20/11/09

Η σύγκρουση της Εκκλησίας με τη Συναγωγή - Α'

Η εντυπωσιακή άνοδος του Χριστιανισμού τους πρώτους 3 αιώνες της χριστιανικής περιόδου, συμβαδίζει με τη μεταφορά στους Χριστιανούς της παγανιστικής εχθρότητας προς τους Εβραίους. Στην αρχή το αγέρωχο βλέμμα του Ρωμαίου δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ των δύο θρησκειών. Και οι δύο αντίστοιχα απόλαυσαν τα προνόμια και δέχτηκαν τον διωγμό. Από τη στιγμή όμως, που έγινε ξεκάθαρη η διάκριση ανάμεσα στους Χριστιανούς και στους Εβραίους, η Εκκλησία έγινε κληρονόμος πολλών από τις κατηγορίες που βάραιναν τους Εβραίους πρωτύτερα. Τώρα ήταν η Εκκλησία «η βδελυρή δεισιδαιμονία με τα παράξενα και απάνθρωπα μυστήρια», ο Χριστιανός ήταν ο νέος «μισάνθρωπος», ο λατρευτής της χρυσής γαϊδουροκεφαλής, ο τελετουργικός δολοφόνος, ο άνθρωπος της ακολασίας και της αιμομειξίας.[1] Μερικοί παγανιστές συγγραφείς, όπως ο Κέλσος, ο Πορφύριος και ο Δίων Κάσσιος, έβρισκαν πιο εύκολο να αναφέρονται με ευγένεια στους Εβραίους, ιδιαίτερα όταν τους σύγκριναν με τους Χριστιανούς. Κατά τη διάρκεια του πιο αιματηρού διωγμού των Χριστιανών, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, απάλλασσε ρητά τους Εβραίους από τις θυσίες στα είδωλα και ανεχόταν τις παράνομες θρησκευτικές τους πρακτικές. Ήταν μία ανήσυχη συμμαχία για τους Εβραίους, οι οποίοι 3 φορές την ημέρα στις προσευχές τους απευθύνονταν στον Παντοδύναμο με την Σεμονέ Εζρέ: «Είθε η αυτοκρατορία της υπερηφάνειας [η Ρώμη] να πέσει, χωρίς καθυστέρηση, στους χρόνους μας».

ΣΠΟΡΟΙ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
Πριν ακόμα ξεψυχήσει ο παγανιστικός αντισημιτισμός, άρχιζε μία νέα διαμάχη. Η νεογέννητη Εκκλησία, που είχε βγει μέσα από τους κόλπους της Συναγωγής, παρουσιάστηκε ως η εκπλήρωση του Ισραήλ. Ο ιδρυτής της, καταγόμενος από την οικογένεια του Δαβίδ, είχε διακηρύξει ότι είχε έρθει «για τα χαμένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ» (Ματθαίος 10:6), και ότι «δεν ήρθα για να καταλύσω το Νόμο αλλά να τον εκπληρώσω» (Ματθαίος 5:17). Αλλά είχε επίσης παρουσιάσει τον εαυτό του ως τη μοναδική οδό προς τον Πατέρα, είχε ισχυριστεί ότι υπήρχε πριν τον Αβραάμ (Ιωάννη 8:58) και είχε αναθέσει στους ακόλουθούς Του να πάνε και να «κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη» (Ματθαίος 28:19). Η νέα πίστη περιείχε πολλά εβραϊκά, κάποια διεθνικά και κάποια αντιεβραϊκά στοιχεία. Οι μελλοντικές εξελίξεις θα καθόριζαν σε ποιά αναλογία θα κυριαρχούσαν αυτά τα στοιχεία, καθώς και τον βαθμό θεολογικού αντιιουδαϊσμού που θα ενσωματωνόταν στη διδασκαλία της Εκκλησίας, και τελικά το αν αυτός θα γινόταν πηγή αντισημιτισμού.[2]
Προς το παρόν, και ενώ η Συναγωγή θεωρούσε το νέο κίνημα ως μία ακόμα ιουδαϊκή αίρεση και οι Χριστιανοί είχαν ακόμα την ελπίδα ότι όλος ο Ισραήλ θα ερχόταν στην Εκκλησία, υπήρχε ειρήνη. Η πρώτη χριστιανική Εκκλησία, γεμάτη από ζήλο και θέρμη, ήταν εβραϊκή στην ηγεσία της, στα μέλη της και στη λατρεία της, και παρέμενε στον «περίβολο της Συναγωγής». Αλλά όσο γινόταν αισθητή η παγκοσμιότητα του μηνύματος των ευαγγελίων (που δεν είχαν ακόμα όλα γραφτεί), μία σειρά εξελίξεων βαθμιαία έβαλε τέλος σε αυτήν την ασταθή ισορροπία. Σύντομα έγινε ξεκάθαρο πως η πλειονότητα των Εβραίων δε θα έμπαινε στην Εκκλησία. Αυτή η συνειδητοποίηση έφερε σε αμηχανία τους πιστούς Χριστιανούς, των οποίων η πίστη είχε οικοδομηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της πάνω στις εβραϊκές Γραφές και στον Εβραίο Μεσσία. Με το προφητικό του κήρυγμα, ο Στέφανος κατηγόρησε τον εβραϊκό λαό και τους ηγέτες του για ανυπακοή στον Μωυσή και στον Μεσσία (Πράξεις 7:2-7:53). Ο Παύλος κήρυξε την ανεπάρκεια του Νόμου για τη σωτηρία και του Ιουδαίου και του Εθνικού, κι αντιμετωπίζοντας διωγμό από τους Εβραίους στράφηκε προς τους Εθνικούς (Ρωμαίους 1:16, 2:10-11). Μέσω μιας υπερφυσικής επικοινωνίας, ο Πέτρος διδάχτηκε να δεχτεί στην Εκκλησία τον ημιπροσήλυτο Ρωμαίο αξιωματικό Κορνήλιο, χωρίς να τον υποχρεώσει να τηρεί το Νόμο (Πράξεις κεφ. 10). Η σύνοδος των αποστόλων στην Ιερουσαλήμ αποφάσισε οι πιστοί από τα έθνη να μην είναι υποχρεωμένοι να τηρούν το Νόμο (Πράξεις 15:5-11, Γαλάτες κεφ. 2). Τελικά, στην Αντιόχεια, ο Παύλος αντιμετώπισε τον Πέτρο, επιμένοντας ότι ενώ οι Εβραίοι Χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να τηρούν ή όχι τον Νόμο, η πίστη στον Ιησού Χριστό ήταν απαραίτητη και επαρκής για τη σωτηρία (Γαλάτες 2:11-21). Αυτό ήταν το τελικό κλείσιμο του θέματος. Έτσι, ο Ιουδαιο-χριστιανισμός, απορριμμένος από Εβραίους και Χριστιανούς, επρόκειτο να γίνει θηλιά στο λαιμό και των δύο, και πηγή συγκρούσεων για τη Συναγωγή και για την Εκκλησία.
Στα μέσα του 1ου αιώνα, ο Παύλος έθεσε το πλαίσιο για τη θεολογία της Εκκλησίας σχετικά με το λαό Ισραήλ: ο Νόμος, που είχε μεταβατικό και προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, τελείωσε με την εκπλήρωσή του από τον Χριστό. Η παγκόσμια σωτηρία βρίσκεται στην πίστη στον Χριστό, και η πίστη είναι καρπός της χάρης. Το φορτίο του Νόμου αντικαθίσταται με την ελπίδα και την ελευθερία του ευαγγελίου (επιστολή προς Γαλάτες και προς Ρωμαίους). Στην προς Ρωμαίους επιστολή του (κεφ. 9-11) αυτό το δόγμα κάπως μετριάσθηκε: με θλίψη για τους ομοεθνείς του - χάριν των οποίων ευχόταν να ήταν ανάθεμα - ο Απόστολος δίδαξε ότι και αν ακόμα οι Εβραίοι είχαν αποτύχει να πιστέψουν στον Ιησού ως Μεσσία, ο Θεός δεν τους είχε απορρίψει. Αν και σκόνταψαν δεν έπεσαν. Ο Θεός είχε κλείσει τα μάτια τους μέχρις ότου το πλήρωμα των Εθνικών εισέλθει στη σωτηρία. Στο πλήρωμα των καιρών, θα επιστρέψουν, και η συμφιλίωσή τους με τον Χριστό θα αποτελέσει μία χρυσή εποχή για την Εκκλησία και τον κόσμο. Το χρέος των Χριστιανών είναι όχι να τους περιφρονούν, αλλά να τους διεγείρουν σε άμιλλα με την αγιότητα της ζωής τους. Στην πραγματικότητα οι Εβραίοι είναι για τον Θεό «αγαπητοί, εξαιτίας των πατέρων. Γιατί τα χαρίσματα και το κάλεσμα του Θεού δεν ανακαλούνται» (Ρωμαίους 11:28-29).
Αυτό το δόγμα του Παύλου, για διαχωρισμό από τη θρησκεία του Ιουδαϊσμού, αλλά αγάπη προς τους Εβραίους, καθόρισε την πρωταρχική και αυθεντική στάση της Εκκλησίας. Αλλά, μετά τα πρώτα χρόνια, που η αποκοπή της Εκκλησίας από το μητρικό σώμα ολοκληρώθηκε, άρχισαν να υπερτονίζονται οι αρνητικές πλευρές της σχέσης Εκκλησίας-Ιουδαϊσμού, με τη διδασκαλία της αντικατάστασης του Ισραήλ από την Εκκλησία. Μία λιγότερο φιλάνθρωπη προς τους Εβραίους παράδοση άρχισε να αναπτύσσεται και να επισκιάζει τη διδασκαλία του Παύλου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ
Η Συναγωγή απέρριψε τους ισχυρισμούς του Χριστιανισμού και έδωσε το πρώτο χτύπημα στην πάλη που άρχιζε. Οι Ελληνιστές Εβραίοι προσήλυτοι της Εκκλησίας διώχτηκαν από την Ιερουσαλήμ. Ο Στέφανος φονεύθηκε, καθώς και οι δύο Ιάκωβοι - ο Ιάκωβος ο Μικρός με ενέργεια του Σαδδουκαίου αρχιερέα. Ο Πέτρος αναγκάστηκε να φύγει από την Παλαιστίνη λόγω του διωγμού από τον Ηρώδη Αγρίππα Α', και ο Παύλος υπέφερε διωγμούς, φυλακίσεις, καταγγελίες Εβραίων στις ρωμαϊκές αρχές, δεχόμενος συνεχώς απειλές θανάτου από συμπατριώτες του. Ο θάνατος του Βαρνάβα (περί το 60 μ.Χ.) «στα χέρια Ιουδαίων» στην Κύπρο, αναφέρεται ομόφωνα από τους αρχαίους βιογράφους των αγίων.
Ο διωγμός των Χριστιανών από τον Νέρωνα, στα μέσα του 1ου αιώνα, ίσως να υποκινήθηκε από Εβραίους. Καθώς ακόμα οι Χριστιανοί δεν είχαν ως θρησκευτική ομάδα διακριθεί από τους Εβραίους στα μάτια των Ρωμαίων, δε θα μπορούσαν να διωχθούν αν δεν είχαν υποδειχτεί από κάποιον. Ανάμεσα στους πιθανούς πληροφοριοδότες πρέπει να ήταν και η Ποππαία, η γυναίκα του Νέρωνα, μία ημιπροσήλυτη στον Ιουδαϊσμό και η ακολουθία της. Το κίνητρο που της αποδόθηκε από τον Κλήμη, επίσκοπο Ρώμης, ήταν «ζήλεια και φθόνος».[3]
Αυτήν την περίοδο, η έχθρα των Εβραίων προς τους Χριστιανούς δεν αποτελούσε, σε καμία περίπτωση, μία συνολική στάση. Η ουδετερότητα του Γαμαλιήλ, που αναφέρεται στις Πράξεις (5:38-39), ήταν η πιο συνηθισμένη στάση: «Μείνετε μακριά από αυτούς τους ανθρώπους και αφήστε τους ήσυχους. Γιατί αν αυτό το έργο είναι από ανθρώπους, θα ματαιωθεί. Αν όμως είναι από τον Θεό, δεν μπορείτε εσείς να το ματαιώσετε, και προσέχετε μήπως βρεθείτε να μάχεστε ενάντια στον Θεό». Η άποψή του συνόψιζε τα συνήθη συναισθήματα της μερίδας των Φαρισαίων απέναντι σε ετερόδοξες αιρέσεις. Προς το τέλος του 1ου αιώνα, ο Ραβί Ελιέζερ έβλεπε με μετριοπάθεια τον Χριστιανισμό και υποστήριξε ότι θα υπήρχε μία θέση για τον Ιησού στον μελλοντικό κόσμο. Έναν αιώνα αργότερα, ο Τερτυλλιανός ανέφερε Εβραίους που πρόσφεραν άσυλο στις συναγωγές τους σε Χριστιανούς, στη διάρκεια των διωγμών. Και υπήρχαν περιπτώσεις, επιβεβαιωμένες από την αρχαιολογία, που Χριστιανοί μάρτυρες θάβονταν σε εβραϊκά κοιμητήρια.
Η εβραϊκή εχθρότητα την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού δεν ήταν μεγάλη - αποτελούσε σποραδικό φαινόμενο. Το παράπονο του Ιουστίνου, του Χριστιανού φιλόσοφου και μετέπειτα μάρτυρα, προς τον Εβραίο Τρύφωνα, «Δεν μπορείτε να χρησιμοποιείτε βία εναντίον των Χριστιανών εξαιτίας αυτών που είναι στην εξουσία...», πρέπει να ληφθεί υπόψη, αλλά όχι να μεγαλοποιηθεί. Οι χριστιανοί ιστορικοί των πρώτων αιώνων έτειναν να υπερβάλλουν το μέγεθος του εβραϊκού μίσους, ιδιαίτερα του λαϊκού τύπου.
Ο πόλεμος με τους Ρωμαίους (66-70 μ.Χ.) και η καταστροφή του Ναού στην Ιερουσαλήμ αποδείχτηκε καθοριστικό σημείο για τις εβραιο-χριστιανικές σχέσεις. Καθώς ο πόλεμος άρχισε, οι Χριστιανοί εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ και πήγαν στην Πέλλα, όπου παρέμειναν σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Για τους Εβραίους, αυτή η απειθαρχία ήταν δηλωτική της νέας αίρεσης, και δεν άφηνε αμφιβολία στο μυαλό τους ότι οι Χριστιανοί είχαν απομακρυνθεί όχι μόνον από την τήρηση του Νόμου αλλά και από τις εθνικές προσδοκίες. Αλλά οι Εβραίοι Χριστιανοί είδαν στο γεγονός της καταστροφής του Ναού την εκπλήρωση της αντίστοιχης προφητείας του Χριστού και είχαν μία επιβεβαίωση της πίστης τους ότι το σκήπτρο είχε περάσει από τον Ιουδαϊσμό στην Εκκλησία. Η νέα αντίληψη που δημιουργήθηκε και στις δύο πλευρές βοήθησε στην αύξηση της μεταξύ τους έντασης.
Ο οριστικός χωρισμός, για τους Εβραίους, συνέβη το έτος 80, όταν το Συνέδριο στη Γιάμνια εισήγαγε μία κατάρα στην προσευχή Σεμονέ Εσρέ, που απαγγελλόταν τρεις φορές την ημέρα από τους Εβραίους: «Είθε οι Μινίμ να χαθούν σε μία στιγμή. Είθε να σβηστούν από το βιβλίο της ζωής και να μην αριθμηθούν μεταξύ των δίκαιων». Πολύ αντιλογία υπάρχει σχετικά με αυτήν την κατάρα, και ειδικά με τον όρο Μινίμ. Όλοι συμφωνούν στο ότι η προσευχή αυτή εισήχθηκε με σκοπό να διώξει τους Εβραίους Χριστιανούς από τις συναγωγές, και στο ότι Μινίμ σημαίνει αιρετικοί, περιλαμβάνοντας τους Εβραίους Χριστιανούς, και τους επόμενους αιώνες όλους τους Χριστιανούς. Αλλά πολλοί αρνούνται ότι ο όρος συμπεριλάμβανε, τους πρώτους αιώνες, και τους Εθνικούς Χριστιανούς. Μετά από έρευνα των κατάλληλων κειμένων του Ταλμούδ, ο Marcel Simon συμπεραίνει, ωστόσο, ότι «ο όρος αναφερόταν στην αρχή όχι μόνο σε αποστάτες Ιουδαίους, αλλά επίσης και στον Χριστιανισμό, κάθε απόχρωσης, που θεωρούνταν η μεγαλύτερη αποστασία από τον Ιουδαϊσμό».
Την ίδια εκείνη εποχή, στάλθηκαν επιστολές από το Συνέδριο σε όλη τη διασπορά, σχετικά με τη νέα κατάρα και τη στάση που έπρεπε να υιοθετηθεί απέναντι στον Χριστιανισμό.[4] Τρεις από τους Πατέρες - ο Ιουστίνος, ο Ευσέβιος, και ο Ιερώνυμος - μας δίνουν μία ιδέα του περιεχόμενου των επιστολών, το οποίο πρέπει να έχει σε κάποιο βαθμό αλλαχτεί: ο Ιησούς ήταν ένας θρησκευτικός απατεώνας, που τον φόνευσαν οι Ιουδαίοι, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του και κήρυξαν την ανάστασή του, αποκαλώντας τον «ο Υιός του Θεού». Οι Ιουδαίοι δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση με τους οπαδούς του. Η απόφαση της Γιάμνιας, που μεταφέρθηκε με αυτές τις επιστολές, αποτελούσε έναν επίσημο και οριστικό αφορισμό των Χριστιανών από τη Συναγωγή.
Για τον Χριστιανισμό η οριστική αποκοπή άργησε περισσότερο να έρθει. Ο Παύλος είχε αποφασίσει για το θέμα από δογματική άποψη, αλλά είχε αφήσει τους Εβραίους Χριστιανούς να συνεχίζουν να τηρούν τις εντολές του Νόμου, και ακόμα και ο ίδιος έμενε προσκολλημένος σε αυτές από φόβο να μη σκανδαλιστούν οι αδελφοί του (Α' Κορινθίους 9:20). Είναι πιθανό αυτό το πνεύμα της ανοχής να επέζησε μέσα στην Εκκλησία για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Στα μέσα του 2ου αιώνα, για παράδειγμα, ο Ιουστίνος δείχνει μία ανοχή προς αυτούς τους ιουδαΐζοντες, αν και τέτοιου είδους στάση είναι εξαίρεση. Ακόμη και μετά τον αφορισμό του Συνεδρίου, προφανώς πολλοί Χριστιανοί εβραϊκής καταγωγής είχαν την ελπίδα ότι το έθνος τους θα δεχόταν τελικά τον Ιησού ως Μεσσία. Δεν ήταν παρά το 130 μ.Χ. που οι ελπίδες έσβησαν οριστικά, όταν η πλειονότητα των Εβραίων, περιλαμβανόμενου και του επιφανούς ραβί Ακίμπα, που είχε μεγάλη επιρροή, χαιρέτισαν τον Μπαρ Κοχμπά ως Μεσσία. Πριν από αυτό όμως, ήδη από το 100 μ.Χ., η χριστιανική στάση απέναντι στον Ιουδαϊσμό είχε σκληρύνει. Η εχθρότητα της Συναγωγής και η άρνηση της πλειονότητας των Εβραίων να εισέλθουν στην Εκκλησία, παρά το κήρυγμα των αποστόλων, εκλαμβανόταν όλο και πιο πολύ ως τύφλωση και κακία.
Οι ιστορικοί και οι ερμηνευτές έχουν παρατηρήσει την προοδευτική αλλαγή στον τόνο της Κ. Διαθήκης, που σημάδεψε τη στάση απέναντι στους Εβραίους, καθώς αυτή γραφόταν κατά το δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα, και πολλοί προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τις ρίζες του αντισημιτισμού μέσα στις ίδιες τις ιερές σελίδες. Τα αντιιουδαϊκά χωρία απομονώνονται από πολλά μέρη της Κ. Διαθήκης, ιδιαίτερα από το ευαγγέλιο του Ιωάννη, που γράφτηκε περί το τέλος του 1ου αιώνα, το οποίο πολλές φορές χρησιμοποιεί τη φράση «οι Ιουδαίοι» με υποτιμητικό τρόπο. Ο όρος «Ιουδαίοι» μπορεί, ωστόσο, να δίνεται σε αντιδιαστολή με τον όρο «Γαλιλαίοι», που ήταν οι Εβραίοι του Β. Ισραήλ, και που δεν ακολουθούσαν τις παραδόσεις του οργανωμένου ραβινισμού, της Ιουδαίας, του Ν. Ισραήλ, και γι’ αυτό βρίσκονταν σε διαφωνία. Παρόλα αυτά, από μερικούς, ο Ιωάννης έχει αποκαλεστεί «ο πατέρας του αντισημιτισμού».
Υπάρχει αντισημιτισμός στην Κ. Διαθήκη; Η ερώτηση είναι σύνθετη κι αμφιλεγόμενη. Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι απαραίτητο να δώσουμε μία αυστηρή προσοχή στον όρο αντισημιτισμός, προσοχή που συχνά δεν δίνεται, ακόμα και σε λόγιες συζητήσεις του θέματος. Θεωρώ ότι αντισημιτισμός είναι: 1) όχι ο θεολογικός αντιιουδαϊσμός, αν και αυτός μερικές φορές μπορεί να περιέχει αντισημιτισμό, ούτε 2) οι αρνητικές διακηρύξεις των Προφητών, ούτε 3) στοιχεία που μπορεί να οδηγούν - ή έχουν οδηγήσει στην ιστορία - σε αντισημιτισμό, αλλά τέλος, 4) μόνον στάσεις, λόγοι, ή πράξεις που εμπεριέχουν μίσος ή περιφρόνηση του εβραϊκού λαού ως άξιου μίσους ή περιφρόνησης (Ο χαρακτηρισμός, άξιου, είναι ο πιο ακριβής και σημαντικός παράγοντας του ορισμού). Υπό το φως ενός τέτοιου ορισμού, γνώμη μου είναι ότι η Κ. Διαθήκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει στοιχεία αντισημιτισμού, παρά το γεγονός ότι περιέχει αντιιουδαϊκή θεολογία και αντιιουδαϊκές καταγγελίες προφητικού ύφους, που αποτέλεσαν ένα υπόστρωμα για τον μεταγενέστερο χριστιανικό αντισημιτισμό.
Έχει σημασία για τον ιστορικό αυτής της περιόδου να προσέξει ότι η βαθμιαία σύνθεση της Κ. Διαθήκης, στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα, συμβάδιζε με μία επιδείνωση των εβραιο-χριστιανικών σχέσεων που δε θα μπορούσε να μην αντανακλαστεί στα κείμενα εκείνης της περιόδου, και τα ανθρώπινα και τα θεϊκά. Ο Παύλος, γράφοντας πρώτος, παρότι μας προμηθεύει πλήρως με αντιιουδαϊκή θεολογία, έχει τα καλύτερα λόγια για τους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό. Τα τελευταία κείμενα της Κ. Διαθήκης είναι του Ιωάννη, ο οποίος έγραψε τελευταίος, και έχουν στοιχεία αντιιουδαϊσμού.[5] Είναι φανερό πως η κατάσταση έχει αλλάξει. Από την εποχή του Παύλου μέχρι εκείνη του Ιωάννη, ο διωγμός των Χριστιανών εντάθηκε. Οι Χριστιανοί διώχτηκαν από τις Συναγωγές, ο Ναός και η Ιερουσαλήμ καταστράφηκαν (στο χριστιανικό νου, αυτό φάνηκε ως θεϊκή τιμωρία). Η Εκκλησία της εποχής του Ιωάννη ερμήνευσε λανθασμένα τη δική της δύσκολη κατάσταση ως μία απλή επανάληψη αυτών που είχαν συμβεί στον Ιησού, στους αποστόλους και στην απαρχή της Εκκλησίας. Η εισροή πιστών στην Εκκλησία, που ήταν πρώην ειδωλολάτρες, είχε χειροτερέψει τα πράγματα. Θα ήταν, από ιστορική άποψη, πολύ απίθανο οι μορφωμένοι Εθνικοί Χριστιανοί, που ήταν εξοικειωμένοι με τους κλασσικούς παγανιστές αντισημίτες συγγραφείς, και οι αμόρφωτοι από την Αλεξάνδρεια και τα άλλα εμπορικά κέντρα, όπου είχε υλοποιηθεί ο αντισημιτισμός, να μην είχαν μεταφέρει μέρος αυτής της προϋπάρχουσας αντισημιτικής εχθρότητας μέσα στους κόλπους της νέας τους πίστης. Αν και αυτή η συνεισφορά θα ήταν σχετικά μικρή, ωστόσο, αναμφίβολα, θα ήταν αρκετή για να ενεργεί ως μία συνεχής διέγερση του υπάρχοντος αντιιουδαϊσμού στη χριστιανική θεολογία.

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΩΝ
Από την Πατερική φιλολογία του τέλους του 1ου αιώνα, μόνον η Διδαχή και η Επιστολή Βαρνάβα ασχολούνται με τον Ιουδαϊσμό.[6] Η μοναδική αναφορά που υπάρχει στη Διδαχή, που προειδοποιεί τους Χριστιανούς ότι «δεν πρέπει να νηστεύουν τις ίδιες μέρες με τους υποκριτές», είναι διφορούμενη. Η αναφορά πιθανά απευθύνεται στους ιουδαΐζοντες μέσα στην Εκκλησία, αλλά επειδή χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό της Κ. Διαθήκης για τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους (Ματθαίος 23:13-29), μπορεί να αναφέρεται στην ηγεσία της Συναγωγής. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αναφέρεται σε όλους γενικά τους Εβραίους. Η ψευδεπίγραφη Επιστολή Βαρνάβα, χρησιμοποιώντας την αλληγορική ερμηνεία, προσπαθεί να δείξει πως ο Ισραήλ κατανόησε λανθασμένα την Π. Διαθήκη, η οποία, κατά τον συγγραφέα, ποτέ δεν έπρεπε να ακολουθείται κατά γράμμα, αφού όλα σ’ αυτήν είναι μία προεικόνιση του Χριστού και της Εκκλησίας: «Μην προσθέτετε στις αμαρτίες σας και λέτε ότι η Διαθήκη είναι και δική τους και δική μας. Ναι! Είναι δική μας· αλλά έτσι αυτοί την χάνουν για πάντα...». Με την ακραία αλληγορικότητα αυτής της επιστολής μπαίνουμε σε έναν δρόμο που καταλήγει στον Μαρκίωνα, τον Γνωστικό αιρεσιάρχη του 2ου αιώνα, ο οποίος απέρριψε ολότελα την Π. Διαθήκη. Τότε τα όρια της ορθής πίστης, ανάμεσα στα οποία η Εκκλησία θα πορευόταν μία επικίνδυνη πορεία, διαγράφηκαν ξεκάθαρα: ανάμεσα στη Σκύλλα του Γνωστικισμού και στη Χάρυβδη του Ιουδαϊσμού.
Καθώς έμπαινε ο 2ος αιώνας, ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιόχειας, έστειλε τις ένθερμες επιστολές του προς τις χριστιανικές εθνικές κοινότητες για να τις προειδοποιήσει ενάντια στην αίρεση, ιδιαίτερα τον Ιουδαϊσμό: η χριστιανική ελπίδα δεν χρειάζεται «απαρχαιωμένες πρακτικές», γιατί αυτοί που ιουδαΐζουν είναι σαν «τάφοι και ταφόπετρες σκαλισμένες με τα ονόματα των ανθρώπων». «Ο Χριστιανισμός», έγραφε στους Χριστιανούς της Μαγνησίας, «δεν πίστεψε στον Ιουδαϊσμό, αλλά ο Ιουδαϊσμός στον Χριστιανισμό». Με βάση την τελευταία παρατήρηση, και τη θεωρία της προεικόνισης της Επιστολής Βαρνάβα, δημιουργήθηκε ένα γόνιμο αντικείμενο: ότι η Εκκλησία είναι, και πάντα ήταν, ο αληθινός λαός Ισραήλ, ενώ οι Εβραίοι δεν ήταν.
Ο 2ος αιώνας υπήρξε μάρτυρας της διεύρυνσης της διαμάχης μεταξύ Εκκλησίας και Συναγωγής, καθώς και οι δύο ανταγωνίζονταν να κερδίσουν την παγανιστική ψυχή - η πρώτη μέσα σε πολιτικές συνθήκες που ολοένα και χειροτέρευαν, ενώ η δεύτερη σε συνθήκες που, μετά τον Αδριανό (117-138 μ.Χ.), ολοένα και καλυτέρευαν. Οι Χριστιανοί ξεπερνούσαν σε αριθμό τους Εβραίους, και υιοθέτησαν έναν επιθετικότερο τόνο στη διαμάχη. Εμφανίστηκαν στοιχεία μιας πιο εχθρικής χριστιανικής θεολογίας, σχετικά με την εβραϊκή ενοχή και τιμωρία. Οι Εβραίοι, νοιώθοντας προσβολή από τους χριστιανικούς ισχυρισμούς και πρόκληση από τις χριστιανικές επιτυχίες, επιδόθηκαν σε κακολογίες και βία, και μερικοί από αυτούς συμμετείχαν ως ένα βαθμό στους αυτοκρατορικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών.
Είναι μία δύσκολη περίοδος για τον ιστορικό. Δεν είναι εύκολο να καθοριστούν τα γεγονότα, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με την εβραϊκή ανάμιξη στους διωγμούς των Χριστιανών. Κατά κανόνα, ορισμένοι Εβραίοι και μη Εβραίοι συγγραφείς τείνουν να μεγαλοποιήσουν τη συμμετοχή της Εκκλησίας στον αναδυόμενο αντισημιτισμό, ενώ αρκετοί χριστιανοί λόγιοι υποθέτουν, άδικα, μία αδυσώπητη αντιχριστιανική μανία από μέρους όλων γενικά των Εβραίων.[7]
Το καλύτερο είναι να αφήσουμε, όσο είναι δυνατόν, τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους. Για να υπάρχει πιο διαυγής αντίληψη θα παραθέσουμε ξεχωριστά τα λεγόμενα της Εκκλησίας και της Συναγωγής.

Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΚΟΥ ΜΙΣΟΥΣ
Στις χριστιανικές πηγές αναφέρεται συνεχώς η κατηγορία για ιουδαϊκό μίσος. Ο Ιουστίνος (100-165 μ.Χ.), στο Διάλογο Τρύφωνος, επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτό το σημείο. Σε μία περίπτωση αντιμετωπίζει τον Ιουδαίο Τρύφωνα με την απλή δήλωση, «Εσείς μας μισείτε και (όποτε έχετε τη δύναμη) μας σκοτώνετε». Ο Τερτυλλιανός (155-222 μ.Χ.) επιγράφει τους Εβραίους ως «πηγή όλων των κατηγοριών εναντίον μας» και στις αρχές του 4ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.) είπε, «Ας μην έχουμε καμία σχέση με τους Ιουδαίους που είναι εχθροί προς εμάς». Αυτά τα λίγα δείγματα, από πολλές κατηγορίες διαθέσιμες, μας δείχνουν τη σοβαρότητα της κατηγορίας. Η απάντηση που έχει δοθεί είναι ότι οι κατήγοροι, μη έχοντας σχέσεις με σωστούς Εβραίους, έχουν κατασκευάσει μία θεολογική έννοια που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Δίνεται το παράδειγμα του Ωριγένη που, σχολιάζοντας τα λόγια ενός Ψαλμού, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ότι απαιτούν εχθρότητα από τους Εβραίους απέναντι στους Χριστιανούς, ισχυριζόταν ότι «οι Ιουδαίοι λυσσούν κατά των Χριστιανών με ακόρεστη μανία». Κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις συναντάμε στους Πατέρες.
Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτούς τους πρώτους αιώνες θεμελιώθηκε ένα θεολογικό οικοδόμημα κατά των Εβραίων, το οποίο φτάνοντας στον 4ο αιώνα, είχε χάσει πολλά από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Αλλά ακόμα και έτσι, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να προσπαθήσουμε με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσουμε όλο το Ιουδαϊκό μίσος για τον Χριστιανισμό. Ο Ιουστίνος και ο Ωριγένης είχαν στενές επαφές με ραβίνους της εποχής τους, και, από την άλλη, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν θεολόγος.
Έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά ιουδαϊκής βίας εναντίον Χριστιανών, που δείχνουν ότι το ιουδαϊκό μίσος ήταν διαδεδομένο και, αν και σποραδικό, συχνά ήταν έντονο. Το 117 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός, Ιουδαίοι συμμετείχαν στη θανάτωση του Συμεώνος, επισκόπου της Ιερουσαλήμ. Στη διάρκεια της εξέγερσής του Μπαρ Κοχμπά (132-135 μ.Χ.) σφάχτηκαν Ιουδαίοι που παρέμεναν πιστοί στον Ιησού. Το 155 στη Σμύρνη, όταν ο Πολύκαρπος καταδικάστηκε να καεί, «οι Ιουδαίοι μάζεψαν ξύλα για τη πυρά, όπως είναι συνηθισμένο σ’ αυτούς να κάνουν». Στη Σμύρνη έναν αιώνα αργότερα, ο Χριστιανός μάρτυρας Πιόνιος που κάηκε στο διωγμό του Δεκίου, απευθύνθηκε στους Ιουδαίους που τον χλεύαζαν πριν το θάνατό του:
«Λέω αυτό προς εσάς Ιουδαίοι ... ότι εάν είμαστε εχθροί σας, είμαστε επίσης ανθρώπινα όντα. Έχει κανείς από εσάς πληγωθεί από εμάς; Προκαλέσαμε βασανιστήρια σε εσάς; Πότε σας έχουμε κατηγορήσει άδικα; Πότε σας έχουμε βλάψει με τα λόγια μας; Πότε σας έχουμε σύρει με σκληρότητα σε βασανιστήρια;»
Από αυτό το κείμενο φαίνεται ότι οι Εβραίοι δε συμμετείχαν άμεσα στο μαρτύριο, αλλά το υποστήριζαν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το μαρτύριο του Φίλιππου Ηράκλειας και του διακόνου Ερμή, το 304. Άλλες κατηγορίες για διωγμό από μέρους των Εβραίων περιέχονται στο Acta Sanctorum, αλλά η ιστορικότητα αυτών των αναφορών αμφισβητείται.
Ο Ιουστίνος κατηγόρησε τους Ιουδαίους ότι καταδίωξαν και δυσφήμησαν Χριστιανούς σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Για παράδειγμα, παραπονιέται στον Ιουδαίο Τρύφωνα: «Διώχνετε κάθε Χριστιανό όχι μόνο από την ιδιοκτησία του αλλά και από όλο τον κόσμο, γιατί δεν αφήνετε Χριστιανό να ζήσει». Ο Τερτυλλιανός κατηγόρησε τους Ιουδαίους ότι «έχουν προσκολλήσει βλασφημία στο Όνομα», και αποκαλούσε τις συναγωγές των ημερών του «πηγές διωγμού». Ο Ωριγένης τούς κατηγορούσε για ψευδείς διαδόσεις εναντίον των Χριστιανών, όπως ότι οι Χριστιανοί έχουν κανιβαλικές πρακτικές και επιδίδονται σε όργια. Και η Επιστολή προς Διόγνητον έγραφε ότι οι Χριστιανοί «δέχονται επιθέσεις από Ιουδαίους σαν να ήταν Εθνικοί, και διώκονται από τους Έλληνες, αλλά αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να βρουν κάποιο λόγο για το μίσος τους».
Οι πιο προκλητικές για τους Χριστιανούς ήταν οι εβραϊκές προσβολές προς το πρόσωπο του Χριστού, για τις οποίες παραπονιούνται ο Ιουστίνος, ο Τερτυλλιανός, ο Ευσέβιος, ο Ιππόλυτος και ο Ωριγένης, και τις οποίες ο Κέλσος, παγανιστής αντιχριστιανός φιλόσοφος, τις χρησιμοποίησε στην πολεμική του εναντίον των Χριστιανών. Μερικές από αυτές τις προσβολές βρίσκονται στο Ταλμούδ - η παλαιστινιακή έκδοση του οποίου συντέθηκε στη διάρκεια του 3ου και 4ου αιώνα - ενώ άλλες κυκλοφορούσαν μεταξύ του λαού. Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι οι Ιουδαίοι κορόιδευαν τον Ιησού, τον καταριόνταν και τον πρόσβαλλαν, «όπως οι αρχηγοί των συναγωγών σας σάς διδάσκουν να κάνετε μετά τις προσευχές σας». Στο έργο του Κατά Κέλσου, ο Ωριγένης δίνει μία σύνοψη των προσβολών: ο Ιησούς, που ήταν νόθος γιός ενός Ρωμαίου στρατιώτη, του Πάνθηρα, ήταν απατεώνας και μάγος. Μετά τον θάνατό του επινοήθηκαν από τους μαθητές του διάφορα θαύματα σχετικά με αυτόν. Κυκλοφορούσαν και άλλες ιστορίες κατώτερης μορφής, στις οποίες ο Ιησούς παριστανόταν ως ληστής και ως δαιμονισμένος. Αργότερα αυτές οι συκοφαντίες συντέθηκαν στο Toledot Yeshu.[8]
Η ραβινική αντίδραση αυτήν την περίοδο δυνάμωσε, καθώς η γοργά αυξανόμενη Εκκλησία απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Ιουδαϊσμού. Πριν μπει ο 4ος αιώνας, η Εκκλησία αντιπροσώπευε, κατά τον Μarcel Simon, «τον εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό». Ο διάσημος ραβί Ταρφόν, της Ιερουσαλήμ, για παράδειγμα, επικαλέστηκε μία κατάρα επάνω του αν δεν έκαιγε τις χριστιανικές Γραφές άσχετα με το αν περιείχαν το θεϊκό όνομα, αφού οι Χριστιανοί ήταν χειρότεροι από τους Εθνικούς, και ο Ραβί Μέιρ αποκαλούσε τα Ευαγγέλια «αποκάλυψη της ανομίας».
Μπορούν οι μαρτυρίες που αναφέρθηκαν να γίνουν δεκτές ως αποδείξεις ενός γενικευμένου και αδυσώπητου μίσους του Ιουδαίου κατά του Χριστιανού; Οι περισσότεροι Χριστιανοί ιστορικοί πιστεύουν ότι μπορούν, αλλά ο Parkes πιστεύει ότι το μίσος ήταν περιορισμένο και φούντωνε εξαιτίας της χριστιανικής θεολογίας. Ο Simon παραδέχεται την πραγματικότητα της ιουδαϊκής βίας, καθώς επίσης δέχεται και «μία υψηλή πιθανότητα» για τις βλασφημίες. Όσο για τους Ιουδαϊκούς διωγμούς των Χριστιανών έχει την άποψη ότι «οι λίγες βεβαιωμένες περιπτώσεις ενεργητικής εχθρότητας δεν φαίνεται, να προχωρούν πιο πέρα από τη περιοχή των ατομικών και τοπικών πράξεων. Δεν τίθεται θέμα μιας γενικής συνομωσίας του Ιουδαϊσμού, αλλά πρόκειται για μεμονωμένες πράξεις μερικών Εβραίων, οι οποίοι υποκινούσαν ή διέγειραν το μίσος του λαού».

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις:
[1] Τέτοιες περιγραφές για τους Χριστιανούς βρίσκουμε στον Τάκιτο, στον Πλίνιο το Νεώτερο, στον Σουητώνιο, στον Μινίκιο Φήλικα και στον Μάρκο Αυρήλιο.
[2] Ο αντιεβραϊσμός θεωρείται εδώ ως η θεολογική ή απολογητική στάση, η οποία συμπεριλαμβάνει όλες τις αντιθέσεις στην εβραϊκή θρησκεία στο βαθμό που αυτή ανταγωνίζεται με τη χριστιανική πίστη ή πρακτική. Αυτή η στάση όμως δεν περιέχει αντισημιτισμό, ο οποίος είναι αντιληπτός ως οποιαδήποτε μορφή μίσους απέναντι στον εβραϊκό λαό, ως στάση που στιγματίζει τους Εβραίους σαν λαό που αξίζει το μίσος. Ο Marcel Simon έχει ορισμένους ενδοιασμούς σχετικά με το ότι ο αντιεβραϊσμός είναι άσχετος με τον αντισημιτισμό: «Η επιλογή του όρου δεν είναι πολύ επιτυχής. Εγώ προσωπικά, προτιμώ να θεωρώ τον ‘αντιεβραϊσμό’ ως ένα πιο ακριβές και διασκευασμένο συνώνυμο του αντισημιτισμού, και θα ονόμαζα ‘αντιεβραϊκή απολογητική’ αυτό που ο Lovsky αποκαλεί ‘αντιεβραϊσμό’. Όποιον όρο και αν χρησιμοποιήσουμε, πρέπει να γίνει μια βασική διάκριση. Χωρίς αμφιβολία, η αντιεβραϊκή απολογητική μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι, σε μορφή και σε επιχειρηματολογία, αντισημιτική, κυριολεκτικά μιλώντας. Αλλά δεν είναι αντισημιτική στη βάση της ή στην ουσία της» (op. cit, σ. 493). Μπορεί κάποιος όμως, αν και ευαίσθητος στη διευκρίνηση του Simon, να χρησιμοποιήσει τον όρο «αντιεβραϊσμό» με την έννοια του Lovsky, η οποία έχει βρει πλατιά αποδοχή. (Βλ. Lovsky, σ. 103-104, 113-117).
[3] «Επιστολή προς Κορινθίους» (Κεφ. 4 και 5). Αν και ο Κλήμης δεν αναφέρει ρητά τους Εβραίους, υπονοεί καθαρά ότι παρακίνησαν τον διωγμό του Νέρωνα.
[4] Αυτές οι επιστολές - καθώς επίσης και επισκέψεις από «απόστολους» - αποτελούσαν μέρος της ετήσιας ανταλλαγής μεταξύ Συνεδρίου και Διασποράς, και συνήθως ασχολούνταν με οικονομικά και πειθαρχικά θέματα.
[5] Η κατηγορία για αντισημιτισμό στην Κ. Διαθήκη έχει επικεντρωθεί στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και στη συχνά επαναλαμβανόμενη με υποτιμητικό τρόπο έκφραση «οι Ιουδαίοι». Ίσως η πιο ευαίσθητη και λεπτή μελέτη του πολύπλευρου Ευαγγελίου του Ιωάννη είναι εκείνη του John Townsend, ο οποίος σε μια σοβαρή ανάλυση, ενώ αναγνωρίζει την αντιιουδαϊκή στάση του Ευαγγελίου, δείχνει το γενικό πλαίσιο του, και συμπεραίνει ότι δεν είναι τόσο αντιιουδαϊκό όσο μερικοί έχουν ισχυριστεί, ή είναι τόσο αντιιουδαϊκό όσο και τα άλλα Ευαγγέλια. Επίσης αποδεικνύει και την ύπαρξη μιας φιλοσημιτικής στάσης στον Ιωάννη. Αλλά τα γραφόμενα από τον Townsend δείχνουν ότι η συζήτηση πάνω στον αντισημιτισμό της Κ. Διαθήκης δεν έχει κλείσει. (Βλ. J. Townsend, «The Gospel of John and the Jews: the Story of a Religious Divorce» (New York/Ramsey, Paulist Press, 1979), σ. 72-97.
[6] Μερικοί πατρολόγοι τοποθετούν χρονικά την Επιστολή Βαρνάβα στις αρχές του 2ου αιώνα.
[7] O Parkes, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Conflict of the Church and Synagogue, έχει την τάση να κλίνει την ισορροπία χάριν των Εβραίων, μεγεθύνοντας την έκταση της χριστιανικής πρόκλησης και δικαιολογώντας τα εβραϊκά σφάλματα. O Vernet κάνει κάτι παρόμοιο για την Εκκλησία στο βιβλίο του Juifs et Chrétiens (loc.cit.). Ίσως ο ασφαλέστερος οδηγός είναι ο Marcel Simon ο οποίος πιθανά πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον έχει φτάσει στον αναγκαίο βαθμό αντικειμενικότητας. Όσον αφορά τον εβραϊκό ρόλο στους διωγμούς, γράφει: «Τί ρόλο και πόση ευθύνη είχαν οι Εβραίοι στους διωγμούς των Χριστιανών; Μερικοί συγγραφείς έχουν δεχτεί, χωρίς σχεδόν καμιά διάκριση, ότι το μέρος των Εβραίων στους διωγμούς ήταν σημαντικό. Ο Allard από την Καθολική πλευρά και ο Harnack από τη Διαμαρτυρόμενη, ανήκουν σε αυτούς. Πιο πρόσφατα, το ζήτημα έχει ανακινηθεί και έχει απαντηθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον κ. Parkes. Ίσως, δίνοντας διέξοδο στον φιλοσημιτισμό που κατέχει όλη την εργασία του και σε αντίδραση προς την αντίθετη άποψη, έχει πολύ πρόθυμα αθωώσει τους Εβραίους» (op. cit, σ. 144).
[8] Αυτός ο χυδαίος μύθος για τη ζωή του Ιησού είναι μεσαιωνικό έργο, γραμμένο πιθανά τον 10ο αιώνα, αλλά του οποίου το υλικό, όπως φαίνεται από το στυλ του μύθου, μπορεί να προέρχεται από τον 3ο ή και τον 2ο αιώνα. Αν και το περιεχόμενο του είχε κάποια κυκλοφορία στις προφορικές παραδόσεις των εβραϊκών μαζών, αγνοείτο σχεδόν πλήρως από τον επίσημο ραβινικό Ιουδαϊσμό. Οι αντισημίτες όμως δεν παρέλειψαν να το διατυμπανίζουν ως δείγμα του βλάσφημου χαρακτήρα της Συναγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: