Με το πέρασμα της γενιάς των Αποστόλων, μπαίνουμε στο 2ο αιώνα, που αποτελεί και το οροθέσιο της «χριστιανικής φιλοσοφίας». Έτσι λέγεται η προσπάθεια που άρχισε η Εκκλησία για να υποστηρίξει τις θέσεις και τα πιστεύω της.
Ήδη με την ολοκλήρωση του κανόνα της Καινής Διαθήκης, είχαν απόλυτα προβληθεί και αντιταχθεί στο κήρυγμα του Σταυρού όλες οι θεωρίες, δοξασίες και φιλοσοφίες, που από τις απαρχές του 2ου αιώνα γίνονται πλέον συστηματικές σχολές και πολέμιες αντιλήψεις.
Εκείνο που υποστηρίχθηκε από τον ιστορικό υλιστικό τρόπο ερμηνείας της Κ. Διαθήκης και τις γνωστές αρνητικές σχολές, ότι τα κείμενα της Κ. Διαθήκης είναι προϊόν εργασίας άγνωστων συγγραφέων, πολύ μοεφωμένων, που κατά πάσα πιθανότητα έζησαν πολύ μετά τις υποτιθέμενες χρονολογίες που πιστεύουμε εμείς, δεν είναι αληθινό. Οι αρνητικές αυτές σκέψεις στηρίζονται στη λαθεμένη υπόθεση ότι οι θεωρίες τις οποίες πολεμάνε τα κείμενα της Κ. Διαθήκης ανήκουν σε σχολές και φιλοσοφικά συστήματα που ακμάσανε κι έδρασαν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από το χρόνο που υποστηρίζουμε ότι φγράφτηκαν τα βιβλία του Κανόνα. Λάθος υπόθεση, αφού όλες οι θεωρίες που πολεμάει η Κ. Διαθήκη, υπήρχαν πολύ πριν από το πάθος του Κυρίου.
Το γεγονός ότι ένας φιλόσοφος συστηματοποίησε μια θεωρία ή έγραψε ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτήν, με κανένα τρόπο δε σημαίνει ότι και η γέννηση της θεωρίας χρονικά συμπίπτει με την έκδοση του βιβλίου.
Θα ήταν τολμηρό να πει κανείς ότι ο ηλεκτρισμός ανακαλύφθηκε μόλις φέτος, γιατί φέτος εκδόθηκε ένα θαυμάσιο βιβλίο συστηματικής ηλεκτρολογίας.
Ο Πλάτων συστηματοποίησε τις θέσεις και αντιλήψεις του Σωκράτη. Ανάμεσα στο χρόνο που δίδαξε ο αθηνείος δάσκαλος και στο χρόνο που έγραψε κι έγιναν γνωστά τα γραπτά του Πλάτωνα υπάρχει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Το να υποστηρίζει κάποιος ότι ο Σωκράτης δίδαξε όταν βγήκαν τα συγγράμματα του μαθητή του, είναι παραλογισμός.
Είναι ακόμα γνωστό ότι οι θεωρίες του Σωκράτη (καινά δαιμόνια) δεν έγιναν δεκτά από ολόκληρη τη φιλοσοφική σκέψη της Αθήνας του καιρού του. Και είναι βέβαιο ότι αυτές οι σκέψεις χτυπήθηκαν, πριν εκδοθούν τα συγγράμματα και οι διάλογοι του Πλάτωνα.
Ας σκεφτούμε, πόση αντιεπιστημονική σκέψη παρεμβαίνει όταν διδάξουμε ότι τα κείμενα που πολεμούν τις θεωρίες του Σωκράτη είναι πλαστά, αφού οι θεωρίες αυτές βγήκαν, σαν βιβλίο, αργότερα από τα κείμενα που τις πολεμούν. Αυτά σαν μια παρένθεση.
Την υποστήριξη της νέας θρησκείας την ανέλαβαν νέοι κυρίως άνθρωποι, που γνώρισαν προσωπικά (οι πιο πολλοί από αυτούς) τους ίδιους τους Αποστόλους ή τουλάχιστον τους κορυφαίους από τους συνεργάτες τους.
Ονομάζονται γενικά απολογητές και η προσπάθειά τους απολογητισμός. Ο σκοπός τους είναι διπλός: Από τη μια πλευρά να συγκρατήσουν και αποκρούσουν τις διδασκαλίες που διοχετεύονταν μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες και από την άλλη πλευρά, να αντιμετωπίσουν τους εθνικούς. Αλλά και στις δυο πλευρές, τόσο στις δογματικές όσο και στις κατά των εθνικών μάχες, οι απολογητές άφησαν να τους ξεφύγει, ότι η δύναμη είναι ο Σταυρός του Χριστού. Σκάνδαλο; Τι να κάνουμε; Μωρία; Αυτό διαθέτουμε.
Και επιστρατεύσανε γνώσεις, συγκέντρωσαν σοφία για να καταπολεμήσουν την άρνηση. Στις σκέψεις, τη λογική και τη σοφία των αρνητών, αντέταξαν τη δική τους σκέψη, λογική και σοφία. Όταν το Άγιο Πνεύμα απομακρύνεται, παρουσιάζεται η φιλοσοφία.
Κοντά στη Συχέμ, όταν καταστράφηκε, χτίστηκε, όπως είναι γνωστό, η Φλαβία Νεάπολη. Ο Βεσπασιανός μετέφερε κι εγκατάστησε εκεί Έλληνες.
Η Φλαβία Νεάπολη διατηρείται ακόμα και σήμερα και συνεχίζει να φέρνει, παραφθαρμένο, το παλιό της όνομα, σαν Ναμπλούς.
Από τέτοιους Έλληνες γονείς γεννήθηκε ο Ιουστίνος. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 110 μ.Χ. Σπούδασε σε ονομαστά κέντρα της Μ. Ασίας μέχρι τον ερχομό του στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, κυρίως, οι σπουδές του δέθηκαν με τους Στωικούς. Η περί Θεού διδασκαλία τους τον απογοητεύει.
Λίγο μετά θα κινηθεί στους κύκλους των Περιπατητικών φιλοσόφων. Θα έρθει σε ρήξη με το φυλάργυρο δάσκαλό του και θα προσεταιριστεί τους Πυθαγόρειους. Δε θα μείνει ούτε εκεί. Δε συμφωνεί ότι πρώτα πρέπει να τοποθετήσουμε τους αριθμούς (μαθηματικά) και μετά τη φιλοσοφία. Σε λίγο βρίσκεται κοντά στους Πλατωνικούς. Θα είναι ακριβώς τούτη την εποχή που ένας γέροντας χριστιανός θα τον προτρέψει να μελετήσει την Αγία Γραφή, στην οποία, όπως διηγήθηκε ο ίδιος, βρήκε την «πραγματική αλήθεια». Δέχτηκε το Χριστιανισμό το 133. Από τότε αρχίζει και η δράση του. Διδάσκει το Χριστιανισμό σε διάφορες πόλεις και τελικά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε σχολή. Εκεί τον προδίδει ο Κρεσκέντιος, ένας κυνικός φιλόσοφος και θανατώνεται με αποκεφαλισμό γύρω στο 167 μ.Χ., επί Ιουνίου Ρουστίκου, μαζί με άλλους έξι Χριστιανούς, επιδή ήταν θερμός υπερασπιστής της διδασκαλία του Ιησού. Έγραψε πολλά έργα και «απολογίες» κατά του Ιουδαϊσμού, της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων, τα περισσότερα από τα οποία δεν έχουν διασωθεί, ενώ άλλα που αποδόθηκαν αρχικά σ’ αυτόν δεν είναι δικά του. Έχουμε δύο απολογίες του κι ένα διάλογο (πλατωνικού τύπου) με κάποιον Ιουδαίο Τρύφωνα.
Η βασική διακήρυξη του Ιουστίνου είναι ότι η πραγματική «θρησκεία» είναι ο Χριστιανισμός. Έτσι μπαίνουμε σε μια καινούργια εποχή, όπου θρησκευτικές διδασκαλίες αντικαθιστούν το Χριστό και διάφορα δόγματα περί του Χριστού, αντικαθιστούν το πρόσωπο του Κυρίου. Όταν όμως δε συγκρίνεις το πρόσωπο του Χριστού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, αλλά καλείσαι να συγκρίνεις και φυσικά να κρίνεις ένα θρησκευτικό δόγμα (έστω και το χριστιανικό) με άλλο «πιστεύω», τότε είσαι υποχρεωμένος και σ’ αυτό το άλλο πιστεύω, να αναγνωρίσεις ορθότητες κι ότι σε κάποια σημεία έχει δίκιο. Και οι εθνικοί συγγραφείς λοιπόν έχουν κάπου δίκιο. Και τα συγγράμματά τους περιέχουν πνευματικές αλήθειες. Και οι αρχαίες θρησκείες, συνεπώς, δεν πρέπει να απορριφτούν τελείως.
Μπορεί να μη βλέπουν πλήρως, αλλά έστω και «αμυδρά» βλέπουν και οι εθνικοί. Ο Ιουστίνος δέχεται ότι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και φυσικά και κάθε άτομο, μετέχει στον «σπερματικό Λόγο». Ο Λόγος δίνει δύναμη σε κάθε άνθρωπο να κατανοήσει. Άλλο ένα βήμα ακολουθεί. Όχι μόνο οι αρχαίοι στγγραφείς βλέπουν αμυδρά και τα συγγράμματά τους περιέχουν αλήθειες,αλλά η δύναμη του να βλέπουν προέρχεται από το Λόγο. Και ο αντίλογος είναι τελείως φυσικός.
Αφού δέχεστε ότι τα συγγράμματα των ειδωλολατρών περιέχουν στοιχεία αλήθειας και ότι οι αρχαίες θρησκείες είναι, σε κάποιο ποσοστό τους, υπαγόρευση του Λόγου, αυτό το μικρό ποσοστό, γιατί δεν το δεχόμαστε;
Η αρχή του τέλους: Το περίφημο του Ιουστίνου «οι γαρ συγγραφείς πάντες δια της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα», άνοιξε την πόρτα στον Ορθολογισμό.
Άλλωστε, κατά τον Ιουστίνο, στον Χριστό (Λόγο) μετέχουν όλοι οι άνθρωποι: «Τον Χριστόν πρωτότοκον του Θεού είναι εδιδάχθημεν και προεμηνύσαμε λόγον όντα, ου παν γένος ανθρώπων μετέσχε».
Συνεπώς, το μοιραίο αποτέλεσμα: Ο Ιουστίνος, συνδυάζοντας το Χριστιανισμό και την αρχαία φιλοσοφία, υποστήριξε ότι ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος, «οι μετά του λόγου βιώσαντες», είχαν εμβαθύνει προδρομικά στο πνεύμα της διδασκαλίας του Ιησού κι έπρεπε να λογιστούν ως Χριστιανοί. Και όσα είπαν, δίδαξαν, έγραψαν αυτοί; «Όσα ουν παρά πάσι καλώς είρηται ημών των Χριστιανών εστί...».
Έμενε ένα κενό. Τι γίνεται με τις υποσχέσεις προς το λαό Οσραήλ εκ μέρους του Θεού και που περιέχονται στην π.Διαθήκη; Ο Ιουστίνος θα προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι ο Πλάτων τουλάχιστον γνώριζε την Π. Διαθήκη. Η περί Αγίας Τριάδος αντίληψη του Ιουστίνου είναι πολύ συγκεχυμένη. Σέβεται, αλλά αγνοεί βασικές θεμελιακές αρχές της Κ. Διαθήκης και του Ιωάννη, ειδικότερα. Οι χαρακτηρισμοί του Θεού βρίσκονται ακριβώς πάνω στην πλατωνική ορολογία («άρρητος», «ανονόματος», «εν τοις υπερουρανίοις αεί μένοντα»).
Ο Υιός «ο κυρίως Λόγος»: «Ο δε Υιός εκείνου ο μόνος λεγόμενος κυρίως Υιός, ο λόγος προ των ποιημάτων και συνών και γεννώμενος, ότι την αρχήν δι’ αυτού πάντα έκτισε και εκόσμησε».
Την Τριάδα δεν τη βλέπει απεικονιστικά οριζόντια, αλλά κατακόρυφα. Και το μεν Άγιο Πνεύμα το δέχεται ως άξιο σεβασμού, αλλά «τον δημιουργόν τούτου του παντός σεβόμενοι... τον διδάσκαλον τε τούτων γενόμενον ημίν και εις τούτο γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν... Υιόν αυτού του όντος Θεού μαθόντες και εν δευτέρα χώρα έχοντες, πνεύμα τε προφητικόν εν τρίτη τάξει». Ο Υιός, λοιπόν, «εν δευτέρα χώρα» και ο Παράκλητος «εν τρίτη τάξει». Απεικόνιση, φυσικά, απαράδεκτη, αφού ο Υιός «ην προς τον Πατέρα» σε μια θεία κοινωνία ηθικής ενότητας.
Εκεί που ο Ιουστίνος βρίσκεται εκτός βιβλικών θέσεων, είναι το κεφάλαιο της δημιουργίας του κόσμου. Δέχεται την πλατωνική θέση, ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από άμορφη ύλη. Αφήνει ακαθόριστη την προέλευση της ύλης, με αποτέλεσμα να στηρίζει (αναμφίβολα χωρίς να το θέλει) την υλιστική κοσμοθεωρία της αιώνιας ύπαρξης της ύλης.
Και ξεφυλλίζοντας τις σκονισμένες σελίδες της ιστορίας, διερωτάται ο μελετητής: Τουλάχιστον, σταμάτησε το όργιο των διωγμών και η φρίκη του αίματος των αθώων με τις απολογίες αυτές; Όχι. Και δεν ήταν δυνατόν να ωφελήσει ποτέ, η απομάκρυνση από την απλότητα του Ευαγγελίου, το κήρυγμα του αίματος, το πρόσωπο του Χριστού και την ανάγκη του πρακτικού αγιασμού.
1/3/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου