοφο, γιατί θα μιλήσουμε άλλοτε γι’ αυτόν και το έργο του.
ΤΑΤΙΑΝΟΣ
Μαθητής του Ιουστίνου, ήταν ο Τατιανός, Σύρος θεολόγος (120-173 μ.Χ.), που ίδρυσε τη χριστιανική αίρεση των Εγκρατιστών. Οι γονείς του ήταν εθνικοί, ενώ ο ίδιος, αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, πήγε στη Ρώμη, όπου ασπάστηκε το Χριστιανισμό και διδάχτηκε τη χριστιανική διδασκαλία από τον Ιουστίνο. Μετά το θάνατο του δασκάλου του (167 μ.Χ.), πήγε στη Μεσοποταμία και στη Συρία και ίδρυσε αίρεση με στοιχεία από την κίνηση του Βαλεντίνου και τις θεωρητικές κατευθύνσεις των Γνωστικών, τα οποία τροποποίησε έτσι ώστε οι οπαδοί του δεν μεταλάμβαναν κρασί ούτε στη θεία Ευχαριστία. Για το σκοπό αυτό έπιναν νερό και γι’ αυτό ονομάστηκαν και «υδροπαραστάτες». Έγραψε πολλά έργα, από τα οποία σώθηκαν το απολογητικό με τίτλο «Λόγος προς Έλληνες», όπου ερευνά με κάθε λεπτομέρεια τον αρχαίο βίο, τις δοξασίες του, το πιστεύω και τις επιτυχίες του στις τέχνες. Ο Τατιανός δε βρίσκει τίποτε καλό και ωφέλιμο σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Συγχρόνως, το έργο χάνει γρήγορα τον απολογητικό του χαρακτήρα και παίρνει επιθετική μορφή, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η χριστιανική θρησκεία είναι πολύ πιο ανώτερη και πιο αρχαία από την εθνική φιλοσοφία και φιλολογία. Σε μερικά σημεία διακρίνεται σαφής ειρωνική διάθεση. Έγραψε και το «Ευαγγέλιο δια τεσσάρων», που αποτελεί μια σύνθεση των τεσσάρων Ευαγγελίων σ’ ένα έργο. Το έργο αυτό, όπου παρέλειψε οτιδήποτε σχετικό με την ανθρώπινη καταγωγή του Ιησού, διαδόθηκε στη Συρία και κυρίως στην Έδεσσα, όπου μάλιστα εκτόπισε τα υπόλοιπα Ευαγγέλια έως τον 4ο αιώνα. Το «Ευαγγέλιο δια τεσσάρων» σώθηκε σε αραβική μετάφραση. Τα υπόλοιπα έργα του, που αναφέρονται από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο, χάθηκαν.
ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Δυνατός στο γράψιμο και με μοναδική πειστικότητα αναφέρεται ο Αθηναγόρας, Αθηναίος χριστιανός απολογητής και πλατωνικός φιλόσοφος που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ. Η ημερομηνία της γέννησης και του θανάτου του παρέμειναν άγνωστες. Τα αρχαία στοιχεία που αναφέρονται στον Αθηναγόρα είναι πολύ αμφισβητήσιμα. Από όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, το πιο βέβαιο είναι ότι οδηγήθηκε στη χριστιανική πίστη από το διάβασμα βιβλίων διαφόρων Χριστιανών συγγραφέων, που μελετούσε για να τους αντικρούσει και να τους καταπολεμήσει. Μετά τον προσηλυτισμό του στο Χριστιανισμό εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, περί το τέλος του 178 μ.Χ. έστειλε στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και στο γιο του Κόμμοδο, μια μακρά επιστολή με τίτλο «Πρεσβεία (απολογία) περί των Χριστιανών», στην οποία αξίωνε για το Χριστιανισμό την ίδια ανεξιθρησκία που απολάμβαναν όλες οι άλλες θρησκείες στην αυτοκρατορία και ταυτόχρονα αντέκρουε, μ’ ένα πλούτο επιχειρημάτων, τρεις βασικές κατηγορίες για ανήθικο βίο των Χριστιανών, που ήταν πολύ διαδεδομένες ανάμεσα στο λαό εναντίον των Χριστιανών: την αθεΐα, την αιμομιξία, τη βρώση ανθρώπινης σάρκας (ειδικά σάρκας παιδιών που τα έσφαζαν). Σε ένα δεύτερο έργο του, που θεωρείται επίσης αυθεντικό, τη μελέτη «Περί αναστάσεως των νεκρών», προσπαθεί να αποδείξει ή τουλάχιστον να υπερασπιστεί την ανάσταση των νεκρών, που πάντα αποτελούσε παράδοξο δόγμα για τους εθνικούς και πεδίο για σκωπτικές παρατηρήσεις. Οι πλατωνικές ιδέες στα έργα αυτά αποτελούν τον άξονα, γύρω από τον οποίον μοιραία και αυτόματα περιστρέφονται οι σκέψεις του συγγραφέα. Γι’ αυτό δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν σαν έκφραση της χριστιανικής πίστης παρά μόνο σε μια εποχή κατά την οποία η Ορθοδοξία δεν ήταν ακόμα πολύ απαιτητική. Για το λόγο αυτόν ίσως ούτε ο Ευσέβιος, ούτε ο Ιερώνυμος, ούτε ο Φώτιος και το λεξικό Σουΐδας τον αναφέρουν στην απαρίθμηση των χριστιανών συγγραφέων. Παρά την ανεπάρκεια αυτή σε δογματικό υλικό, ο Αθηναγόρας είναι ανώτερος από πολλούς απολογητές. Κομψοεπής, χωρίς πλεονασμούς, περιοριζόμενος με την απαράμιλλη αττική λιτότητα στα «ενόντα και τα αρμόζοντα», προικισμένος με μια μεγάλη περιγραφική δύναμη και ένα πειστικό ορθολογισμό, αξιοσημείωτο για την διαύγεια και τη συνεκτικότητά του, μπορεί να πει κανείς ότι κατέχει τα πρωτεία μεταξύ των χριστιανών απολογητών. Οι μεγάλοι ιστορικοί της αρχαίας φιλοσοφίας Eduard Zeller και Wilhelm Nestle, στο έργο τους «Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας», τονίζουν ότι ο Αθηναγόρας άσκησε μεγάλη επίδραση στην Περιπατητική Σχολή της εποχής του, που, αν και συγχωνεύτηκε αργότερα με τη νεοπλατωνική σχολή, υπεράσπιζε συχνά αριστοτελικές ιδέες και αντιλήψεις, που τις βρίσκουμε αυτούσιες στα διασωθέντα συγγράμματά του. Πλατωνικός φιλόσοφος και αριστοτελικός απολογητής, ο Αθηναγόρας, αν κι ασπάστηκε το Χριστιανισμό και έγινε χριστιανός απολογητής, δεν υποτάχθηκε τελείως στα δόγματα της νέας πίστης. Αντίθετα θέλησε να συνδυάσει και να εναρμονίσει τη χριστιανική διδασκαλία με την ελληνική φιλοσοφία, με την οποία ήταν βαθύτατα εμποτισμένος και να εμφανίσει μια ελληνοχριστιανική θεωρία, σύμφωνα με την ουσία του Χριστιανισμού, αλλά και να φωτίζεται συγχρόνως από το φως της αρχαίας ελληνικής σοφίας.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ
Ο επίσκοπος Αντιοχείας (από το 169-181 μ.Χ.), Θεόφιλος, υπήρξε ο 6ος κατά σειρά επίσκοπος της πόλης, κατά τον Ευσέβιο. Γεννήθηκε στη Μεσοποταμία, κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα από γονείς εθνικούς. Αργότερα μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας τον επίσκοπο Έρωτα. Άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, ο Θεόφιλος έγραψε πολλά θρησκευτικά συγγράμματα για την υπεράσπιση του Χριστιανισμού και την καταπολέμηση των ιδεών των αιρετικών και των εθνικών, από τα οποία τα πιο πολλά χάθηκαν. Το κυριότερο έργο του είναι το «Περί πίστεως» που επιγράφεται «Εις Αυτόλυκο» και αποτελείται από 3 βιβλία. Είναι μια απολογία προς το φίλο του Αυτόλυκο, όπου συστηματικά και με θαυμάσιο τρόπο από τη μια μεριά εκθέτει μεθοδικά τις αρχές του Χριστιανισμού και πραγματεύεται θέματα που αφορούν τη φύση του Θεού, τη μέλλουσα ζωή, τις θρησκευτικές ιδέες των εθνικών και τα χριστιανικά ήθη και από την άλλη απορρίπτει μία - μία τις βαριές κατηγορίες κατά των Χριστιανών. Άλλα έργα του είναι: «Σύγγραμμα προς την αίρεση του Ερμογένους», «Λόγος κατά Μαρκίωνος», «Κατηχητικά βιβλία», «Εις το Ευαγγέλιο και τις Παροιμίες του Σολομώντα υπομνήματα». Από τα τελευταία αυτά, τα τρία πρώτα χάθηκαν, ενώ μια λατινική μετάφραση του 4ου αιώνα θεωρείται από τους ερευνητές σαν νόθο έργο που γράφτηκε κατά τον 5ο ή 6ο αιώνα στη Γαλλία.
Σημαντικότερο από τα έργα του ωστόσο θεωρείται το απολογητικό «Εις Αυτόλυκο» που εκδόθηκε από τον Hamfrey (1852) και τον Otto (1861). Ο Θεόφιλος γνωρίζει την ελληνική παιδεία, κατέχει τη αρχαία φιλοσοφία και χειρίζεται τη γλώσσα με μοναδική ευχέρεια. Άλλωστε, το ψηλό πεδίο μόρφωσης του Αυτόλυκου, στον οποίον αφιερώνει και απευθύνει το σύγγραμμα, γίνεται αφορμή για μια συγγραφή από τις πιο αξιόλογες στο είδος τους. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε το όρο «Τριάδα» και γενικά η προσφορά του στη χριστιανική φιλολογία υπήρξε αξιόλογη. Ωστόσο, ο απολογητικός και πολεμικός χαρακτήρας των συγγραμμάτων του εκφράζει μια στενότητα πνεύματος σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της ελληνικής φιλοσοφίας, της οποίας υποτιμούσε την πραγματική αξία. Το πότε πέθανε δεν είναι γνωστό, φαίνεται όμως ότι ζούσε ακόμα κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αυρήλιου Κόμμοδου (180-192).
ΕΡΜΕΙΑΣ
Ο τελευταίος απολογητής του τέλους του δεύτερου αιώνα είναι ο Ερμείας (β' μισό 2ου - α' μισό 3ου αιώνα μ.Χ.). Σώζεται το έργο του «Ερμείου φιλοσόφου, Διασυρμός των έξω φιλοσόφων», αποτελούμενο από 10 κεφάλαια, το οποίο συνέταξε με τη μορφή διαλόγου κατά τον τρόπο του Λουκιανού και στο οποίο διαπιστώνονται με ειρωνικό ύφος οι αντιφάσεις μεταξύ των διαφόρων φιλοσοφικών θεωριών. Σκοπός του ήταν να αποδείξει με το έργο αυτό ότι οι αντιφάσεις αυτές είναι απότοκες της δαιμονικής (και όχι της θείας) καταγωγής της φιλοσοφίας. Ιστορικά χαρακτηρίζεται ως περιορισμένης αξίας έργο.
ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (Τίτος Φλάβιος Κλήμης)
Χριστιανός θεολόγος, πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αθήνα κατά το 150 από γονείς εθνικούς. Σε νεαρή ηλικία έγινε Χριστιανός και ταξίδεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να βρει δάσκαλο της αρεσκείας του και άκουσε πολλούς δασκάλους μέχρι να βρει αυτόν που ήθελε. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας υπήρχε η σχολή του Πανταίνου. Εκεί έγινε πρεσβύτερος και, όταν πέθανε ο Πάνταινος, τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της σχολής. Το 202, εξαιτίας των διωγμών του Σεπτίμου Σεβήρου, εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια. Πέθανε στη Μ. Ασία στο χρονικό διάστημα μεταξύ 211 και 215 μ.Χ.
Έζησε κι έδρασε σε μια αποφασιστική περίοδο για τη διαμόρφωση της χριστιανικής σκέψης. Πράγματι, από τη μια μεριά εξασθενούσε το αίσθημα αναμονής της Β' Παρουσίας, που είχε επικρατήσει στους Χριστιανούς των προηγούμενων ετών, και κατά συνέπεια, γινόταν αισθητή η ανάγκη μιας πιο εδραιωμένης δογματικής οργάνωσης. Από την άλλη οι Πατέρες είχαν επιδοθεί στην πολεμική κατά των Γνωστικών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ήταν δυνατή μια καθαρά ορθολογική γνώση και φιλοσοφία περί των θείων, πεποίθηση που ωθούσε άλλους Χριστιανούς να υποστηρίζουν, αντίθετα, τα δικαιώματα της πίστης ως μοναδικού οργάνου γνώσης.
Ο Κλήμης έγραψε ένα είδος εισαγωγής στο Χριστιανισμό. Πρόκειται για έργο που διαιρείται σε τρία μικρότερα. Στο πρώτο, που τιτλοφορείται «Λόγος προτρεπτικός προς Έλληνες», παροτρύνει τους ειδωλολάτρες να εγκαταλείψουν τους θεούς τους και να προσέλθουν στην αληθινή πίστη. Στο δεύτερο, που έχει τον τίτλο «Παιδαγωγός», απευθύνεται σ’ εκείνους που έχουν ασπαστεί το Χριστιανισμό και καθορίζει ότι ως μοναδικό οδηγό του ηθικού βίου πρέπει να έχουν το θείο λόγο. Το έργο αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον και για το πλούσιο ανεκδοτολογικό μέρος του, στο οποίο ο Κλήμης περιγράφει ζωηρά τα ήθη της εποχής του και σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός υποδειγματικού Χριστιανού, κληρονόμου του ελληνικού μέτρου. Το τελευταίο και πιο σημαντικό από τα τρία αυτά έργα, με τίτλο «Στρώματα ή Στρωματείς», θέτει το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πίστης και φιλοσοφίας. Σ’ αυτό εκφράζει τη διαφωνία του προς τους πιο αδιάλλακτους Χριστιανούς της εποχής του, που πρέσβευαν ότι η σοφία των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με τα ζητήματα της φύσης ήταν τελείως απομακρυσμένη από την αλήθεια. Επίσης υποστηρίζει ότι η πίστη προσφέρει την άμεση και αναμφισβήτητη γνώση της αλήθειας, αλλά η φιλοσοφία, όταν φωτίζεται από την πίστη, συμβάλλει στην κατανόηση και στην αποσαφήνιση της αλήθειας αυτής. Έτσι με τον Κλήμη διαμορφώθηκε η φιλοσοφική αντίληψη που έμελλε να κυριαρχήσει σε όλη τη χριστιανική σκέψη του Μεσαίωνα.
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (265-339 μ.Χ.)
Επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (313-339), εκκλησιαστικός συγγραφέας και ιστορικός. Επονομαζόταν Ευσέβιος ο Παμφίλου, από το όνομα του δασκάλου του, Παμφίλου. Έζησε την εποχή των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, αλλά και της ανόδου του Χριστιανισμού. Όταν φυλακίστηκε ο Πάμφιλος (307), έμεινε κοντά του και τον βοήθησε στη σύνταξη της απολογία του. Το 313 (για άλλους, το 315) εκλέχτηκε επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Η σύνοδος της Αντιόχειας τον αφόρισε όμως γιατί αρνήθηκε να υπογράψει την ομολογία πίστης κατά του Αρείου. Μάλιστα, στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325) υποστήριξε «τον Υιό ως Θεό εκ Θεού». Τελικά, πιέστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και αναγκάστηκε να αποδεχτεί τις αποφάσεις εκείνης της συνόδου.
Ο Ευσέβιος θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ανάμεσα στα έργα του, ιδιαίτερα αξιόλογα είναι η «Ευαγγελική προπαρασκευή» και η «Ευαγγελική απόδειξη». Αξιόλογο είναι και το «Χρονικό» που αναφέρεται στην ιστορία των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Από το έργο αυτό σώζεται μόνο μια αρμενική μετάφραση και μια λατινική απόδοση του Ιερώνυμου. Το σπουδαιότερο όμως έργο του είναι η «Εκκλησιαστική ιστορία», σε 10 βιβλία, που αναφέρεται στην περίοδο από τη γέννηση του Χριστού έως την ήττα του Λικίνιου από τον Κωνσταντίνο.
Ο Ευσέβιος δεν παραδεχόταν τον όρο «ομοούσιος», που αναφέρεται στην Αγία Τριάδα και θεωρούσε τον Υιό δεύτερο θεό και το Άγιο Πνεύμα κτίσμα του Πατρός. Επίσης, εναντιώθηκε στην προσκύνηση των εικόνων, πράξη που τη χαρακτήριζε ειδωλολατρική. Οι θέσεις του αυτές, που έρχονται σε άμεσα σύγκρουση με τα δογματικά δεδομένα της χριστιανικής θρησκείας, είναι άλλωστε χαρακτηριστικά της ανεξάρτητης προσωπικότητάς του, χάρη στην οποία κυρίως διατηρήθηκε η φήμη του.
24/2/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου