ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (295-373 μ.Χ)
Σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο το ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), όπου αναδείχθηκε θαρραλέος μαχητής εναντίον του αρειανισμού. Αργότερα (328) διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο, σε μια εποχή που η Εκκλησία συγκλονιζόταν από το Μελιτιανό σχίσμα και τη δράση των αρειανών. Εναντίον των πρώτων ενέργησε με αποφασιστική αυστηρότητα και εναντίον των δευτέρων υπήρξε άκαμπτος υπερασπιστής του δόγματος υπέρ του οποίου είχε αγωνιστεί στη Νίκαια. Οι αρειανοί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον εξουδετερώσουν κατηγορώντας τον στον Μέγα Κωνσταντίνο[1] και τελικά πέτυχαν να τον καθαιρέσουν στη σύνοδο της Τύρου. Ο Κωνσταντίνος τότε, επηρεασμένος και από πολιτικής φύσης κατηγορίες, τον εξόρισε (335) στους Τρεβήρους (σημερινό Trier της Γερμανίας), από όπου ο Αθανάσιος επέστρεψε μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (337). Οι αντίπαλοί του συγκάλεσαν τότε σύνοδο στην Αντιόχεια και όρισαν άλλον επίσκοπο, το Γρηγόριο, ενώ οι εκκλησίες έκλεισαν με τη βία. Ο Αθανάσιος διαμαρτυρήθηκε σε μια τοπική σύνοδο με την περίφημη «Εγκύκλιο» επιστολή του. Έπειτα κατέφυγε στη Δύση. Δικαιώθηκε τόσο σε μια ρωμαϊκή σύνοδο (341), όσο και στη Σαρδική της Ιλλυρίας (343). Μετά το θάνατο του Γρηγορίου (345) επέστρεψε στο θρόνο της Αλεξάνδρειας (346). Ο Κωνστάντιος όμως, μόνος αυτοκράτορας πλέον, ξεσήκωσε εναντίον του και τους Δυτικούς, οι οποίοι τον καταδίκασαν (Αρλ, 354, Μιλάνο, 355). Αργότερα (356), εξορίστηκε για τρίτη φορά, στην έρημο. Επέστρεψε με διάταγμα του Ιουλιανού του Παραβάτη (362), ο οποίος ανακάλεσε όλους τους εξόριστους αρχιεπισκόπους. Συγκάλεσε μια σημαντική ακόμα σύνοδο (362), εξορίστηκε πάλι, τον ανακάλεσε ο Ιοβιανός (364), τον απέλασε ο Βαλέντιος (365) και το 366 επέστρεψε οριστικά, ύστερα από πέντε εξορίες που κράτησαν συνολικά πάνω από 17 χρόνια.
Άνθρωπος πιο πολύ της δράσης, ενθουσιώδης, μαχητής, σταθερός και άκαμπτος στις πεποιθήσεις του, ο Αθανάσιος συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της διδασκαλίας περί Αγίας Τριάδας και ιδίως του όρου «ομοούσιος». Η σύνοδος που συγκάλεσε το 362 αποτέλεσε τον πιο σημαντικό σταθμό στους αγώνες κατά του αρειανισμού και ουσιαστικά προετοίμασε το έργο της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381). Το πνεύμα το επηρέασε τους συγχρόνους του και γύρω του δημιουργήθηκε σχολή (η λεγόμενη και «Αθανασιανή»), στον κύκλο της οποίας ανήκουν πολλά από τα έργα του, που χαρακτηρίζονται νόθα. Γνωστά έργα του Αθανάσιου είναι τα απολογητικά «Λόγος κατά Ελλήνων», «Λόγος περί της ενανθρώπισης του Λόγου», τα αντιαιρετικά «Απολογητική κατά των Αρειανών», «Απολογία προς τον βασιλέα Κωνστάντιο», «Απολογία περί της φυγής αυτού», «Τέσσερις λόγοι κατά Αρειανών», «Δύο λόγοι κατά Απολλιναρίου», τα ερμηνευτικά «Ερμηνεία των ψαλμών», «Προς Μαρκελλίνο εις την ερμηνεία των ψαλμών», και τα ασκητικά «Ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου», «Περί παρθενίας και ασκήσεως» και «Επιστολές». Κάποια από αυτά παραμένουν ανέκδοτα.
ΚΥΡΙΛΛΟΣ Α' (375-444 μ.Χ.)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου και σπούδασε. Χειροτονήθηκε διάκονος και μετά πρεσβύτερος από το θείο του, πάπα Αλεξανδρείας. Τον ακολούθησε στη Σύνοδο της Χαλκιδόνας το 403 μ.Χ., και μετά το θάνατό του τον διαδέχθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας το 412. Η πατριαρχία του διήρκεσε επί 32 χρόνια μέχρι το 444, και άφησε εποχή, κυρίως για τους αγώνες του κατά των αντιπάλων του Χριστιανισμού και των αιρετικών. Όμως, το βίαιο του αγωνιστικού του χαρακτήρα, του δημιούργησε πολλούς εχθρούς και πολλές επιθέσεις. Αγωνίστηκε κυρίως κατά των Ιουδαίων της Αλεξανδρείας, των Νοβατιανών σχισματικών και της αίρεσης των Μονοφυσιτών. Πολέμησε με ιδιαίτερη μαχητικότητα τον αρχηγό των Μονοφυσιτών Νεστόριο, υπήρξε πρωτεργάτης της Γ' Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος, 431) και ο βασικός διαμορφωτής του δόγματος της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού και της ανάδειξης της Μαρίας ως Θεοτόκου. Παρά την οξύτητα του χαρακτήρα του, αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο σοφούς πατέρες της Εκκλησίας.
Συνέγραψε δεκάδες αξιόλογα έργα. Τα έργα του καλύπτουν 10 τόμους της «Πατρολογίας» του Μιν. Τα πιο σημαντικά είναι: τα «Γλαφυρά» (13 βιβλία, αλληγορική-τυπολογική εξήγηση της Πεντατεύχου), «Η βίβλος των θησαυρών περί ομοουσίου Τριάδος» (ανασκευή των δοξασιών των Αρειανών), «Εξήγηση υπομνηματική», «Υπόμνημα στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», «Εξήγηση στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο» κ.ά. Μεταξύ των έργων του κατά του Νεστορίου αναφέρονται: «Περί αγίας και ομοουσίου Τριάδος», «Δώδεκα αναθεματισμοί» (καταδίκη των απόψεων του Νεστορίου), «Αντίρρηση κατά των βλασφημιών του Νεστορίου» (5 βιβλία), «Διάλεξη προς Νεστόριο ότι Θεοτόκος η Αγία Παρθένος και ου Χριστοτόκος», «Υπέρ της ευαγούς θρησκείας των Χριστιανών, προς τον άθεο Ιουλιανό» (30 βιβλία, απευθύνεται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' και καταδικάζει τις δοξασίες των ειδωλολατρών) κ.ά. Από τα 30 έργα του διασώθηκαν τα 10 μόνον σε άρτια κατάσταση, ενώ από τα υπόλοιπα μόνον αποσπάσματα.
Ο Κύριλλος θεμελίωσε τη διδασκαλία του στην Αγία Γραφή και πρώτος αυτός θεώρησε τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας κριτήριο της αλήθειας. Κέντρο της δογματικής του διδασκαλίας υπήρξε το Χριστολογικό. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικές του θέσεις συνοψίζονται ως εξής: αποδοχή του Χριστού με τέλεια ανθρώπινη φύση και τέλεια θεότητα. Με την ένωση υπάρχει ένα μοναδικό πρόσωπο. Από τη διαφορά των φύσεων προέρχεται η διάκριση, από τη μοναδικότητα του προσώπου, η ενότητα. Η Μαρία είναι Θεοτόκος (όχι μόνο Χριστοτόκος, όπως υποστήριζε ο Νεστόριος). Το έργο του Λόγου του Θεού προσφέρει την εξύψωση του ανθρώπου. Πέθανε το 444 μ.Χ.
ΩΡΙΓΕΝΗΣ (Origenes Adamantius)
Ο σπουδαιότερος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών αιώνων με τα περισσότερα συγγράμματα και από τους πιο παραγωγικούς της παγκόσμιας φιλολογίας. Γεννήθηκε περί το 185 στην Αλεξάνδρεια από γονείς Χριστιανούς. Θεολόγος και φιλόσοφος. Πρώτος του δάσκαλος υπήρξε ο πατέρας του Λεωνίδας και στη συνέχεια ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, στο «Διδασκαλείο» της Αλεξανδρείας. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 17 ετών μετά το μαρτυρικό θάνατο του πατέρα του κατά τους διωγμούς του 202 επί Σεπτίμου Σεβήρου. Όταν συνελήφθη ο πατέρας του, ο Ωριγένης θέλησε να τον ακολουθήσει στο μαρτύριο, αλλά η μητέρα του τον συγκράτησε με μεγάλο κόπο. Μετά το θάνατο του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του, ανέλαβε τα βάρη της συντήρησης της οικογένειάς του παραδίνοντας μαθήματα, ενώ συγχρόνως συνέχιζε τις σπουδές του. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε όχι μόνο με τη μελέτη των Γραφών, αλλά και με τη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας. Διάβασε τα συγγράμματα του Πλάτωνα, του Νουμινίου, του Νικόμαχου και του Στωικού Κορνούτου. Το 203, όταν αναχώρησε ο Κλήμης από την Αλεξάνδρεια, λόγω των διωγμών, και έμεινε κενή η θέση του δασκάλου της Κατηχητικής Σχολής, ο Ωριγένης, αν και νέος ακόμα, κλήθηκε σαν διάδοχός του να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής αυτής με εντολή του επισκόπου της πόλης Δημητρίου, και για 30 συνεχή χρόνια την λάμπρυνε με τη διδασκαλία του. Από τα χρόνια αυτά χρονολογείται ο ευνουχισμός που ο Ωριγένης επέβαλε στον εαυτό του, ερμηνεύοντας αυστηρά κατά γράμμα την περικοπή 5:27-30 του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Στην Αλεξάνδρεια συναναστράφηκε το φιλόσοφο Αμμώνιο τον Σακκά (δάσκαλο και του Πλωτίνου). Η φήμη της μεγάλης του μόρφωσης, του ήθους, της διδακτικής του ικανότητας, της αγάπης και του ενδιαφέροντος για τη σπουδάζουσα νεολαία, στην οποία πρόσφερε αφιλοκερδώς τη σοφία του, προσέλκυε γύρω του μεγάλο αριθμό μαθητών Χριστιανών, αλλά και εθνικών και Ιουδαίων, τόσο που σύντομα αναδιοργάνωσε τη διδασκαλία του αλεξανδρινού «Διδασκαλείου» και διαίρεσε τη σχολή σε δύο τάξεις: των αρχαρίων, που την ανέθεσε στο μαθητή του Ηρακλά και την ανώτερη, που την κράτησε ο ίδιος. Ο Ωριγένης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της διδασκαλίας στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, που τη θεωρούσε απαραίτητη για την ερμηνεία της Αγίας Γραφής και των παραδοσιακών δογμάτων του Χριστιανισμού. Όμως, οι απόψεις του αυτές προκάλεσαν την αντίδραση του επισκόπου Δημητρίου και κατηγορήθηκε για κακοδοξία. Το 231 περνώντας από την Καισάρεια της Παλαιστίνης για να πάει στην Ελλάδα και να ρυθμίσει, με εντολή του Δημητρίου, μερικά εκκλησιαστικά ζητήματα, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τους φίλους του Αλέξανδρο, επίσκοπο Ιεροσολύμων και Θεόφραστο, επίσκοπο Καισαρείας, χωρίς την άδεια του Δημητρίου. Η είδηση αυτή, όταν έγινε γνωστή στο Δημήτριο, προκάλεσε την οργή του και την καθαίρεση του Ωριγένη, ο οποίος εκδιώχθηκε από τη χριστιανική κοινότητα της Αλεξάνδρειας. Έτσι, το 232 εγκατέλειψε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου δημιούργησε σχολή και συνέχισε τη διδακτική του δράση με την ίδια επιτυχία για 15 χρόνια (232-249) και διαμέσου αυτής η επίδρασή του στη χριστιανική θεολογία κυριάρχησε σε ολόκληρο τον 3ο και σε μεγάλο μέρος του 4ου αιώνα. Όμως το 250 συνελήφθη στη διάρκεια του διωγμού του Δεκίου (249-251), φυλακίστηκε για ένα χρόνο, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και υπέστη κακώσεις που τον οδήγησαν σύντομα στο θάνατο. Αναφέρεται ότι πέθανε στην Τύρο της Φοινίκης περί το 254.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, ερμηνευτής και σε βάθος σχολιαστής της Αγίας Γραφής, ο Ωριγένης άσκησε με τη διδασκαλία και τα έργα του μεγάλη επίδραση σε σύγχρονους και μεταγενέστερους. Έθεσε τα θεμέλια για τη συστηματοποίηση της χριστιανικής διδασκαλίας και συνετέλεσε στη συνδιαλλαγή πίστης και επιστήμης και γι’ αυτό θεωρείται πατέρας της θεολογικής επιστήμης.
Ο Ωριγένης ήταν από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Σ’ έναν κατάλογό του, ο Ευσέβιος αποδίδει στον Ωριγένη περισσότερα από 1.000 έργα. Τα περισσότερα από τα συγγράμματά του αναφέρονται στην κριτική και την ερμηνεία της Αγίας Γραφής (την οποία μελετούσε), που την ερμήνευσε σχεδόν στο σύνολό της είτε με τη μορφή σύντομων ερμηνευτικών σχολίων,[2] είτε με τη μορφή ηθικών ομιλιών (διασώθηκαν 20) επί ορισμένων περικοπών ή και εκτεταμένες αλληγορικές ερμηνείες, στις οποίες, πέρα από την κατά λέξη έννοια, θέλησε να συλλάβει την υψηλότερη πνευματική (μυστική) έννοια.[3] Ενδιαφέρθηκε να προσφέρει μια κριτική απόδοση των ιερών κειμένων και ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης με τη μνημειώδη προσπάθεια των «Εξαπλών». Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε με παραβολή του εβραϊκού κειμένου με εβραϊκά και ελληνικά γράμματα και 4 ελληνικές μεταφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Το 248 έγραψε το περίφημο απολογητικό του έργο με τίτλο «Κατά Κέλσου», στο οποίο αντικρούει τις αντιχριστιανικές θέσεις που υπάρχουν στα συγγράμματα του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου. Το πιο σπουδαίο από τα δογματικά του έργα, με τίτλο «Περί αρχών» (μεγάλη μελέτη θεολογικής σύνθεσης), κατέχει τη θέση της πρώτης συστηματικής απόπειρας δογματικής. Στο σύγγραμμά του με τίτλο «Περί ευχής» αναπτύσσει την αξία της προσευχής. Πολλά συγγράμματα του Ωριγένη χάθηκαν και από τις επιστολές του μόνο δύο διασώθηκαν.
Το σύστημα του Ωριγένη έχει συνοπτικά ως εξής: Ο Θεός ως πανάγαθος και αμετάβλητος πάντα αποκαλύπτει τον εαυτό του, πάντα δημιουργεί και συνεπώς πριν από τον κόσμο αυτόν υπήρξαν άλλοι κόσμοι, όπως θα υπάρξει κι άλλος μετά από αυτόν. Το Λόγο ή Υιό του Θεού θεωρεί υποδεέστερο από τον Πατέρα και δεύτερο θεό, ακόμα και υποδεέστερο από το Άγιο Πνεύμα. Ο Θεός δημιούργησε πνευματικά όντα λογικά και ελεύθερα, που μπορούν με το αυτεξούσιό τους να γίνουν μόνα τους αγαθά. Επειδή όμως έκαναν κακή χρήση του αυτεξούσιού τους, ο Θεός για τιμωρία τους δημιούργησε τον υλικό κόσμο, κι έδωσε σε καθένα από αυτά τα όντα, ανάλογα με το βαθμό παρεκτροπής του μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υλικότητας. Οι αποκαλύψεις του Λόγου δια των προφητών και μάλιστα δια του Χριστού είχαν σκοπό τη λύτρωση των πνευμάτων από την ύλη. Όσα από τα πνεύματα επιμένουν στην αμαρτία θα υποβληθούν στο καθαρτήριο πυρ (όρος με τον οποίον εννοούσε κυρίως τις τύψεις της συνείδησης). Τελικά, με διάφορα μέσα και την ενέργεια του καθαρτηρίου πυρός, τα πάντα και αυτοί οι δαίμονες θα απομακρυνθούν από το κακό και θα έρθει η αποκατάσταση των πάντων, χωρίς να αποκλείεται και πάλι η δημιουργία νέου υλικού κόσμου (πρόσκαιρος κι αυτός) για τιμωρία των πνευμάτων εκείνων που, λόγω κακής χρήσης του αυτεξούσιού τους, θα έπεφταν σε αμαρτία.
Ορισμένες αποκλίσεις του Ωριγένη (περί προΰπαρξης της ψυχής, περί του σώματος ως φυλακής της ψυχής, περί της άρνησης της ανάστασης των σωμάτων) από τη Γραφή και τις διδασκαλίες της Εκκλησίας προκάλεσαν αντιδράσεις εναντίον του. Τελικά κατακρίθηκε και ο ίδιος από Οικουμενικές Συνόδους.
ΜΙΝΟΥΚΙΟΣ ΦΗΛΙΞ, ΜΑΡΚΟΣ (Marcus Minucius Felix, 2ος αιώνας μ.Χ.)
Ρωμαίος Χριστιανός απολογητής, του 2ου αιώνα μ.Χ., που καταγόταν από γενιά πληβείων, από τους οποίους πολλοί διακρίθηκαν και κατέλαβαν υψηλά αξιώματα. Στο διάλογό του που σώζεται με τίτλο «Octavius», ένας νεοφώτιστος στο Χριστιανισμό, ο Οκτάβιος, ανασκευάζει τις αντιρρήσεις του εθνικού Καικιλίου, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει μια ουσιαστική συγγένεια μεταξύ των δύο αντιλήψεων ζωής σε ό,τι πιο αγνό έχουν, και καταρρίπτει με ηρεμία τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, μέχρι τη στιγμή που ο Καικίλιος δηλώνει ότι πείθεται. Ο διάλογος είναι πολύ επιμελημένος από λογοτεχνική άποψη, αρχίζοντας από τα περιγραφικά στοιχεία του υποβλητικού περιβάλλοντος (η παραλία της Όστια), όπου εκτυλίσσεται η συζήτηση σύμφωνα με το διαλογικό σχήμα και το ύφος του Κικέρωνα. Ο Χριστιανισμός του Μινούκιου ταυτίζεται με τη φυσική θρησκεία και με την ηθική που δίδασκαν οι φιλοσοφικές σχολές. Λείπει όμως από αυτόν κάθε ενθουσιαστικός τόνος για τις μεταφυσικές όψεις του δόγματος.
ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (Quintus Septimus Florens Tertillianus)
Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που γεννήθηκε στην Καρχηδόνα γύρω στο 160 μ.Χ. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Κάποιοι μελετητές αναφέρουν ότι ο πατέρας του ήταν Ρωμαίος εκατόνταρχος. Κατείχε καλά την ελληνική και λατινική φιλολογία και τη νομική. Μετά το τέλος των σπουδών του, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη Ρώμη, όπου ζούσε έκλυτη ζωή. Από θαυμασμό προς το θάρρος των Χριστιανών στους διωγμούς, ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ζούσε ως κατηχητής της χριστιανικής πίστης και πιθανόν και ως πρεσβύτερος. Επηρεάστηκε από τις αυστηρές αρχές του Μοντανισμού, προσχώρησε σ’ αυτόν το 212 και αναδείχθηκε μετά από λίγο ως ένας από τους αρχηγούς του.
Ο Τερτυλλιανός έγραψε πολλά συγγράμματα, τα περισσότερα στα λατινικά και λιγότερα στα ελληνικά. Τα έργα που έγραψε στα ελληνικά δεν διασώθηκαν. Τα πιο σπουδαία έργα του είναι απολογητικά του Χριστιανισμού. Από τα απολογητικά του έργα σπουδαιότερο θεωρείται αυτό που έγραψε το 197 με τίτλο «Απολογητικός» (Apologeticum), στον οποίον αναιρεί τις κατηγορίες κατά των Χριστιανών και διακηρύσσει την απόλυτη αξία του Χριστιανισμού. Έγραψε επίσης πολλές μελέτες κατά των αιρετικών, όπως και έργα ηθικού περιεχομένου. Κυριότερα έργα του: «Περί βαπτίσματος» (De baptismo), «Περί προσευχής» (De oratione), «Περί των ισχυρισμών των αιρετικών» (De praescriptione hereticorum), «Προς τα έθνη» (Ad nations libri duo) κ.ά. Το σύνολο των έργων του βρίσκεται στους τόμους 1 και 2 του έργου «Λατινική Πατρολογία» του Μιν (έκδοση της Ακαδημίας της Βιέννης).
Από τα συγγράμματά του γίνεται αμέσως αντιληπτή η πολυμάθειά του, η πρωτοτυπία του κι η μονομέρειά του ως προς την πίστη. Βοήθησε στην εξέλιξη της μορφής κι ορολογίας της θρησκευτικής λατινικής γλώσσας. Παράλληλα, θεωρείται αδιάλλακτος κι αυστηρών αρχών συγγραφέας. Καταδικάζει κάθε συνάφεια με τους εθνικούς, θεωρεί τα θέατρα οικήματα του διαβόλου και τον δεύτερο γάμο πορνεία. Ελέγχει την Εκκλησία γιατί δέχεται στους κόλπους της όσους υπέπεσαν σε βαριά αμαρτήματα και μετάνιωσαν. Μόνο ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει και κανείς άλλος. Χαρακτήριζε επίσης τη στρατιωτική υπηρεσία ως ασυμβίβαστη προς τη χριστιανική πίστη. Πίστευε ότι ο Χριστιανός πρέπει να περιορίζεται μόνο στην πίστη και να μην επιζητεί τη γνώση, η οποία κατά τον ίδιο, είναι πηγή αιρέσεων και βλαβερή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ουδέν κοινό υπάρχει μεταξύ μαθητού της Ελλάδος και του ουρανού, μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων. Ό,τι είναι πέραν της απλής πίστης είναι βλαπτικό και διαβολικό». Πέθανε σε βαθιά γεράματα, γύρω στα 240 μ.Χ.
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ο ΚΑΡΧΙΔΟΝΙΟΣ (Thascius Caegilius Cyprianus)
Ένας από τους Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας, από επιφανή οικογένεια εθνικών της Καρχηδόνας, κάτοχος ελληνικής και ρωμαϊκής παιδείας (200-258 μ.Χ.) Αρχικά άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, ασπάστηκε το Χριστιανισμό το 246, βαφτίστηκε και χειροτονήθηκε αμέσως ιερέας και μετά από τρία χρόνια επίσκοπος Καρχηδόνας (249-258). Με το διωγμό του Δεκίου (249-251) εγκατέλειψε την Καρχηδόνα. Επιστρέφοντας το 251, συγκάλεσε σύνοδο που αποφάσισε την αποδοχή στους κόλπους της Εκκλησίας, ύστερα από μακρόχρονη μετάνοια, όσων είχαν απαρνηθεί τη χριστιανική πίστη κατά τη διάρκεια των διωγμών. Τρεις νέες σύνοδοι που συγκλήθηκαν το 255 και το 256 υιοθέτησαν την άποψη του Κυπριανού για την εγκυρότητα του βαπτίσματος των αιρετικών. Ο Κυπριανός αγωνίστηκε για την ενότητα της Εκκλησίας κατά των αιρετικών και των σχιματικών και εναντιώθηκε στα πρωτεία του πάπα. Αποκεφαλίστηκε κατά το διωγμό του Βαλεριανού, στη Νικομήδεια, μαζί με την Ιουστίνη. Από τα έργα του, κυριότερα είναι τα «Περί της ενότητας της Εκκλησίας» και «Περί πεπτωκότωνν». Σώζονται 81 επιστολές του (58 ιδιόχειρες, 6 συνοδικές και 15 γραμμένες από τον κλήρο της Καρχηδόνας προς αυτόν), που αποτελούν σημαντικότατη πηγή για την εκκλησιαστική ιστορία.
ΚΟΜΜΟΔΙΑΝΟΣ
Ο πρώτος Χριστιανός Λατίνος ποιητής, του 3ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πρεσβύτερου της Εκκλησίας της Μασσαλίας, Γενναδίου, αφού μελέτησε τη φιλοσοφία των εθνικών και τα βιβλία των Χριστιανών, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία. Έγραψε δύο ποιητικά έργα με τους τίτλους «Ογδόντα συμβουλές κατά των αρχαίων θεών» και «Απολογητικό ποίημα κατά των Ιουδαίων και Εθνικών», με σκοπό να προσηλυτίσει νέους οπαδούς στη χριστιανική πίστη. Το πρώτο περιλαμβάνει 80 ποιήματα και διαιρείται σε δύο βιβλία, καθένα από τα οποία αριθμεί 684 εξάμετρους στίχους, ενώ το δεύτερο αποτελείται από 1.060 εξάμετρους στίχους. Επειδή ο Κομμοδιανός δεν είχε ικανοποιητική θεολογική μόρφωση, πολλές φορές παρασύρθηκε από τις θεωρίες των μοναρχιανών, των πατροπασχιτών και των χιλιαστών, γι’ αυτό τα έργα του χαρακτηρίστηκαν από τον πάπα Γελάσιο Β' απόκρυφα (opuscula commodiaui apocrypha). Επιπλέον, εξαιτίας των βαρβαρισμών της γλώσσας του, κάποιος νεώτερος κριτικός χαρακτήρισε τα ποιήματά του «άριστη συλλογή βαρβαρισμών, την οποία μόνο ο χειρότερος λατινιστής θα μπορούσε να ονειρευτεί». Το 1887 το έργο του εκδόθηκε στη Βιέννη από τον Δομβάρτ.
ΑΡΝΟΒΙΟΣ, Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Λατίνος εκκλησιαστικός απολογητής (4ος αιώνας μ.Χ.), πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Αρχικά ήταν δάσκαλος της ρητορικής στη Σίκκα της Νουμιδίας και όπως αναφέρει ο Ιερώνυμος, σφοδρός πολέμιος του Χριστιανισμού στην Αφρική επί Διοκλητιανού. Ξαφνικά όμως, μετά από ένα όνειρο που είδε, μεταστράφηκε στη νέα θρησκεία και ζήτησε να βαφτιστεί, αλλά ο επίσκοπος, έχοντας λόγους να δυσπιστεί, αρνήθηκε να τον δεχτεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Και τότε ο Αρνόβιος, για να δώσει μαρτυρία για την αναμφίβολη ειλικρίνειά του, έγραψε στα λατινικά ένα σύγγραμμα από 7 βιβλία με τον τίτλο «Κατά των Εθνών» (δηλαδή εναντίον της ειδωλολατρίας). Στα δύο πρώτα βιβλία της απολογίας του ο Αρνόβιος αποκρούει τις συκοφαντίες και φαντασιώσεις εναντίον του Χριστιανισμού. Στα υπόλοιπα βιβλία αποκαλύπτει την ανοησία και την ανηθικότητα της ειδωλολατρίας. Όλο το έργο θεωρείται από τους νεώτερους ασυστηματοποίητο, αλλά με ειλικρινή πίστη. Εννοείται ότι μετά τη δημοσίευση του έργου, ο Αρνόβιος έγινε δεκτός στο Χριστιανισμό.
ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius)
Χριστιανός απολογητής (β' μισό 3ου - α' μισό 4ου αιώνα μ.Χ.), που επονομάστηκε χριστιανός Κικέρων. Γεννήθηκε στην Αφρική, όπου δάσκαλός του ήταν ο Αρνόβιος και διετέλεσε ρήτορας στη Νικομήδεια. Γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα τον κάλεσε ο Διοκλητιανός ως δάσκαλο του γιου του, κοντά στον οποίον παρέμεινε για 10 χρόνια. Απομακρύνθηκε όταν κηρύχθηκε ο διωγμός από τον αυτοκράτορα αυτόν, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχε ασπαστεί πριν από αυτόν το Χριστιανισμό. Αργότερα, διετέλεσε και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μ. Κωνσταντίνου. Περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα στο έργο του με τίτλο «Περί του θανάτου των διωκτών» (De mortibus persecutorum, 313), ως τέρατα τους Ρωμαίους αυτοκράτορες που είχαν αντιταχθεί στο Χριστιανισμό και παρουσιάζει το θάνατό τους ως σημείο της οργής του Θεού. Καταπολέμησε τους Επικούρειους και τους Στωικούς, αλλά στο έργο του με τίτλο «Περί θείων θεσμών» (Institutiones Divinae) (σε 7 βιβλία και ένα επίμετρο), προσπαθεί να αντλήσει απολογητικά επιχειρήματα από τις σκέψεις των μεγάλων εθνικών φιλοσόφων.
Βρήκε απήχηση το έργο της απολογητικής; Αν ναι, σε ποια έκταση; Είναι βέβαιο ότι οι κατηγορίες συνεχίστηκαν. Ο εθνικός κόσμος πάντα αντιτάχθηκε. Οι διωγμοί δε μειώθηκαν. Υποστηρίζεται όμως ότι οι απολογητές έδειξαν τη σαθρότητα των ειδωλολατρικών κοσμοθεωριών και προετοίμασαν το δρόμο για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Ίσως. Όμως οι εθνικοί σε λίγο θα επικαλεστούν τις απολογίες και το πνεύμα των απολογητών καθώς, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι υπερασπιστές του γρήγορα θα ξεχάσουν όσα εκείνοι υπέστησαν, όσα έλεγαν για σκληρότητα και ανελευθερία. Γιατί τώρα θα ανταποδώσουν πολύ περισσότερα σε φόνους, διωγμούς και καταστροφές. Είναι πια η εποχή που η Εκκλησία γίνεται κράτος, οι δοξασίες της, σύστημα, η διδασκαλία της, δόγμα. Είναι πια η εποχή που η Εκκλησία αντεκδικείται. Και Εκκλησία που εκδικείται, παύει πια να ακολουθεί τον Ιδρυτή της.
[1] Ανάμεσα στα άλλα και για τη δολοφονία ενός μελιτιανού επισκόπου, που αργότερα βρέθηκε ζωντανός.
[2] Διασώθηκαν σχόλιά του στα έργα του Ιωάννη και του Ματθαίου.
[3] Από τις τελευταίες αυτές ερμηνείες μόνον ένα τμήμα διασώθηκε.
24/2/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου