16/9/09

Σκέψεις για την Αποκάλυψη του Ιωάννη

Και ώφθη άλλο σημείον εν τω ουρανώ
και ιδού δράκων πυρρός μέγας,
έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα,
και επί τας κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα,
και η ουρά αυτού σύρει το τρίτον των αστέρων του ουρανού.
Και έβαλεν αυτούς εις την γην...


Είναι αδύνατον ίσως να διαβάσει κανείς τέτοια λόγια, και να μην καταληφθεί από γοητεία, ιερό δέος, κατάπληξη, ή θαυμασμό. Γιατί η Αποκάλυψη του Ιωάννη από τότε που γράφτηκε (στο τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα), ίσαμε σήμερα, ασκεί αυτή τη «διακριτική γοητεία», ενώ σε άλλους, ίσως τους πιο πολλούς, προξενεί φόβο και κατάπληξη για το υπερλογικό της περιεχόμενο, που πλαισιώνεται από υπερρεαλιστικές και εξωλογικές εικόνες και μυστικά σύμβολα.
Το βιβλίο αυτό που γράφηκε από τον Ιωάννη, το γιο του Ζεβεδαίου, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, στη νήσο Πάτμο, όπως υποστηρίζουν αρχαιότατες μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων,[1] έγινε αντικείμενο σχολαστικής μελέτης, από θεολόγους και σχολιολόγους, από μυστικιστές και καβαλιστές και από θεολογούντες φιλοσόφους, που αναζήτησαν επίμονα να αποκρυπτογραφήσουν τα ιερά σύμβολα για να αποσφραγίσουν τα μηνύματα του κατασφραγισμένου «με επτά σφραγίδες» βιβλίου.
Δεν ήταν όμως οι θεολόγοι και μόνο, που το μελέτησαν επίμονα. Η Αποκάλυψη επέσυρε την προσοχή και τον θαυμασμό διακεκριμένων διανοουμένων, επιστημόνων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών.
Ανάμεσά τους, ο μεγάλος φυσικός επιστήμονας Ισαάκ Νεύτων (1643-1727) και ο διάσημος Γάλλος ποιητής Πωλ Κλοντέλ (1868-1955), που υπήρξε παράλληλα μεγάλος θεατρικός συγγραφές και μελετητής, για να αναφέρουμε δύο γνωστά ονόματα. Οι δικοί μας Νομπελίστες ποιητές, Γ. Σεφέρης (1966), και Οδ. Ελύτης (1988), μετάφρασαν την Αποκάλυψη σε ζωντανή νεοελληνική γλώσσα. Ο Σεφέρης, μάλιστα, με μια εξαιρετική εισαγωγή και με λίγα αξιόλογα σχόλια. Πιο πρόσφατα (1989) κυκλοφόρησε στη χώρα μας το θαυμάσιο εικονογραφημένο έργο του διάσημου καθηγητή της Σημειωτικής Ουμπέρτο Έκο: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», σε μετάφραση του δημοσιογράφου Θ. Ιωαννίδη, ενώ προηγήθηκε η έκδοση ενός ολιγοσέλιδου δοκιμίου του ίδιου, με τον τίτλο «Η διακριτική γοητεία της Αποκάλυψης» (1988).

Τι είναι, όμως, η περίφημη Αποκάλυψη του Ιωάννη και ποια η φιλολογική της αξία;
Ομολογουμένως, πρόκειται για ένα δυσνόητο έργο, το πιο δύσκολο απ’ όλα τα άλλα της Βίβλου - και γι’ αυτό ίσως το πιο πολύ ερμηνευμένο και παρερμηνευμένο βιβλίο στον κόσμο! Είναι αδύνατον κανείς να συλλάβει τα πιο βασικά του νοήματα αν δεν γνωρίζει καλά όλο το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. Όσο για τις λεπτομέρειες, δεν μπορεί να γίνει λόγος χωρίς τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και της παρερμηνείας. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί κανείς να εννοήσει την Αποκάλυψη, αν δεν είναι μυημένος στην προφητική-αποκαλυπτική γλώσσα των Ιουδαίων προφητών Ησαΐα, Ιεζεκιήλ, Ζαχαρία και Δανιήλ (7ος-5ος π.Χ. αιώνας). Ακόμα απαιτείται καλή γνώση των τελετουργικών στοιχείων της Μωσαϊκής Τορά (Πεντατεύχου).
Οι ειδικοί μιλούν για τη γλώσσα της λεγόμενης Αποκαλυπτικής γραμματείας, που άκμασε στον Ιουδαϊσμό το 2ο π.Χ. έως το 2ο μ.Χ. αιώνα, κι η οποία βρίθει από μυστικούς αριθμούς (ιδίως 4, 7, 10, 12) και σκοτεινά σύμβολα. Με την ειδική αυτή γλώσσα «αποκαλύπτονται» μηνύματα που καλούνται οι έχοντες τις ανάλογες πνευματικές κεραίες να συλλάβουν.
Απ’ τα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη παρελαύνουν παράξενα όντα, πρωτόγονα πολυκέφαλα θηρία, γνωστά ζώα με παράξενο εξοπλισμό (π.χ. λιοντάρι με φτερά, τετρακέφαλη λεοπάρδαλη, ακρίδες με πρόσωπο ανθρώπου, σώμα αλόγου με ουρά σκορπιού, δράκος κόκκινος επτακέφαλος κλπ.), φλεγόμενα βουνά που πέφτουν στη θάλασσα - βροντές, αστραπές, σάλπιγγες σε ασυνήθιστες διαστάσεις, που τον εισάγουν σε άλλον κόσμο μυστηριώδη, και εξάπτουν τη σκέψη και τη φαντασία του.
Αν ο σύγχρονος αναγνώστης δεν γνωρίζει ότι οι Ιουδαίο-Χριστιανοί της εποχής εκείνης ήταν εξοικειωμένοι να εννοούν τέτοια κείμενα με σύμβολα, εικόνες και αλληγορίες, ασφαλώς παραξενεύεται για τη σκοπιμότητα και χρησιμότητα ενός τέτοιου κειμένου, και μάλιστα μέσα στην ιερή Βίβλο. Η ασυνήθιστη όμως γλώσσα της Αποκάλυψης είναι ένας τρόπος αποφυγής της φθοράς που επιφέρει η συνεχής χρήση της συνηθισμένης γλώσσας στις έννοιες. Είναι ένας τρόπος υπέρβασης του ίδιου του χρόνου. Αυτό είναι ένα από τα «μυστικά» του ιερού δέους που προκαλεί στον αναγνώστη η ανάγνωσή της.
Ας μη νομίσει όμως κάποιος ότι στο παράξενο αυτό βιβλίο υπάρχουν μόνο τρομερές και άγριες εικόνες. Μέσα στις σελίδες του μυστηριώδους αυτού έργου υπάρχουν και μερικές ωραιότατες τρυφερές σκηνές, όπως εκείνη του αναστημένου Ιησού, ο οποίος «έστηκε επί την θύραν και κρούει», περιμένοντας να ανοίξει η θύρα για να δειπνήσει με τον πιστό. Και του ίδιου του Ιωάννη, ο οποίος «έκλαιγε πολλά» ότι «ουδείς άξιος ευρέθει ανοίξαι το βιβλίον, ούτε βλέπειν αυτό» (κεφάλαιο 3:20 και 5:4).
Αποκαλύψεις, εκτός από αυτήν του Ιωάννη, μας είναι γνωστές και άλλες. Από τον ιουδαϊκό περίγυρο είναι γνωστές η Αποκάλυψη του Βαρούχ, το βιβλίο του Ενώχ κ.α. ψευδώνυμα έργα. Μεταγενέστερες του Ιωάννη, κατ’ απομίμηση της Αποκάλυψης και μάλιστα ψευδεπίγραφες και ψευδώνυμες, είναι η Αποκάλυψη του Παύλου, η Αποκάλυψη του Πέτρου (2ος μ.Χ. αιώνας), η Αποκάλυψη του Θωμά (4ος μ.Χ. αιώνας) κ.α.
Ενώ μπορούν να παρατηρηθούν κάποιες ομοιότητες ανάμεσά τους, η Αποκάλυψη του Ιωάννη διαφέρει από τις άλλες Αποκαλύψεις και στο προφητικό περιεχόμενο και στο ουσιαστικό μήνυμα του θριάμβου του «εσφαγμένου από καταβολής κόσμου αρνίου» και της Βασιλείας του.
Το σκοτεινόμορφο περιεχόμενο της Αποκάλυψης, που συσκοτίζει αποκαλύπτοντας και αποκαλύπτει συσκοτίζοντας, ήταν εκείνο που έκανε πολλούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς (ιδίως από τον 4ο μ.Χ. αιώνα) να μην τη μνημονεύουν, ούτε να την ερμηνεύουν, και να μη γίνεται λειτουργική χρήση της σε εκκλησίες.
Πέρα από τα διάφορα ερμηνευτικά συστήματα και μεθόδους (ιστορική – εσχατολογική – εκκλησιαστική – συγχρονιστική - εκλεκτική), η κατανόηση της Αποκάλυψης είναι ασφαλώς ζήτημα καλής γνώσης των λοιπών αγιογραφικών βιβλίων, της σημασίας των συμβόλων, υγιούς κρίσης και προπαντός χρόνου. Πριν εκπληρωθούν τα προφητικά σημεία είναι δύσκολο και επισφαλές να προδικάζει κανείς ερμηνείες και σημασίες. «Προφητεία δε όταν συνεσκιασμένως λέγηται, μετά την των πραγμάτων έκβασιν γίνεται σαφεστέρα, προ δε της εκβάσεως ουδαμώς», έγραψε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η Αποκάλυψη χαρακτηρίζεται κατ’ επανάληψη ως προφητεία (1:3, 2:7, 10, 18-19).

Το βασικό σημείο που μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο, είναι ότι η Αποκάλυψη, παρά τις κάποιες ασυνταξίες και σολοικισμούς που περιέχει ως κείμενο, έχει μεγάλη λογοτεχνική αξία.
Υπάρχουν ερευνητές, όπως ο J.W. Bowman κ.α., που θεωρούν το βιβλίο ως δράμα που εκτυλίσσεται σε 7 πράξεις, η καθεμία από τις οποίες αποτελείται από 7 σκηνές. Δράμα βέβαια σημαίνει ποίηση, και ποίηση υπάρχει ασφαλώς στην Αποκάλυψη, έστω κι αν εναλλάσσεται ο ποιητικός με τον πεζό λόγο, κατά τη συνήθεια των προλαλησάντων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης., οι οποίοι εκφράζονται με ποιητικό ρυθμό και πολλές φορές, μάλιστα, απροσδόκητα, εκεί που εξάγγειλαν το μήνυμα του Θεού σε πεζό λόγο. Στην Αποκάλυψη, «το τρομερό αποκαλύπτεται ντυμένο τον πορφυρούν μανδύα της ποίησης».
Τον ποιητικό παλμό του βιβλίου διέκριναν Έλληνες (Ευστρατιάδης, Σπεντζής, Ε. Παπαχρίστου, Θ. Κωνσταντίνου κ.α.) και ξένοι συγγραφείς (Garrington κ.α.). Ο Garrington, μάλιστα, θεωρεί το συγγραφέα της Αποκάλυψης ως λογοτεχνική ιδιοφυΐα και ως καλλιτέχνη μεγαλύτερο από τον Stevenson ή τον Bach, γιατί έχει μια πλουσιότερη από τον Bach αίσθηση της μελωδίας, του ρυθμού και της σύνθεσης.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ίσως υπερβολική αυτή την άποψη, δεν μπορεί όμως να παραγνωρίσει τα εσωτερικά ποιητικά και δραματικά χαρακτηριστικά του βιβλίου, όπως π.χ. αυτά που υπάρχουν στο 5ο κεφάλαιο, όπου οι 24 πρεσβύτεροι «άδουσιν ωδήν καινήν» λέγοντας:

«Άξιος ει λαβείν το βιβλίον
και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού,
ότι εσφάγης και ηγόρασας
τω Θεώ εν τω αίματί σου
εκ πάσης φυλής
και γλώσσης και λαού και έθνους...
» (5:9)

και στο 7ο κεφάλαιο:

«Και ο καθήμενος επί του θρόνου
σκηνώσει επ’ αυτούς
ου πεινάσουσιν επ’ ουδέ διψήσουσιν έτι
ουδέ μη πέσει επ’ αυτούς ο ήλιος
ουδέ παν καύμα,
ότι το αρνίον το ανά μέσον του θρόνου
ποιμανεί αυτούς
και οδηγήσει αυτούς
επί ζωής πηγάς υδάτων...
» (7:15-17)

Και πολύ περισσότερο στο 18ο κεφάλαιο, όπου υπάρχουν 3 από τα συγκλονιστικότερα ποιητικά τμήματα της Αποκάλυψης:

«Έπεσε! Η μεγάλη Βαβυλώνα έπεσε!
Έγινε πια κατοικία δαιμονίων,
καταφύγιο για κάθε ακάθαρτο πνεύμα...
Και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης
Οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες...
Ουαί, ουαί η πόλις η μεγάλη
Βαβυλών η πόλις η ισχυρά,
Ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου
.» (18:2-3, 9-10)

Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα άποψη, η Αποκάλυψη φιλολογικά εγκαινιάζει ένα ιδιαίτερο είδος στα πλαίσια της ευρύτερης αποκαλυπτικής γραμματείας. Αποτελεί ένα δράμα - κατά το πρότυπο του Ιώβ - που εξελίσσεται στον επίγειο χώρο, ενώ τα χορικά του ψάλλονται στον ουράνιο χώρο της σκηνής.
Όπως και να έχει το πράγμα, το αίσθημα της αρμονίας στην ποίηση της Αποκάλυψης είναι φανερό, και οι λαμπρές εικόνες του συγγραφέα αποδίδουν πλούσιο ποιητικό λόγο μ’ έναν εξαίσιο αποκαθαρμένο ύφος γραφής.
Ακόμα, δεν μπορεί να παραθεωρήσει κανείς το γεγονός, ότι ο τρόπος έκφρασης και οι πλαστικές εικόνες της Αποκάλυψης έχουν κάτι από τον υπερρεαλιστικό τρόπο του εκφράζεσθαι, όπως π.χ., η φράση «φωνή των πτερύγων», ή «η θέασις της φωνής ήτις ελάλει» (1:12). Τέτοιες εκφράσεις είναι κατάλληλες για έναν ένθεο ή εμπνευσμένο σαν τον Ιωάννη, που περιγράφει τα οράματα και την «αποκάλυψη» που «είδε», στη νήσο Πάτμο, όταν εγένετο «εν πνεύματι».
Έτσι, ο Ιωάννης καταγράφει τα ορώμενα με ελλειπτικό τρόπο έκφρασης, και με ποιητική γλώσσα συμβόλων και εικόνων παρουσιάζει το corpus της αλήθειας μέσα σε ελλάμψεις φωτός και εκλάμψεις φωτιάς και πυρός, «μεμειγμένων εν αίματι»... Ακολουθεί όμως μια λογική σειρά, που φθάνει σε μια κορύφωση των οραμάτων-επεισοδίων, που δεν έχει σχέση με το γνωστό υπερρεαλιστικό ποιητικό τρόπο της μη έλλογης-αυτόματης καταγραφής του Γάλλου Πωλ Ελυάρ ή του Αντρέ Μπρετόν και των οπαδών τους.
«Η γλώσσα του Ιωάννη - παρατηρεί ο Βίκτωρ Ουγκώ - έχει μια άγια και άγρια γοητεία. Ο λευκός γέροντας υπήρξε ένας απ’ τους μεγάλους περιπλανώμενους της πύρινης γλώσσας. Όλη η Βίβλος - συνεχίζει ο Ουγκώ - κλείνεται ανάμεσα σε δύο οραματιστές, τον Μωυσή και τον Ιωάννη. Αυτό το ποίημα των ποιημάτων προδιαγράφεται με το χάος στη Γένεση και τελειώνεται στην Αποκάλυψη με τους κεραυνούς. Η Αποκάλυψη είναι το σχεδόν ασυναίσθητο δημιούργημα της φοβερής αγνότητας... Στον Ιωάννη της Πάτμου αισθανόμαστε την επικοινωνία ανάμεσα σε ορισμένες μεγαλοφυΐες και στην άβυσσο. Σ’ όλους τους άλλους ποιητές μαντεύουμε αυτήν την επικοινωνία, στον Ιωάννη τη βλέπουμε και κάποτε την αγκαλιάζουμε κι αναρριγούμε ακουμπώντας το χέρι μας σ’ αυτήν τη σκοτεινή πόρτα. Από δω τραβάμε κατά τον Θεό».
Αυτά τα στοιχεία είναι ίσως ο λόγος που κάνουν την Αποκάλυψη να ασκεί τη «διακριτική (ή μη) γοητεία» της, ίσαμε σήμερα.[2]

Η ουσία, πάντως, είναι, ότι η Αποκάλυψη στην κυριολεξία «αποκαλύπτει» πως στη διαρκή διαμάχη μεταξύ των αντίθετων σατανικών δυνάμεων και των θεϊκών, τελικά θα κυριαρχήσει ο Θεός και θα θριαμβεύσει ο Ιησούς, ο βασιλιάς ο ενδεδυμένος λευκά ιμάτια, ο έχων διαδήματα πολλά στην κεφαλή. Έτσι, θα πληρωθεί ο λόγος του «καινού ουρανού και γης» και το «ιδού ποιώ καινά τα πάντα». Και ελπιδοφόρο στοιχείο είναι εκείνο που μπορεί να τρέφει το ενδιαφέρον κάθε ανθρώπου που θέλει να εισέλθει στη σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων όπου δε θα έχει καμιά θέση ο πόνος, το πένθος και το δάκρυ, «και ο θάνατος ουκ έσται έτι» (Αποκάλυψη 21:3-4).
Έτσι, η Αποκάλυψη, τελικά, εμφανίζεται ως ένα έπος της χριστιανικής ελπίδας.
Σε τελευταία ανάλυση το όλο περιεχόμενό της είναι υποκειμενικό ζήτημα πίστης και εσωτερικής αποδοχής.
Ο Ιωάννης, ο επονομασθείς από τον Ιησού Βοαναργές, δηλαδή υιός βροντής, είχε οράσεις για πράγματα «α εισίν και α μέλλει γενέσθαι». Και η Αποκάλυψη αποκαλύπτει το παρόν, με κατηγορίες του παρελθόντος στην προοπτική του μέλλοντος.
Όπως σωστά επεσήμανε ο Νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης: «Η Αποκάλυψη δεν είναι κείμενο ενός καιρού και μιας γενιάς ανθρώπων, αλλά όλων των καιρών και όλων των γενεών».

από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Υποσημειώσεις:
[1] Δεν μου διαφεύγει, το ότι πολλοί ερμηνευτές και μελετητές έχουν αμφισβητήσει την προέλευση της Αποκάλυψης από τον κάλαμο του Ιωάννη υιού του Ζεβεδαίου. Τα βασικά επιχειρήματά τους είναι, ότι υπάρχει σημαντική διαφορά στο λεκτικό και στο ύφος και στις ιδέες μεταξύ του Ευαγγελίου και της αποκάλυψης, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία έργο του συγγραφέα του πρώτου. Ο Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, δε θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο τόσο τρομερό με σθεναρά και ακατάληπτα μηνύματα - υποστηρίζουν οι θιασιώτες αυτής της άποψης. Ωστόσο, υπάρχει ένα πολύ ισχυρό ρεύμα αρχαίας παράδοσης του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα (Ιουστίνος ο μάρτυρας, Ειρηναίος, Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης, Ευσέβειος), που επιμένει ότι ο γνωστός Ιωάννης (όχι ο Ιωάννης ο πρεσβύτερος ή κάποιος άλλος), ευρισκόμενος εξόριστος στα τέλη της ζωής του στη νήσο Πάτμο, επί βασιλείας Δομητιανού (81-96 μ.Χ.), έγραψε εκεί την Αποκάλυψη. Παρά τις όποιες διαφορές στη γλώσσα και στο ύφος μεταξύ Ευαγγελίου και Αποκάλυψης, υπάρχουν όμως και αρκετές και σημαντικές ομοιότητες (μόνον ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τη λέξη Λόγο για τον Χριστό, Ευαγγέλιο Ιωάννη 1:1 - Αποκάλυψη 19:27) και κοινή θεολογική ατμόσφαιρα, γεγονότα που οδηγούν πολλούς νεότερους ερευνητές (B. Weiss, Zahn, E. Stauffer, Β. Ιωαννίδης, Π. Μπρατσιώτης, Ι. Καραβιδόπουλος) να δεχθούν το γνωστό απόστολο ως συγγραφέα της Αποκάλυψης. Απ’ τα άπειρα ερμηνευτικά σχολιολόγια, στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να βρει διαφωτιστικά σχόλια, ενδιαφέροντα είναι το υπόμνημα του καθηγητή Π. Μπρατσιώτη: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη» (Αθήνα 1950) και του καθηγητή Σ. Αγουρίδη: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη» (Θεσσαλονίκη 1995). Επίσης υποβοηθητικό είναι το πρόσφατο βιβλίο του Δ. Κυρτάτα: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι επτά εκκλησίες της Ασίας» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994). Από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το δίτομο υπόμνημα του R.H. Charles, A critical and exegetical commentary of the Revelation of St. John (1920) καθώς και τα έργα των H. Kraft, Die Offenbarung des Johannes (1974) και A. Feuillet, L’ ApocalypseQ E tat de la question (1963). Αυτά, βέβαια, εκτός από τις αναρίθμητες μελέτες, μονογραφίες, διατριβές και άρθρα.
[2] Το αποκαλυπτικό κλίμα της Αποκάλυψης έχει ασκήσει επιδράσεις όχι μόνο στη λογοτεχνία (G.M. Hopkins, T.S. Eliot κ.α.) αλλά και στη ζωγραφική. Τοιχογραφίες του Τζιόττο και του Σινιορέλλι, χαλκογραφίες του Dürer και πίνακες του Βελάσκεθ, του Ρούμπεν, του Γκρέκο κ.α. είναι εμπνευσμένες από το συναρπάζον περιεχόμενό της. Να σημειωθεί ακόμα ότι ο Πικάσσο, στη σύνθεσή του Γκουέρνικα, αποδίδει το θέμα αποκαλυπτικά - και στον κινηματογράφο ο Φασμπίντερ απέδωσε το έργο του A. Doblin Μπερλίν-Αλεξάντερ-πλατς με αποκαλυπτικά στοιχεία επίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: