21/11/09

Η σύγκρουση της Εκκλησίας με τη Συναγωγή - Β'

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ
Στη διάρκεια των πρώτων τριών αιώνων, ο ρόλος της Εκκλησίας στη διαμάχη πήρε τη μορφή της θεολογικής επίθεσης. Η αντίκρουση και η υποτίμηση του Ιουδαϊσμού έγινε βαθμιαία αναπόσπαστο κομμάτι της απολογητικής της· ανάμεσα στους απολογητές της, υπήρχαν σημεία αυξανόμενου μίσους, οι απαρχές μιας βέβαιης εβραιοφοβίας.
Η πρόκληση που έθετε ο Ιουδαϊσμός δεν είχε γίνει τελείως φανερή μέχρις ότου η Συναγωγή ανακτήσει τη ζωτικότητά της και την επιρροή της, μετά τις καταστροφές του 70 και του 135 μ.Χ. Ο λαός τον οποίον η Εκκλησία διατεινόταν ότι είχε αντικαταστήσει, συνέχιζε να υπάρχει, και το πιο σημαντικό, διεκδικούσε δικαιώματα στις ίδιες πηγές πίστης, βεβαιώνοντας ότι προηγούνταν και είχε τη διαδοχή της Π. Διαθήκης. Για τον παγανιστικό νου, που πάντα εντυπωσιαζόταν από την αρχαιότητα μίας θεωρίας, τα επιχειρήματα της Συναγωγής ήταν ισχυρά. Η απαίτηση της Εκκλησίας να γίνει αποδεκτή ως ένας τρίτος δρόμος, μέσα στην αυτοκρατορία, δεν ήταν κάτι εύκολο. Παγανιστές συγγραφείς όπως ο Θεόφιλος Αντιοχείας, και ο Πορφύριος, αγωνίζονταν για την υποστήριξη της παλαιότερης θρησκείας. Το θεολογικό τους έργο ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Η Εκκλησία, προσπαθώντας να χαράξει μία πορεία ανάμεσα στον Ιουδαιο-χριστιανισμό και στον αντιιουδαϊσμό του Μαρκίωνα και των Γνωστικών, έπρεπε να αποδείξει στους Εθνικούς - και στους Ιουδαίους - ότι ήταν ο αληθινός Ισραήλ, ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν ένας σφετεριστής που αρνιόταν να παραιτηθεί από μία χαμένη βασιλεία - και όλα αυτά έπρεπε να αποδεικνύονται μέσα από ιουδαϊκές πηγές.[1] Για να βοηθηθούν οι χριστιανοί κήρυκες και απολογητές στο έργο τους, κυκλοφορούσαν οι Μαρτυρίες, Βιβλικά οπλοστάσια κατά του Ιουδαϊσμού μέσα από κείμενα της Π. Διαθήκης. Ανάμεσα στους Απολογητές και στους Ραβίνους προέκυψαν αναπόφευκτα ερμηνευτικές διαφωνίες. Οι δεύτεροι κατηγορούσαν τους πρώτους για ακρωτηριασμό του κειμένου των Εβδομήκοντα (της ελληνικής μετάφρασης της Π. Διαθήκης), και το αντικαθιστούσαν με μερικές νέες μεταφράσεις. Οι χριστιανοί απολογητές αντεπιτίθονταν με κατηγορίες για συρρίκνωση των κειμένων από τους Ιουδαίους.
Η αντιιουδαϊκή φιλολογία ήταν αρκετά ομοιόμορφη σε περιεχόμενο. Είτε σε μορφή διαλόγου είτε σε μορφή θεολογικής πραγματείας, όλα τα κείμενα επικεντρώνονταν στη μεσσιανικότητα του Ιησού, την κατάργηση του Νόμου, και το κάλεσμα της Εκκλησίας. Το περιεχόμενό τους μπορεί να συνοψιστεί: η Εκκλησία προηγείται του παλαιού Ισραήλ, πηγαίνοντας πίσω, στην πίστη του Αβραάμ, στη θυσία του Μελχισεδέκ, ακόμη και στην υπόσχεση που δόθηκε στον Αδάμ. Έτσι, η Εκκλησία είναι μία Εκκλησία των Εθνικών μη Εβραίων (ecclesia ex gentibus), ένας «νέος λαός» και συνάμα «αιώνιος Ισραήλ», της οποίας οι απαρχές συμπίπτουν με της ανθρωπότητας. «Η ανθρώπινη ψυχή είναι εκ φύσεως χριστιανική» και ο Χριστός είναι ο Λόγος ο οποίος «φωτίζει πάντα άνθρωπο ερχόμενο εις τον κόσμο» (Ιωάννης 1:9). Ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν μόνο για τους Ιουδαίους, στους οποίους δόθηκε το φορτίο του Νόμου εξαιτίας της αναξιότητάς τους. Οι Εντολές, λοιπόν, ήταν ένας ζυγός που επιβλήθηκε στον παλαιό Ισραήλ λόγω των αμαρτιών του. Δηλαδή, Εκκλησία και Ισραήλ είναι συνώνυμα. Οι Εβραίοι είναι ένα έθνος που αποστάτησε, παραιτήθηκε από τον ρόλο που τους είχε αναθέσει η θεϊκή πρόνοια να είναι ο εκλεκτός λαός.
Αυτή η διδασκαλία φυσικά εξαγρίωσε τους Εβραίους, αφού χτυπούσε κατευθείαν την καρδιά του Ιουδαϊσμού. Οι Απολογητές, από την πλευρά τους, θεωρώντας την ως τμήμα του μηνύματος του Ευαγγελίου, δεν μπορούσαν προφανώς να φανταστούν την κατεύθυνση την οποία έπαιρναν, απομακρυνόμενοι όλο και πιο πολύ από τη θεώρηση του Απόστολου Παύλου. Όλο και μειωνόταν η αγάπη των Χριστιανών προς τους Εβραίους, και το εδάφιο του Παύλου «είναι αγαπητοί χάριν των πατέρων τους» έχανε την ισχύ του μέσα στην Εκκλησία.
Η πιο σημαντική και πλήρης χριστιανική πραγματεία κατά του Ιουδαϊσμού του 2ου αιώνα, αλλά ίσως και όλων των αιώνων, ήταν του Ιουστίνου ο Διάλογος Τρύφωνος, ένα είδος προτύπου εβραιο-χριστιανικού διαλόγου που θα εμφανιζόταν συχνά στο μέλλον.[2] Ο Διάλογος είναι η καταγραφή ενός πραγματικού διαλόγου με κάποιο Ιουδαίο Τρύφωνα, που μερικοί υποθέτουν, μάλλον λανθασμένα, ότι ήταν ο διάσημος ραβί Ταρφόν. Ο Ιουστίνος ήταν πολύ εξοικειωμένος με τον Ιουδαϊσμό. Βασίζεται πολύ πάνω σε κείμενα της Π. Διαθήκης για να αποδείξει τη μεσσιανικότητα του Ιησού, αποδίδει στο Νόμο ένα προπαρασκευαστικό μόνο ρόλο, και παραπονείται κάπως έντονα για το ιουδαϊκό μίσος. Συνολικά το ύφος του Διαλόγου είναι ήπιο και υπάρχει «ένας υψηλός βαθμός αβρότητας και αμεροληψίας». Η συζήτηση τελειώνει καθώς ανανεώνουν τη φιλία τους και υπόσχονται να προσεύχονται ο ένας για τον άλλο.
Ο Ιουστίνος είναι ο πρώτος που κάνει λόγο για το δυσοίωνο θέμα των δεινών των Εβραίων ως συνέπεια της θεϊκής τιμωρίας για το θάνατο του Χριστού. Έχοντας τονίσει την εκδίωξη των Εβραίων από την Ιερουσαλήμ, την ερήμωση της χώρας τους και το κάψιμο των πόλεων τους, βεβαιώνει τον Τρύφωνα ότι «οι θλίψεις δίκαια επιβλήθηκαν πάνω σε εσάς, γιατί έχετε φονεύσει τον Δίκαιο». Ο απολογητής ξέχασε την προσευχή του Χριστού για συγχώρεση αυτών που τον καταδίκασαν, αλλά και τα κηρύγματα του Πέτρου και του Στέφανου, που αναφέρονται στη θανάτωση του Ιησού μέσα σε ένα πλαίσιο συγχώρεσης (Πράξεις 2:36-39, 7:60).
Η Επιστολή προς Διόγνητον, άγνωστου συγγραφέα, επιδοκιμάζει τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, αλλά στιγματίζει τις θρησκευτικές του πρακτικέ ως «υποκρισία», «δείγμα ανοησίας» και «αφροσύνη». Οι Διαθήκες Δώδεκα Πατριαρχών μιλούν πιο ευγενικά και έχουν την ελπίδα της μεταστροφής του Ισραήλ. Οι Αναγνωρίσεις του Κλήμη και το απόκρυφο Πράξεις Φιλίππου, παρόμοια, δεν δείχνουν κάποια πικρία απέναντι στους Εβραίους. Όχι όμως και το Ευαγγέλιο Πέτρου, ένα ψευδεπίγραφο απόκρυφο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα, όπου επικρατεί ένα εχθρικό πνεύμα. Ο Διάλογος Τιμοθέου Ακύλα[3] είναι αξιοσημείωτος για την πρωτοφανή του άποψη ότι το βιβλίο του Δευτερονομίου, που αφορά τις θυσίες και τα τελετουργικά του Ιουδαϊσμού, δεν είναι θεόπνευστο, αλλά γραμμένο από άνθρωπο και γι’ αυτό δεν τοποθετήθηκε στην κιβωτό της Διαθήκης. Ο άγνωστος συγγραφέας συζητάει για τον θάνατο του Ιησού στα χέρια των Εβραίων, αλλά δεν λέει τίποτα για θεϊκή τιμωρία.
Η πρώτη συστηματική προσπάθεια αντίκρουσης του Ιουδαϊσμού είναι το σύγγραμμα του Τερτυλλιανού Adversus Judaeos (Κατά Ιουδαίων). Λιγότερο εξοικειωμένος με τον Ιουδαϊσμό απ’ όσο ο Ιουστίνος, αλλά πιθανά γνώστης του Διαλόγου και των Μαρτυριών που ήταν πλατειά διαδεδομένες, ο Αφρικανός απολογητής προσπαθεί μεθοδικά να αποδείξει την αχρησία ολόκληρης της Μωσαϊκής θρησκείας, χρησιμοποιώντας κείμενα της Π. Διαθήκης. Γράφοντας για να προστατέψει Χριστιανούς και Ιουδαίους που είχαν μεταστραφεί στον Χριστό, ο αντιιουδαϊσμός του είναι καθαρά θεολογικός, χωρίς καμία εχθρότητα απέναντι στον λαό Ισραήλ.
Ο αντιιουδαϊσμός του 3ου αιώνα κυριαρχείται από τον Κυπριανό, τον Ιππόλυτο και τον Ωριγένη. Η συμβολή του Κυπριανού, στο έργο του Ad Quirinum - που δεν είναι τίποτα άλλο από μία σύνθεση αποδείξεων από την Π. Διαθήκη της υπεροχής του Χριστιανισμού - έγκειται στο ότι χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο αντιιουδαϊκής θεολογίας από μεταγενέστερους. Το κύριο ενδιαφέρον του, σχετικά με το θέμα μας, είναι ότι διακηρύττει πως αυτήν την περίοδο η αποδοχή της χριστιανικής πίστης απαιτεί μία ολοκληρωτική άρνηση του Ιουδαϊσμού. Το σύγγραμμα του Ιππόλυτου Μαρτυρία Κατά Ιουδαίων, από το οποίο σώζεται μόνον ένα τμήμα, είναι σημαντικό για έναν άλλο λόγο. Απευθύνεται στους Εβραίους με πολύ βάναυσο τρόπο, λέγοντας τους πως οι δυστυχίες τους προέρχονται από τη θανάτωση του Χριστού. Από ένα εδάφιο του 69ου Ψαλμού, ο Ιππόλυτος συμπεραίνει ότι θα είναι για πάντα δούλοι των εθνών. Για τις παλιές τους αμαρτίες, λέει, έχουν βρει συγχώρεση, αλλά τώρα έχουν ερημωθεί «επειδή σκότωσαν τον Υιό του Ευεργέτη τους». Προειδοποιεί για τα κακά «τα οποία θα πέσουν επάνω τους, στο μέλλον, εξαιτίας της απείθειας και θρασύτητας που έδειξαν προς τον Άρχοντα της Ειρήνης».
Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) φέρνει τη συζήτηση σε φιλοσοφικές βάσεις. Στο σύγγραμμά του Κατά Κέλσου έγραψε μία κριτική του Ιουδαϊσμού και αντέκρουσε το σύγγραμμα του Κέλσου Αληθής Λόγος, στο οποίο ο παγανιστής φιλόσοφος βάζει στο στόμα ενός Ιουδαίου τις αντιχριστιανικές κατηγορίες, οι οποίες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Ιουδαίους της εποχής του, πολλές από τις οποίες ήταν πολύ ασεβείς. Ο Ωριγένης, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης των Γραφών, και του Ιουδαϊσμού - σε βαθμό που μπορούσε να κάνει διάλογο με τον ραβί Σιμλαΐ - απαντάει με δεξιοτεχνία στον Κέλσο. Μέσα στην απάντησή του όμως, επιτίθεται κατά του Ιουδαϊσμού, με τον οποίον ο Κέλσος είχε συμμαχήσει για να ενισχύσει τα αντιχριστιανικά του επιχειρήματα. Οι Χριστιανοί, κατά την επιχειρηματολογία του Ωριγένη, σέβονται τον Νόμο περισσότερο απ’ ότι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι τον ερμηνεύουν με έναν μυθώδη τρόπο, και που οι πρακτικές τους είναι πλέον τετριμμένες. Η απόρριψη του Ιησού έχει επιφέρει την τωρινή εξορία και συμφορά τους. Επιπρόσθετα δηλώνει: «λέμε με βεβαιότητα ότι ποτέ δεν θα αποκατασταθούν στην πρότερή τους κατάσταση. Γιατί διέπραξαν ένα ανήκουστο έγκλημα, συνωμοτώντας εναντίον του Σωτήρα του ανθρώπινου γένους...»
Ορισμένα άλλα συγγράμματα του 3ου αιώνα ασχολούνται με τον Ιουδαϊσμό μόνον αποσπασματικά. Στο Κατά Αιρέσεων, ο Ειρηναίος (125-202) αποκήρυξε τις αιρέσεις ιουδαϊκής προέλευσης. Τρία ψευδεπίγραφα έργα, με το όνομα του Κυπριανού, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα: το Adversus Judaeos, που κατηγορεί τους Ιουδαίους για τις αμαρτίες τους και τους καλεί σε μετάνοια, το De Montibus Sina et Sion, μία ομιλία στην οποία ο Νόμος συγκρίνεται με τη γη, και το Ευαγγέλιο με τον Ουρανό, και τέλος ένα γράμμα, το Ad Vigilium, που κατηγορεί τους Ιουδαίους ελπίζοντας όμως στην «επιστροφή» τους. Η γενική στάση απέναντι στον Ιουδαϊσμό σε αυτά τα έργα είναι ήπια. Οι καταδίκες μετριάζονται συνήθως από μία νότα λύπης για τους Ιουδαίους και μία ελπίδα επανένωσης με τους Χριστιανούς.
Ίσως το πιο σημαντικό κείμενο από τα χριστιανικά γραπτά του 3ου αιώνα είναι η Διδασκαλία, μία λειτουργική σύνθεση στην οποία οι Ιουδαίοι θεωρούνται υπεύθυνοι για το θάνατο του Χριστού, αλλά αναφέρονται ως «αδελφοί μας», και οι Χριστιανοί διδάσκονται να νηστεύουν γι’ αυτούς στη διάρκεια των ημερών του εβραϊκού Πάσχα: «Θα νηστεύετε για τους αδελφούς μας οι οποίοι δεν έχουν υπακούσει. Ακόμα και όταν μας μισούν, εσείς είστε υποχρεωμένοι να τους αποκαλείτε αδελφούς, γιατί είναι γραμμένο στον Ησαΐα, ‘Να αποκαλείτε αδελφούς αυτούς που μας μισούν’». Εδώ αναγνωρίζεται καθαρά η στάση του Παύλου.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο όγκος και η φλογερή μορφή αυτής της φιλολογίας του 3ου αιώνα προδίδει μία αυξανόμενη ανησυχία της Εκκλησίας για την αντίκρουση του Ιουδαϊσμού. Τί κρυβόταν πίσω από αυτήν; Γιατί, πραγματικά, θα έπρεπε η Εκκλησία, η οποία υπερείχε του Ιουδαϊσμού σε αριθμό και δύναμη, να αυξάνει σε φόβο απέναντι σε έναν παραπαίοντα αντίπαλο; Αποτελούσε ακόμη ο Ιουδαϊσμός μία απειλή; Ήταν αναμειγμένες οι λαϊκές μάζες; Προφανώς για να αποτιμήσουμε τη χριστιανική πολεμική είναι απαραίτητη μία γνώση και για τις σχέσεις μεταξύ χριστιανικών και ιουδαϊκών μαζών, καθώς και για την πολιτική του Ιουδαϊσμού απέναντι στον προσηλυτισμό.
Ήταν γενικά αποδεκτό, μέχρι πρόσφατα, ότι μετά τις καταστροφές του 70 και του 135, ως εχθρική αντίδραση στα αυτοκρατορικά δεσμά (απαγόρευση του ιουδαϊκού προσηλυτισμού) και στον Εθνικό κόσμο γενικά, ο Ιουδαϊσμός ξέχασε τις οικουμενικές του τάσεις, και γρήγορα αποτραβήχτηκε στον εαυτό του, οικοδομώντας τον κόσμο του Ταλμούδ. Ο Louis Duchesne έχει την ακόλουθη άποψη: «Η θρησκευτική ζωή έγινε πολύ κλειστή, και η εποχή των φιλελεύθερων Εβραίων που φλέρταραν με τον Ελληνισμό και την κυβέρνηση, ήταν οριστικά πλέον παρελθόν. Καμία προσπάθεια δεν ξαναγίνεται για να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους λαούς ή ιδιαίτερα να προσελκύσουν προσήλυτους. Αυτό το πεδίο αφήνεται ελεύθερο για τους μαθητές του Ναζωραίου. Ο Ιουδαϊσμός αποτραβιέται στον εαυτό του και αφοσιώνεται στον διαλογισμό πάνω στον Νόμο».
Τα τελευταία χρόνια, αυτή η άποψη έχει επανεξεταστεί ιδιαίτερα από τον Marcel Simon, ο οποίος έχει καθαρά δείξει ότι ο υψηλά ιεραποστολικός χαρακτήρας του Ιουδαϊσμού διάρκεσε μέχρι και τον 5ο αιώνα. Η διαμάχη της Εκκλησίας με τον Ιουδαϊσμό, με άλλα λόγια, δεν ήταν κατά κανένα τρόπο μόνο θεωρητική, αλλά μάλλον ήταν καρπός ενός έντονου και επικίνδυνου προσηλυτιστικού ανταγωνισμού. Στη διάρκεια της Πατερικής εποχής ο Ιουδαϊσμός συνιστούσε μία απειλή για την Εκκλησία, από τρεις κατευθύνσεις: η ελκυστικότητα στις χριστιανικές μάζες προκαλούσε έντονες ιουδαΐζουσες τάσεις μέσα στην Εκκλησία, ο προσηλυτισμός του συνεχιζόταν αμείωτος, και οι Ιουδαίοι σχετίζονταν με μερικές από τις χριστιανικές αιρέσεις. Τέτοιες ενδείξεις για τη συνεχιζόμενη ζωτικότητα μίας πίστης, την οποία η Εκκλησία θεωρούσε απαρχαιωμένη, και με την οποία όμως είχε στενούς δογματικούς και λατρευτικούς δεσμούς, δεν άφηναν ατάραχους τους χριστιανούς ηγέτες.
Ο Ιουδαιο-χριστιανισμός, η συγχώνευση της Εκκλησίας και της Συναγωγής, αποκηρύχθηκε ξεκάθαρα και από την Εκκλησία στη σύνοδο της Ιερουσαλήμ και από τη Συναγωγή στη Γιάμνια το 80 μ.Χ. Αρνούμενος όμως να πεθάνει, διατήρησε μία πολυσύνθετη και περιθωριακή ύπαρξη μέσα και έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Καταδικασμένος σε μία ανορθόδοξη σταδιοδρομία, διασπάστηκε σε πολλές ιουδαιο-χριστιανικές αιρέσεις έξω από την Εκκλησία και σε μία ποικιλία τάσεων μέσα σ’ αυτήν. Κύρια ανάμεσα στις αιρέσεις ήταν ο Εβιωνιτισμός, που εμφανιζόταν να συγχωνεύει την πίστη στον Χριστό με τον Μωσαϊκό μονοθεϊσμό. Αν και η προέλευσή του και η ετυμολογία της ονομασίας του είναι αβέβαιη, ο όρος Εβιωνίτης, που σημαίνει «φτωχός», φαίνεται να δηλώνει μία διδασκαλία φτώχειας.[4] Ο Ειρηναίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τον όρο αυτό και περιέγραψε την αίρεση. Οι Εβιωνίτες απαιτούσαν όχι μόνο την πλήρη τήρηση του Νόμου, πιστεύοντας ότι ο Ιησούς έγινε τέλειος με την εκπλήρωσή του, αλλά και αρνούνταν τη θεότητά του και την παρθενική του γέννηση. Είχαν απορρίψει τελείως τις επιστολές του Παύλου, και δέχονταν ένα μόνον Ευαγγέλιο, που προερχόταν πιθανά από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Αργότερα, ο Εβιωνιτισμός έκλινε προς κάποια μορφή Γνωστικισμού. Άλλες ιουδαϊκές αιρετικές ομάδες συνδέονταν στενά με τον Εβιωνιτισμό, κυρίως οι Ναζαρηνοί. Τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, οι Χριστιανοί αποκαλούνταν Ναζαρηνοί, αλλά σύντομα η ονομασία αυτή καθόριζε μία ιουδαιοχριστιανική αίρεση έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος λέει πως στρέφονταν προς την Ιερουσαλήμ όταν προσεύχονταν. Ο Επιφάνειος, αιρεσιολόγος του 4ου αιώνα, τους θεωρούσε μία ηπιότερη μορφή Εβιωνιτισμού. Υπήρχαν και οι Ελκεσαΐτες, οι Συμμαχιανοί, οι Κηρινθιανοί και άλλες αιρέσεις που συμμερίζονταν γενικά τα δόγματα των Εβιωνιτών. Όλοι συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της πλήρους τήρησης του Νόμου από όλους, αλλά διέφεραν στη Χριστολογία. Για τις περισσότερες από αυτές τις αιρέσεις, ο Χριστός ήταν ένας ανώτερος άνθρωπος με πατέρα τον Ιωσήφ.
Αν κι ο Ειρηναίος λανθασμένα αποκαλεί τον Σίμωνα τον Μάγο, Σαμαρείτη Γνωστικό, «πατέρα όλων των Γνωστικών», δεν υπάρχει αμφιβολία για τη συμμετοχή Εβραίων στον Γνωστικισμό, και στον προ Χριστού και στον μετά Χριστόν.[5] Αρχικά ο Γνωστικισμός ήταν ένα προχριστιανικό ασιατικό παράγωγο, του οποίου η «Γνώσις» ήταν ένα σύστημα εσωτεριστικής πνευματικής γνώσης. Όταν στο σύστημα αυτό ενσωματώθηκαν και χριστιανικά στοιχεία και δόγματα, ο Γνωστικισμός πήρε τη μορφή χριστιανικής αίρεσης οργανωμένης κατά το πρότυπο της Εκκλησίας. Η αρχική πάλη της Εκκλησίας εναντίον του Γνωστικισμού, ιδιαίτερα εκείνου που είχε ιουδαϊκή προέλευση, ήταν μία από τις πιο σκληρές. Ο Πέτρος αντιμετώπισε τον Γνωστικισμό στο πρόσωπο του Σίμωνα του Μάγου, ο Παύλος στο πρόσωπο του Κήρινθου και ο Ιωάννης στους Νικολαΐτες (Γνωστικοί που ήταν ενάντιοι σε κάθε νόμο), στους οποίους αναφέρεται ως «Συναγωγή του Σατανά» (Αποκάλυψη 2:9). Ο Γνωστικισμός απέρριπτε την πίστη χάριν της φιλοσοφικής θεώρησης, και γι’ αυτό αρνιόταν ότι η Π. Διαθήκη ήταν αποκάλυψη από τον Θεό, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να δανείζεται ιδέες και ορολογία από αυτήν. Οι ιουδαϊκές επαφές με ασιατικές μυστηριακές θρησκείες και με τις ελληνο-ρωμαϊκές φιλοσοφίες δημιούργησε τελικά έναν συγκεκριμένο τύπο Ιουδαίου θαυματουργού ή θεραπευτή, ο οποίος δεν απείχε πολύ από τη μαγεία και τον αποκρυφισμό. Η συναναστροφή Χριστιανών με τέτοιους Ιουδαίους αποκρυφιστές ανησυχούσε πολύ τους Πατέρες της Εκκλησίας, πράγμα το οποίο εξηγεί κατά ένα μέρος, τον συχνό ισχυρισμό τους για «ιουδαϊκές δεισιδαιμονίες».[6]
Σοβαρότερη ανησυχία όμως προκαλούσε η ιουδαϊκή επιρροή μέσα στην Εκκλησία. Δεν επρόκειτο φυσικά γι’ αυτά τα στοιχεία του Ιουδαϊσμού τα οποία είχε πάρει η Εκκλησία για να οικοδομήσει τη δογματική, ηθική και λατρευτική ζωή της, ή ακόμα για τον προσδιορισμό των εορτών της με βάση το εβραϊκό ημερολόγιο, αλλά για την τάση ανάμεσα στους πιστούς να εφοδιάσουν τη λατρευτική τους ζωή με ορισμένες πρακτικές του Ιουδαϊσμού. Αυτό το φαινόμενο, των ιουδαϊζόντων Χριστιανών, πρέπει να διακριθεί προσεκτικά από τον ιουδαϊκό Χριστιανισμό της Εκκλησίας πριν από τον Παύλο, καθώς και από την αιρετική εξέλιξη που είχε μετά. Αυτή η ιουδαΐζουσα τάση ήταν ένα είδος που ανθούσε σε ένα κατά τα άλλα ορθόδοξο περιβάλλον. Μερικοί Πατέρες φανερώνουν την ύπαρξη αυτής της τάσης όταν λένε, «οι δικοί μας ιουδαΐζοντες».
Οι ιουδαΐζουσες τάσεις είχαν εμφανιστεί από την αρχή. Ο Παύλος προειδοποιεί τους Γαλάτες (1:6) γι’ αυτούς, και τον 2ο αιώνα πολλοί από τους Πατέρες προειδοποιούσαν εναντίον τους. Ο Ιουστίνος έκανε διάκριση μεταξύ αυτών που επέβαλλαν το Νόμο μόνο στον εαυτό τους και εκείνων που τον απαιτούσαν από όλους - αυτούς τους θεωρούσε αιρετικούς. Στους πρώτους έδειχνε μία ανοχή που δεν τη συναντάμε σε άλλους Πατέρες. Οι ιουδαΐζουσες τάσεις πήραν πολλές μορφές. Συχνά δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από μία δεισιδαιμονική χρήση ιουδαϊκών φυλαχτών ή ιουδαιοχριστιανικών προσευχών που πίστευαν ότι έχουν θαυματουργικές ιδιότητες. Πιο συνηθισμένη ήταν η τήρηση ορισμένων τελετουργικών της Συναγωγής, όπως οι νίψεις, το άναμμα κεριών, το πασχαλινό αρνί ή το άζυμο ψωμί, οι ιουδαϊκές ευχές, οι ραβινικές ευλογίες, καθώς και το ότι σύχναζαν σε συναγωγές. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρχε η πλήρης τήρηση του Νόμου. Οι ιουδαΐζοντες πολεμούσαν την καθιέρωση της Κυριακής ως χριστιανικής ημέρας ανάπαυσης, καθώς και τη μετάθεση της ημερομηνίας του Πάσχα από την αντίστοιχη του εβραϊκού Πάσχα. Και αφού αυτά τα θέματα κανονίστηκαν από την Εκκλησία, πολλοί από τους πιστούς συνέχισαν για μερικούς αιώνες να τηρούν τις αρχαιότερες παραδόσεις. Στα τέλη του 4ου αιώνα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραπονιόταν πικρά για ιουδαΐζουσες πρακτικές που υπήρχαν στην επισκοπή του στην Αντιόχεια.[7]
Οι ιουδαΐζοντες δεν ήταν όλοι τους Εβραίοι που είχαν πιστέψει στον Χριστό. Πολλοί εθνικοί Χριστιανοί ελκύονταν από τον Ιουδαϊσμό και επηρεάζονταν από τη Συναγωγή σε θέματα λατρείας. Επιπλέον, Εβραίοι και Χριστιανοί αναμιγνύονταν ελεύθερα και ένοιωθαν κάποιο είδος αμοιβαίας οικειότητας ζώντας μέσα σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Στο μεταξύ, η Συναγωγή δεν ήταν αντίθετη στο να δέχεται Χριστιανούς, όπως και ειδωλολάτρες, ως ημιπροσήλυτους. Η Εκκλησία, ευαίσθητη στον κίνδυνο που εγκυμονούσε αυτή η κατάσταση, αποθάρρυνε την αδελφοποίηση με τους Εβραίους. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, βέβαια, υπήρχε επικοινωνία μερικών Πατέρων με Ραβίνους, οι οποίοι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης ως αυθεντίες στις Βιβλικές σπουδές. Ο Ιουστίνος, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, ο Αφραάτης, ο Εφραΐμ ο Σύρος, και ιδιαίτερα ο Ιερώνυμος, είχαν επαφές με ραβίνους για να μαθαίνουν εβραϊκά και να συζητούν ερμηνείες των Γραφών. Γενικά, οι ραβίνοι υπερείχαν από τους Χριστιανούς λόγιους στις τεχνικές ερμηνείας των Γραφών - πράγμα λογικό, αφού η αλληγορική μέθοδος, που ήταν τόσο δημοφιλής ανάμεσα στους Χριστιανούς απολογητές, αρχικά προερχόταν από τους ραβίνους.
Αλλά η «ιουδαϊκή μόλυνση» ήταν επικίνδυνη μόνον όσο οι πύλες του Ιουδαϊσμού παρέμεναν ανοιχτές προς τον Εθνικό κόσμο - και ιδιαίτερα στην επιστροφή των Εβραίων που είχαν γίνει Χριστιανοί. Αυτές οι πόρτες, πράγματι, ήταν ανοιχτές. Η πτώση της Ιερουσαλήμ, όχι μόνο δεν έσβησε τον ιουδαϊκό ιεραποστολικό ζήλο, αλλά είχε χρησιμεύσει στο να δυναμώσει την οικουμενικότητά του. Η απαγόρευση της περιτομής από τον Αδριανό δεν είχε αποδειχτεί αποτελεσματική, και δεν είχε επιβληθεί αυστηρά. Η ραβινική στάση απέναντι στους προσήλυτους παρέμενε διαιρεμένη ανάμεσα στους άκαμπτους, οι οποίοι τους έβλεπαν καχύποπτα και έβαζαν αυστηρές προϋποθέσεις για την αποδοχή προσήλυτων, και στους φιλελεύθερους ή Ελληνιστές, οι οποίοι θεωρώντας πρωταρχική υποχρέωση του Ισραήλ την ιεραποστολή, χαλάρωναν αυτές τις προϋποθέσεις. Το ότι αυτή η επιεικής στάση ήταν η επικρατέστερη - αν και με το πέρασμα του χρόνου κέρδιζε η πρώτη - μπορεί να αποδειχτεί από τις πολλές μαρτυρίες που υπάρχουν σε ιουδαϊκές, παγανιστικές και χριστιανικές πηγές. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τη μαρτυρία του Ταλμούδ, του Ιουβενάλιου, του Ιουστίνου, του Ωριγένη, του Χρυσόστομου, καθώς και άλλων. Οι ιουδαϊκές προσηλυτιστικές προσπάθειες ήταν έντονες μέχρι και τα τέλη του 4ου αιώνα και, παρά το ότι έχαναν στον ανταγωνισμό τους με τον Χριστιανισμό, συνέχισαν με δυναμισμό και κατά τον 5ο αιώνα.
Η ανάπτυξη της αντιιουδαϊκής φιλολογίας των πρώτων τριών αιώνων πρέπει να εξεταστεί κάτω από το φως αυτού του πολύπλευρου ιουδαιο-χριστιανικού ανταγωνισμού στη διάρκεια της Πατερικής εποχής. Διαφορετικά, η σφοδρότητα του αντιιουδαϊσμού του 4ου αιώνα, και των επόμενων, είναι ακατανόητη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Υπήρχε αντισημιτισμός στην Εκκλησία στη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων; Οι απόψεις διαφέρουν. Είναι δύσκολο, από μέρους μας, να κατατάξουμε ως αντισημιτισμό: εχθρικά χριστιανικά κείμενα ή πράξεις βίας που προκλήθηκαν κατά μεγάλο μέρος από εβραϊκή εχθρότητα· θεολογικές ή απολογητικές πραγματείες ή διδασκαλίες οι οποίες εξάπλωσαν έναν θρησκευτικό αντιιουδαϊσμό, λίγο-πολύ αναπόσπαστο από τα δόγματα της Εκκλησίας· ή την αγανάκτηση των χριστιανών ποιμένων που ανησυχούσαν σοβαρά για τους κινδύνους που αντιπροσώπευε ο Ιουδαϊσμός για τα, συχνά επιφανειακής πίστης, χριστιανικά ποίμνιά τους. Ενώ οι πιο πολλές αντιιουδαϊκές πρωτοβουλίες αυτών των αιώνων εμπίπτουν σε αυτές τις τρεις κατηγορίες, υπήρχαν και ορισμένες υπερβολές ενός άλλου είδους: μία άμεση προσβολή που υπήρχε στα ψευδεπίγραφα Διδαχή και Επιστολή Βαρνάβα, στον Διάλογο του Ιουστίνου και στην Επιστολή προς Διόγνητον. Ένα γενικευμένο εχθρικό συναίσθημα στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Πέτρου και στα κείμενα του Ιππόλυτου. Αλλά αυτά είναι όλα κι όλα. Πιο δυσοίωνη ήταν η ανάδυση μιας διδασκαλίας, που δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί πλήρως, αλλά είχε διατυπωθεί καθαρά από τον Ιππόλυτο και τον Ωριγένη: ότι οι Εβραίοι είναι ένας λαός τιμωρημένος για τη «Θεοκτονία» που έκαναν, και που ποτέ δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα ξεφύγουν από τη δυστυχία τους, η οποία είναι θέλημα Θεού. Αυτή η θέση σχημάτισε τα πρώτα σπέρματα της στάσης που θα κυριαρχούσε στη χριστιανική σκέψη του 4ου αιώνα, και η οποία θα συνέβαλλε, μεταγενέστερα, σε μεγάλο βαθμό στην πορεία του αντισημιτισμού.
Αυτοί οι πρώτοι αιώνες χρησιμεύουν ως μία προειδοποίηση, ότι ο θεολογικός ή ο ποιμαντικός αντιιουδαϊσμός θα μπορούσαν να πάρουν μία από τις δύο κατευθύνσεις: είτε του ευγενικού διαχωρισμού και της ήπιας διαφωνίας, όπως υπάρχουν στα κείμενα Διαθήκες Δώδεκα Πατριαρχών και Διδαχή, είτε της πλήρους απόρριψης και του μίσους, που σβήνουν τη γραμμή που τον διαχωρίζει από τον καθαρό αντισημιτισμό.

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις:
[1] Μερικοί ιστορικοί έχουν κατηγορήσει την Εκκλησία για καιροσκοπισμό στις θεολογικές της προσπάθειες, βλέποντας στη διδασκαλία της για τον πραγματικό λαό Ισραήλ σαν μια επινόηση που είχε σαν στόχο να καταλάβει η Εκκλησία την προνομιακή θέση που είχαν οι Εβραίοι στην αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί απολογητές ανέπτυσσαν τον ισχυρισμό του Χριστού, ότι είχε προηγηθεί του Αβραάμ (Ιωαν.8:58), τη διδασκαλία του Παύλου ότι ο Νόμος ήταν «παιδαγωγός» και προπαρασκευαστικός για τον Χριστό (Γαλ.3:24-25), και τη διδασκαλία του Ιωάννη για τη προΰπαρξη του Χριστού ως Λόγου (Ιωαν.1:1).
[2] Ένα άλλο παράδειγμα αυτού του τύπου, αυτή την εποχή, ήταν το Λογομαχία Ιάσωνος και Παπίσκου, από τον Έλληνα συγγραφέα Άριστο της Πέλλας, κείμενο που έχει χαθεί. (Βλ. Williams, op. cit, σ. 28-30).
[3] Η εισαγωγή και ο επίλογος αυτής της εργασίας την τοποθετούν τον 5ο αιώνα, αλλά οι κριτικοί συμφωνούν ότι και τα δύο προστέθηκαν στο σώμα της εργασίας, η οποία χρονολογείται από το 200 μ.Χ. (Βλ. Williams op. cit, σ. 67).
[4] Μερικοί θεωρούν τον εβιωνιτισμό ηθικό ή ασκητικό δόγμα, άλλοι ως έλλειψη ή απλότητα δόγματος. Άλλοι πάλι βλέπουν την αίρεση σαν τα απομεινάρια της πρώτης μορφής Χριστιανισμού της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, η οποία με την ανάπτυξη του δόγματος θεωρήθηκε αυτομάτως αιρετική.
[5] «Ο Ιουδαϊκός γνωστικισμός αναμφίβολα προηγείται του Χριστιανικού . . . Είναι αξιοσημείωτο ότι ηγέτες γνωστικών σχολών και ιδρυτές γνωστικών συστημάτων αναφέρονται από τους Πατέρες ότι ήταν Εβραίοι» («Gnosticism», Jewish Encyclopedia, V, 631).
[6] O Joshua Trachtenburg δηλώνει ότι: «Αν και οι Εβραίοι δεν ήταν οι μοχθηροί μάγοι όπως τους ήθελε η χριστιανική εχθρότητα, κατείχαν όμως μια αρχαία και αξιοσέβαστη παράδοση μαγείας η οποία είχε τραφεί με φροντίδα μέχρι τον Μεσαίωνα, οπότε έφτασε και στο ζενίθ της ανάπτυξής της» (Jewish Magic and Superstition [New York: Meridian, 1961], σ. 11). Και άλλες αιρέσεις είχαν εβραϊκή υποστήριξη. Οι Τετραδεκατίτες, μια αιρετική ομάδα, αφορίστηκαν από τον επίσκοπο Ρώμης Βίκτωρα περί τα τέλη του 2ου αιώνα, γιατί επέμεναν να γιορτάζουν το χριστιανικό Πάσχα ταυτόχρονα με το εβραϊκό, στις 14 του μηνός Νισσάν. Υπήρχαν υποψίες για ανάμιξη Εβραίων στην αίρεση των Δονατιστών, η οποία απείλησε την Ορθοδοξία της χριστιανικής αυτοκρατορικής Ρώμης στα τέλη του 4ου αιώνα. Οι Εβραίοι επίσης συμμάχησαν με τους Αρειανούς εναντίον της Ορθοδοξίας (Βλ. Simon, op. cit, σ. 264).
[7] Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίες κατά Εβραίων, (PG, 48:843-856). Η ομιλία του Χρυσόστομου είναι μια εμπαθής έκκληση στους πιστούς που επισκέπτονταν συναγωγές, έκαναν εβραϊκές ευχές και γιόρταζαν εβραϊκές γιορτές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: