22/12/08

Ινδουισμός

Εισαγωγή
Ινδουισμός είναι ο ευρύτερος όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πίστη 800 εκατομμυρίων ανθρώπων βασικά στην Ινδία, αλλά και σε γειτονικές χώρες, σε νησιά του Ειρηνικού, στην Αφρική και στο Νέο Κόσμο. Είναι θρησκεία που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. Η διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα νότια και με τις εισβολές από τη βόρεια Ινδία, καλύπτοντας μια χρονική περίοδο από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως το 1500. Ο όρος Ινδουισμός ουσιαστικά είναι γεωγραφικός παρά δογματικός. Προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη Σιντού, που σημαίνει «ποταμός», από όπου και πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου του Ινδού ποταμού.
Υπάρχει επίσης και ο όρος Βραχμανισμός που χρησιμοποιείται μαζί με τον όρο Ινδουισμός. Παράγεται απ’ το όνομα της ιερατικής ινδικής κάστας, τους Βραχμάνους (στα σανσκριτικά: βραχμάνα), κι όχι από το όνομα του θεού Βράχμα. Αναφέρεται, συνήθως, ο όρος αυτός στους κατοίκους των Ινδιών που αναγνωρίζουν τους Βραχμάνους ως ιερείς τους ή τηρούν τα δόγματα που αναπτύχθηκαν από τους Βραχμάνους μέσα στα ιερά τους κείμενα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ινδουισμός είναι μια από τις αρχαιότερες θρησκείες του κόσμου. Στηρίζεται περισσότερο στα ιερά βιβλία παρά σε κάποιον άνθρωπο ως ιδρυτή. Και αν ρωτήσετε κάποιον Ινδουιστή: «Ποιος έγραψε αυτά τα βιβλία;» ή «Ποιοι ήταν τα εμπνευσμένα όργανα που συνέγραψαν αυτές τις πνευματικές αλήθειες;», θα σας πει: «Τα έγραψαν οι άγιοι άνθρωποι χρισμένοι από τον ένα θεό που είναι πολλοί».
Βασική ιδέα του Ινδουισμού είναι η απελευθέρωση της ανθρώπινης ψυχής από μια αλλεπάλληλη σειρά μετενσαρκώσεων (νόμος του κάρμα). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ο Ινδουισμός προσφέρει άπειρα μέσα. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί μια καθαρά ατομική θρησκεία, από την οποία λείπει η κεντρική θρησκευτική εξουσία και τα δόγματα. Για τον Ινδουιστή, όμως, είναι υποχρεωτική η πίστη στις ιερές γραφές, στο νόμο της καρποφορίας των διαφόρων πράξεων, στις μετενσαρκώσεις, στην απελευθέρωση από αυτές κλπ.
Τα κυριότερα ιερά κείμενα στα οποία οι θρησκευτικές αντιλήψεις των Ινδουιστών βρίσκουν την έκφρασή τους είναι οι Βέδες (ιερή γνώση), οι Βραχμάνα και οι Ουπανισάντ. Οι πιο σπουδαίες είναι οι τέσσερις Βέδες, που γράφτηκαν μεταξύ 1500 και 800 π.Χ. και σ’ αυτές οφείλεται και το όνομα της θρησκείας που ονομάζεται Βεδική θρησκεία. Η αρχαιότερη και ιδιαίτερα σημαντική είναι η Ριγκ Βέδα, ποιητικό βιβλίο που περιλαμβάνει 1.028 ύμνους σε 10.600 στροφές, που είναι αίνοι και προσευχές στους θεούς (ιδιαίτερα στο θεό Βαρούνα, στο σοφό κύριο του ουρανού και στον Ίντρα, θεό του πολέμου) κατά τη διάρκεια των τελετουργιών. Υπάρχουν άλλες τρεις συλλογές: Η Σάμα Βέδα, που περιλαμβάνει ιερατικά τραγούδια που συνοδεύουν την προετοιμασία και την προσφορά της θυσίας, η Γιαλούρ Βέδα, που περιλαμβάνει ψαλμούς που ψιθυρίζονται μόλις συμπληρώνεται η τελετουργία, και η Αθάρβα Βέδα, που περιλαμβάνει μαγικά τραγούδια.
Ίσως πουθενά αλλού στον κόσμο δε παρουσιάστηκε ποτέ ένα τέτοιο θρησκευτικό σύστημα με τόσες θυσίες και τελετές, όσο το ινδουιστικό. Γι’ αυτό, οι ιερείς που έκαναν τις τελετές έχαιραν μεγάλης εκτίμησης κι έγιναν ισχυρή τάξη. Τα τελετουργικά βιβλία που χρησιμοποιούσαν οι Βραχμάνοι (έτσι ονομάστηκαν οι ιερείς) ήταν γνωστά ως Βραχμάνα. Σ’ αυτά εκφράζεται μια τάση για φιλοσοφικές θεωρίες, που ως σήμερα χαρακτηρίζουν τον ινδικό κόσμο. Οι Βραχμάνα γράφτηκαν μεταξύ 800 και 700 π.Χ., εποχή κατά την οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η κοινωνική διάρθρωση των Ινδιών με τη δημιουργία τύπων κάστας. Στην κορυφή της ταξικής αυτής διάρθρωσης βρίσκονταν οι βραχμάνοι (ιερείς), από τους οποίους προέρχονταν «όλες οι ζωικές πνοές, όλοι οι κόσμοι, όλοι οι θεοί και όλα τα όντα». Οι βραχμάνοι χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες και σε κάθεμιά από αυτές αντιστοιχούσε μια ομάδα ιερών βιβλίων, που είχαν ακριβώς τον τίτλο Βραχμάνα και ήταν κυρίως τελετουργικού περιεχομένου.
Η Καινή Διαθήκη του Ινδουισμού είναι οι Ουπανισάντ, που γράφτηκαν μεταξύ του 700 και 650 π.Χ., αντιπροσωπεύουν διάφορα θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα και θεωρούνται από τους Ινδουιστές ως οι υπέρτατες αποκαλύψεις. Είναι περίπου 200, αλλά τόσο διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους ώστε, όπως ανέφερε ένας Ινδουιστής λόγιος: «σε αυτές μπορεί ο καθένας να βρει εκείνο που επιθυμεί». Το μυστικιστικό τους περιεχόμενο περιλαμβάνει ποιήματα που αναφέρονται στην αναζήτηση της σημασίας της ζωής και του σύμπαντος. Με την εμφάνιση των Ουπανισάντ σημειώνεται η λήξη της Βεδικής περιόδου και η απαρχή της κλασικής.
Εκτός από αυτές, υπάρχουν οι λεγόμενες ελάσσονες Γραφές, οι Σμρίτι, μαζί με τους νόμους που ρυθμίζουν την κοινωνική, την ατομική και τη θρησκευτική ζωή, αλλά και τα δυο γνωστά ποιητικά έργα Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα. Ανάμεσα στις διάφορες πρακτικές που προσφέρει ο Ινδουισμός για την απελευθέρωση του ατόμου από τις μετενσαρκώσεις, ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η γιόγκα, η οποία οδηγεί στην απόλυτη αυτοκυριαρχία και του σώματος και της ψυχής.
Τα ιερά κείμενα των Ινδουιστών είναι όλα συνταγμένα στη σανσκριτική, την έντεχνη και λόγια διάλεκτο των αρχαίων Ινδιών, που κατά τη γνώμη των Ινδουιστών είναι η γλώσσα των θεών και αποτελεί τη γνήσια και αρχική γλώσσα της ανθρωπότητας.
Υπάρχουν απειράριθμες τελετουργίες στον Ινδουισμό. Κυριότερες όμως είναι αυτές που αφορούν τη γέννηση, την εφηβεία, τον γάμο και τον θάνατο. Ο Ινδουισμός υποδιαιρείται σε πολλές αιρέσεις. Οι κυριότερες είναι των βισνουιτών, των σιβαϊτών, των σάκτας και των καναπάτγια.

Η εξάπλωση του Ινδουισμού
Ο Ινδουισμός αναπτύχθηκε βαθμιαία από την αρχαία βεδική θρησκεία. Έχει θεμελιώσει τη δύναμή του στον κώδικα που έχει διατυπώσει για όλες τις πλευρές της ζωής του ανθρώπου, επιβλέποντας και πλαισιώνοντας κάθε πράξη του ανθρώπου, κλείνοντάς τον σε μια κάστα και δικαιώνοντας το παρόν με τη σκιά του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα υποθηκεύει, με σιδερένιους νόμους, ακόμα και το ίδιο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος, ασήμαντη σταγόνα στο μεγάλο ποταμό των βίων που ανανεώνονται, δεν σκέφτεται παρά να καταλάβει το μικρό του πόστο. Ο ατομικισμός είναι ίσως η μοναδική ασθένεια που δεν ευδοκιμεί στη χώρα των επιδημιών, ενώ θριαμβεύει μια άλλη ασθένεια του πνεύματος, εκείνη που ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Νεχρού προσπάθησαν, συχνά με ανόμοια μέσα, να καταπολεμήσουν: η αδράνεια, η παθητικότητα, η σιωπή, η καρτερία απέναντι στο πεπρωμένο.
Μια άλλη μεγάλη δύναμη του Ινδουισμού υπήρξε η ασυνήθιστη ικανότητά του να αφομοιώνει στοιχεία άλλων θρησκειών. Ο Τζαϊνισμός, ο Βουδισμός και ο Χριστιανισμός επέδρασαν στη θρησκεία αυτή η οποία δεν απορρίπτει τίποτα, αλλά δέχεται στους κόλπους της θεότητες και δοξασίες, λατρείες και έθιμα κάθε προέλευσης, ενσωματώνοντάς τα στο δικό της πλέγμα τόσο καλά ώστε να τα καθιστά μια καινούργια δύναμη.
Μια τελευταία έκπληξη που προσφέρει ο Ινδουισμός είναι η φαινομενική αντίθεση μεταξύ της θρησκείας των μαζών και εκείνης των εκλεκτών, μεταξύ της δεισιδαιμονίας και της φιλοσοφίας, μεταξύ του ενός και του πολλαπλού, μεταξύ του ενός θεού και των πολλών θεών. Ο Ινδουισμός δεν αναγνωρίζει παρά ένα μόνο θεό, τον Βράχμαν (το απόλυτο πνεύμα). Είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα στη ζωή. Ο Βράχμαν είναι αυθύπαρκτος, άπειρος και πανταχού παρών. Ταυτόχρονα όμως, οι Ινδουιστές αναγνωρίζουν περίπου 330 εκατομμύρια θεότητες, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αναπαραστάσεις των διαφόρων ιδιοτήτων του Βράχμαν, που τις προσωποποίησαν και τους έδωσαν ονόματα. Ο Βράχμαν, όμως, παραμένει ο Υπέρτατος, η απεριόριστη ουσία του σύμπαντος. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί Ινδουιστές που λατρεύουν τις ιδιότητες, όπως ακριβώς υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί που λατρεύουν τις ιδιότητες της ηθικής, της αγάπης, της σοφίας και της δύναμης πιο πολύ από ό,τι λατρεύουν τον Θεό. Έτσι, η θρησκεία του Βράχμαν (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Βράχμα, μέλος της ινδουιστικής τριάδας) εμφανίζεται στους αντίποδες της λαϊκής πίστης. Η αναζήτηση του απόλυτου από ασκητές και φιλοσόφους γίνεται πολύ ψηλή θεώρηση, απορρίπτει τις τελετουργίες, τις θυσίες, τους εξαγνισμούς, τις λιτανείες, όλα όσα αποτελούν το ποικίλο θέαμα (άλλοτε γραφικό και άλλοτε πάλι φρικαλέο) της θρησκευτικότητας των μαζών.
Ο Ινδουισμός έχει και μια άλλη εκπληκτική πλευρά: τον παγανισμό. Ασφαλώς, το απόλυτο δεν είναι δυνατόν να απεικονιστεί ούτε και να εξηγηθεί. Ο φιλόσοφος δεν μπορεί να γονατίσει μπροστά σε ένα ομοίωμα από ξύλο και μέταλλο. Όμως, οι απλές ψυχές έχουν ανάγκη από μια ορατή απεικόνιση, από μια πλαστική απεικόνιση της θεότητας που λατρεύουν. Γι’ αυτό υπάρχουν εκατομμύρια αγάλματα, δημιουργημένα από μια ανεξάντλητη φαντασία, που βρίσκονται στους ναούς, στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια. Αγάλματα που οι πιστοί τα πλένουν, τα ντύνουν, τα αλείφουν με αρώματα, τους προσφέρουν τροφές και λιωμένο βούτυρο, τα μεταφέρουν θριαμβευτικά στους δρόμους, τα λατρεύουν καθημερινά στα σπίτια, ενώ τα επικαλούνται στις τελετουργίες και κατά τις τελετές στις κατοικίες.
Η κυριότερη στιγμή της επίσκεψης σ’ ένα ναό είναι η νταρσάν, δηλαδή η υλική όψη του αγάλματος του θεού. Ένας άγιος γκουρού πρέπει να εμφανιστεί μπροστά στους προσκυνητές. Αυτό το απλό γεγονός της θεώρησης θεωρείται αρκετό για τον πιστό.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί θεού
Από τον πολυθεϊσμό ο Ινδουισμός κατευθύνθηκε προς τον πανθεϊσμό, την ιδέα ότι μονάχα ο θεός υπάρχει κι ότι όλα είναι θεός. Την ινδουιστική τριάδα των πιο σπουδαίων θεοτήτων, την Τριμούρτι, την συνθέτουν: ο Βράχμα ο δημιουργός, ο Βισνού ο προστάτης και ο Σίβα ο καταστροφέας. Αλλά ενώ ο Βισνού στα βόρεια και ο Σίβα στα νότια μοιράζονται τους πιο πολλούς πιστούς, ο Βράχμα έχει παραμεληθεί από τη λαϊκή ευλάβεια: δεν υπάρχουν ιδιαίτερες λατρείες ή θρησκευτικές αιρέσεις αφιερωμένες σ’ αυτόν, ενώ δεν είναι γνωστός παρά μόνο ένας ναός σε όλη την Ινδία, και για την ακρίβεια στην Ατζμέρ, που είναι αφιερωμένος αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτόν.
Η μυθολογία δίνει φυσικά μια φανταστική εξήγηση για το γεγονός αυτό, που μπορεί να φανεί μάλλον παράξενη. Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Βράχμα, κυριευμένος από ανόσιο πάθος για την κόρη του, Σαρασβάτι, προστάτιδα των τεχνών και της ευγλωττίας, θέλησε να την παντρευτεί. Όμως, οι θεοί, ντροπιασμένοι από την παραβίαση αυτών των νόμων της φύσης, τον τιμώρησαν με το να του αρνηθούν για πάντα τις λατρευτικές τιμές και τις θυσίες. Ωστόσο, η πραγματική αιτία είναι άλλη: όπως φαίνεται καθαρά από το όνομα, ο Βράχμα είναι προσωποποίηση του Βράχμαν, του ουδέτερου και απόλυτου πνεύματος που απαντά ήδη στην αρχαία βεδική θρησκεία. Το γεγονός ότι προέρχεται από μια αφηρημένη έννοια, έκανε το λαό να προτιμήσει τις άλλες δυο θεότητες, που έπαιρναν πιο εύκολα ανθρώπινες πλευρές και ιδιότητες.
Η σπουδαιότερη λειτουργία του Βράχμα υπήρξε η δημιουργία του ανθρώπου, που ήταν μάλλον κοπιαστική. Η επέμβασή του στην ανθρώπινη ζωή είναι αποφασιστική και χωρίς αναθεώρηση: την έβδομη νύχτα μετά τη γέννηση ενός παιδιού, ο Βράχμα πηγαίνει προσωπικά να γράψει στο μέτωπό του το πεπρωμένο του, και εκείνο που έχει αποφασιστεί πρέπει να γίνει. Όταν ταλαιπωρείται από διάφορα προβλήματα, ο Ινδουιστής παρηγορείται λέγοντας: «Ήταν γραμμένο στο μέτωπό μου!».
Αντίθετα, ο Βισνού, ο τρίμορφος θεός προστάτης, είναι εξαιρετικά δημοφιλής, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Βραχμάνους. Αναπαριστάνεται σαν νέος με τέσσερα χέρια, που κρατούν συμβολικά αντικείμενα, προσωποποιεί το νόημα της ηθικής του κόσμου. Κάθε φορά που η ανθρωπότητα, κάτω από την επιρροή χαιρέκακων δυνάμεων, κινδυνεύει να χαθεί, για να την σώσει εμφανίζεται παίρνοντας τη μορφή ανθρώπου ή ζώου: γίνεται ψάρι, χελώνα, αγριόχοιρος, ανθρωπόμορφο λιοντάρι, νάνος, Παρασουράμα, Ράμα, Κρίσνα, Βούδα και Χριστός, όπως έχουν την τάση να λένε οι σύγχρονοι λατρευτές του Βισνού (οι βισνουίτες), ενσωματώνοντας έτσι το Χριστιανισμό στον Ινδουισμό, όπως έκαναν ήδη με το Βουδισμό. Οι πολυάριθμες αιρέσεις που είναι αφιερωμένες στη λατρεία του χαρακτηρίζονται από την αυτοεγκατάλειψη με εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και από ευλαβική αγάπη (μπάκτι), επειδή ο Βισνού, που τον επικαλούνται στους κινδύνους, εμφανίζεται σαν λυτρωτής και σωτήρας της ανθρωπότητας. Η γυναίκα του, Λάκαμι, γεμάτη ακτινοβολία και καλοσύνη, είναι η θεά της ομορφιάς και της ευτυχίας.
Ο Βράχμα, λοιπόν, δημιουργεί, ο Βισνού διατηρεί, ενώ ο Σίβα, το τρίτο πρόσωπο του ινδουιστικού πάνθεου, είναι διπρόσωπη θεότητα και συγκεντρώνει αντιτιθέμενες ιδιότητες. Σαν καταστροφέας ταυτίζεται με το θάνατο. Είναι ο Χάρα (αυτός που παίρνει μακριά), αλλά συγχρόνως κι ο Μπαϊράβα (αυτός που εμπνέει τρόμο) ο κύριος των δαιμονίων. Επειδή όμως ζωή και θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες κι αυτό που πεθαίνει ξαναγεννιέται σε καινούργια ζωή, είναι συγχρόνως ο θεός της δημιουργίας και της γονιμότητας, σαν Σίβα (δωρητής αγαθών) και Ναταράτζα (βασιλιάς του χορού) και συμβολίζει την αιώνια αναπαραγωγική δύναμη της φύσης. Με το χορό της δημιουργίας, ο Σίβα έθεσε σε κίνηση το σύμπαν. Η προστασία των τεχνών και των θεωρητικών επιστημών αποτελεί άλλο ένα μέρος της λειτουργίας του σαν δημιουργού. Συχνά παριστάνεται με τη μορφή ασκητή, που κάθεται στις κορυφές των Ιμαλαΐων, καλυμμένος με στάχτες ή καβάλα πάνω στον άσπρο ταύρο Νάντι (σύμβολο γονιμότητας, που είναι το πολεμικό του άλογο), με πέντε πρόσωπα, δέκα χέρια, τρία μάτια, τυλιγμένος με δέρμα τίγρης. Σ’ ένα χέρι κρατάει ένα είδος σκήπτρου και σ’ ένα άλλο μια αντιλόπη. Μερικές φορές είναι στολισμένος με ένα περιδέραιο από νεκροκεφαλές και ένα μαύρο ερπετό είναι κουλουριασμένο γύρω από το λαιμό του, ενώ σε κάποιο χέρι του κρατάει μια τρίαινα. Οι οπαδοί του λέγονται σιβαΐτες και πολλοί από αυτούς ακολουθούν τον Σίβα στην ασκητική του ιδιότητα και ζουν με ταλαιπωρίες και κακουχίες.
Αυτός ο τρομερός και βίαιος θεός, σύζυγος - εραστής της θεάς Παρβάτι, ο οποίος έχει μια τάση προς την απιστία, λατρεύεται κυρίως με τη μορφή του γεννήτορα. Το λίνγκαμ, φαλλικό σύμβολο, υπήρξε αντικείμενο μιας από τις σημαντικότερες λατρείες. Η αίρεση των λινγκαγιάτ, από τις πιο σπουδαίες ανάμεσα στις πολυάριθμες σιβαϊκές αιρέσεις, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη λατρεία του θεού με τη μορφή αυτή.
Αν ο Σίβα συναγωνίζεται τον Βισνού και τις μετενσαρκώσεις του στη λατρεία του λαού, η σύντροφος και σύζυγός του είναι η πιο λατρευτή και επίφοβη γυναικεία θεότητα. Έχει κι αυτή πολλές πλευρές, αγαθές ή σκληρές, και εμφανίζεται σαν χορηγός ζωής και θανάτου. Έτσι, οι σάκτας (αίρεση του Ινδουισμού) τη λατρεύουν και την επικαλούνται με το όνομα Ντέβι (μητέρα της ζωής και της τρυφερότητας). Λατρεύεται σαν θεία ερωμένη, κόρη του βουνού (Παρβάτι) και είναι πρωταγωνίστρια των ερωτικών περιπετειών και των συζυγικών παραστρατημάτων του πιο δημοφιλούς ζευγαριού του Ινδουισμού. Είναι επίσης παρθένος (Κουμάρι) και πιστή σύζυγος (Σάτι): με αυτή την ιδιότητα η θεά, που σύμφωνα με τον μύθο έπεσε στην πυρά για να μη παρευρεθεί σε μια διένεξη ανάμεσα στον πατέρα της και στον σύζυγό της, έγινε το πρότυπο και το παράδειγμα των σάτι, των χηρών που καίγονται ζωντανές στην πυρά των συζύγων τους. Επίσης είναι η Ούμα, η μεγάλη μητέρα των ανθρώπων, αγαθή και συμπονετική στα βάσανά τους, η Αναπούρνα, αυτή που διωρίζει άφθονο ρύζι στους πεινασμένους, η Μάγια, η θεά της δημιουργίας.
Ωστόσο, παράλληλα με τη μητρική και ερωτική αυτή πλευρά, η Παρβάτι έχει επίσης και το πρόσωπο της καταστροφής και του θανάτου, η θεά που διακρίνεται για τη σκληρότητά της: είναι η Ντούργκα (απρόσιτη), η Μπαϊράβι (τρομερή), η Κάντι (βίαιη), η Γκουάρι (θηριώδης), η Καμούντα (κυρία του θανάτου), η Σιτάλα (θεά των επιδημιών), η Καραβέι (νικήτρια), η Κάλι (μαύρη). Καθεμιά από τις πλευρές αυτές προϋποθέτει μια σειρά από τελετές, γιορτές και θυσίες διαφορετικού χαρακτήρα, αλλά και απεικονίσεις της θεότητας αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Προς τιμή της θεάς γίνονταν άλλοτε ανθρωποθυσίες, κωδικοποιημένες λεπτομερώς στο Κάλι Πουράνα. Όμως, εξακολουθούν ακόμα οι θυσίες ζώων, αν και δεν αποτελούν πρακτική του Ινδουισμού.
Τέλος, μια άλλοι αίρεση, οι καναπάτγια, λατρεύουν τον Γκανέσα, τον θεό με το κεφάλι ελέφαντα, γιο του Σίβα.
Το ινδικό πάνθεο παρουσιάζει μια τεράστια ποικιλία και πλούτο σε θεότητες. Οι θεότητες και οι πιο διαφορετικοί τοπικοί ήρωες, που βρήκαν άσυλο σ’ αυτό, κι οι πιο ανόμοιες τάσεις που άσκησαν την επιρροή τους στη διαμόρφωσή του, δίνουν περίπου την εντύπωση ενός δάσους με οργιαστική βλάστηση, παρά ενός μικρού ιερού δάσους που το χαρακτηρίζει μια τάξη και που είναι αυστηρά περιφραγμένο. Γι’ αυτό, όσο και αν προσπαθήσει κανείς να κατατάξει συστηματικά όλον αυτόν τον ανεξάντλητο αριθμό θεών, τους συμπεριλαμβάνει σ’ έναν ολοκληρωμένο κατάλογο, σημειώνοντας ότι πολλές θεότητες είναι μορφές, ενσαρκώσεις ή παρακλάδια ενός μοναδικού θεού.
Ο Ινδουισμός αντιλαμβάνεται το θεό ή τους θεούς κατά την υπαγόρευση της πνευματικής και διανοητικής του δύναμης. Γι’ αυτόν η θρησκεία είναι κάτι το βιώσιμο. Είναι κάτι το πρακτικό κι όχι θεωρητικό. Είναι υποκειμενική μάλλον παρά αντικειμενική. Μπορείς να πιστεύεις σ’ ένα θεό ή σε 10.000 θεούς και να είσαι Ινδουιστής. Κι ακόμα μπορεί να είσαι άθεος και να είσαι Ινδουιστής, γιατί ο Ινδουισμός είναι εξίσου πολιτισμός, φιλοσοφικό σύστημα και θρησκεία. Δεν μπορείς όμως να είσαι Ινδουιστής αν δεν σκέφτεσαι τα αιώνια ερωτήματα: «Ποιος είμαι; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Που πηγαίνω;» Και ούτε πάλι μπορείς να είσαι πραγματικός Ινδουιστής, αν δεν υπενθυμίζεις πάντα τον εαυτό σου: «Είμαι Εκείνος».

Οι ασκητές του Ινδουισμού
Σημαντικό ρόλο στον Ινδουισμό διαδραματίζουν οι ασκητές (σαντού). Ο σαντού (ο άγιος, ο δίκαιος) είναι μια μορφή ζωντανή ακόμα και στη σύγχρονη Ινδία. Είτε είναι ο σραμάνα αΐν, ο σιβαΐτης γιόγκι, ο βραχμάνος σανιάσι, ο βουδιστή ζητιάνος μοναχός μπικού, είναι ο άνθρωπος που με τη θέλησή του έχει εγκαταλείψει τα πάντα για να πετύχει τον υπέρτατο σκοπό του, τη συγχώνευση με το απόλυτο, δηλαδή με τον Θεό. Ο σαντού δεν έχει πια οικογένεια ούτε περιουσία. Δεν έχει πια κάστα, επειδή έχει ξεπεράσει τις κάστες, δεν έχει υποχρεώσεις, επειδή έχει υπερβεί τους νόμους. Έχει απομακρυνθεί εκούσια από την ινδική κοινωνία.
Ο τίτλος σανιάσι, που χρησιμοποιείται γενικά σαν συνώνυμο του σαντού, στην αρχική έννοιά του δήλωνε τον Βραχμάνο ο οποίος, αφού εκπλήρωνε το κοινωνικό του καθήκον και γινόταν πατέρας και σύζυγος, εγκατέλειπε σύζυγο και παιδιά για να αφιερωθεί στον θρησκευτικό στοχασμό. Σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα, η ιδεώδης ζωή του Βραχμάνου περιλάμβανε τέσσερις σταθμούς: του έγγαμου αφιερωμένου στη μελέτη, του έγγαμου αφιερωμένου στην οικογένεια, της απάρνησης της κοινωνίας (βάνα-πράστα), στη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος εγκατέλειπε τη γυναίκα του κι άρχιζε την ασκητική ζωή και, τέλος, το σταθμό του σανιάσι, δηλαδή της πλήρους εγκατάλειψης κάθε δεσμού με τη γη. Ο κανόνας αυτός των σταθμών της ζωής παρέμεινε πιθανώς θεωρητικός.
Τα δικαιώματα του ασκητισμού σ’ αυτόν το λαό, που οδηγήθηκε έτσι στον ασκητικό βίο, έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Ο σεβασμός και η λατρεία που περιβάλλουν τον ινδουιστή μοναχό ίσως δε συναντώνται σε άλλες χώρες: ο τίτλος που τους ανήκει είναι ο μαχαράτζα (μεγάλος βασιλιάς), επιδή ο πιο φτωχός και πιο ρακένδυτος από τους ανθρώπους αυτούς διαθέτει έναν πνευματικό πλούτο άγνωστο στους επίγειους βασιλείς. Όμως, για να φτάσει ο ινδουιστής μοναχός στο βαθμό αυτόν, είναι απαραίτητη μια περίοδος μύησης, που μπορεί να ποικίλλει από 2-10 χρόνια, ανάλογα με τις διαθέσεις και την ευφυΐα του νεοφώτιστου. Η μαθητεία, που συνήθως γίνεται στην Μπεναρές, συνίσταται σε κάθε είδους τιμωρίες του σώματος, σε θρησκευτικές και φιλοσοφικές μελέτες και ασκήσεις γιόγκα.
Αναπόσπαστο μέρος των προκαταρκτικών δοκιμασιών είναι ένα ταξίδι με κυμαινόμενη διάρκεια, που ο νεοφώτιστος πρέπει να κάνει με τα πόδια στη χώρα, ζώντας από ελεημοσύνες και έχοντας μαζί του μονάχα ένα μπαστούνι για να στηρίζεται και μια κοτύλη (γαβάθα) για να συγκεντρώνει τις προσφορές, επειδή δεν πρέπει να αγγίξει τα χρήματα με τα χέρια του. Αφού τελειώσει η περιπλάνηση, ο νεοφώτιστος επιστρέφει στο μοναστήρι για να αντιμετωπίσει άλλες δοκιμασίες που θα τον οδηγήσουν, αν ξεπεραστούν, στην πλήρη καθαγίαση.
Ορισμένοι ασκητές, μάλιστα, που έχουν γίνει γνωστοί με τον αραβικής προέλευσης όρο φακίρης (που αρχικά σήμαινε ζητιάνος, αλλά για τους Ινδούς πια σημαίνει μεγάλος άγιος), υποβάλλουν το σώμα τους σε απίστευτες δοκιμασίες. Ωστόσο, το φαινόμενο της επίδειξης που γίνεται φια τους δυτικούς και είναι μια μορφή επαιτείας και θεάματος, δεν πρέπει να συγχέεται με τον πραγματικό σαντού, που δεν θα έκανε ποτέ δημόσια επίδειξη για αμοιβή.

Ινδουιστικές αντιλήψεις για τη μεταθανάτια κατάσταση
Όλα τα ινδουιστικά θρησκευτικά συστήματα περιστρέφονται γύρω από δυο βασικές ιδέες: αυτής της μετεμψύχωσης και του νόμου του Κάρμα (πράξεις).
Η πιο επιθυμητή έκβαση του θανάτου, από τη σκοπιά του Ινδουιστή, θα ήταν η απορρόφηση της ανθρώπινης προσωπικότητας από το Βράχμα. Δεν είναι όμως αυτή η κανονική έκβαση του θανάτου. Όποιος πεθαίνει ξαναγεννιέται και ζει μια άλλη ζωή, είτε σ’ αυτή τη γη, είτε σ’ άλλον από τους τόσους ουρανούς ή κολάσεις. Η ζωή, στην οποία η ψυχή ξαναγεννιέται, μπορεί να είναι κάποιου ανθρώπου ή κάποιου φυτού ή ζώου ή ακόμα και εντόμου.
Το είδος της ζωής στο οποίο το πρόσωπο ξαναγεννιέται εξαρτάται από το νόμο του Κάρμα. Το σύνολο των πράξεων του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ζωής καθορίζει το είδος της καινούργιας ζωής που θα έχει μετά το θάνατο. Κι αυτό γίνεται διαδοχικά, ώσπου να φτάσει σε μια κατάσταση τελειότητας.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί σωτηρίας
Ο Ινδουισμός δέχεται τρεις τρόπους σωτηρίας: 1) δια των έργων, 2) δια της γνώσης και 3) δια της αφιέρωσης.
Ο τρόπος δια των έργων περιλαμβάνει θυσίες στους θεούς, μελέτη των ιερών βιβλίων, ζωή δίκαιη και καλή. Τα καλά αυτά έργα συντελούν, κατά την ινδουιστική παράδοση, στο να γίνει κάτι καλύτερο όταν ξαναγεννηθεί ο άνθρωπος, σύμφωνα με το νόμο του Κάρμα. Εκτός από τα καλά έργα, που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχουν κι άλλα αναρίθμητα νομικής φύσης. Πιστεύουν ότι μια χήρα που ξαναπαντρεύεται ξαναγεννιέται σε τσακάλι. Για εκατομμύρια Ινδούς αυτά τα έργα είναι η μόνη τους ελπίδα και παρηγοριά.
Ο τρόπος δια της γνώσης στηρίζεται στις Ουπανισάντ. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η άγνοια είναι η αιτία της δυστυχίας του ανθρώπου και κάθε κακού. Ιδιαίτερα το είδος της άγνοιας που συνίσταται στο να πιστεύει κανείς στη πραγματική, προσωπική του υπόσταση ανεξάρτητα από το Βράχμαν, που είναι το παν. Η προσωπική ζωή του ανθρώπου δέχονται ότι είναι σαν μια σταγόνα νερού σ’ ένα κύμα του ωκεανού που πέφτει μέσα στον ωκεανό και χάνει για πάντα τη φαινομενική προσωπική του ταυτότητα. Η σωτηρία δια της γνώσης επιτυγχάνεται με την περισυλλογή και το πρέσβευαν αυτό οι φιλόσοφοι μάλλον παρά οι απλοί άνθρωποι.
Ο τρόπος δια της αφιέρωσης συνίσταται στο να αγαπάει κανείς και να λατρεύει ένα συγκεκριμένο θεό ή θεά. Αυτός ο τρόπος της σωτηρίας φάνηκε σε πολλούς πιο βολικός, στους οποίους ο τρόπος της γνώσης τούς ήταν απρόσιτος. Επίσης βρήκε απήχηση στη θρησκευτική φύση των ανθρώπων εκείνων, στους οποίους ο τρόπος δια των έργων δεν πέτυχε. Γι’ αυτό ο τρόπος αυτός της σωτηρίας είχε μεγάλη επιρροή στον Ινδουισμό. Και φυσικά περιέθαλψε την ειδωλολατρία, γιατί η αφοσίωση και η λατρεία δεν αφορά τον αληθινό Θεό, αλλά τους θεούς και τις θεές του Ινδουισμού, που είναι πολυάριθμοι.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί του κόσμου
Οι Βέδες, οι Βραχμάνα και οι Ουπανισάντ προσφέρουν τις πιο ποικίλες κοσμογονίες. Αναφέρουν ότι ο κόσμος στην αρχή δεν υπήρχε, αλλά τον δημιούργησαν οι θεοί με έναν τρόπο πρωτόγονο ή προήλθε από μια παγκόσμια θεότητα ή από μια έμψυχη αρχέγονη ουσία. Μπορούμε συνεπώς να παραδεχτούμε πως δίδασκαν μια αρχική γένεση του κόσμου.
Σε σύνδεση με τη θεωρία του Κάρμα και από την αιτιολογία που ανταμείβει τις πράξεις, εμφανίστηκε τότε η θεωρία της περιοχικής γένεσης και καταστροφής του κόσμου, η οποία μπορούμε να πούμε ότι σχεδόν επικρατεί παγκόσμια. Ενώ οι οπαδοί της ατομικής θεωρίας πιστεύουν ότι τα αιώνια άτομα συσσωρεύονται ακατάπαυστα σε κοσμικά σώματα, οι περισσότερες από τις άλλες σχολές υποστηρίζουν ότι το σύμπαν προέρχεται κατά περιόδους από το ένα πρωτόγονο και αρχέγονο Ον και δηλώνουν ότι στο τέλος του κόσμου θα ξαναγυρίσει σ’ αυτό. Γενικά τείνουν να πιστεύουν ότι η προπατορική Αρχή δημιουργεί κατ’ αρχήν την ύλη και ότι κατόπιν, σαν ζωογόνο πνεύμα, εισχωρεί σ’ αυτήν.
Το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στις ατομικές ψυχές και τον αρχέγονο θεό λύνεται με διάφορους τρόπους. Για πολλούς φιλοσόφους δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μια παγκόσμια ψυχή που φαίνεται μοιρασμένη σ’ όλες τις ατομικές ψυχές. Για άλλους, οι ατομικές ψυχές προέρχονται από τον Θεό, όμως είναι ουσίες αυτόνομες, διαφορετικές από το Θεό, όσο και οι τρίχες από το κεφάλι, από το οποίο φύτρωσαν. Κατά τους κλασικούς η ύλη και η ψυχή δεν έχουν κοινή καταγωγή από μια παγκόσμια θεότητα. Οι ψυχές είναι αιώνιες ουσίες αυτόνομες και οι ουσίες πάλι προέρχονται εξελικτικά από μια πνευματικότητα. Σ’ όλες αυτές τις ρεαλιστικές θεωρίες αντιτίθεται η ιδεαλιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, από την άποψη της ανώτατης αλήθειας δεν υπάρχει η γένεση του κόσμου, αφού κάθε πολυμορφία δεν είναι παρά μια απάτη που καταλογίζεται στο παγκόσμιο Ον, το οποίο στηρίζεται στην άγνοιά μας.

Ο Ινδουισμός σήμερα
Η καθημερινή ζωή του Ινδουιστή είναι συγκεχυμένη. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά κριτήρια ηθικής. Η ζωή πολλών θεών ήταν πραγματικά ανήθικη και οι ακόλουθοί τους, είναι επόμενο, να τους μιμούνται. Ο εγωισμός, το μίσος, η σαρκική επιθυμία αφθονούν και δεν υπάρχει τίποτε στον Ινδουισμό που να τα εμποδίζει.
Το σύστημα των τάξεων είναι αλληλένδετο με τον Ινδουισμό. Τα εκατομμύρια δηλαδή των Ινδών είναι ταξινομημένα σε κατηγορίες. Από το στόμα του Βράχμαν προέκυψε η ανώτερη τάξη των Βραχμάνων, από τους ώμους, οι πολεμιστές, από τους μηρούς του, η εργατική τάξη, από τα πόδια του, οι υπηρέτες. Όλες αυτές οι τάξεις ή κάστες, όπως ονομάζονται, υποδιαιρούνται. Έχουν γίνει απόπειρες από τη μεριά ορισμένων προοδευτικών ηγετών της Ινδίας, να καταργηθούν αυτές οι τάξεις, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο γιατί συνδέονται στενά με τη θρησκεία.
Μέλη μιας τάξης μπορεί να μην έχουν δοσοληψίες με μέλη κάποιας άλλης. Δεν πρέπει να τρώνε ή να πίνουν με άλλους παρά μόνο της τάξης τους. Ούτε και μπορεί κάποιο μέλος μιας τάξης να προαχθεί σε ανώτερη τάξη, από αυτή στην οποία γεννήθηκε. Αυτή είναι μια από τις κατάρες της ανθρωπότητας σήμερα.
Η θέση των γυναικών είναι πραγματικά αξιολύπητη. Στην Ινδία υπάρχει ανηθικότητα του πιο απαίσιου είδους, με την πλήρη έγκριση του Ινδουισμού. Σε λίγα μέρη του κόσμου οι γυναίκες έχουν τόσο μικρή αυτό εκτίμηση. Η ζήλεια, η προδοσία και η πλεονεξία τις κρατούν σε φοβερή δουλεία.
Στη χώρα αυτή, όπου είναι δύσκολο να εξασφαλίσεις αρκετή τροφή για να επιζήσεις, υπάρχει το επιπρόσθετο πρόβλημα του σεβασμού όλων των ζωντανών, ιδιαίτερα των αγελάδων, που θεωρούνται ιερές. Δεν τις σφάζουν για να τις φάνε. Πολλές φορές λένε ότι υπάρχουν στέγες για ηλικιωμένες αγελάδες, καμιά στέγη όμως για γέρους ή γριές στην Ινδία. Ο Ινδουιστής πιστεύει ότι η σωτηρία του εξασφαλίζεται αν μπορέσει και πιάσει την ουρά μιας αγελάδας την ώρα που πεθαίνει κι έτσι μεταφέρεται στον παράδεισο. Η πίστη στην μετεμψύχωση επηρεάζει όλη τη ζωή από την κούνια ως τον τάφο. Οι ακτές του ιερού ποταμού Γάγγη είναι γεμάτες με τους προσκυνητές που νομίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο καθαρίζονται από τις αμαρτίες τους.

Αυτά που λείπουν από τον Ινδουισμό είναι:
1. Πίστη σ’ έναν προσωπικό παντοδύναμο Θεό, δημιουργό και κυβερνήτη των πάντων, ανεξάρτητο από το σύμπαν.
2. Πίστη στο θέμα της δημιουργίας, που είναι βασικό για κάθε πραγματική αντίληψη του σύμπαντος.
3. Πραγματική αντίληψη του ηθικού νόμου.
4. Πραγματική αντίληψη της αμαρτωλότητας του ανθρώπου.
5. Σωτήρας που έδωσε τον Εαυτό Του για τις αμαρτίες των ανθρώπων, που πέθανε και αναστήθηκε.
6. Πραγματική πίστη στην προσωπική αθανασία και αιώνια ζωή.

Η πραγματική ελπίδα της Ινδίας δεν βρίσκεται λοιπόν σε μεταρρυθμίσεις ή αναπροσαρμογές του Ινδουισμού, ούτε στο ιεραποστολικό έργο της μορφής του «κοινωνικού ευαγγελίου», αλλά στη σαφή διακήρυξη του αληθινού Θεού, της Αγίας Γραφής και του Ιησού Χριστού και τούτου σταυρωμένου, δια του οποίου σώζονται οι αμαρτωλοί, χωρίς τον Οποίον κανένας δεν μπορεί να έρθει στον Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: