16/9/09

Σκέψεις για την Αποκάλυψη του Ιωάννη

Και ώφθη άλλο σημείον εν τω ουρανώ
και ιδού δράκων πυρρός μέγας,
έχων κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα,
και επί τας κεφαλάς αυτού επτά διαδήματα,
και η ουρά αυτού σύρει το τρίτον των αστέρων του ουρανού.
Και έβαλεν αυτούς εις την γην...


Είναι αδύνατον ίσως να διαβάσει κανείς τέτοια λόγια, και να μην καταληφθεί από γοητεία, ιερό δέος, κατάπληξη, ή θαυμασμό. Γιατί η Αποκάλυψη του Ιωάννη από τότε που γράφτηκε (στο τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα), ίσαμε σήμερα, ασκεί αυτή τη «διακριτική γοητεία», ενώ σε άλλους, ίσως τους πιο πολλούς, προξενεί φόβο και κατάπληξη για το υπερλογικό της περιεχόμενο, που πλαισιώνεται από υπερρεαλιστικές και εξωλογικές εικόνες και μυστικά σύμβολα.
Το βιβλίο αυτό που γράφηκε από τον Ιωάννη, το γιο του Ζεβεδαίου, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, στη νήσο Πάτμο, όπως υποστηρίζουν αρχαιότατες μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων,[1] έγινε αντικείμενο σχολαστικής μελέτης, από θεολόγους και σχολιολόγους, από μυστικιστές και καβαλιστές και από θεολογούντες φιλοσόφους, που αναζήτησαν επίμονα να αποκρυπτογραφήσουν τα ιερά σύμβολα για να αποσφραγίσουν τα μηνύματα του κατασφραγισμένου «με επτά σφραγίδες» βιβλίου.
Δεν ήταν όμως οι θεολόγοι και μόνο, που το μελέτησαν επίμονα. Η Αποκάλυψη επέσυρε την προσοχή και τον θαυμασμό διακεκριμένων διανοουμένων, επιστημόνων, λογοτεχνών και καλλιτεχνών.
Ανάμεσά τους, ο μεγάλος φυσικός επιστήμονας Ισαάκ Νεύτων (1643-1727) και ο διάσημος Γάλλος ποιητής Πωλ Κλοντέλ (1868-1955), που υπήρξε παράλληλα μεγάλος θεατρικός συγγραφές και μελετητής, για να αναφέρουμε δύο γνωστά ονόματα. Οι δικοί μας Νομπελίστες ποιητές, Γ. Σεφέρης (1966), και Οδ. Ελύτης (1988), μετάφρασαν την Αποκάλυψη σε ζωντανή νεοελληνική γλώσσα. Ο Σεφέρης, μάλιστα, με μια εξαιρετική εισαγωγή και με λίγα αξιόλογα σχόλια. Πιο πρόσφατα (1989) κυκλοφόρησε στη χώρα μας το θαυμάσιο εικονογραφημένο έργο του διάσημου καθηγητή της Σημειωτικής Ουμπέρτο Έκο: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», σε μετάφραση του δημοσιογράφου Θ. Ιωαννίδη, ενώ προηγήθηκε η έκδοση ενός ολιγοσέλιδου δοκιμίου του ίδιου, με τον τίτλο «Η διακριτική γοητεία της Αποκάλυψης» (1988).

Τι είναι, όμως, η περίφημη Αποκάλυψη του Ιωάννη και ποια η φιλολογική της αξία;
Ομολογουμένως, πρόκειται για ένα δυσνόητο έργο, το πιο δύσκολο απ’ όλα τα άλλα της Βίβλου - και γι’ αυτό ίσως το πιο πολύ ερμηνευμένο και παρερμηνευμένο βιβλίο στον κόσμο! Είναι αδύνατον κανείς να συλλάβει τα πιο βασικά του νοήματα αν δεν γνωρίζει καλά όλο το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής. Όσο για τις λεπτομέρειες, δεν μπορεί να γίνει λόγος χωρίς τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας και της παρερμηνείας. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί κανείς να εννοήσει την Αποκάλυψη, αν δεν είναι μυημένος στην προφητική-αποκαλυπτική γλώσσα των Ιουδαίων προφητών Ησαΐα, Ιεζεκιήλ, Ζαχαρία και Δανιήλ (7ος-5ος π.Χ. αιώνας). Ακόμα απαιτείται καλή γνώση των τελετουργικών στοιχείων της Μωσαϊκής Τορά (Πεντατεύχου).
Οι ειδικοί μιλούν για τη γλώσσα της λεγόμενης Αποκαλυπτικής γραμματείας, που άκμασε στον Ιουδαϊσμό το 2ο π.Χ. έως το 2ο μ.Χ. αιώνα, κι η οποία βρίθει από μυστικούς αριθμούς (ιδίως 4, 7, 10, 12) και σκοτεινά σύμβολα. Με την ειδική αυτή γλώσσα «αποκαλύπτονται» μηνύματα που καλούνται οι έχοντες τις ανάλογες πνευματικές κεραίες να συλλάβουν.
Απ’ τα έκπληκτα μάτια του αναγνώστη παρελαύνουν παράξενα όντα, πρωτόγονα πολυκέφαλα θηρία, γνωστά ζώα με παράξενο εξοπλισμό (π.χ. λιοντάρι με φτερά, τετρακέφαλη λεοπάρδαλη, ακρίδες με πρόσωπο ανθρώπου, σώμα αλόγου με ουρά σκορπιού, δράκος κόκκινος επτακέφαλος κλπ.), φλεγόμενα βουνά που πέφτουν στη θάλασσα - βροντές, αστραπές, σάλπιγγες σε ασυνήθιστες διαστάσεις, που τον εισάγουν σε άλλον κόσμο μυστηριώδη, και εξάπτουν τη σκέψη και τη φαντασία του.
Αν ο σύγχρονος αναγνώστης δεν γνωρίζει ότι οι Ιουδαίο-Χριστιανοί της εποχής εκείνης ήταν εξοικειωμένοι να εννοούν τέτοια κείμενα με σύμβολα, εικόνες και αλληγορίες, ασφαλώς παραξενεύεται για τη σκοπιμότητα και χρησιμότητα ενός τέτοιου κειμένου, και μάλιστα μέσα στην ιερή Βίβλο. Η ασυνήθιστη όμως γλώσσα της Αποκάλυψης είναι ένας τρόπος αποφυγής της φθοράς που επιφέρει η συνεχής χρήση της συνηθισμένης γλώσσας στις έννοιες. Είναι ένας τρόπος υπέρβασης του ίδιου του χρόνου. Αυτό είναι ένα από τα «μυστικά» του ιερού δέους που προκαλεί στον αναγνώστη η ανάγνωσή της.
Ας μη νομίσει όμως κάποιος ότι στο παράξενο αυτό βιβλίο υπάρχουν μόνο τρομερές και άγριες εικόνες. Μέσα στις σελίδες του μυστηριώδους αυτού έργου υπάρχουν και μερικές ωραιότατες τρυφερές σκηνές, όπως εκείνη του αναστημένου Ιησού, ο οποίος «έστηκε επί την θύραν και κρούει», περιμένοντας να ανοίξει η θύρα για να δειπνήσει με τον πιστό. Και του ίδιου του Ιωάννη, ο οποίος «έκλαιγε πολλά» ότι «ουδείς άξιος ευρέθει ανοίξαι το βιβλίον, ούτε βλέπειν αυτό» (κεφάλαιο 3:20 και 5:4).
Αποκαλύψεις, εκτός από αυτήν του Ιωάννη, μας είναι γνωστές και άλλες. Από τον ιουδαϊκό περίγυρο είναι γνωστές η Αποκάλυψη του Βαρούχ, το βιβλίο του Ενώχ κ.α. ψευδώνυμα έργα. Μεταγενέστερες του Ιωάννη, κατ’ απομίμηση της Αποκάλυψης και μάλιστα ψευδεπίγραφες και ψευδώνυμες, είναι η Αποκάλυψη του Παύλου, η Αποκάλυψη του Πέτρου (2ος μ.Χ. αιώνας), η Αποκάλυψη του Θωμά (4ος μ.Χ. αιώνας) κ.α.
Ενώ μπορούν να παρατηρηθούν κάποιες ομοιότητες ανάμεσά τους, η Αποκάλυψη του Ιωάννη διαφέρει από τις άλλες Αποκαλύψεις και στο προφητικό περιεχόμενο και στο ουσιαστικό μήνυμα του θριάμβου του «εσφαγμένου από καταβολής κόσμου αρνίου» και της Βασιλείας του.
Το σκοτεινόμορφο περιεχόμενο της Αποκάλυψης, που συσκοτίζει αποκαλύπτοντας και αποκαλύπτει συσκοτίζοντας, ήταν εκείνο που έκανε πολλούς αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς (ιδίως από τον 4ο μ.Χ. αιώνα) να μην τη μνημονεύουν, ούτε να την ερμηνεύουν, και να μη γίνεται λειτουργική χρήση της σε εκκλησίες.
Πέρα από τα διάφορα ερμηνευτικά συστήματα και μεθόδους (ιστορική – εσχατολογική – εκκλησιαστική – συγχρονιστική - εκλεκτική), η κατανόηση της Αποκάλυψης είναι ασφαλώς ζήτημα καλής γνώσης των λοιπών αγιογραφικών βιβλίων, της σημασίας των συμβόλων, υγιούς κρίσης και προπαντός χρόνου. Πριν εκπληρωθούν τα προφητικά σημεία είναι δύσκολο και επισφαλές να προδικάζει κανείς ερμηνείες και σημασίες. «Προφητεία δε όταν συνεσκιασμένως λέγηται, μετά την των πραγμάτων έκβασιν γίνεται σαφεστέρα, προ δε της εκβάσεως ουδαμώς», έγραψε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η Αποκάλυψη χαρακτηρίζεται κατ’ επανάληψη ως προφητεία (1:3, 2:7, 10, 18-19).

Το βασικό σημείο που μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο, είναι ότι η Αποκάλυψη, παρά τις κάποιες ασυνταξίες και σολοικισμούς που περιέχει ως κείμενο, έχει μεγάλη λογοτεχνική αξία.
Υπάρχουν ερευνητές, όπως ο J.W. Bowman κ.α., που θεωρούν το βιβλίο ως δράμα που εκτυλίσσεται σε 7 πράξεις, η καθεμία από τις οποίες αποτελείται από 7 σκηνές. Δράμα βέβαια σημαίνει ποίηση, και ποίηση υπάρχει ασφαλώς στην Αποκάλυψη, έστω κι αν εναλλάσσεται ο ποιητικός με τον πεζό λόγο, κατά τη συνήθεια των προλαλησάντων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης., οι οποίοι εκφράζονται με ποιητικό ρυθμό και πολλές φορές, μάλιστα, απροσδόκητα, εκεί που εξάγγειλαν το μήνυμα του Θεού σε πεζό λόγο. Στην Αποκάλυψη, «το τρομερό αποκαλύπτεται ντυμένο τον πορφυρούν μανδύα της ποίησης».
Τον ποιητικό παλμό του βιβλίου διέκριναν Έλληνες (Ευστρατιάδης, Σπεντζής, Ε. Παπαχρίστου, Θ. Κωνσταντίνου κ.α.) και ξένοι συγγραφείς (Garrington κ.α.). Ο Garrington, μάλιστα, θεωρεί το συγγραφέα της Αποκάλυψης ως λογοτεχνική ιδιοφυΐα και ως καλλιτέχνη μεγαλύτερο από τον Stevenson ή τον Bach, γιατί έχει μια πλουσιότερη από τον Bach αίσθηση της μελωδίας, του ρυθμού και της σύνθεσης.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ίσως υπερβολική αυτή την άποψη, δεν μπορεί όμως να παραγνωρίσει τα εσωτερικά ποιητικά και δραματικά χαρακτηριστικά του βιβλίου, όπως π.χ. αυτά που υπάρχουν στο 5ο κεφάλαιο, όπου οι 24 πρεσβύτεροι «άδουσιν ωδήν καινήν» λέγοντας:

«Άξιος ει λαβείν το βιβλίον
και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού,
ότι εσφάγης και ηγόρασας
τω Θεώ εν τω αίματί σου
εκ πάσης φυλής
και γλώσσης και λαού και έθνους...
» (5:9)

και στο 7ο κεφάλαιο:

«Και ο καθήμενος επί του θρόνου
σκηνώσει επ’ αυτούς
ου πεινάσουσιν επ’ ουδέ διψήσουσιν έτι
ουδέ μη πέσει επ’ αυτούς ο ήλιος
ουδέ παν καύμα,
ότι το αρνίον το ανά μέσον του θρόνου
ποιμανεί αυτούς
και οδηγήσει αυτούς
επί ζωής πηγάς υδάτων...
» (7:15-17)

Και πολύ περισσότερο στο 18ο κεφάλαιο, όπου υπάρχουν 3 από τα συγκλονιστικότερα ποιητικά τμήματα της Αποκάλυψης:

«Έπεσε! Η μεγάλη Βαβυλώνα έπεσε!
Έγινε πια κατοικία δαιμονίων,
καταφύγιο για κάθε ακάθαρτο πνεύμα...
Και κλαύσουσιν αυτήν και κόψονται επ’ αυτή οι βασιλείς της γης
Οι μετ’ αυτής πορνεύσαντες και στρηνιάσαντες...
Ουαί, ουαί η πόλις η μεγάλη
Βαβυλών η πόλις η ισχυρά,
Ότι μια ώρα ήλθεν η κρίσις σου
.» (18:2-3, 9-10)

Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα άποψη, η Αποκάλυψη φιλολογικά εγκαινιάζει ένα ιδιαίτερο είδος στα πλαίσια της ευρύτερης αποκαλυπτικής γραμματείας. Αποτελεί ένα δράμα - κατά το πρότυπο του Ιώβ - που εξελίσσεται στον επίγειο χώρο, ενώ τα χορικά του ψάλλονται στον ουράνιο χώρο της σκηνής.
Όπως και να έχει το πράγμα, το αίσθημα της αρμονίας στην ποίηση της Αποκάλυψης είναι φανερό, και οι λαμπρές εικόνες του συγγραφέα αποδίδουν πλούσιο ποιητικό λόγο μ’ έναν εξαίσιο αποκαθαρμένο ύφος γραφής.
Ακόμα, δεν μπορεί να παραθεωρήσει κανείς το γεγονός, ότι ο τρόπος έκφρασης και οι πλαστικές εικόνες της Αποκάλυψης έχουν κάτι από τον υπερρεαλιστικό τρόπο του εκφράζεσθαι, όπως π.χ., η φράση «φωνή των πτερύγων», ή «η θέασις της φωνής ήτις ελάλει» (1:12). Τέτοιες εκφράσεις είναι κατάλληλες για έναν ένθεο ή εμπνευσμένο σαν τον Ιωάννη, που περιγράφει τα οράματα και την «αποκάλυψη» που «είδε», στη νήσο Πάτμο, όταν εγένετο «εν πνεύματι».
Έτσι, ο Ιωάννης καταγράφει τα ορώμενα με ελλειπτικό τρόπο έκφρασης, και με ποιητική γλώσσα συμβόλων και εικόνων παρουσιάζει το corpus της αλήθειας μέσα σε ελλάμψεις φωτός και εκλάμψεις φωτιάς και πυρός, «μεμειγμένων εν αίματι»... Ακολουθεί όμως μια λογική σειρά, που φθάνει σε μια κορύφωση των οραμάτων-επεισοδίων, που δεν έχει σχέση με το γνωστό υπερρεαλιστικό ποιητικό τρόπο της μη έλλογης-αυτόματης καταγραφής του Γάλλου Πωλ Ελυάρ ή του Αντρέ Μπρετόν και των οπαδών τους.
«Η γλώσσα του Ιωάννη - παρατηρεί ο Βίκτωρ Ουγκώ - έχει μια άγια και άγρια γοητεία. Ο λευκός γέροντας υπήρξε ένας απ’ τους μεγάλους περιπλανώμενους της πύρινης γλώσσας. Όλη η Βίβλος - συνεχίζει ο Ουγκώ - κλείνεται ανάμεσα σε δύο οραματιστές, τον Μωυσή και τον Ιωάννη. Αυτό το ποίημα των ποιημάτων προδιαγράφεται με το χάος στη Γένεση και τελειώνεται στην Αποκάλυψη με τους κεραυνούς. Η Αποκάλυψη είναι το σχεδόν ασυναίσθητο δημιούργημα της φοβερής αγνότητας... Στον Ιωάννη της Πάτμου αισθανόμαστε την επικοινωνία ανάμεσα σε ορισμένες μεγαλοφυΐες και στην άβυσσο. Σ’ όλους τους άλλους ποιητές μαντεύουμε αυτήν την επικοινωνία, στον Ιωάννη τη βλέπουμε και κάποτε την αγκαλιάζουμε κι αναρριγούμε ακουμπώντας το χέρι μας σ’ αυτήν τη σκοτεινή πόρτα. Από δω τραβάμε κατά τον Θεό».
Αυτά τα στοιχεία είναι ίσως ο λόγος που κάνουν την Αποκάλυψη να ασκεί τη «διακριτική (ή μη) γοητεία» της, ίσαμε σήμερα.[2]

Η ουσία, πάντως, είναι, ότι η Αποκάλυψη στην κυριολεξία «αποκαλύπτει» πως στη διαρκή διαμάχη μεταξύ των αντίθετων σατανικών δυνάμεων και των θεϊκών, τελικά θα κυριαρχήσει ο Θεός και θα θριαμβεύσει ο Ιησούς, ο βασιλιάς ο ενδεδυμένος λευκά ιμάτια, ο έχων διαδήματα πολλά στην κεφαλή. Έτσι, θα πληρωθεί ο λόγος του «καινού ουρανού και γης» και το «ιδού ποιώ καινά τα πάντα». Και ελπιδοφόρο στοιχείο είναι εκείνο που μπορεί να τρέφει το ενδιαφέρον κάθε ανθρώπου που θέλει να εισέλθει στη σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων όπου δε θα έχει καμιά θέση ο πόνος, το πένθος και το δάκρυ, «και ο θάνατος ουκ έσται έτι» (Αποκάλυψη 21:3-4).
Έτσι, η Αποκάλυψη, τελικά, εμφανίζεται ως ένα έπος της χριστιανικής ελπίδας.
Σε τελευταία ανάλυση το όλο περιεχόμενό της είναι υποκειμενικό ζήτημα πίστης και εσωτερικής αποδοχής.
Ο Ιωάννης, ο επονομασθείς από τον Ιησού Βοαναργές, δηλαδή υιός βροντής, είχε οράσεις για πράγματα «α εισίν και α μέλλει γενέσθαι». Και η Αποκάλυψη αποκαλύπτει το παρόν, με κατηγορίες του παρελθόντος στην προοπτική του μέλλοντος.
Όπως σωστά επεσήμανε ο Νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης: «Η Αποκάλυψη δεν είναι κείμενο ενός καιρού και μιας γενιάς ανθρώπων, αλλά όλων των καιρών και όλων των γενεών».

από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Υποσημειώσεις:
[1] Δεν μου διαφεύγει, το ότι πολλοί ερμηνευτές και μελετητές έχουν αμφισβητήσει την προέλευση της Αποκάλυψης από τον κάλαμο του Ιωάννη υιού του Ζεβεδαίου. Τα βασικά επιχειρήματά τους είναι, ότι υπάρχει σημαντική διαφορά στο λεκτικό και στο ύφος και στις ιδέες μεταξύ του Ευαγγελίου και της αποκάλυψης, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία έργο του συγγραφέα του πρώτου. Ο Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, δε θα μπορούσε να γράψει ένα βιβλίο τόσο τρομερό με σθεναρά και ακατάληπτα μηνύματα - υποστηρίζουν οι θιασιώτες αυτής της άποψης. Ωστόσο, υπάρχει ένα πολύ ισχυρό ρεύμα αρχαίας παράδοσης του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα (Ιουστίνος ο μάρτυρας, Ειρηναίος, Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης, Ευσέβειος), που επιμένει ότι ο γνωστός Ιωάννης (όχι ο Ιωάννης ο πρεσβύτερος ή κάποιος άλλος), ευρισκόμενος εξόριστος στα τέλη της ζωής του στη νήσο Πάτμο, επί βασιλείας Δομητιανού (81-96 μ.Χ.), έγραψε εκεί την Αποκάλυψη. Παρά τις όποιες διαφορές στη γλώσσα και στο ύφος μεταξύ Ευαγγελίου και Αποκάλυψης, υπάρχουν όμως και αρκετές και σημαντικές ομοιότητες (μόνον ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τη λέξη Λόγο για τον Χριστό, Ευαγγέλιο Ιωάννη 1:1 - Αποκάλυψη 19:27) και κοινή θεολογική ατμόσφαιρα, γεγονότα που οδηγούν πολλούς νεότερους ερευνητές (B. Weiss, Zahn, E. Stauffer, Β. Ιωαννίδης, Π. Μπρατσιώτης, Ι. Καραβιδόπουλος) να δεχθούν το γνωστό απόστολο ως συγγραφέα της Αποκάλυψης. Απ’ τα άπειρα ερμηνευτικά σχολιολόγια, στα οποία ο αναγνώστης μπορεί να βρει διαφωτιστικά σχόλια, ενδιαφέροντα είναι το υπόμνημα του καθηγητή Π. Μπρατσιώτη: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη» (Αθήνα 1950) και του καθηγητή Σ. Αγουρίδη: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη» (Θεσσαλονίκη 1995). Επίσης υποβοηθητικό είναι το πρόσφατο βιβλίο του Δ. Κυρτάτα: «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη και οι επτά εκκλησίες της Ασίας» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994). Από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το δίτομο υπόμνημα του R.H. Charles, A critical and exegetical commentary of the Revelation of St. John (1920) καθώς και τα έργα των H. Kraft, Die Offenbarung des Johannes (1974) και A. Feuillet, L’ ApocalypseQ E tat de la question (1963). Αυτά, βέβαια, εκτός από τις αναρίθμητες μελέτες, μονογραφίες, διατριβές και άρθρα.
[2] Το αποκαλυπτικό κλίμα της Αποκάλυψης έχει ασκήσει επιδράσεις όχι μόνο στη λογοτεχνία (G.M. Hopkins, T.S. Eliot κ.α.) αλλά και στη ζωγραφική. Τοιχογραφίες του Τζιόττο και του Σινιορέλλι, χαλκογραφίες του Dürer και πίνακες του Βελάσκεθ, του Ρούμπεν, του Γκρέκο κ.α. είναι εμπνευσμένες από το συναρπάζον περιεχόμενό της. Να σημειωθεί ακόμα ότι ο Πικάσσο, στη σύνθεσή του Γκουέρνικα, αποδίδει το θέμα αποκαλυπτικά - και στον κινηματογράφο ο Φασμπίντερ απέδωσε το έργο του A. Doblin Μπερλίν-Αλεξάντερ-πλατς με αποκαλυπτικά στοιχεία επίσης.

12/9/09

Προσέγγιση στην ποίηση του Ιεζεκιήλ

Αρκούν λίγοι στίχοι από έναν ποιητή για να γνωρίσουμε τις ποιητικές του καταβολές, τη πνευματική του δύναμη και την ποιητική του.
Αυτή η ρήση - όσο κι αν ενέχει κάποιο στοιχείο υπερβολής - εμπεριέχει νομίζω και μια μεγάλη αλήθεια. Κι αν την εφαρμόσουμε σ’ έναν αρχαίο ποιητή, αλλά γνωστό περισσότερο σαν προφήτη του αρχαίου Ισραήλ, μπορεί η θεώρηση αυτή να προσθέσει μια άλλη διάσταση σε μια προσωπικότητα, που χαρακτηρίστηκε «ως μια από τις πιο μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες όλων των εποχών» (W.F. Albright). Ο λόγος που γίνεται αφορά τον Ιεζεκιήλ, τον ιερέα-προφήτη του αρχαίου Ισραήλ που έδρασε και έζησε κυρίως στη Βαβυλώνα. Και η αναφορά, ιδιαίτερα σ’ ένα ποιητικό κομμάτι, που βρίσκεται στο ομώνυμο βιβλίο του και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 21, γνωστό στους λόγιους ως «Άσμα του ξίφους», ή «Τραγούδι της ρομφαίας».
Αφήνοντας κατά μέρος τα θέματα της συγγραφικότητας και της ενότητας του βιβλίου του Ιεζεκιήλ που προβληματίζουν τους κριτικούς και φιλολογικούς αναλυτές, εμείς εδώ με αφορμή την «άγρια ωδή του εκδικητικού ξίφους» (Toy) θα κάνουμε μια προσπάθεια προσέγγισης του ποιητικού λόγου του, δεχόμενοι ότι η ποίηση προέρχεται από την πένα του μεγάλου προφήτη, όπως άλλωστε δέχονται σαν αυθεντικό και ενιαίο το συγγραφικό του έργο οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές (G.A. Cooke, E. Young, H.H. Rowley, R.K. Harrison κ.α.).

Ο Ιεζεκιήλ, γιος του ιερέα Βουζεί, βρίσκεται προς τα τέλη του 7ου - αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα (κατά τους περισσότερους χρονολόγους από το 597 π.Χ.) αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα σε μια περιοχή που λεγόταν Τελ-Αβίβ, κοντά στον ποταμό Χεβάρ, ένα μεγάλο κανάλι ΝΑ της Βαβυλώνας.[1] Εκεί, σε ηλικία 30 ετών περίπου, «στάθηκε το χέρι του Κυρίου πάνω του», οπότε και ανέλαβε προφητική υπηρεσία στο 5ο έτος της αιχμαλωσίας του Ιουδαίου βασιλιά Ιωαχείν. Μια υπηρεσία, που κράτησε 22 ολόκληρα χρόνια. Είναι παντρεμένος, αλλά η γυναίκα του, «το χάρμα των οφθαλμών του», όπως την αποκαλεί, πεθαίνει ξαφνικά στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην ξένη χώρα των Χαλδαίων, οραματίζεται οράσεις για τα γενόμενα στην Ιερουσαλήμ και την επερχόμενη καταστροφή της, αλλά και δέχεται προφητικά μηνύματα από τον Θεό, για το μέλλον των γειτονικών εθνών (κεφάλαια 25-32) και για το απώτερο μέλλον και την τύχη του Ισραήλ (κεφάλαιο 39 κ.ε.), καθώς και για την ανέγερση του νέου ναού στην Ιερουσαλήμ (κεφάλαια 40-48).
Το «Άσμα του ξίφους», που περιέχεται στο 21ο κεφάλαιο, εντάσσεται στον κύκλο των προφητειών του προφήτη (4:1-23) που αφορούν τον Ιούδα και τη Ιερουσαλήμ.
Τι όμως είναι αυτό το περίφημο «Άσμα του ξίφους»; Για να το καταλάβουμε πρέπει να ξέρουμε ότι οι προφήτες γενικά είχαν τη συνήθεια να διακηρύττουν το λόγο του ΓΧΒΧ με τόλμη και παρρησία στους Ιουδαίους, εναλλάσσοντας τον πεζό κηρυγματικό τους λόγο με τον ποιητικό. Μερικές φορές ο ποιητικός λόγος ήταν λυρικός και τρυφερός, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν τραχύς και πύρινος, γεμάτος φλόγα και πάθος, ικανός να συγκλονίσει τους ακροατές του.
Ο προφήτης Ιεζεκιήλ, όπως και άλλοι προηγούμενοι προφήτες (Ιωήλ, Ιερεμίας, Ησαΐας, Μιχαίας), αναφέρεται στην επερχόμενη καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους, που τη βλέπει ως «φρουρός πάνω στις επάλξεις» να επέρχεται σαν μια δίκαιη «θεία εκτέλεση» λόγω του πλήθους των ανομιών και παραβάσεων και λόγω της εξαχρειωτικής ειδωλολατρίας των κατοίκων της, που λατρεύουν το θεό Ταμμούζ και την Αστάρτη, που επιδίδονται ακόμα και σε φαλλική λατρεία. Έτσι, ακούει «το λόγο του Κυρίου», που με συμβολική γλώσσα λέει ότι θα στραφεί εναντίον κάθε σάρκας και θα βγάλει το μαχαίρι απ’ τη θήκη του, για να αποκόψει από τη μεσημβρία μέχρι το βορρά τον (θεωρούμενο) δίκαιο και τον ασεβή (21:1-7).
Η ρομφαία αυτή, η γυμνωμένη και απαστράπτουσα, που θα κάνει τη μεγάλη σφαγή, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα, δεν είναι κανείς άλλος παρά οι Χαλδαίοι, με επικεφαλής το θηριώδη Ναβουχοδονόσορ, «τον αετό το μέγα το μεγαλοπτέρυγο», που κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και την παρέδωσε στη φωτιά και επιτέθηκε και στα γύρω γειτονικά έθνη (Αμμών, Μωάβ, Εδώμ κλπ.), υποδουλώνοντάς τα.
Πλήρης έμπνευσης, έμπλεος πνεύματος, ο ανόμοιος προς τους άλλους προφήτες προφήτης, στα χωρία 8 κ.ε., προχωρεί να καταδείξει τη δύναμη αυτής της συμβολικής ρομφαίας μ’ έναν δυναμισμό, που ο πεζός λόγος θα αδυνατούσε να πετύχει. Γι’ αυτό αποδίδει με υπέροχο ποιητικό τρόπο την καταστροφική δύναμη της ρομφαίας, το φόβο της επικείμενης σφαγής, αλλά και τον πόνο και την αμηχανία και την οδύνη του ποιητή, που τον εκδηλώνει με το να χτυπά με κρότο τα χέρια του και να κτυπά το μηρό του αντί τα στήθια του, όπως θα έκαναν οι θρηνολογούσες γυναίκες της εποχής εκείνης.

Από τους ερευνητές αναγνωρίζεται ότι σε μερικά σημεία το ποίημα δεν είναι τόσο σαφές στα νοήματα. Αυτό ίσως να οφείλεται περισσότερο στη δική μας άγνοια μερικών γεγονότων, εκφράσεων κλπ., ή ακόμα στη μεταβίβαση του Μασοριτικού κειμένου, γιατί γενικά αναγνωρίζεται ότι σε μερικά σημεία το κείμενο του βιβλίου του Ιεζεκιήλ είχε προβληματική μεταβίβαση.
Πάντως, παρά τις νοηματικές μικροασάφειες που υπάρχουν σε μερικούς στίχους, και ιδιαίτερα στο στίχο (10β), που φαίνεται λόγω της πεζής του διατύπωσης να έχει χαλαρή σχέση με το όλο ποιητικό σώμα - και ίσως να έχει διαφορετική, ή μεταγενέστερη προέλευση-, το όλο ποίημα αποτελείται από κοφτούς, νευρώδεις, ανομοιοκατάληκτους στίχους, από συχνά επαναλαμβανόμενες λέξεις που προσδίδουν έμφαση, και από ορμητικό ρυθμό, παλμό και κίνηση, που μεταδίδουν στον αναγνώστη αυτό ακριβώς που ήθελε ο ποιητής να μεταδώσει: την ταραχή και τη φρίκη, τη φρίκη και το φόβο που προκαλεί μια ρομφαία που ξεκοιλιάζει, μια ρομφαία που διαπερνάει «έως των ενδομύχων». Ένα ξίφος γυμνό και λαμπρό, ένα στιλβωμένο ξίφος που εκτίθεται μια δεξιά, μια αριστερά, όπως στρέφεται το πρόσωπο ενός παρατηρητή.
Λαμπερές εικόνες και προσωποποιήσεις διαδέχονται η μία την άλλη ανάμεσα στις φωνές και τις κραυγές και τους ολολυγμούς του προφήτη-ποιητή, που οραματίζεται τη θραύση της ρομφαίας και το μέγεθος της απειλούμενης καταστροφής της αγίας πόλης.

Κι όταν σε ρωτήσουν γιατί βαριαναστενάζεις; Απάντησέ τους:
Για το μαντάτο που θαρθεί,
και κάθε καρδιά θα λιώσει
κι όλα θα παραλύσουνε στα χέρια.
Και θα σβήσει κάθε πνοή.
Και θα νεροσταλιάσουν όλα τα γόνατα.
Να! Έρχεται. Θα γίνει. Έτσ’ είπε ο Κύριος
. (στίχος 7)

Δεν είναι σαφές ποιος είναι αυτός που μιλάει στο άσμα τούτο, μάλλον πρέπει να είναι ο ίδιος ο προφήτης.
Το ποίημα, εύλογα, οι μελετητές ονόμασαν «Άσμα της ρομφαίας», αφού όλο το περιεχόμενό του στρέφεται γύρω απ’ τη συμβολική καταστρεπτική αυτή ρομφαία των Βαβυλωνίων, τη ρομφαία, που, επειδή τη χρησιμοποιεί ο Θεός εναντίον του Ισραήλ, μπορεί να λέγεται και «ρομφαία του ΓΧΒΧ».
Εδώ ίσως είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε στον αναγνώστη – για να αποφύγουμε παρανοήσεις - ότι όχι μόνον ο Ιεζεκιήλ, αλλά κι άλλοι Ιουδαίοι προφήτες βλέπουν την καταστρεπτική οργή των εχθρών, σαν «ράβδο του θυμού του Κυρίου», αφού μπορεί η επερχόμενη καταστροφή να αφυπνίσει το λαό από τη σκοτοδίνη και τον ηθικό ξεπεσμό. Έτσι ο πόνος και η θλίψη γίνονται «μεγάφωνο του Θεού» σ’ έναν κρυφό κόσμο...
«Μονάχα όποιος πιστεύει ότι του μιλάει ο Θεός μπορεί να μιλήσει ή να οργιστεί ή να θρηνήσει όπως μίλησαν, οργίστηκαν και θρήνησαν οι προφήτες», γράφει ο Π. Κανελλόπουλος. «Η γλώσσα τους είναι ταυτόχρονα σκληρή και τρυφερή. Την ώρα που οργίζονται οι προφήτες ή που μεταφέρουν του οργισμένου Θεού τους λόγους, συνδυάζουν τη σκληρή λέξη και σκέψη με τις πιο απαλές παρομοιώσεις... Και μες στην πιο μεγάλη οργή του λέει ο Κύριος στον Ιεζεκιήλ με μια άφταστη τρυφερότητα και θλίψη: ‘και διεσπάρησαν τα πρόβατά μου εν παντί όρει και επί παν βουνό υψηλό και επί προσώπου πάσης της γης διεσπάρησαν, και ουκ ην ο εκζητών ουδέ ο αποστρέφων’. Ναι, η ψυχή των προφητών είναι γεμάτη θλίψη και τρυφερότητα, κι όταν ακόμα ο νους τους είναι γεμάτος οργή... Μόνον ο Ισραήλ γέννησε πνεύματα σαν τον Δαβίδ, τον Ησαΐα, τον Ιερεμία, τον Ιεζεκιήλ...».[2]

Να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ερευνητές, όπως ο G.A. Cooke,[3] που πιστεύουν ότι το «Άσμα της ρομφαίας» αρχικά είχε μεγαλύτερη έκταση, και στη Βίβλο έχει διαφυλαχθεί μόνο ένα τμήμα, ή μερικοί στίχοι του από το αρχικό. Η άποψη μπορεί να είναι πιθανή, αλλά εμείς αναγκαστικά θα περιοριστούμε στο κείμενο που διαφυλάχθηκε.
Έστω κι έτσι, θα διαπιστώσουμε πόσο σωστή είναι η κρίση του Κ. Φριλίγγου ότι «στη γλώσσα του (Ιεζεκιήλ), τη φλογερή κι ασυγκράτητη, βρίσκει την έκφρασή της η προφητική του ορμή και ξεσπά η ποιητική του σκοτοδίνη».

Και πάλι ήρθε σε μένα ο λόγος του Κυρίου λέγων:
Γιε ανθρώπου, προφήτεψε και πες:
Αυτό λέγει ο Κύριος:
Ξίφος, ξίφος ακονίζεται και στιλβώνεται,
ακονίζεται για σφαγή
στιλβώνεται για να λάμψει σαν αστραπή.
(Ή θα διασκεδάσουμε ράβδε του γιου μου
που καταφρονείς κάθε δένδρο;)
Παραδίνεται στον σφαγέα
για να το κρατήσει με το χέρι.
Το ξίφος ακονίζεται και στιλβώνεται,
για να δοθεί στο χέρι του σφαγέα.
«Κράξε και ολόλυξε, γιε ανθρώπου!
Γιατί έπεσε στο λαό μου,
πάνω σ’ όλους τους άρχοντες του Ισραήλ,
που με τον λαό μου παραδόθηκαν στο ξίφος.
Για τούτο χτύπησε τον μηρό σου,
διότι επίκειται δίκη.
Και ποιος δύναται να περιφρονήσει τη ράβδο της οργής μου;»
Λόγος Κυρίου του Θεού.
Για τούτο προφήτεψε γιε του ανθρώπου,
και κρότησε τα χέρια
ας κατέλθει το ξίφος για δεύτερη φορά,
ας κατέλθει για τρίτη φορά
το ξίφος γι’ αυτούς που θα σφαγούν,
το μέγα ξίφος των μελλόντων να σφαγούν!
Φέρε σ’ αυτούς τρόμο, έως ότου λιώσει η καρδιά τους
και πολλοί απ’ αυτούς πέσουν νεκροί σε όλες τις πύλες τους,
παραδομένοι στο ξίφος,
που κατασκευάστηκε να λάμπει ως αστραπή
και ακονίστηκε για σφαγή!
Στρέψε προς τα πίσω,
προς τα δεξιά, προς τα μπρος, προς τα αριστερά,
οπουδήποτε κατευθύνεται η αιχμή σου!
Και εγώ επίσης θα κροτήσω τα χέρια μου
Και θα χορτάσω την οργή μου.
Εγώ ο Κύριος, ελάλησα.
(στίχοι 6-7)
(Απόδοση, από τη μετάφραση διορθωμένου
Μασοριτικού, του καθηγητή Αθ. Χαστούπη)

Το διάπυρο αυτό ποίημα δεν είναι το μοναδικό που δείχνει την ποιητική μεγαλοφυΐα του ποιητή-προφήτη, που γίνεται όργανο του ΓΧΒΧ, όταν τον προστάζει: «Υιέ ανθρώπου προφήτευσε».
Πρέπει κανείς να διαβάσει και άλλα ποιητικά κομμάτια απ’ το βιβλίο του προφήτη, όπως το κεφάλαιο 16:1-5, όπου αναφέρεται με θαυμάσια ποιητική γλώσσα στην εύνοια του Ιούδα από τον Θεό παρά την πνευματική απιστία (ειδωλολατρία) του πρώτου, το κεφάλαιο 19:1-14 που αναφέρεται ως θρήνος των ηγεμόνων του Ισραήλ, το κομμάτι (κεφάλαιο 23) για την Οολά και την Οολιβά - συμβολικά ονόματα της Σαμάρειας και της Ιερουσαλήμ - και ιδιαίτερα τον περίφημο «θρήνο της Τύρου» (κεφάλαιο 27:1-36), για να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει. Και ας κάνει τον κόπο να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει τη φοβερή περιγραφή του κινούμενου άρματος και των αστραποβόλων χερουβίμ, των τεσσάρων ζώων (βόδι, άνθρωπος, λιοντάρι, αετός) που πετάνε, και θα τον καταλάβει ένθεο ρίγος. Αυτό το ρίγος που μεταδίδουν οι μεγάλοι προφήτες, τα μεγάλα πνεύματα, οι μεγάλοι ποιητές:

Αντίκρισα τα οράματα του Θεού...
Είδα ένα άρμα ζεμένο με τέσσερα άλογα.
Πάνω απ’ τα ζώα και το άρμα ανοίγεται μια έκταση
όμοια μ’ ένα φοβερό κρύσταλλο...
κι είδα και κάτι άλλο που έμοιαζε με φωτιά,
κι απ’ όπου βγήκε κάτι σαν χέρι...
Και μια φωνή είπε:
«Οι βασιλιάδες και οι κριτές έχουν μες στις ψυχές τους κοπριά.
Θα βγάλω απ’ τα στήθια τους τις πέτρινες καρδιές τους
και θα τους δώσω μια καρδιά από σάρκα...»


Κι ακόμα πρέπει να διαβάσει το όραμα της κοιλάδας των ξηρών οστών (κεφάλαιο 37):

«Ο Κύριος με απόθεσε σε μια πεδιάδα με οστά αποξηραμένα.
Με πέρασε ολόγυρ’ από κοντά τους και μούπε:
Μπορούν, γιε του ανθρώπου, να ζωντανέψουν αυτά τα κόκκαλα;...
Και μούπε: Προφήτεψε απάνω τους...
Και προφήτεψα καθώς διδάχτηκα.
Και μόλις προφήτεψα, έγιν’ ένας θόρυβος σα σεισμός.
Και τα κόκκαλα σύρθηκαν κοντά,
κάθε κόκκαλο στο δικό του κόκκαλο,
και κοίταξα κι ευθύς
φύτρωσαν νεύρα και σάρκες απάνω τους
και σκεπάστηκαν με δέρμα,
πνεύμα όμως δεν ήταν μέσα τους...
Και μπήκε πνεύμα μέσα τους
Και ζωντάνεψαν και στάθηκαν στα πόδια τους.
»

Είναι γνωστό ότι η φοβερή αυτή όραση άσκησε μεγάλη επίδραση στην ιουδαιο-χριστιανική γραμματεία και τέχνη. Ενέπνευσε ακόμα και τον Διονύσιο Σολωμό στους στίχους του.
Σε τι διαφέρουν αυτές οι περιγραφές, οι συμβολισμοί, οι εικόνες, τα μυστηριώδη λόγια, από την τραχεία και πύρινη «αποκαλυπτική» γλώσσα της Αποκάλυψης του Ιωάννη; Οι παραλληλισμοί και οι ομοιότητες είναι φανερές ακόμη και για τον πιο αμύητο. Για τον απαιτητικό αναγνώστη, όμως, η εμβάθυνση και η σύγκριση μεταξύ των δύο κειμένων θα τον οδηγήσει σ’ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Νομίζω, ακόμα, πώς θα μπορούσε ο ποιητής μας ορθά να θεωρηθεί ως η «γέφυρα» ανάμεσα στην «προφητεία» και στην «αποκάλυψη».
Είπαν μερικοί ότι η ποίηση του Ιεζεκιήλ δεν μπορεί να φθάσει το ύψος της ποίησης ενός Ησαΐα, του Ιερεμία, ενός Αμώς και του Ωσηέ. Αναμφίβολα το αρχαίο Ισραήλ έχει να επιδείξει πολλά μεγάλα ποιητικά αναστήματα. Και αναμφίβολα ο Ησαΐας, π.χ., είναι ένας από τους μεγαλύτερους - αν όχι ο μεγαλύτερος - λυρικός ραψωδός του αρχαίου Ισραήλ. Η παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί ορθή, με την έννοια ότι ο Ιεζεκιήλ υστερεί στην κομψότητα της γλώσσας έναντι των παραπάνω προφητών-ποιητών. Αλλά η ποιητική δύναμη του Ιεζεκιήλ βρίσκεται στη ζωντανή κι υπέρλογη εικονοπλασία, στις αλληγορίες και παραβολές του, που αναμειγνύει με έντονα ηθικά διδακτικά στοιχεία μαζί με μια τραχεία και πρωτόγονη - σε πολλές περιπτώσεις - γλώσσα. Αυτά τον καθιστούν απαράμιλλο..., με εντελώς προσωπικό και πρωτότυπο ύφος. Έναν ποιητή με γλώσσα βαπτισμένη σε «πυρ συστρεφόμενο» που ακούγεται από ένα στόμα βαθύχειλο και βαρύγλωσσο.
Ο καθένας που θα διαβάσει μερικές σελίδες από τον Ιεζεκιήλ γρήγορα θα εννοήσει ότι έχει να κάνει με μια ποιητική φυσιογνωμία απλή και σύνθετη μαζί, με μια πύρινη φυσιογνωμία που μιλάει, κατά την ωραία έκφραση του καθηγητή Β. Βέλλα, «μυριάκις, εις μύριους τόνους, και με μύριες εκφράσεις».[4]
Ζηλωτής υπέρ του Θεού, στην κυριολεξία καταφαγωμένος από το ζήλο του, εκστασιακός οραματιστής και συμβολιστής, ο κήρυκας αυτός της καταστροφής αλλά και της παρηγοριάς της αποκατάστασης του λαού του αποδίδει τα βιώματά του με οράσεις και συμβολικές πράξεις, με παροιμίες κι αινίγματα και με μια ποίηση που αποκαλύπτει φραστική δύναμη, βάθος σκέψης, φαντασία και πρωτότυπη εικονοποιία. Ξέρει να εναλλάσσει τη σκληρότητα με την τρυφερότητα, τη σαφήνεια με τη σκοτεινότητα, να χρησιμοποιεί αισθητικές αλλά και αντιαισθητικές μαζί φράσεις και εικόνες, και να φτιάχνει μια ποίηση δυνατή και περίπλοκη όσο φλογερή και πολυσύνθετη ήταν η ανεπιτήδευτη προσωπικότητά του. Είναι ο προφήτης-ποιητής της φρίκης με την απέραντη φαντασία και με την αρτιότερη και πιο φιλολογική μορφή στις παραβολές του (Κ. Φριλίγγος). Είναι ο ορμητικότερος και μαχητικότερος, ο ασυμβίβαστος, ο αυστηρός τόσο στον εαυτό του όσο και τους άλλους προφήτης-ποιητής, ίσως ο πιο μεγαλοπρεπής συγγραφέας της παλαιοδιαθηκικής φιλολογίας.
Ακόμα και πολλά απ’ τα θεωρούμενα πεζά κομμάτια του βιβλίου του παύουν να είναι πεζά, αν διαβαστούν με το κατάλληλο μάτι και την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση ή προσέγγιση του αναγνώστη.
Ό,τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς με περιεκτικό αλλά και πρωτότυπο τρόπο για το μεγάλο αυτόν ποιητή, το λέγει ο Βίκτωρ Ουγκώ με λίγα, αλλά μεστά νοήματος λόγια:
«Ο Ιεζεκιήλ είναι το άγριο θηρίο μάντης... Οι σκέψεις που τις ταράζει ο βρυχηθμός... Η φύση και η ανθρωπότητα συγχωνεύονται μες στο απαλυμένο ουρλιαχτό που αφήνει ο Ιεζεκιήλ... Μένω ανάμεσα στους βάτους λέει... Για τους Εβραίους η ανάγνωση του Ιεζεκιήλ ήταν κάτι το φοβερό. Δεν άφηναν να τον διαβάζουν πριν κλείσουν τα τριάντα τους χρόνια. Οι ιερείς, ανήσυχοι, σφράγιζαν ως απαραβίαστο αυτόν τον ποιητή... Ο Ιεζεκιήλ έχει τη βρωμιά πάνω στα χείλη του και μες στα μάτια του τον ήλιο... Αναζητήστε ανώτερη διατύπωση απ’ τα λόγια του, δεν θα τη βρείτε...».
Όταν διαβάζεις Ιεζεκιήλ, θα νιώσεις πόσο ασήμαντη, πόσο τετριμμένη είναι αυτή η ποίηση που προβάλλεται στις μέρες μας σαν ποίηση, από πεζά πνεύματα, απευθυνόμενη ίσως μόνο σε αδαείς αναγνώστες...Αρκεί και λίγους μόνο στίχους να διαβάσεις από έναν ποιητή σαν τον Ιεζεκιήλ, για να νιώσεις τη δύναμη της μεγάλης ποίησης!

Υποσημειώσεις:
[1] Την περιοχή εντόπισαν οι αμερικανικές ανασκαφές το 1903 στη Νιπούρ.
[2] Π. Κανελλόπουλος, Ο χριστιανισμός και η εποχή μας, 1953, σελίδες 2-3.
[3] G.A. Cooke, Ezekiel, International Critical Commentary, 1937, σελίδα 229.
[4] Β. Βέλλας, Θρησκευτικές προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τόμος 2ος, σελίδα 152 (Αθήνα 1963).

6/9/09

Παροιμίες Σολομώντος και άλλων σοφών

Οι Παροιμίες Σολομώντος (εβραϊκά Mischlê Selômôh) ανήκουν στα ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και κατατάσσονται στη λεγόμενη σοφιολογική γραμματεία (Wisdom Literature). Είναι, μάλιστα, το κατεξοχήν βιβλίο της σοφιολογικής φιλολογίας του αρχαίου Ισραήλ, που περιέχει διδακτική, ή γνωμική ποίηση (didactic wisdom).
Το έργο είναι μια συλλογή παραινέσεων, που παρέχονται με τη μορφή ρητών, γνωμικών, αποφθεγμάτων και παραβολών (μερικές φορές και αινιγμάτων), χωρίς κάποια σειρά, ή σύστημα, με τις οποίες τονίζεται βασικά, ότι, από την αρετή και την ευσέβεια προέρχεται η ευτυχία, ενώ από την ασέβεια η δυστυχία. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως ένα έργο που παρέχει συμβουλές σε ποικίλα θέματα και που ο συγγραφέας καταγράφει ό,τι θεωρεί σοφή ή άσοφη συμπεριφορά, με μια εκτεταμένη σειρά παρατηρήσεων, νουθεσιών και λεκτικών εικόνων διαφόρων ειδών (K.A. Kitchen). Εκτός όμως απ’ τα μικρά δίστιχα ή τρίστιχα γνωμικά πρακτικής σοφίας, το όλο έργο περιέχει και διδακτικά ποιήματα μεγαλύτερης έκτασης, ιδίως στα κεφάλαια 1-9, καθώς και μικρά αριθμητικά ποιήματα, όπως στις Παροιμίες 6:16-19 και 30:15-33.
Η εβραϊκή λέξη Maschal, που έχει δώσει την ονομασία στο βιβλίο των Παροιμιών, εμφανίζεται αρκετές φορές - περίπου σαράντα - στην εβραϊκή βιβλική φιλολογία. Σημαίνει βασικά παραβολή, σύγκριση, αλληγορία και αναλογία μεταξύ του φυσικού και του πνευματικού κόσμου. Προέρχεται από ρήμα που σημαίνει «ομοιάζω, αντιστοιχώ» και φαίνεται να έχει σχέση με την ακκαδική λέξη mischlu που υποδηλώνει δύο μέρη, ή μέλη ίδιου χαρακτήρα.
[1] Η φράση se’et masal χρησιμοποιήθηκε σε διάφορα βιβλικά χωρία (Αριθμοί 23:7,18 κλπ., Ιώβ 27:1, 29:1) με τη σημασία της ομιλίας σε παράλληλη μορφή.
Αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει γιατί, ενώ επικράτησε να λέγονται Παροιμίες, δεν είναι στην κυριολεξία παροιμίες (με τη σύγχρονη νεοελληνική έννοια, αφού δεν έχουν τη σφραγίδα της λαϊκής προέλευσης και μακρόχρονης λαϊκής χρήσης). Δεν προέρχονται από το στόμα απλών λαϊκών θυμοσόφων, αλλά είναι μάλλον ποιήματα, γνωμικά, λόγοι, αφορισμοί και αποφθέγματα διανοητικών και ευσεβών διδασκάλων.

Οι παλαιοδιαθηκολόγοι και οι λόγιοι γενικά διακρίνουν και διαιρούν το βιβλίο των Παροιμιών σε 7 τμήματα - εκτός της επιγραφής - (Motto 1:1-6), ως εξής:
1. Εγκώμιο της σοφίας (1:7-9:18)
2. Παροιμίες του Σολομώντα (10:1-22:16)
3. Λόγοι σοφών (22:17-24:34)
4. Παροιμίες του Σολομώντα (25-29), που συνέλεξαν οι άνδρες του βασιλιά Εζεκία.
5. Λόγοι του Αγούρ (30:1-33)
6. Λόγοι του Λεμουήλ (31:1-9)
7. Εγκώμιο της ενάρετης γυναίκας (31:10-31)
Η ανάλυση αυτή του έργου δίνει απάντηση στο ερώτημα ποιος υπήρξε ο συγγραφέας του. Ενώ στην αρχαιότητα γενικά πιστευόταν ότι ο Σολομών, ο φημισμένος για τη σοφία του βασιλιάς του αρχαίου Ισραήλ, ήταν ο συγγραφέας των Παροιμιών, σήμερα γίνεται δεκτό ότι το βιβλίο αποτελείται από διάφορες τμηματικές συλλογές αποφθεγμάτων, γνωμικών, λόγων και λυρικών ποιημάτων (teilsammlungen) και ότι το μεγαλύτερο μέρος της όλης συλλογής προέρχεται απ’ τον περίφημο σοφό βασιλιά Σολομώντα που λάλησε «τρισχιλίας παραβολάς» (Ο'), δηλαδή παροιμίες, σύμφωνα με τη μαρτυρία των χωρίων Α' Βασιλέων (Γ' Βασιλειών Ο'), 4:29,32, και 10:23-24 και έλαβε «έλαβε θεία σοφία» (3:5-28).
Κάτω από το φως της κριτικής έρευνας η άποψη της σολομώντειας προέλευσης του μεγαλύτερου μέρους του έργου πολεμήθηκε από ελευθερόφρονες κριτικούς (O. Eissfeldt, R. Pfeiffer κ.α.) για διάφορους λόγους και κυρίως για την αραμαΐζουσα γλώσσα του, που εκλαμβάνεται ως μεταγενέστερη επίδραση από το 10ο π.Χ. αιώνα στην ισραηλιτική φιλολογία. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό έχει αποδυναμωθεί μετά την αναγνώριση ότι οι αραμαϊσμοί στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης ανάγονται σε αρχαιότατη εποχή και βρίσκονται σε παλιά κομμάτια της παλαιοδιαθηκικής φιλολογίας. Για παράδειγμα, η επιγραφή του Ζακίρ, βασιλιά της Hamath (περί το 800 π.Χ.), είναι γραμμένη σε ανάμεικτη γλώσσα - εβραϊκή και αραμαϊκή.
[2] Το γεγονός ότι διάφορες μικρότερες συλλογές αποδίδονται σ’ άλλα άτομα εκτός από τον Σολομώντα είναι μια αξιόλογη μαρτυρία ότι οι Παροιμίες των κεφαλαίων 1-29 προέρχονται απ’ αυτόν και δεν αποδίδονται στον Σολομώντα, απλά, γιατί ήταν περίφημος για τη σοφία του. Η παραδοσιακή άποψη που θέλει τον Σολομώντα ως συγγραφέα ενός μεγάλου μέρους των Παροιμιών δεν πρέπει - ούτε μπορεί - να θεωρηθεί εσφαλμένη, καθόσον ακόμα και από μια σύγκριση των Παροιμιών με το υλικό σοφίας της αρχαίας Ανατολής (Μεσοποταμίας - Αιγύπτου - Φοινίκης), που έχει συγκεντρωθεί και μελετηθεί στα πρόσφατα χρόνια από τους ειδικούς, μπορεί να καταδειχθεί ότι ο κύριος κορμός των Παροιμιών μπορεί να αναχθεί στον Σολομώντα και να έχει σολομώντεια προέλευση, άποψη που τη δέχονται σήμερα επιφανείς ερευνητές της ολκής του W.F. Albright, W. Baumgartner, K.A. Kitchen, R.K. Harrison κ.α.[3]
Είναι ακόμα αξιοπρόσεχτο, ότι στο έργο υπάρχουν Παροιμίες του Αγούρ και του (βασιλιά) Λεμουήλ, πράγμα που μαρτυρεί ότι και στο Ισραήλ, όπως και σε άλλες ανατολικές χώρες (Αίγυπτος-Βαβυλώνα), η Life-setting των Παροιμιών ήταν η βασιλική Αυλή. Το γεγονός αυτό επιμαρτυρείται έμμεσα απ’ το περιεχόμενο των Παροιμιών γιατί αρκετές αναφέρονται σε βασιλική διακυβέρνηση (20:28, 22:11, 6:10-15), ενώ τέτοιου είδους υπαινιγμοί δεν μπορούσαν να γίνουν μετά την αιχμαλωσία του Ιούδα στη Βαβυλώνα. Σήμερα, δεν μπορεί σοβαρά ν’ αμφισβητηθεί - όπως στο παρελθόν - ότι ο Σολομών και άλλοι καλλιεργημένοι άνθρωποι (σοφοί) γύρω του, στην εποχή του, αλλά και αργότερα, ανέπτυξαν τη λεγόμενη σοφιολογική κίνηση (Wisdom Movement) στον αρχαίο Ισραήλ. Οι σοφοί μάλιστα παρουσιάζονται σ’ ορισμένα βιβλικά χωρία, όπως π.χ. στην εποχή του Ιερεμία (Ιερεμίας 18:18), να παίζουν βασικό ρόλο ανάμεσα στον αρχαίο Ισραήλ μαζί με τους ιερείς και τους προφήτες.[4] Πάντως, την οριστική του μορφή το έργο πρέπει να πήρε αργότερα, με το κλείσιμο του εβραϊκού κανόνα στην εποχή του γραμματέα Έσδρα (5ος αιώνας π.Χ.). Η ύπαρξη των διαφόρων τμηματικών συλλογών φανερώνει τη βαθμιαία ανάπτυξη της όλης συλλογής, γεγονός που επιμαρτυρείται και από επανάληψη ορισμένων Παροιμιών στα διάφορα μέρη (παράβαλε 6:9 με 24:33-34, και 12:9 με 20:18, 21!9,19 με 25:24, 10:15 με 18:11, 14:12 με 16:25 και 18:8 με 26:22 κ.α.).[5]
Έτσι, η συλλογή των Παροιμιών, που βρίσκονται ενσωματωμένες στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και που στην κυριολεξία είναι «συλλογή συλλογών», θα πρέπει να θεωρηθεί σαν μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες συλλογές γνωμικού λόγου στον κόσμο, αφού περιέχει 1.000 περίπου Παροιμίες που ανάγονται στην αρχή της 1ης χιλιετηρίδας π.Χ.

Μετά απ’ αυτήν την αναγκαία εισαγωγική κατατόπιση μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση του περιεχομένου της συλλογής.
Πολλές Παροιμίες είναι σαν πολύτιμα μαργαριτάρια λυτά και σκόρπια. Άλλες, η μια δίπλα στην άλλη, είναι σαν ένα λαμπερό περιδέραιο μαργαριταριών. Αλλά και η καθεμιά παροιμία χωριστά είναι ένας πολύχυμος καρπός, που περιέχει πλήθος βαθέων νοημάτων. Μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών ιδεών της συλλογής δεν είναι δυνατή, αφενός, διότι οι παροιμίες εκτείνονται σε μια μεγάλη ποικιλία διαφόρων θεμάτων, αφετέρου, είναι τόσο περιεκτικά διατυπωμένες και νοηματικά σφιχτοδεμένες, που δεν επιδέχονται συντόμευση, αλλά μάλλον ανάπτυξη και ανάλυση.
Μπορούμε όμως να σταχυολογήσουμε μερικά απ’ αυτά τα μαργαριτάρια της αρχαίας βιβλικής σοφίας απ’ όλα τα τμήματα της συλλογής.
Απ’ την αρχή του έργου τονίζεται: «αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου» (1:7). Αυτή είναι μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη συμβουλή, έστω και με άλλα λόγια. Οι ακροατές (και κατ’ επέκταση οι αναγνώστες) προτρέπονται να δράξουν τη σοφία διότι είναι «τιμιωτέρα πολυτίμων λίθων». Συμβουλεύονται να αποκτήσουν σοφία και σύνεση γιατί «ο περιπατών μετά σοφών θα γίνει σοφός, ο δε σύντροφος των αφρόνων θα απολεσθεί». Συμβουλεύονται, όμως, να στηρίζονται στον Θεό και όχι στη δική τους σοφία και σύνεση (3:5,7), διότι η (θεία) σοφία είναι «δένδρο ζωής σ’ αυτούς που την αγκαλιάζουν» (3:15,18) και οι «έλεγχοι της παιδείας οδός ζωής» (6:23).
Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στα καλά αποτελέσματα της φιλολογίας και επικρίνει την οκνηρία, διότι ο υπνώδης θέλει ενδυθεί ράκη και «η άεργη ψυχή θα πεινάει» (6:6 κ.ε., 23:21, 19:15). Παρουσιάζονται τα έργα της αγαθής και τα έργα της φαύλης γυναίκας (31:10 κ.ε., 5:3, 7:27).
Ο Παροιμιαστής δίνει θαυμάσιες συμβουλές για την καλή χρήση της γλώσσας: «μέσα στην πολυλογία δεν λείπει η αμαρτία» και «θάνατος και ζωή είναι στο χέρι της γλώσσας». «Η γλυκιά γλώσσα σπάει κόκαλα»,
[6] επίσης, «η γλυκύτητα των χειλέων προσθέτει μάθηση» και «η γλώσσα των σοφών είναι γιατρειά», ενώ, αντίθετα, «η φλυαρία των χειλέων φέρει μόνο σε ένδεια»[7] και «ο φλύαρος είναι ως τραύματα μαχαίρας». Εξάλλου «όποιος φυλάττει το στόμα του και τη γλώσσα του, φυλάττει την ψυχήν αυτού από στενοχώριες». Ο προπετής κατακρίνεται γιατί «περισσότερη ελπίς είναι από τον άφρονα παρά απ’ αυτόν» και γιατί «το να απαντάει κάποιος πριν ακούσει είναι σ’ αυτόν αφροσύνη και όνειδος».[8] Ακόμα, εκείνος «που πρωτολογεί στην κρίση του, φαίνεται δίκαιος, όμως, έρχεται ο αντίδικός του και τον ανασκευάζει» (10:19, 18:21, 12:18, 16:21, 25:15, 21:23, 29:20, 18:13,17).
Σε διάφορα άλλα χωρία γίνεται λόγος για την ευεργετική επίδραση της ευθυμίας και της καλής διάθεσης στην υγεία του ανθρώπου. Υπογραμμίζεται ότι «η καρδιά που ευφραίνεται, δίδει ευεξίαν σαν γιατρικό, ενώ το πνεύμα του καταθλιμμένου ξεραίνει τα κόκαλα». Και πάλι: «η καρδιά που ευφραίνεται ιλαρύνει το πρόσωπο» και η «καρδία που υγιαίνει είναι ζωή της σάρκας, ενώ ο φθόνος σαπίλα στα κόκαλα» (17:22, 15:13α, 14:30). Αυτές οι σκέψεις είναι απόψεις που επιδοκιμάζει και η σύγχρονη ψυχοσωματική και ψυχιατρική έρευνα.
Βαθύτατες και θαυμάσιες παρατηρήσεις γίνονται σε θέματα εκδήλωσης γνήσιας φιλίας: «Σε κάθε καιρό αγαπάει ο φίλος και ο αδελφός γεννιέται για καιρό ανάγκης», γιατί βέβαια, «υπάρχει φίλος στενότερος από αδελφό» (17:17, 18:24β.). «Ο φανερός έλεγχος είναι καλύτερος παρά η κρυπτόμενη αγάπη» και «αξιοπιστότερα εστί τραύματα φίλου ή εκούσια φιλήματα εχθρού» (27:5-6, Ο'). Ωστόσο, η πολλή και συχνή επαφή και επίσκεψη σε αγαπητό πρόσωπο μπορεί μερικές φορές να φέρει και αντίθετα αποτελέσματα, γι’ αυτό ο Παροιμιαστής συμβουλεύει: «Σπάνια να βάλεις το πόδι σου στο σπίτι του φίλου σου, μήπως και σε βαρεθεί και σε μισήσει» (25:17).
[9]
Πρέπει πάντως κατά τον Παροιμιαστή να σημειώσουμε την αξία του καλού ονόματος και της φήμης, γιατί:

«Αιρετώτερον όνομα καλόν
ή πλούτος πολύς
» (22:1, Ο')

Τα ολέθρια αποτελέσματα της οινοποσίας επισημαίνονται και περιγράφονται μ’ έναν απαράμιλλο ποιητικό τρόπο:

«Σε ποιόνε το αχ; Σε ποιον το βαχ; Σε ποιον τα μαλώματα;
Σε ποιον οι μωρολογίες;
Σε ποιον τα χτυπήματα τ’ άσκοπα;
Σε ποιον των ματιών η φλόγωση;
Σε κείνους που περνούν στο κρασί τον καιρό τους.
Σε κείνους που πάνε ψάχνοντας για κρασοκατάνυξη.
Μην κοιτάς το κρασί πώς κοκκινίζει και δίνει το χρώμα του
στο ποτήρι και κατεβαίνει ευχάριστα.
Στο τέλος δαγκώνει σα φίδι και σα βασιλίσκος κεντρώνει.
Τα μάτια σου θα κοιτάξουνε ξένες και βρομιές η καρδιά σου θα πει.
Και θάσαι σαν εκείνον που κοιμάται καταμεσής στη θάλασσα
και σα να πλαγιάζεις στου καταρτιού την κορφή.
Με χτυπήσαν, θα λες, μα δεν πόνεσα.
Με δείραν και δεν το κατάλαβα.
Πότε θα ξυπνήσω, να σύρω και ο ζητήσω ξανά
»
(23:9-35, μετάφραση Κ. Φριλίγγου)

Η βιβλική γνωμολογία συχνά περιστρέφεται γύρω από το θέμα της υπερηφάνειας και της ταπεινότητας. Η μακρόχρονη παρατήρηση και η πείρα οδηγούν το σοφό να πει ότι «μόνον από την υπερηφάνεια προέρχεται η φιλονικία» και «ο αλαζόνας στην καρδία διεγείρει έριδες» (13:10, 28:25). Ακόμα «το μίσος διεγείρει έριδας», αλλά «η αγάπη σκεπάζει όλα τα σφάλματα» (10:12). Αυτός που αρχίζει φιλονικία είναι σαν αυτόν που ανοίγει ένα φράγμα με νερά. Γι’ αυτό σύμφωνα με το σοφό «Καλύτερος είναι ο μακρόθυμος παρά ο δυνατός και αυτός που εξουσιάζει το πνεύμα του παρά αυτός που εκπορθεί μια πόλη» (16:32, 17:14). Ασφαλώς - όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί εμπειρικά - θα πρέπει κανείς να συμφωνήσει με τον Εβραίο διανοητή ότι «η σοφία είναι μεταξύ των ταπεινών» και «η ταπείνωση προπορεύεται της δόξας» (15:33), ενώ «η υψηλοφροσύνη του πνεύματος προηγείται της πτώσης» (16:18).
Ο Παροιμιαστής, παρόλο που αναγνωρίζει ότι «ο πλούτος προσθέτει φίλους πολλούς», δεν βλέπει η ευτυχία να εξαρτάται από υλικά αγαθά, γιατί «τα πλούτη δεν ωφελούν σε ημέρα οργής» και «όποιος σπεύδει να πλουτίσει δεν θα μείνει ατιμώρητος» (11:4α, 28:20β). Ακόμα τα εκ ματαιότητος πλούτη θα ελαττωθούν και ο πλούτος είναι κάτι το αβέβαιο γιατί δε μένει για πάντα και «κατασκευάζει για τον εαυτό του φτερά σαν του αετού» και πετά εις τον ουρανό (27:24, 23:4-5). Γι’ αυτό καταλήγει ότι «όποιος ελπίζει στον πλούτο του, αυτός θα πέσει, ενώ οι δίκαιοι θα ανθίσουν σαν βλαστός» και «καλύτερο το λίγο με δικαιοσύνη, παρά εισοδήματα μεγάλα με αδικία» (11:28, 16:8).
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού που σπεύδει να γίνει δανειστής ή εγγυητής για χρέη τρίτου; Ο Παροιμιαστής απαντά: «Μην είσαι από εκείνους που δίνουν το χέρι, από εκείνους που εγγυώνται για χρέη. Αν δεν έχεις από που να πληρώσεις, γιατί να πάρουν το κρεβάτι σου από κάτω σου;» Μόνον «άνθρωπος χωρίς μυαλό δίνει το χέρι και εγγυάται δια τον φίλον του» (22:26-27, 17:18) και όποιος «μισεί την εγγύηση είναι ασφαλής, (επειδή), αυτός που δανείζεται είναι δούλος του δανειστή» (11:15, 22:7β).
Παρόμοιες σκέψεις μπορούν να βρεθούν στο γνωμικό ή παροιμιακό λόγο άλλων λαών και εμπεριέχονται στην ελληνική παροιμία: «Αν δεν έχεις χρέος έμπα εγγυητής» (Ν. Πολίτη, Παροιμίαι Δ', σελίδα 642), αλλά ο Ιουδαίος Παροιμιαστής επισημαίνει τα προβλήματα και τους κινδύνους του εγγυητή λεπτομερέστερα.
Απ’ το παρατηρητικό βλέμμα του σοφού δεν ξεφεύγουν ούτε φαινόμενα της συλλογικής ζωής των εντόμων που τα θεωρεί προσεχτικά, και μέσα απ’ τη σοφία της φύσης, εξάγει ηθικά συμπεράσματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Πήγαινε, τεμπέλη, στο μυρμήγκι
και παρατήρησε και ζήλεψέ το,
και γίνε πιο σοφός απ’ αυτό.
Γιατί εκείνο, χωρίς να ‘χει χωράφι,
και χωρίς να το αναγκάζει κανείς,
και χωρίς να παίρνει διαταγές από αφεντικό,
ετοιμάζει απ’ το θέρος την τροφή του
και κάνει μεγάλη αποθήκευση
τον καιρό του θερισμού
. (6:6-8 κ.ε., μετάφραση Γ. Βερίτη)

Εδώ, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο Σολομών υπήρξε βαθύς παρατηρητής της φύσης και «μίλησε για τετράποδα και για πτηνά και για ερπετά και για ψάρια» [Α' Βασιλέων (Γ') 4:32-33]. Ένας τέτοιος σοφός έχει να συμβουλέψει πολλά, για την εκδήλωση σεβασμού στους γονείς και τους μεγαλύτερους: «Γιε μου, φύλαγε την εντολή του πατέρα σου και μην απορρίψεις τον νόμο της μητέρας σου» (6:20) γιατί «Σοφός γιος ευφραίνει πατέρα, αλλά άφρονας γιος είναι λύπη της μητέρας του» (10:1 και 17:25). Ο Παροιμιαστής Αγούρ προχωρεί ακόμα περισσότερο προδικάζοντας την καταστροφή του ανυπάκουου ατίθασου παιδιού: «Το μάτι που κοροϊδεύει τον πατέρα και περιφρονεί τη μάνα, τα κοράκια στα φαράγγια θα το ξεριζώσουν και τα αετόπουλα θα το κατασπαράξουν» (30:17, 24:52, Ο'). Για να μη φθάσουν τα πράγματα στο απροχώρητο ο σοφός Παροιμιαστής συμβουλεύει «Να διαπαιδαγωγείς τον γιο σου όσο υπάρχει ελπίδα» (19:18), γιατί «αυτός που λυπάται τη ράβδο του, μισεί τον γιο του. Αλλά αυτός που τον αγαπάει, τον διαπαιδαγωγεί στην κατάλληλη ώρα» (13:24).
Μια ανθρωπιστική ηθική καταλαμβάνει και διαποτίζει όλο το corpus της συλλογής. Οι ηθικές παραινέσεις του έργου ανέρχονται στο ύψος της χριστιανικής ηθικής διδαχής:

«Ο φόβος του Κυρίου είναι να μισεί κανείς το κακό» (8:13),
«Ο Κύριος αντιτάσσεται στους υπερήφανους, στους ταπεινούς, όμως, δίνει χάρη» (3:34)
«
Αυτά τα έξι μισεί ο Κύριος, τα επτά μάλιστα τα βδελύσσεται η ψυχή του.
Μάτια υπερήφανα, γλώσσα αναληθή και χέρια που χύνουν αίμα αθώο,
καρδιά που μηχανεύεται κακούς λογισμούς, πόδια που τρέχουν γρήγορα
στο να κακοποιούν, ψευδομάρτυρα που λέει ψέματα κι εκείνον που βάζει
φιλονικίες ανάμεσα σε αδελφούς
» (Παροιμίες 6:16-19)

Επίσης διαβάζουμε: «Μη μάχεσαι κάποιον χωρίς αιτία, αν δεν σου έκανε κακό» (3:30) και «Μη πεις: Όπως έκανε σε μένα, έτσι θα κάνω σ’ αυτόν. Θα αποδώσω στον άνθρωπο σύμφωνα με το έργο του» (24:29), αλλά, «αν πεινάει ο εχθρός σου, δώσ’ του ψωμί να φάει, και αν διψάει, πότισέ τον νερό», διότι έτσι «θα επισωρεύσεις κάρβουνα φωτιάς επάνω στο κεφάλι του». Τα λόγια αυτά επαναλαμβάνει αργότερα ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του (παράβαλε Παροιμίες 25:21 με Ρωμαίους 12:20, καθώς επίσης Εβραίους 12:5 με Παροιμίες 3:11-12). Και ο απόστολος Πέτρος, μιλώντας για την προς αλλήλους ένθερμη αγάπη, τονίζει «η αγάπη θα καλύψει πλήθος αμαρτιών» (Α' Πέτρου 4:8), παραθέτοντας ad hoc από τις Παροιμίες 10:12.
Κοντολογίς, για κάθε ζήτημα που μπορεί να απασχολεί τον αναγνώστη, για το άτομό του, για τις σχέσεις του με τους οικείους του, τους γονείς, τους φίλους του, το ή τη σύζυγο, το κοινωνικό σύνολο και περιβάλλον, τον Θεό, τους κυβερνώντες, ο γνωμικός λόγος των Παροιμιών κάτι έχουν να πουν, κάτι να συμβουλεύσουν, κάτι το σωστό να νουθετήσουν. Προτρέπουν κυρίως στη δικαιοσύνη, τη φιλοπονία, την εγκράτεια, την υπομονή, τη μακροθυμία, το σεβασμό στους γονείς και τους γέροντες, την ευσέβεια προς το θείο.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, με τις Παροιμίες ο «συγγραφέας τους» δε θίγει θεολογικά θέματα ή προβλήματα. Οι Παροιμίες δεν αναφέρονται σε προφητικά, σωτηριολογικά ή εσχατολογικά θέματα ούτε σε μεγάλα εθνικά ιστορικά γεγονότα, όπως γίνεται σ’ άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η συλλογή έχει χαρακτήρα «ηθικού εγχειριδίου» που αν και αποτελείται από διάφορα τμήματα, διαυλακώνεται από τις ίδιες θρησκευτικές και ηθικές αρχές και χρησιμεύει κυρίως σε νέους ανθρώπους (συχνά επαναλαμβάνεται η φράση «Υιέ μου»). Γίνεται μια ανάλυση και μια κρίση της ζωής - βασικά της αρχαίας εβραϊκής κοινωνίας - με τους κανόνες μιας ηθικής, που βασίζεται στη λογική και στη μακρόχρονη εμπειρία. Ύψιστο αγαθό (summum bonum) είναι η απόκτηση σοφίας μέσω της παιδείας. Τα δώρα της είναι η ηθική ζωή, η μακροημέρευση αλλά και η υλική ευημερία συγχρόνως. Η σοφία όμως στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά η γνώση των αρχών του «ορθώς ζην», όπως τις καθόρισε από αιώνες ο Θεός (παράβαλε κυρίως Παροιμίες κεφάλαιο 8). Στις Παροιμίες τα διδάγματα δεν παρέχονται με τη γνωστή φράση των προφητών «Τάδε λέγει Κύριος», αλλά παρουσιάζονται ως συμπεράσματα που βγήκαν από την πείρα κάποιου ευσεβή ανθρώπου που απέκτησε μεγάλη εμπειρία στη ζωή και διαπίστωσε την ωφελιμότητα και ορθότητα της εφαρμογής των θείων εντολών. Σ’ αυτές υποδεικνύεται η εφαρμογή των προφητικών αληθειών στην ατομική ζωή με το φως της εμπειρίας (H. Robinson) για προσωπικό όφελος και όχι για την ευτυχία των άλλων.

Από φιλολογική άποψη, στις Παροιμίες, ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζει το φαινόμενο του παραλληλισμού των μελών που είναι πυκνοί. Στην εβραϊκή ποίηση, όπως έδειξε πρώτος ο Robert Lowth στην κλασική μελέτη του Draelectiones de sacra poesi Hebraeorum (Oxford 1753) δεν υπάρχει μέτρο, με την έννοια που υπάρχει στην αρχαία ελληνική ποίηση και τους νεότερους ευρωπαϊκούς λαούς (προσωδιακός ρυθμός - τονική ρυθμοποιία), αλλά ο ποιητικός λόγος λειτουργεί συνήθως με τον παραλληλισμό των μελών ή των κώλων (parallelismus membrorum). Σ’ αυτά ή ο δεύτερος στίχος (κώλον) περιέχει το ίδιο νόημα με τον πρώτο, και τότε έχουμε συνωνυμικό παραλληλισμό, π.χ. «ο σοφός ακούγοντας θα γίνει σοφότερος, και ο νοήμονας θα αποκτήσει επιστήμη διακυβέρνησης» (1:5), ή έχει αντίθετη έννοια με το πρώτο, οπότε έχουμε αντιθετικό παραλληλισμό: π.χ. «ο απλός πιστεύει σε κάθε λόγο, ενώ ο φρόνιμος προσέχει στα βήματά του» (14:15), ή προστίθεται μια εντελώς νέα σκέψη σε σχέση με το πρώτο και τότε έχουμε συνθετικό παραλληλισμό, π.χ. «Μη καυχάσαι στην αυριανή ημέρα, επειδή, δεν ξέρεις τι θα γεννήσει η ημέρα» (27:1). Η άποψη του «παραλληλισμού των μελών» έχει επικρατήσει γενικά, αν και έχει υποστεί την κριτική και την αναθεώρηση από νεότερους ειδικούς και ιδιαίτερα από τον J. Kugel.
[10] Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του συνθετικού παραλληλισμού είναι αυτή που έχει τη μορφή «καλύτερα... παρά», όπως π.χ. στο χωρίο 25:24:

«Καλύτερα να κατοικεί κάποιος σε μια γωνιά δωματίου,
παρά σε ένα ευρύχωρο σπίτι με μια φιλόνικη γυναίκα
.» (παράβαλε 15:16, 19:1)

Άλλη μορφή συνθετικού παραλληλισμού είναι αυτή που χρησιμοποιεί τον τύπο «πολύ περισσότερο», π.χ. στο χωρίο 21:27:

«Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα,
Πολύ περισσότερο όταν τη φέρνουν μπροστά με πονηρία

(παράβαλε και 11:31, 17:7)

Ας δούμε με συντομία τη φιλολογική μορφή των διαφόρων τμημάτων των συλλογών. Το πρώτο της συλλογής (1:7-9:18) είναι ένα ενιαίο κομμάτι με άφθονα λυρικά στοιχεία και ενιαίο λόγο, στο οποίο πλεονάζουν οι συνθετικοί παραλληλισμοί. Σ’ αυτό εξυμνείται η «σοφία» με τα καλά αποτελέσματα της χρήσης της εμβίωσής της.
Παραθέτουμε εδώ δύο απ’ τα ωραιότερα κομμάτια αυτού του τμήματος, απ’ τη γνωστή μετάφραση του Κ. Φριλίγγου (Κοέλεθ, τόμος Β', σελίδες 66-67, 72-73):

Μην ξεχνάς, γιε μου, τις νουθεσίες μου
και τις συμβουλές μου ας τις φυλάει η καρδιά σου.
Γιατί μάκρος μερών και ζωή πολύχρονη
κι ευτυχισμένη θα σου προσθέσουν.
Η καλοσύνη κι η αλήθεια ας μη σε παρατήσουν.
Περίδεσέ τες στο λαιμό σου ολοτρόγυρα.
Χάραξέ τες στης καρδιάς σου την πλάκα.
Και θα βρεις χάρη και συμπάθεια στα μάτια του Θεού και των ανθρώπων.
Θαρρέψου στον Κύριο απ’ όλη την καρδιά σου
και στη δική σου τη φρόνηση μη βασίζεσαι.
Σ’ όλους τους δρόμους σου αυτόν αναγνώριζε
κι αυτός θα ισιώσει τις στράτες σου.
Μη φαντάζεσαι τον εαυτό σου σοφό.
Φοβού τον Κύριο και ξέφευγε από το κακό.
Γιατρειά στο κορμί σου αυτό θάναι και στα κόκαλά σου αναγαλλίαση.
Εγώ η σοφία, με τη φρόνηση μαζί κατοικώ.
Και στη συνετή τη σκέψη εγώ ‘μια που δίνω το νόημα.
Φόβος Κυρίου θα πει: Να μισείς το κακό,
Έπαρση, αλαζονεία, δρόμο πονηρό.
Το διαστρεμμένο το στόμα εγώ το μισώ.
Δική μου είναι η στέρεη σκέψη.
Εγώ ‘μια η φρόνηση. Δική μου είναι η δύναμη.
Οι βασιλιάδες μ’ εμέ βασιλεύουν
και κανονίζουν το δίκαιο οι αρχόντοι.
Μ’ εμέ κυβερνούν κυβερνήτες
κι όλοι της γης οι μεγάλοι κριτές.
Όσους με αγαπούν εγώ αγαπώ.
Κι όσοι με αναζητούν θα με βρουν.
Πλούτος και δόξα σιμά μου. Στέρεο βιος και δικαιοσύνη.
Κι απ’ το χρυσάφι οι καρποί μου καλύτεροι
κι απ’ το καθάριο το μάλαμα.
Ό,τι εγώ δίνω, πιότερο αξίζει κι απ’ τ’ ολοκάθαρο ασήμι.
Στης δικαιοσύνης το δρόμο βαδίζω.
Περπατώ στης ισάδας τις στράτες.
Για να κάνω όσους με αγαπούν να κληρονομήσουν αγαθά
και να γεμίσω τους θησαυρούς τους.


Το πρώτο αυτό μέρος της συλλογής είναι αναμφίβολα ένα αναπόσπαστο μέρος του Παροιμιακού έργου του Σολομώντα, παρόλο που έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις και αμφιβολίες γι’ αυτό - και από τους ελευθερόφρονες κριτικούς γενικά (R. Pfeiffer, G. Von Rad, Dietrich Preuss κ.α.)-, λόγω δε της ανεπτυγμένης φρασεολογίας, σοφιολογίας και της προσωποποίησης και υποστασιοποίησης της σοφίας, θεωρείται σαν μεταγενέστερο μεταιχμαλωσιακό τμήμα που ανάγεται στον 5ο ή 4ο π.Χ. αιώνα. Αλλά, όπως κατέδειξε ο μεγάλος Ανατολιστής W.F. Albright, με βάση άλλα φιλολογικά παράλληλα της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και κυρίως της ουγγαριτικής (χανανιτικής) φιλολογίας ή φρασεολογίας, η δομή του κλπ. μπορούν άνετα να σημειώσουμε - γράφει ο αιγυπτιολόγος K. Kitchen-, ότι ο ισχυρισμός τον οποίο τόσο συχνά βρίσκουμε σε μελετήματα περί της Παλαιάς Διαθήκης, τάχα ότι οι Παροιμίες (κεφάλαια 1-9) μέχρι το κεφάλαιο 10 κ.ε. συντέθηκαν και προλογίσθηκαν μετά τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία (5ος αιώνας π.Χ. κ.ε.), έρχεται σε αντίθεση με όλες τις φιλολογικές μαρτυρίες, ολόκληρης της υπόλοιπης αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Και όπως φανερώνει το υλικό αυτό, ο πρόλογος όπως εκείνος των κεφαλαίων 1-9 είναι αναπόσπαστος από το όλο έργο (κεφάλαια 1-24).
[11]
Στο δεύτερο μέρος (Παροιμίες Σολομώντα 10:1-22:16) υπάρχουν 375 Παροιμίες, δηλαδή 375 στίχοι δίκωλοι, αποτελούμενοι από δύο κώλα ή μέρη, συνήθως σε αντιθετική έννοια (αντιθετικός παραλληλισμός), αλλά από τα κεφάλαια 15-22 κυριαρχεί κυρίως ο συνώνυμος παραλληλισμός. Οι Παροιμίες αυτές είναι γραμμένες σε απλό, αλλά εκλεκτό ύφος, χωρίς κάποιο σύστημα και συσχετισμό μεταξύ τους.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για το τέταρτο μέρος (κεφάλαια 25-29), όπου περιέχονται 128 Παροιμίες (Παιδείαι) του Σολομώντα «αι αδιάκριτοι» (Ο'), δηλαδή αυτές που δεν περιελήφθησαν σε αρχική συλλογή και που συνέλεξαν οι άνδρες του βασιλιά Εζεκία (7ος αιώνας π.Χ.). Είναι Παροιμίες ασυσχέτιστες μεταξύ τους, πάνω σε διάφορα θέματα, σε δίστιχα ή τρίστιχα και σπάνια τετράστιχα ή πεντάστιχα.
Η τμηματική συλλογή στα κεφάλαια 22:17-24:34 πιστεύεται γενικά από τους μελετητές ότι δεν έχει σολομώντεια προέλευση και χαρακτηρίζεται ως «λόγοι των σοφών» (παράβαλε 22:17 και 24:23), δηλαδή άλλων σοφών, που τις έγραψαν ή τις συνέλεξαν. Ωστόσο, η έκφραση «λόγοι των σοφών» δεν αποτελεί τίτλο σε μια νέα ενότητα, ή αυτοτελή συλλογή Παροιμιών, αλλά είναι μέρος ενός στίχου. Έτσι, δύσκολα, θα μπορούσε να αποτελέσει κριτήριο για χωριστή διαίρεση με βάση τη διαφορετική συγγραφική προέλευση (M.F. Unger). Σε κάθε περίπτωση, το τμήμα αυτό θεματολογικά δε διαφέρει από τα άλλα, και ενώ το ύφος και το περιεχόμενο πλησιάζει περισσότερο με το πρώτο τμήμα της συλλογής (κεφάλαια 1-9), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ομοιότητας που έχει με τις εξωβιβλικές Παροιμίες του Αιγύπτιου Amen-en-ope και του Αραμαίου Ahikar, για τις οποίες γίνεται λόγος παρακάτω.
Οι λόγοι του Αγούρ, γιου του Ιακαί (30:1-33) είναι μια άλλη συλλογή που προέρχεται από έναν άγνωστο σε μας σοφό Παροιμιαστή, πιθανόν αραβικής καταγωγής. Οι Παροιμίες από τους στίχους 10-33 είναι ταξινομημένες σε 9 ομάδες αριθμητικής μορφής που ακολουθούν τον εξής τύπο: Στον πρώτο στίχο δίνεται ένας αριθμός, π.χ. 3, και στον επόμενο στίχο ο μεγαλύτερος αριθμός (δηλαδή 4) και στη συνέχεια απαριθμούνται πρόσωπα, πράγματα ή ιδιότητες με τον τελευταίο αριθμό που δόθηκε στο δεύτερο στίχο. Η αριθμητική αυτή φόρμουλα είναι γνωστή και από άλλους συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης (Αμώς κεφάλαιο 1 και 2 και Μιχαίας 5:5), αλλά και στην ουγγαριτική φιλολογία. Αξιόλογες παρατηρήσεις γίνονται στη φύση και στη ζωή των ζώων, απ’ αυτόν τον Παροιμιαστή. Παρόλο που δεν ξέρουμε πότε έζησε ο Αγούρ, πιστεύεται από τους μελετητές ότι ο γνωμικός του λόγος είναι προ-αιχμαλωσιακής προέλευσης.
Οι λόγοι του Λεμουήλ, «υπό Θεού βασιλέως χρηματισμός» κατά τους Ο' (31:1-9), είναι μάλλον λόγοι της μητέρας του Λεμουήλ προς τον βασιλιά-γιο της, και αποτελούν μια πολλή μικρή συλλογή Παροιμιών. Ο Λεμουήλ σαν άτομο μας είναι άγνωστος. Η συλλογή με βάση τις γλωσσικές ενδείξεις πρέπει να έχει προ-αιχμαλωσιακή επίσης προέλευση.
Τελικά, θα πρέπει να σημειώσουμε το 31ο κεφάλαιο εδάφιο 10 κ.ε., το οποίο περιέχει ένα «σπάνιο ύμνο για την ενάρετη γυναίκα» γραμμένο σε 22 στίχους δίκωλους, συνωνυμικούς, σε μορφή ακροστιχίδας. Δηλαδή ο κάθε στίχος ξεκινάει μ’ ένα γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου, από το πρώτο aleph μέχρι το τελευταίο taw. Η αρχαία εβραϊκή φιλολογία έχει να μας δείξει κι άλλα δείγματα ακροστιχικής ποίησης (π.χ. Ψαλμοί 9:1, 119 κλπ., Θρήνοι 1-4), αλλά κατά γενική ομολογία τούτο είναι το καλύτερο δείγμα. Σύμφωνα με τους μελετητές, χρονικά, το υπέροχο αυτό ποίημα είναι το τελευταίο τμήμα της συλλογής των Παροιμιών και ίσως να συνετέθη και να προστέθηκε στη συλλογή κατά τους αιχμαλωσιακούς χρόνους (6ος π.Χ. αιώνας). Είναι ένας απ’ τους ανεκτίμητους πολύτιμους λίθους στη σοφιολογική φιλολογία. Το παραθέτουμε ολόκληρο απ’ την εκφραστική μετάφραση του Γ. Βερίτη:

Ποιος θα βρει ενάρετη γυναίκα;
Αυτή αξίζει πιο πολύ κι από διαμάντια και μπριλάντια.
Σ’ αυτήν ελπίζει η καρδιά του άνδρα της,
και ποτέ δε θα στερηθεί από άφθονα αγαθά.
Στον άνδρα της χαρίζει την ευτυχία
όλες τις ημέρες της ζωής της.
Προμηθεύει μαλλί και λινάρι
και τα εργάζεται με πρόθυμα χέρια.
Μοιάζει με πλοίο εμπορικό που έρχετ’ από μακριά
- έτσι μαζεύει κι αυτή πλούτο.
Και σηκώνεται απ’ τη νύχτα
και δίνει φαγητό στους ανθρώπους του σπιτιού
κι εργασία στις υπηρέτριες.
Σημαδεύει το καλό χωράφι και τα’ αγοράζει.
Με τους κόπους των χεριών της φυτεύει αμπέλι.
Ανασκουμπώνεται παλληκαρήσια
και δυναμώνει τα χέρια της για δουλειά.
Έχει καταλάβει πως είναι καλά να δουλεύει
και δε σβήνει όλη τη νύχτα το λυχνάρι της.
Απλώνει τα χέρια της στην ανέμη
και στις παλάμες της κρατάει το αδράχτι.
Ανοίγει τα χέρια της στους ζητιάνους
και δίνει καρπούς στον φτωχό.
Ο άνδρας της δεν ανησυχεί για το σπίτι του, σαν χιονίζει,
γιατί οι δικοί της είναι καλά ντυμένοι.
Διπλά πανωφόρια έκαμε για τον άνδρα της
κι από βύσσο και πορφύρα δικά της φορέματα.
Κι όλοι κυττάνε τον άνδρα της στις δημόσιες συγκεντρώσεις,
άμα παίρνει μέρος σε συνέδριο,
μαζί με τους άρχοντες του τόπου.
Φτιάχνει λεπτά-λεπτά σεντόνια και πουλά.
Δική της η δύναμη κι η αξιοπρέπεια,
κι έχει ευτυχισμένα γερατειά.
Μιλεί μόνο άμα πρέπει κι όσο πρέπει
κι έχει βάλει τάξη στη γλώσσα της.
Παρακολουθεί με προσοχή το σπίτι της
και ποτέ δεν τρώγει ψωμί τεμπελιάς.
Σηκώνονται το παιδιά της και την καλοτυχίζουν,
σηκώνεται κι ο άνδρας της και την παινεύει.
- Πολλές γυναίκες αποκτήσανε πλούτο,
πολλές αποκτήσανε δύναμη,
μα εσύ τις πέρασες όλες.
Μάταια πράγματα η φιλαρέσκεια κι η καλλονή.
Στη γυναίκα τη φρόνιμη που φοβάται τον Θεό,
σ’ αυτήν αξίζει κάθε παίνεμα.
Πλέξετέ της ύμνους με καλά λόγια,
και μαζί μ’ αυτήν ας εγκωμιάζεται κι ο άνδρας της
μέσα στην κοινωνία
. (29:10-31, Ο’)

Ο ύμνος αυτός κατά τον Γ. Βερίτη και άλλους μελετητές είναι μοναδικός μέσα σ’ ολόκληρη την προχριστιανική φιλολογία. Στην αρχαία Ελλάδα, βέβαια, υπήρχαν ποιητές και στοχαστές που μίλησαν εγκωμιαστικά για την ενάρετη γυναίκα, όπως ο Ησίοδος (ου μεν γαρ τι γυναικός ανήρ ληίζετ’ άμεινον της αγαθής) και ο Σιμεωνίδης (Γυναικός εσθλής ουδέν χρήμα άμεινον). Ωστόσο, «κανένα άλλο βιβλίο ούτε πριν ούτε ύστερα από τις Παροιμίες, δεν ύμνησε στην αρχαιότητα τόσο πολύ τη γυναίκα και δεν αναγνώρισε τόση δύναμη και τόσο κύρος μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία».
[12]

Η αρχαία Αίγυπτος, η Μεσοποταμία και η Ανατολή γενικότερα έχουν να μας επιδείξουν 49 διάφορες συλλογές Παροιμιών, διδαχών και γνωμικού λόγου, που εκτείνονται από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την 3η χιλιετία π.Χ. Ο τύπος και η μορφή τους ομοιάζει μ’ αυτόν που παρουσιάζει το βιβλίο των Παροιμιών.
Το υλικό αυτό διδακτικής ποίησης που έχει συγκεντρωθεί από τους αρχαιολόγους και τους λόγιους επέτρεψε στους μελετητές να κάνουν μια ευρύτερη και ακριβέστερη θεώρηση του παροιμιακού λόγου, που αποθησαυρίστηκε στο βιβλίο των Παροιμιών της Παλαιάς Διαθήκης. Για τη μελέτη της αρχαίας βαβυλωνιακής σοφίας που διαφυλάχτηκε διάσπαρτη - γραμμένη σε δεκάδες πινακίδες και λίθους-, κλασική παραμένει η εργασία του W.G. Lambert, Babylonian Wisdom Literature (Oxford 1960). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο γνωμικός λόγος του Σουμέριου Σουρρουπάκ (Surrupak) (3η π.Χ. χιλιετία) και ακόμα περισσότερο του Ahikar (χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.) στην αραμαϊκή γλώσσα (το υλικό του υπαινίσσεται μια προγενέστερη ασσυρο-βαβυλωνιακή προέλευση). Ο Ahikar..., εμφανίζει σε μερικά σημεία κάποια ομοιότητα με τον παροιμιακό λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαίτερα στα κεφάλαια κγ' και κε'.
Η ανακάλυψη και η έρευνα εκατοντάδων πινακίδων από την αρχαία Ουγκαρίτ της Φοινίκης, που ανακαλύφθηκαν από το 1929 και μετά από τους Γάλλους C.F. Schaeffer και G. Chenet, κατέδειξε ότι η μετρική μορφή του παραλληλισμού που υπάρχει στις Παροιμίες βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τον ποιητικό ρυθμό της ουγγαριτικής επικής φιλολογίας (έπος του Βαάλ κ.α.). Η αριθμητική φόρμουλα Χ, Χ+1 που εμφανίζεται στις Παροιμίες 6:16-19 εμφανίζεται και σε χανανιτικά ουγκαριτικά κείμενα που χρονολογούνται από τον 14ο π.Χ. αιώνα και μετά.
Από την αρχαία Αίγυπτο στη 2η χιλιετία, έχουμε αξιόλογο σοφιολογικό υλικό, όπως του βασιλιά Meri-ka-re, του βεζίρη Pta-hotep, του βασιλιά Amen-em-het, τη διδαχή του Ani κ.α. Οι συλλογές αυτές είναι γνωστές ως διδαχές (instructions) και απευθύνονται από τους συγγραφείς τους σε νεώτερα άτομα που τα αποκαλούν «Υιέ μου», όπως γίνεται και στις εβραϊκές Παροιμίες.
Στενές ομοιότητες έχουν επισημανθεί ανάμεσα στις Παροιμίες 22:17-24:22, και στο γνωμικό λόγο του Αιγύπτιου Amen-en-ope (Αμένοφι), που έγραψε μια διδαχή για το γιο του συμβουλεύοντάς τον να δείχνει σεβασμό στους ηλικιωμένους και εκτίμηση στους ανθρώπους. Η διδαχή του Amen-en-ope, υιού του Kanakht, παρουσιάζει επίσης περισσότερο ενδιαφέρον, γιατί διακρίνεται από τις άλλες αιγυπτιακές διδασκαλίες, για τη μικρότερη υλιστική άποψη της ζωής και για την έλλειψη περιαυτολογίας.
[13]
Αυτό το γεγονός της ομοιότητας οδήγησε πρωτοπόρους μελετητές, όπως τον Humbert, τον Ehrman κ.α., να συμπεράνουν την εξάρτηση του γνωμικού λόγου του Εβραίου Παροιμιαστή από τον Αιγύπτιο, λόγω της αρχαιότητας γενικά της αιγυπτιακής φιλολογίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα για τη διαμόρφωση της γνώμης αυτής έπαιξε το ότι ο Α. Ehrman υπέθεσε ότι στο χωρίο Παροιμίες 22:20 υπάρχει παραφθορά των λέξεων («πολλάκις δια συμβουλών») που θα έπρεπε να μεταφραστεί ως «τριάντα λόγοι». Και τούτο για να συμφωνεί με τα τριάντα κεφάλαια της διδαχής του Amen-en-ope. Η ερμηνεία όμως αυτή αποδείχτηκε αργότερα λανθασμένη και έχει εγκαταλειφθεί από τους νεώτερους μελετητές.[14] Η θεωρία της επίδρασης του Αιγύπτιου Amen-en-ope στην εβραϊκή γνωμολογία έχει επικρατήσει ανάμεσα στους λόγιους, ενώ ο Αιγυπτιολόγος E. Drioton υπήρξε απ’ τους λίγους που, υποστηριζόμενος σε γραμματικούς και συντακτικούς λόγους, υποστήριξε το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, ο Amen-en-ope είναι βασισμένος σε αρχαία σημιτική πηγή, δοθέντος, μάλιστα, ότι οι ειδικοί δεν είναι σύμφωνοι για τη χρονολογία του γνωμικού του λόγου, που τον τοποθετούν ανάμεσα στο 100-600 π.Χ.
Ωστόσο, λεπτομερέστερη έρευνα κατέδειξε ότι η ομοιότητα αυτή είναι περιορισμένη και εκτείνεται μόνο στο 1/3 του παραπάνω τμήματος των Παροιμιών (έχουν εντοπιστεί περί τα 10 παράλληλα). Τούτο μπορεί να εξηγηθεί πολύ καλύτερα με την αναγνώριση ότι το υλικό των Παροιμιών είναι αρχαιότατο και ότι τόσο αυτό, όσο και ο Αμένοφις, μπορεί να στηρίζονται σε «κοινή σημαντική πηγή», εφόσον ανάγονται στο ίδιο φιλολογικό και πολιτιστικό περιβάλλον (K.A. Kitchen, A. Helmbold). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ακόμα, ότι, ίσως, ο Σολομών σαν σοφός και ερευνητής θα μπορούσε να έχει επιλέξει και χρησιμοποιήσει και άλλες παλαιότερες Παροιμίες ή γνωμικά που κυκλοφορούσαν στην εποχή του, ως αποδεδειγμένης πρακτικής αξίας και χρησιμότητας. Έτσι, δημιούργησε μια ανθολογία με σοφά αποφθέγματα, ξαναδουλεύοντας τα παλιά, με τη δική του προσωπική σμίλη, προσθέτοντας τις δικές του εκτεταμένες παρατηρήσεις, απόψεις και νουθεσίας. Ακόμα είναι γνωστό, ότι διανοητές που έζησαν σε διαφορετικά μέρη της γης και σε διαφορετικές περιόδους χωρίς καμιά επαφή μεταξύ τους σε κοινά θέματα, έχουν κατά καιρούς εκφραστεί με όμοιο τρόπο και έχουν διατυπώσει γνώμες που έχουν εξαιρετική ομοιότητα. Η ομοιότητα δε σημαίνει κατ’ ανάγκη και επίδραση, γι’ αυτό και νεότεροι μελετητές (K.A. Kitchen, D.A. Hubbard, R. Harrison) έχουν καταλήξει ότι δεν υπάρχει κάποια «ειδική σχέση» μεταξύ Αμένοφι και Παροιμιών.
Η μελέτη όμως και η σύγκριση του εξωβιβλικού γνωμικού υλικού με τις παλαιοδιαθηκικές παροιμίες οδήγησε τους μελετητές να καταλήξουν σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, μερικά απ’ τα οποία είναι τα εξής:
1. Κατ’ αρχάς διαπιστώθηκε ότι η βιβλική σοφιολογική γραμματεία δεν είναι μια απομονωμένη φιλολογία ή φαινόμενο διδακτικής ποίησης, αλλά μέρος μιας πλατιάς πολιτισμικής κληρονομιάς του αρχαίου κόσμου με κοινή καταγωγή.
2. Οι ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ της σοφίας του αρχαίου ανατολικού κόσμου και της βιβλικής γνωμικής ποίησης μαρτυρούν για την αρχαιότητα της τελευταίας, γιατί αν οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες είχαν γνωμικό λόγο που ανάγεται στη 2η π.Χ. χιλιετία και πιο μπροστά, δεν υπάρχει λόγος ν’ αρνηθούμε ότι το ίδιο συνέβαινε και με τους Εβραίους. Η ομοιότητα ανατρέπει τον ισχυρισμό της αρνητικής κριτικής περί μεταγενέστερης τάχα εμφάνισης και ανάπτυξης της γνωμικής ισραηλιτικής ποίησης.
3. Παρά τις ομοιότητες στη μορφή και στο περιεχόμενο που μπορούν να επισημανθούν και να υποδειχθούν ανάμεσα στο εξωβιβλικό σοφιολογικό υλικό και στη βιβλική γνωμική ποίηση, υπάρχουν και σημαντικές διαφορές. Τα κείμενα της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, κλπ. είναι ανάμεικτης ηθικής και καλλιεργούν την καιροσκοπία - φαινόμενο που παρατηρείται άλλωστε και στα άλλα γειτονικά έθνη. Όπως ήδη διαπιστώσαμε, αρκετά γνωμικά μοιάζουν με τις Παροιμίες και αποφθέγματα άλλων σοφών, και «παράλληλα» σε μερικές περιπτώσεις υπάρχουν και με το γνωμικό λόγο της Άπω Ανατολής και ιδίως του Λάο Τσε στο «Ταό Τε Κινγκ» (βιβλίο του λόγου και της φύσης). Αλλά το σύνολο της ηθικής διδαχής και σοφίας της Άπω Ανατολής οδηγεί μάλλον στην αταραξία και απάθεια.
[15] Αντίθετα, στις παλαιοδιαθηκικές παροιμίες έμφαση δίνεται στη «θεία σοφία» ως οδό ζωής και στη θετική συμπεριφορά (εκδήλωση ευσέβειας, αγάπης, εργατικότητας κλπ.), για επίτευξη ευημερίας, ειρήνης, και δικαιοσύνης. Η ηθική διδαχή είναι ακτιβιστική και όπως ήδη σημειώσαμε πολύ υψηλής στάθμης, που εμπεριέχει χριστιανικές αρχές. Όλο το έργο έχει θρησκευτικό-παιδαγωγικό χαρακτήρα. Στη διδαχή του Amen -en-ope μπορεί να βρούμε την παραίνεση «μη θλίβεις τον πτωχό και τον δυστυχή» (Amen., κεφάλαιο 2), αλλά δε θα βρούμε τη βιβλική αιτιολογία «Επειδή ο Κύριος θα εκδικάσει τη δίκη τους» (22:23). Όσο κι αν ψάξουμε δε θα βρούμε παράλληλο της παραίνεσης «το όνομα του Κυρίου είναι πύργος οχυρωμένος, ο δίκαιος καταφεύγοντας σ’ αυτόν, είναι σε ασφάλεια» (18:10), ή «ο φόβος του Κυρίου είναι πηγή ζωής, που απομακρύνει από παγίδες θανάτου» (14:27). Ο Θεός βρίσκεται στην αρχή και στο τέλος σχεδόν κάθε παροιμιακής σκέψης, πράγμα βέβαια που απουσιάζει, ή εμφανίζεται ελάχιστα σε εξωβιβλικές διδαχές.

Ας εξετάσουμε τώρα για λίγο τη λογοτεχνική αξία της συλλογής.
Η φιλολογική αξία του όλου έργου είναι μεγάλη. Είναι βιβλίο αξιοσπούδαστο, γεμάτο με ζωηρά σχήματα λόγου, με αντιθέσεις, παρομοιώσεις, αλληγορίες, υπερβολές, ειρωνείες και μεταφορές. Οι εικόνες του ποιητικού λόγου είναι λαμπρότατες. Από τη μελέτη του έργου αναδύονται στα μάτια του αναγνώστη «ρέοντα ύδατα και άβυσσοι υδάτων», «υετοί και δρόσοι», «βους επί σφαγήν» και «έλαφος πεπληγώς το ήπαρ», όφις που σύρεται αθόρυβα στην πέτρα και το πλοίο που ποντοπορεί χωρίς να αφήνει ίχνη, οδοί ευθείες και οδοί σκολιές. Ο μελετητής βλέπει τη σοφία να κραυγάζει στις πλατείες και να λατομεί τους επτά στύλους της. Οραματίζεται σκέλη χωλού να κρέμονται ανωφελή, αγκάθι να ωθείται στα χέρια του μέθυσου, δίχτυ απλωμένο στα πόδια του κολακευμένου, άνθρωπο κινούμενο πάνω στην κορυφή καταρτιού, σίδερο ν’ ακονίζει το σίδερο κοκ.
Βέβαια, είναι αλήθεια, ότι η γνωμική ποίηση των Παροιμιών δεν μπορεί να συναγωνιστεί το ύψος της λυρικής ποίησης των Ψαλμών, γιατί - εκτός από τα λίγα λυρικά κομμάτια - δεν υπάρχει σ’ αυτές ο υψηλός και αυθόρμητος συγκινησιακός κραδασμός που δονεί τους στίχους των Ψαλμών, λόγω της φύσης του γνωμικού λόγου, στον οποίο τα σκήπτρα κατέχει η διάνοια. Ωστόσο, το ύφος των Παροιμιών είναι γεμάτο αρμονία και ωραιότητα, και διακρίνεται για την πυκνότητα και μουσικότητα του λόγου. Όπως διαπιστώσαμε, ο Παροιμιαστής ξεκινά από απλά παραδείγματα και φθάνει στους υψηλότερους φιλοσοφικούς στοχασμούς με μια ποίηση μεστή νοημάτων. Πολλά δίστιχα και τρίστιχα - αλλά και απλοί στίχοι, αφού μόνοι τους αποτελούν πλήρη ποιητική μονάδα με πλήρες νόημα - έχουν τέτοια αυστηρή λακωνικότητα και είναι τόσο απέριττα διατυπωμένα, που αν κανείς προσθέσει έστω και μια μόνο λέξη, αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα ο στίχος να χαλαρώσει και να καταστραφεί η κομψή επιγραμματική διατύπωση. Η επιγραμματικότητα και η λακωνικότητα αυτών των γνωμικών φέρνει στο νου την ωραιότατη ποίηση των γιαπωνέζικων Χάι-Κάι, χωρίς βέβαια να υπάρχει σ’ αυτά η αυστηρή αναλογία των 5-7-5 συλλαβών - που παρουσιάζεται στα τρίστιχα της ποίησης των Χάι-Κάι.

Η επίδραση του έργου υπήρξε απ’ τα αρχαία χρόνια μεγάλη. Ήδη ο Σειραχίδης από το 2ο π.Χ. αιώνα δέχεται την επίδραση του έργου και πλέκει το εγκώμιο για τον Σολομώντα, τον πρώτο διδάξαντα τη σοφία «εν ωδαίς και παροιμίαις και παραβολαίς και εν ερμηνείαις απεθαύμασάν σε χώραι» (Σοφία Σειράχ μζ' 14-17). Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης κάνουν στις επιστολές τους ευρεία χρήση του παροιμιακού λόγου, αφού υπάρχουν στα γραπτά τους συνολικά γύρω στις 14 παραθέσεις και περίπου 20 αναφορές. Οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς αποκάλεσαν το βιβλίο των Παροιμιών ως «πανάρετον Σοφίαν» και «Παιδαγωγική Σοφία». Ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει τη συλλογή βιβλίο που «υπισχνείται της αληθούς δικαιοσύνης την γνώσιν» και κάθε Παροιμία «λόγον προτρεπτικόν χρησιμεύοντα εις πάσαν του βίου οδόν».
Στα πρόσφατα χρόνια, αναφερόμενος στην αξία της συλλογής, ο κορυφαίος Αμερικανός σημιτολόγος και βιβλικός λόγιος Ουίλλιαμ Αλμπράιτ (W.F. Albright) έγραψε ότι το έργο «ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί σε πρακτική σοφία»
[16] και ο Ουίλλιαμ Φελπς (W. Phelps) ότι, «έχει περισσότερη επικαιρότητα παρά η καθημερινή εφημερίδα».[17]
Πράγματι οι «Παροιμίες» παρόλο που γράφτηκαν πριν από 3.000 περίπου χρόνια από τον Σολομώντα και άλλους αρχαίους Εβραίους διανοητές, όχι μόνο άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, αλλά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι επειδή εμπεριέχουν πανανθρώπινες αλήθειες και ανθρωπιστική ηθική, διατυπωμένες μ’ έναν απλό, απέριττο, πυκνό και σαφή τρόπο, θα εξακολουθούν να γοητεύουν τις καρδιές και να θρέφουν τις διάνοιες των αναγνωστών που θα ήθελαν να εντρυφήσουν σ’ αυτές.Αξίζει τον κόπο να μελετήσει κανείς το έργο προσεχτικά και να αναζητήσει την αποταμιευμένη «σοφία» του, ως «κρυμμένο θησαυρό». Γιατί ο γνωμικός λόγος των Παροιμιών είναι στην κυριολεξία «λόγος λαληθείς πρεπόντως», που μοιάζει με «μήλα χρυσά σε ασημένια ποικίλματα» (25:11).

από το βιβλίο «Φως εξ ανατολής»
του Δημήτρη Τσινικόπουλου
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Υποσημειώσεις:
[1] Η αντίστοιχη ελληνική λέξη (Παροιμία) προέρχεται από τις λέξεις παρά+οίμος και σημαίνει παράλληλος δρόμος ή (νοηματική) σύγκριση. Για την έννοια του maschal στην Παλαιά Διαθήκη, βλέπε ιδιαίτερα O. Eissfeldt, Der Maschal im Alten Testament (Giessen 1913).
[2] M.F. Unger, Introductory Guide to the Old Testament (1956), σελίδα 374.
[3] W. Baumgartner, Wisdom Literature, στο έργο του H.H. Rowley, The Old Testament and modern study (1951), σελίδα 213. Επίσης K.A. Kitchen, Η Βίβλος και ο αρχαίος κόσμος (εκδόσεις Πέργαμος, Αθήνα 1986), σελίδες 153-155.
[4] W.G. Heidt, Proverbs, Book of, λήμμα στη New Catholic Encyclopedia (1967). Για τη σοφιολογική κίνηση και τη σοφιολογική γραμματεία εν γένει του αρχαίου Ισραήλ, βλέπε G. Von Rad, Weisheit in Israel (1982), P. Skehan, Studies in Israelite Poetry and Wisdom (1971) και το νεότατο έργο του Horst D. Preuss, Einführung in die alttestamentliche Weisheitsliteratur (Ürban-Taschenbücher 1987).
[5] Τα τρία τελευταία τμήματα της συλλογής έχουν διαφορετικές θέσεις στη μετάφραση των Ο' απ’ αυτές που έχουν μασωρητικό εβραϊκό κείμενο. Αυτό ίσως επιμαρτυρεί, ότι αρχικά ήταν χωριστές συλλογές και τοποθετήθηκαν σχετικά αργότερα από τις πρώτες σολομώντειες συλλογές (J. Paterson). Παράβαλε και Η. Οικονόμου, Παροιμίαι Σολομώντος, στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (εκδόσεις Α. Μαρτίνου) τόμος 10ος, σελίδα 86.
[6] Αυτή η παροιμία μας θυμίζει τη γνωστή ελληνική «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».
[7] «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια», λέει και ο θυμόσοφος λαός.
[8] «Προπέτεια πολλοίς εστίν αιτία κακών», λέγει αρχαίο ελληνικό ρητό.
[9] Μια παροιμία που υπάρχει και στο στόμα του ελληνικού λαού: «Εκεί που πολυαγαπάς να μην πολυπηγαίνεις, μη λάχει και σε βαρεθούν κι απέκει τι θα γένεις;»
[10] J. Kugel, The Idea of Biblical poetry Parallelism ahd Its History (1981), παράβαλε και S.A. Geller, Parallelism in Early Biblical Poetry (1979).
[11] K.A. Kitchen, Η Βίβλος και ο αρχαίος κόσμος, σελίδα 155. Ο Αιγύπτιος θεός Ptah, π.χ., εμφανίζεται να δημιουργεί με το λόγο και τη σκέψη του. Ο Ελ των Φοινίκων παρουσιάζεται ως εκείνος που η «σοφία του είναι αιώνια».
[12] Γ. Βερίτη, Παροιμίαι (Άπαντα Πεζά), Αθήνα 1958, τόμος 11, σελίδα 36. Ο Βερίτης σωστά σημειώνει ότι στον ύμνο αυτό η γυναίκα εμφανίζεται να έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα γιατί «παρατηρεί καλό χωράφι και τ’ αγοράζει» χωρίς τη συναίνεση του συζύγου της, γεγονός άγνωστο στην αρχαιότητα. Ο Horst Dietrich Preuss από τον στίχο αυτόν επισημαίνει τη σημασία της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στον αρχαίο Ισραήλ. Αξιοσημείωτο όμως είναι και το τι παραλείπει αυτός ο ύμνος. Όπως σημειώνει ο C.H. Toy, A Critical and exegetical commentary on the Book of Proverbs (Edinburgh 1904), σελίδα 542: «Δεν γίνεται λόγος για τα πνευματικά και θρησκευτικά ενδιαφέροντα ή επιδιώξεις της γυναίκας. Κι ο σύζυγος δε μετέχει στη διοίκηση του σπιτιού, ο οποίος έχει περισσότερο δημόσια ενδιαφέροντα» (στίχος 23).
[13] Η διδαχή του Amen-en-ope διαφυλάχτηκε σε ιερατικό κείμενο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο (Πάπυρος 1074) - ένα κομμάτι του μόνο, σε μια ενεπίγραφη πινακίδα στο Τουρίνο. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1922 από τον Sir E. Wallis Budge. Η καλύτερη τελευταία μετάφρασή του, από τον Αιγυπτιολόγο J.A. Wilson, στη μνημειώδη συλλογιστική εργασία του J.Pritchard, Ancient Near Eastern Texts Relating on the Old Testament (1969), σελίδες 421-424.
[14] R.K. Harrison, Introduction to the Old Testament (1969), σελίδα 1015. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η απόδοση του επίμαχου αυτού χωρίου από τη μετάφραση των Ο': «Και σε δε απόγραψαι αυτά σε αυτώ τρισσώς εις βουλήν και γνώσιν επί το πλάτος της καρδίας σου».
[15] Όποιος αγγίζει κάτι το χαλά. Όποιος κρατά κάτι το χάνει. Ο συνετός τίποτα δεν αγγίζει και τίποτα δεν χάνει. Γι’ αυτό λέει ο συνετός: Δεν κάνω τίποτα - διδάσκει ο Λάο Τσε.
[16] W.F. Albright, Archaeology and the Religion of Israel (1942), σελίδα 31.
[17] W. Phelps, A Treasury of the Christian Faith (1949), σελίδα 48.