21/11/09

Η σύγκρουση της Εκκλησίας με τη Συναγωγή - Β'

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ
Στη διάρκεια των πρώτων τριών αιώνων, ο ρόλος της Εκκλησίας στη διαμάχη πήρε τη μορφή της θεολογικής επίθεσης. Η αντίκρουση και η υποτίμηση του Ιουδαϊσμού έγινε βαθμιαία αναπόσπαστο κομμάτι της απολογητικής της· ανάμεσα στους απολογητές της, υπήρχαν σημεία αυξανόμενου μίσους, οι απαρχές μιας βέβαιης εβραιοφοβίας.
Η πρόκληση που έθετε ο Ιουδαϊσμός δεν είχε γίνει τελείως φανερή μέχρις ότου η Συναγωγή ανακτήσει τη ζωτικότητά της και την επιρροή της, μετά τις καταστροφές του 70 και του 135 μ.Χ. Ο λαός τον οποίον η Εκκλησία διατεινόταν ότι είχε αντικαταστήσει, συνέχιζε να υπάρχει, και το πιο σημαντικό, διεκδικούσε δικαιώματα στις ίδιες πηγές πίστης, βεβαιώνοντας ότι προηγούνταν και είχε τη διαδοχή της Π. Διαθήκης. Για τον παγανιστικό νου, που πάντα εντυπωσιαζόταν από την αρχαιότητα μίας θεωρίας, τα επιχειρήματα της Συναγωγής ήταν ισχυρά. Η απαίτηση της Εκκλησίας να γίνει αποδεκτή ως ένας τρίτος δρόμος, μέσα στην αυτοκρατορία, δεν ήταν κάτι εύκολο. Παγανιστές συγγραφείς όπως ο Θεόφιλος Αντιοχείας, και ο Πορφύριος, αγωνίζονταν για την υποστήριξη της παλαιότερης θρησκείας. Το θεολογικό τους έργο ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Η Εκκλησία, προσπαθώντας να χαράξει μία πορεία ανάμεσα στον Ιουδαιο-χριστιανισμό και στον αντιιουδαϊσμό του Μαρκίωνα και των Γνωστικών, έπρεπε να αποδείξει στους Εθνικούς - και στους Ιουδαίους - ότι ήταν ο αληθινός Ισραήλ, ότι ο Ιουδαϊσμός ήταν ένας σφετεριστής που αρνιόταν να παραιτηθεί από μία χαμένη βασιλεία - και όλα αυτά έπρεπε να αποδεικνύονται μέσα από ιουδαϊκές πηγές.[1] Για να βοηθηθούν οι χριστιανοί κήρυκες και απολογητές στο έργο τους, κυκλοφορούσαν οι Μαρτυρίες, Βιβλικά οπλοστάσια κατά του Ιουδαϊσμού μέσα από κείμενα της Π. Διαθήκης. Ανάμεσα στους Απολογητές και στους Ραβίνους προέκυψαν αναπόφευκτα ερμηνευτικές διαφωνίες. Οι δεύτεροι κατηγορούσαν τους πρώτους για ακρωτηριασμό του κειμένου των Εβδομήκοντα (της ελληνικής μετάφρασης της Π. Διαθήκης), και το αντικαθιστούσαν με μερικές νέες μεταφράσεις. Οι χριστιανοί απολογητές αντεπιτίθονταν με κατηγορίες για συρρίκνωση των κειμένων από τους Ιουδαίους.
Η αντιιουδαϊκή φιλολογία ήταν αρκετά ομοιόμορφη σε περιεχόμενο. Είτε σε μορφή διαλόγου είτε σε μορφή θεολογικής πραγματείας, όλα τα κείμενα επικεντρώνονταν στη μεσσιανικότητα του Ιησού, την κατάργηση του Νόμου, και το κάλεσμα της Εκκλησίας. Το περιεχόμενό τους μπορεί να συνοψιστεί: η Εκκλησία προηγείται του παλαιού Ισραήλ, πηγαίνοντας πίσω, στην πίστη του Αβραάμ, στη θυσία του Μελχισεδέκ, ακόμη και στην υπόσχεση που δόθηκε στον Αδάμ. Έτσι, η Εκκλησία είναι μία Εκκλησία των Εθνικών μη Εβραίων (ecclesia ex gentibus), ένας «νέος λαός» και συνάμα «αιώνιος Ισραήλ», της οποίας οι απαρχές συμπίπτουν με της ανθρωπότητας. «Η ανθρώπινη ψυχή είναι εκ φύσεως χριστιανική» και ο Χριστός είναι ο Λόγος ο οποίος «φωτίζει πάντα άνθρωπο ερχόμενο εις τον κόσμο» (Ιωάννης 1:9). Ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν μόνο για τους Ιουδαίους, στους οποίους δόθηκε το φορτίο του Νόμου εξαιτίας της αναξιότητάς τους. Οι Εντολές, λοιπόν, ήταν ένας ζυγός που επιβλήθηκε στον παλαιό Ισραήλ λόγω των αμαρτιών του. Δηλαδή, Εκκλησία και Ισραήλ είναι συνώνυμα. Οι Εβραίοι είναι ένα έθνος που αποστάτησε, παραιτήθηκε από τον ρόλο που τους είχε αναθέσει η θεϊκή πρόνοια να είναι ο εκλεκτός λαός.
Αυτή η διδασκαλία φυσικά εξαγρίωσε τους Εβραίους, αφού χτυπούσε κατευθείαν την καρδιά του Ιουδαϊσμού. Οι Απολογητές, από την πλευρά τους, θεωρώντας την ως τμήμα του μηνύματος του Ευαγγελίου, δεν μπορούσαν προφανώς να φανταστούν την κατεύθυνση την οποία έπαιρναν, απομακρυνόμενοι όλο και πιο πολύ από τη θεώρηση του Απόστολου Παύλου. Όλο και μειωνόταν η αγάπη των Χριστιανών προς τους Εβραίους, και το εδάφιο του Παύλου «είναι αγαπητοί χάριν των πατέρων τους» έχανε την ισχύ του μέσα στην Εκκλησία.
Η πιο σημαντική και πλήρης χριστιανική πραγματεία κατά του Ιουδαϊσμού του 2ου αιώνα, αλλά ίσως και όλων των αιώνων, ήταν του Ιουστίνου ο Διάλογος Τρύφωνος, ένα είδος προτύπου εβραιο-χριστιανικού διαλόγου που θα εμφανιζόταν συχνά στο μέλλον.[2] Ο Διάλογος είναι η καταγραφή ενός πραγματικού διαλόγου με κάποιο Ιουδαίο Τρύφωνα, που μερικοί υποθέτουν, μάλλον λανθασμένα, ότι ήταν ο διάσημος ραβί Ταρφόν. Ο Ιουστίνος ήταν πολύ εξοικειωμένος με τον Ιουδαϊσμό. Βασίζεται πολύ πάνω σε κείμενα της Π. Διαθήκης για να αποδείξει τη μεσσιανικότητα του Ιησού, αποδίδει στο Νόμο ένα προπαρασκευαστικό μόνο ρόλο, και παραπονείται κάπως έντονα για το ιουδαϊκό μίσος. Συνολικά το ύφος του Διαλόγου είναι ήπιο και υπάρχει «ένας υψηλός βαθμός αβρότητας και αμεροληψίας». Η συζήτηση τελειώνει καθώς ανανεώνουν τη φιλία τους και υπόσχονται να προσεύχονται ο ένας για τον άλλο.
Ο Ιουστίνος είναι ο πρώτος που κάνει λόγο για το δυσοίωνο θέμα των δεινών των Εβραίων ως συνέπεια της θεϊκής τιμωρίας για το θάνατο του Χριστού. Έχοντας τονίσει την εκδίωξη των Εβραίων από την Ιερουσαλήμ, την ερήμωση της χώρας τους και το κάψιμο των πόλεων τους, βεβαιώνει τον Τρύφωνα ότι «οι θλίψεις δίκαια επιβλήθηκαν πάνω σε εσάς, γιατί έχετε φονεύσει τον Δίκαιο». Ο απολογητής ξέχασε την προσευχή του Χριστού για συγχώρεση αυτών που τον καταδίκασαν, αλλά και τα κηρύγματα του Πέτρου και του Στέφανου, που αναφέρονται στη θανάτωση του Ιησού μέσα σε ένα πλαίσιο συγχώρεσης (Πράξεις 2:36-39, 7:60).
Η Επιστολή προς Διόγνητον, άγνωστου συγγραφέα, επιδοκιμάζει τον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, αλλά στιγματίζει τις θρησκευτικές του πρακτικέ ως «υποκρισία», «δείγμα ανοησίας» και «αφροσύνη». Οι Διαθήκες Δώδεκα Πατριαρχών μιλούν πιο ευγενικά και έχουν την ελπίδα της μεταστροφής του Ισραήλ. Οι Αναγνωρίσεις του Κλήμη και το απόκρυφο Πράξεις Φιλίππου, παρόμοια, δεν δείχνουν κάποια πικρία απέναντι στους Εβραίους. Όχι όμως και το Ευαγγέλιο Πέτρου, ένα ψευδεπίγραφο απόκρυφο του πρώτου μισού του 2ου αιώνα, όπου επικρατεί ένα εχθρικό πνεύμα. Ο Διάλογος Τιμοθέου Ακύλα[3] είναι αξιοσημείωτος για την πρωτοφανή του άποψη ότι το βιβλίο του Δευτερονομίου, που αφορά τις θυσίες και τα τελετουργικά του Ιουδαϊσμού, δεν είναι θεόπνευστο, αλλά γραμμένο από άνθρωπο και γι’ αυτό δεν τοποθετήθηκε στην κιβωτό της Διαθήκης. Ο άγνωστος συγγραφέας συζητάει για τον θάνατο του Ιησού στα χέρια των Εβραίων, αλλά δεν λέει τίποτα για θεϊκή τιμωρία.
Η πρώτη συστηματική προσπάθεια αντίκρουσης του Ιουδαϊσμού είναι το σύγγραμμα του Τερτυλλιανού Adversus Judaeos (Κατά Ιουδαίων). Λιγότερο εξοικειωμένος με τον Ιουδαϊσμό απ’ όσο ο Ιουστίνος, αλλά πιθανά γνώστης του Διαλόγου και των Μαρτυριών που ήταν πλατειά διαδεδομένες, ο Αφρικανός απολογητής προσπαθεί μεθοδικά να αποδείξει την αχρησία ολόκληρης της Μωσαϊκής θρησκείας, χρησιμοποιώντας κείμενα της Π. Διαθήκης. Γράφοντας για να προστατέψει Χριστιανούς και Ιουδαίους που είχαν μεταστραφεί στον Χριστό, ο αντιιουδαϊσμός του είναι καθαρά θεολογικός, χωρίς καμία εχθρότητα απέναντι στον λαό Ισραήλ.
Ο αντιιουδαϊσμός του 3ου αιώνα κυριαρχείται από τον Κυπριανό, τον Ιππόλυτο και τον Ωριγένη. Η συμβολή του Κυπριανού, στο έργο του Ad Quirinum - που δεν είναι τίποτα άλλο από μία σύνθεση αποδείξεων από την Π. Διαθήκη της υπεροχής του Χριστιανισμού - έγκειται στο ότι χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο αντιιουδαϊκής θεολογίας από μεταγενέστερους. Το κύριο ενδιαφέρον του, σχετικά με το θέμα μας, είναι ότι διακηρύττει πως αυτήν την περίοδο η αποδοχή της χριστιανικής πίστης απαιτεί μία ολοκληρωτική άρνηση του Ιουδαϊσμού. Το σύγγραμμα του Ιππόλυτου Μαρτυρία Κατά Ιουδαίων, από το οποίο σώζεται μόνον ένα τμήμα, είναι σημαντικό για έναν άλλο λόγο. Απευθύνεται στους Εβραίους με πολύ βάναυσο τρόπο, λέγοντας τους πως οι δυστυχίες τους προέρχονται από τη θανάτωση του Χριστού. Από ένα εδάφιο του 69ου Ψαλμού, ο Ιππόλυτος συμπεραίνει ότι θα είναι για πάντα δούλοι των εθνών. Για τις παλιές τους αμαρτίες, λέει, έχουν βρει συγχώρεση, αλλά τώρα έχουν ερημωθεί «επειδή σκότωσαν τον Υιό του Ευεργέτη τους». Προειδοποιεί για τα κακά «τα οποία θα πέσουν επάνω τους, στο μέλλον, εξαιτίας της απείθειας και θρασύτητας που έδειξαν προς τον Άρχοντα της Ειρήνης».
Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) φέρνει τη συζήτηση σε φιλοσοφικές βάσεις. Στο σύγγραμμά του Κατά Κέλσου έγραψε μία κριτική του Ιουδαϊσμού και αντέκρουσε το σύγγραμμα του Κέλσου Αληθής Λόγος, στο οποίο ο παγανιστής φιλόσοφος βάζει στο στόμα ενός Ιουδαίου τις αντιχριστιανικές κατηγορίες, οι οποίες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Ιουδαίους της εποχής του, πολλές από τις οποίες ήταν πολύ ασεβείς. Ο Ωριγένης, ο οποίος ήταν βαθύς γνώστης των Γραφών, και του Ιουδαϊσμού - σε βαθμό που μπορούσε να κάνει διάλογο με τον ραβί Σιμλαΐ - απαντάει με δεξιοτεχνία στον Κέλσο. Μέσα στην απάντησή του όμως, επιτίθεται κατά του Ιουδαϊσμού, με τον οποίον ο Κέλσος είχε συμμαχήσει για να ενισχύσει τα αντιχριστιανικά του επιχειρήματα. Οι Χριστιανοί, κατά την επιχειρηματολογία του Ωριγένη, σέβονται τον Νόμο περισσότερο απ’ ότι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι τον ερμηνεύουν με έναν μυθώδη τρόπο, και που οι πρακτικές τους είναι πλέον τετριμμένες. Η απόρριψη του Ιησού έχει επιφέρει την τωρινή εξορία και συμφορά τους. Επιπρόσθετα δηλώνει: «λέμε με βεβαιότητα ότι ποτέ δεν θα αποκατασταθούν στην πρότερή τους κατάσταση. Γιατί διέπραξαν ένα ανήκουστο έγκλημα, συνωμοτώντας εναντίον του Σωτήρα του ανθρώπινου γένους...»
Ορισμένα άλλα συγγράμματα του 3ου αιώνα ασχολούνται με τον Ιουδαϊσμό μόνον αποσπασματικά. Στο Κατά Αιρέσεων, ο Ειρηναίος (125-202) αποκήρυξε τις αιρέσεις ιουδαϊκής προέλευσης. Τρία ψευδεπίγραφα έργα, με το όνομα του Κυπριανού, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα: το Adversus Judaeos, που κατηγορεί τους Ιουδαίους για τις αμαρτίες τους και τους καλεί σε μετάνοια, το De Montibus Sina et Sion, μία ομιλία στην οποία ο Νόμος συγκρίνεται με τη γη, και το Ευαγγέλιο με τον Ουρανό, και τέλος ένα γράμμα, το Ad Vigilium, που κατηγορεί τους Ιουδαίους ελπίζοντας όμως στην «επιστροφή» τους. Η γενική στάση απέναντι στον Ιουδαϊσμό σε αυτά τα έργα είναι ήπια. Οι καταδίκες μετριάζονται συνήθως από μία νότα λύπης για τους Ιουδαίους και μία ελπίδα επανένωσης με τους Χριστιανούς.
Ίσως το πιο σημαντικό κείμενο από τα χριστιανικά γραπτά του 3ου αιώνα είναι η Διδασκαλία, μία λειτουργική σύνθεση στην οποία οι Ιουδαίοι θεωρούνται υπεύθυνοι για το θάνατο του Χριστού, αλλά αναφέρονται ως «αδελφοί μας», και οι Χριστιανοί διδάσκονται να νηστεύουν γι’ αυτούς στη διάρκεια των ημερών του εβραϊκού Πάσχα: «Θα νηστεύετε για τους αδελφούς μας οι οποίοι δεν έχουν υπακούσει. Ακόμα και όταν μας μισούν, εσείς είστε υποχρεωμένοι να τους αποκαλείτε αδελφούς, γιατί είναι γραμμένο στον Ησαΐα, ‘Να αποκαλείτε αδελφούς αυτούς που μας μισούν’». Εδώ αναγνωρίζεται καθαρά η στάση του Παύλου.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο όγκος και η φλογερή μορφή αυτής της φιλολογίας του 3ου αιώνα προδίδει μία αυξανόμενη ανησυχία της Εκκλησίας για την αντίκρουση του Ιουδαϊσμού. Τί κρυβόταν πίσω από αυτήν; Γιατί, πραγματικά, θα έπρεπε η Εκκλησία, η οποία υπερείχε του Ιουδαϊσμού σε αριθμό και δύναμη, να αυξάνει σε φόβο απέναντι σε έναν παραπαίοντα αντίπαλο; Αποτελούσε ακόμη ο Ιουδαϊσμός μία απειλή; Ήταν αναμειγμένες οι λαϊκές μάζες; Προφανώς για να αποτιμήσουμε τη χριστιανική πολεμική είναι απαραίτητη μία γνώση και για τις σχέσεις μεταξύ χριστιανικών και ιουδαϊκών μαζών, καθώς και για την πολιτική του Ιουδαϊσμού απέναντι στον προσηλυτισμό.
Ήταν γενικά αποδεκτό, μέχρι πρόσφατα, ότι μετά τις καταστροφές του 70 και του 135, ως εχθρική αντίδραση στα αυτοκρατορικά δεσμά (απαγόρευση του ιουδαϊκού προσηλυτισμού) και στον Εθνικό κόσμο γενικά, ο Ιουδαϊσμός ξέχασε τις οικουμενικές του τάσεις, και γρήγορα αποτραβήχτηκε στον εαυτό του, οικοδομώντας τον κόσμο του Ταλμούδ. Ο Louis Duchesne έχει την ακόλουθη άποψη: «Η θρησκευτική ζωή έγινε πολύ κλειστή, και η εποχή των φιλελεύθερων Εβραίων που φλέρταραν με τον Ελληνισμό και την κυβέρνηση, ήταν οριστικά πλέον παρελθόν. Καμία προσπάθεια δεν ξαναγίνεται για να γίνουν αποδεκτοί από τους άλλους λαούς ή ιδιαίτερα να προσελκύσουν προσήλυτους. Αυτό το πεδίο αφήνεται ελεύθερο για τους μαθητές του Ναζωραίου. Ο Ιουδαϊσμός αποτραβιέται στον εαυτό του και αφοσιώνεται στον διαλογισμό πάνω στον Νόμο».
Τα τελευταία χρόνια, αυτή η άποψη έχει επανεξεταστεί ιδιαίτερα από τον Marcel Simon, ο οποίος έχει καθαρά δείξει ότι ο υψηλά ιεραποστολικός χαρακτήρας του Ιουδαϊσμού διάρκεσε μέχρι και τον 5ο αιώνα. Η διαμάχη της Εκκλησίας με τον Ιουδαϊσμό, με άλλα λόγια, δεν ήταν κατά κανένα τρόπο μόνο θεωρητική, αλλά μάλλον ήταν καρπός ενός έντονου και επικίνδυνου προσηλυτιστικού ανταγωνισμού. Στη διάρκεια της Πατερικής εποχής ο Ιουδαϊσμός συνιστούσε μία απειλή για την Εκκλησία, από τρεις κατευθύνσεις: η ελκυστικότητα στις χριστιανικές μάζες προκαλούσε έντονες ιουδαΐζουσες τάσεις μέσα στην Εκκλησία, ο προσηλυτισμός του συνεχιζόταν αμείωτος, και οι Ιουδαίοι σχετίζονταν με μερικές από τις χριστιανικές αιρέσεις. Τέτοιες ενδείξεις για τη συνεχιζόμενη ζωτικότητα μίας πίστης, την οποία η Εκκλησία θεωρούσε απαρχαιωμένη, και με την οποία όμως είχε στενούς δογματικούς και λατρευτικούς δεσμούς, δεν άφηναν ατάραχους τους χριστιανούς ηγέτες.
Ο Ιουδαιο-χριστιανισμός, η συγχώνευση της Εκκλησίας και της Συναγωγής, αποκηρύχθηκε ξεκάθαρα και από την Εκκλησία στη σύνοδο της Ιερουσαλήμ και από τη Συναγωγή στη Γιάμνια το 80 μ.Χ. Αρνούμενος όμως να πεθάνει, διατήρησε μία πολυσύνθετη και περιθωριακή ύπαρξη μέσα και έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Καταδικασμένος σε μία ανορθόδοξη σταδιοδρομία, διασπάστηκε σε πολλές ιουδαιο-χριστιανικές αιρέσεις έξω από την Εκκλησία και σε μία ποικιλία τάσεων μέσα σ’ αυτήν. Κύρια ανάμεσα στις αιρέσεις ήταν ο Εβιωνιτισμός, που εμφανιζόταν να συγχωνεύει την πίστη στον Χριστό με τον Μωσαϊκό μονοθεϊσμό. Αν και η προέλευσή του και η ετυμολογία της ονομασίας του είναι αβέβαιη, ο όρος Εβιωνίτης, που σημαίνει «φτωχός», φαίνεται να δηλώνει μία διδασκαλία φτώχειας.[4] Ο Ειρηναίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τον όρο αυτό και περιέγραψε την αίρεση. Οι Εβιωνίτες απαιτούσαν όχι μόνο την πλήρη τήρηση του Νόμου, πιστεύοντας ότι ο Ιησούς έγινε τέλειος με την εκπλήρωσή του, αλλά και αρνούνταν τη θεότητά του και την παρθενική του γέννηση. Είχαν απορρίψει τελείως τις επιστολές του Παύλου, και δέχονταν ένα μόνον Ευαγγέλιο, που προερχόταν πιθανά από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Αργότερα, ο Εβιωνιτισμός έκλινε προς κάποια μορφή Γνωστικισμού. Άλλες ιουδαϊκές αιρετικές ομάδες συνδέονταν στενά με τον Εβιωνιτισμό, κυρίως οι Ναζαρηνοί. Τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, οι Χριστιανοί αποκαλούνταν Ναζαρηνοί, αλλά σύντομα η ονομασία αυτή καθόριζε μία ιουδαιοχριστιανική αίρεση έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος λέει πως στρέφονταν προς την Ιερουσαλήμ όταν προσεύχονταν. Ο Επιφάνειος, αιρεσιολόγος του 4ου αιώνα, τους θεωρούσε μία ηπιότερη μορφή Εβιωνιτισμού. Υπήρχαν και οι Ελκεσαΐτες, οι Συμμαχιανοί, οι Κηρινθιανοί και άλλες αιρέσεις που συμμερίζονταν γενικά τα δόγματα των Εβιωνιτών. Όλοι συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της πλήρους τήρησης του Νόμου από όλους, αλλά διέφεραν στη Χριστολογία. Για τις περισσότερες από αυτές τις αιρέσεις, ο Χριστός ήταν ένας ανώτερος άνθρωπος με πατέρα τον Ιωσήφ.
Αν κι ο Ειρηναίος λανθασμένα αποκαλεί τον Σίμωνα τον Μάγο, Σαμαρείτη Γνωστικό, «πατέρα όλων των Γνωστικών», δεν υπάρχει αμφιβολία για τη συμμετοχή Εβραίων στον Γνωστικισμό, και στον προ Χριστού και στον μετά Χριστόν.[5] Αρχικά ο Γνωστικισμός ήταν ένα προχριστιανικό ασιατικό παράγωγο, του οποίου η «Γνώσις» ήταν ένα σύστημα εσωτεριστικής πνευματικής γνώσης. Όταν στο σύστημα αυτό ενσωματώθηκαν και χριστιανικά στοιχεία και δόγματα, ο Γνωστικισμός πήρε τη μορφή χριστιανικής αίρεσης οργανωμένης κατά το πρότυπο της Εκκλησίας. Η αρχική πάλη της Εκκλησίας εναντίον του Γνωστικισμού, ιδιαίτερα εκείνου που είχε ιουδαϊκή προέλευση, ήταν μία από τις πιο σκληρές. Ο Πέτρος αντιμετώπισε τον Γνωστικισμό στο πρόσωπο του Σίμωνα του Μάγου, ο Παύλος στο πρόσωπο του Κήρινθου και ο Ιωάννης στους Νικολαΐτες (Γνωστικοί που ήταν ενάντιοι σε κάθε νόμο), στους οποίους αναφέρεται ως «Συναγωγή του Σατανά» (Αποκάλυψη 2:9). Ο Γνωστικισμός απέρριπτε την πίστη χάριν της φιλοσοφικής θεώρησης, και γι’ αυτό αρνιόταν ότι η Π. Διαθήκη ήταν αποκάλυψη από τον Θεό, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να δανείζεται ιδέες και ορολογία από αυτήν. Οι ιουδαϊκές επαφές με ασιατικές μυστηριακές θρησκείες και με τις ελληνο-ρωμαϊκές φιλοσοφίες δημιούργησε τελικά έναν συγκεκριμένο τύπο Ιουδαίου θαυματουργού ή θεραπευτή, ο οποίος δεν απείχε πολύ από τη μαγεία και τον αποκρυφισμό. Η συναναστροφή Χριστιανών με τέτοιους Ιουδαίους αποκρυφιστές ανησυχούσε πολύ τους Πατέρες της Εκκλησίας, πράγμα το οποίο εξηγεί κατά ένα μέρος, τον συχνό ισχυρισμό τους για «ιουδαϊκές δεισιδαιμονίες».[6]
Σοβαρότερη ανησυχία όμως προκαλούσε η ιουδαϊκή επιρροή μέσα στην Εκκλησία. Δεν επρόκειτο φυσικά γι’ αυτά τα στοιχεία του Ιουδαϊσμού τα οποία είχε πάρει η Εκκλησία για να οικοδομήσει τη δογματική, ηθική και λατρευτική ζωή της, ή ακόμα για τον προσδιορισμό των εορτών της με βάση το εβραϊκό ημερολόγιο, αλλά για την τάση ανάμεσα στους πιστούς να εφοδιάσουν τη λατρευτική τους ζωή με ορισμένες πρακτικές του Ιουδαϊσμού. Αυτό το φαινόμενο, των ιουδαϊζόντων Χριστιανών, πρέπει να διακριθεί προσεκτικά από τον ιουδαϊκό Χριστιανισμό της Εκκλησίας πριν από τον Παύλο, καθώς και από την αιρετική εξέλιξη που είχε μετά. Αυτή η ιουδαΐζουσα τάση ήταν ένα είδος που ανθούσε σε ένα κατά τα άλλα ορθόδοξο περιβάλλον. Μερικοί Πατέρες φανερώνουν την ύπαρξη αυτής της τάσης όταν λένε, «οι δικοί μας ιουδαΐζοντες».
Οι ιουδαΐζουσες τάσεις είχαν εμφανιστεί από την αρχή. Ο Παύλος προειδοποιεί τους Γαλάτες (1:6) γι’ αυτούς, και τον 2ο αιώνα πολλοί από τους Πατέρες προειδοποιούσαν εναντίον τους. Ο Ιουστίνος έκανε διάκριση μεταξύ αυτών που επέβαλλαν το Νόμο μόνο στον εαυτό τους και εκείνων που τον απαιτούσαν από όλους - αυτούς τους θεωρούσε αιρετικούς. Στους πρώτους έδειχνε μία ανοχή που δεν τη συναντάμε σε άλλους Πατέρες. Οι ιουδαΐζουσες τάσεις πήραν πολλές μορφές. Συχνά δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από μία δεισιδαιμονική χρήση ιουδαϊκών φυλαχτών ή ιουδαιοχριστιανικών προσευχών που πίστευαν ότι έχουν θαυματουργικές ιδιότητες. Πιο συνηθισμένη ήταν η τήρηση ορισμένων τελετουργικών της Συναγωγής, όπως οι νίψεις, το άναμμα κεριών, το πασχαλινό αρνί ή το άζυμο ψωμί, οι ιουδαϊκές ευχές, οι ραβινικές ευλογίες, καθώς και το ότι σύχναζαν σε συναγωγές. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρχε η πλήρης τήρηση του Νόμου. Οι ιουδαΐζοντες πολεμούσαν την καθιέρωση της Κυριακής ως χριστιανικής ημέρας ανάπαυσης, καθώς και τη μετάθεση της ημερομηνίας του Πάσχα από την αντίστοιχη του εβραϊκού Πάσχα. Και αφού αυτά τα θέματα κανονίστηκαν από την Εκκλησία, πολλοί από τους πιστούς συνέχισαν για μερικούς αιώνες να τηρούν τις αρχαιότερες παραδόσεις. Στα τέλη του 4ου αιώνα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραπονιόταν πικρά για ιουδαΐζουσες πρακτικές που υπήρχαν στην επισκοπή του στην Αντιόχεια.[7]
Οι ιουδαΐζοντες δεν ήταν όλοι τους Εβραίοι που είχαν πιστέψει στον Χριστό. Πολλοί εθνικοί Χριστιανοί ελκύονταν από τον Ιουδαϊσμό και επηρεάζονταν από τη Συναγωγή σε θέματα λατρείας. Επιπλέον, Εβραίοι και Χριστιανοί αναμιγνύονταν ελεύθερα και ένοιωθαν κάποιο είδος αμοιβαίας οικειότητας ζώντας μέσα σ’ ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον. Στο μεταξύ, η Συναγωγή δεν ήταν αντίθετη στο να δέχεται Χριστιανούς, όπως και ειδωλολάτρες, ως ημιπροσήλυτους. Η Εκκλησία, ευαίσθητη στον κίνδυνο που εγκυμονούσε αυτή η κατάσταση, αποθάρρυνε την αδελφοποίηση με τους Εβραίους. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, βέβαια, υπήρχε επικοινωνία μερικών Πατέρων με Ραβίνους, οι οποίοι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης ως αυθεντίες στις Βιβλικές σπουδές. Ο Ιουστίνος, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, ο Αφραάτης, ο Εφραΐμ ο Σύρος, και ιδιαίτερα ο Ιερώνυμος, είχαν επαφές με ραβίνους για να μαθαίνουν εβραϊκά και να συζητούν ερμηνείες των Γραφών. Γενικά, οι ραβίνοι υπερείχαν από τους Χριστιανούς λόγιους στις τεχνικές ερμηνείας των Γραφών - πράγμα λογικό, αφού η αλληγορική μέθοδος, που ήταν τόσο δημοφιλής ανάμεσα στους Χριστιανούς απολογητές, αρχικά προερχόταν από τους ραβίνους.
Αλλά η «ιουδαϊκή μόλυνση» ήταν επικίνδυνη μόνον όσο οι πύλες του Ιουδαϊσμού παρέμεναν ανοιχτές προς τον Εθνικό κόσμο - και ιδιαίτερα στην επιστροφή των Εβραίων που είχαν γίνει Χριστιανοί. Αυτές οι πόρτες, πράγματι, ήταν ανοιχτές. Η πτώση της Ιερουσαλήμ, όχι μόνο δεν έσβησε τον ιουδαϊκό ιεραποστολικό ζήλο, αλλά είχε χρησιμεύσει στο να δυναμώσει την οικουμενικότητά του. Η απαγόρευση της περιτομής από τον Αδριανό δεν είχε αποδειχτεί αποτελεσματική, και δεν είχε επιβληθεί αυστηρά. Η ραβινική στάση απέναντι στους προσήλυτους παρέμενε διαιρεμένη ανάμεσα στους άκαμπτους, οι οποίοι τους έβλεπαν καχύποπτα και έβαζαν αυστηρές προϋποθέσεις για την αποδοχή προσήλυτων, και στους φιλελεύθερους ή Ελληνιστές, οι οποίοι θεωρώντας πρωταρχική υποχρέωση του Ισραήλ την ιεραποστολή, χαλάρωναν αυτές τις προϋποθέσεις. Το ότι αυτή η επιεικής στάση ήταν η επικρατέστερη - αν και με το πέρασμα του χρόνου κέρδιζε η πρώτη - μπορεί να αποδειχτεί από τις πολλές μαρτυρίες που υπάρχουν σε ιουδαϊκές, παγανιστικές και χριστιανικές πηγές. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τη μαρτυρία του Ταλμούδ, του Ιουβενάλιου, του Ιουστίνου, του Ωριγένη, του Χρυσόστομου, καθώς και άλλων. Οι ιουδαϊκές προσηλυτιστικές προσπάθειες ήταν έντονες μέχρι και τα τέλη του 4ου αιώνα και, παρά το ότι έχαναν στον ανταγωνισμό τους με τον Χριστιανισμό, συνέχισαν με δυναμισμό και κατά τον 5ο αιώνα.
Η ανάπτυξη της αντιιουδαϊκής φιλολογίας των πρώτων τριών αιώνων πρέπει να εξεταστεί κάτω από το φως αυτού του πολύπλευρου ιουδαιο-χριστιανικού ανταγωνισμού στη διάρκεια της Πατερικής εποχής. Διαφορετικά, η σφοδρότητα του αντιιουδαϊσμού του 4ου αιώνα, και των επόμενων, είναι ακατανόητη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Υπήρχε αντισημιτισμός στην Εκκλησία στη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων; Οι απόψεις διαφέρουν. Είναι δύσκολο, από μέρους μας, να κατατάξουμε ως αντισημιτισμό: εχθρικά χριστιανικά κείμενα ή πράξεις βίας που προκλήθηκαν κατά μεγάλο μέρος από εβραϊκή εχθρότητα· θεολογικές ή απολογητικές πραγματείες ή διδασκαλίες οι οποίες εξάπλωσαν έναν θρησκευτικό αντιιουδαϊσμό, λίγο-πολύ αναπόσπαστο από τα δόγματα της Εκκλησίας· ή την αγανάκτηση των χριστιανών ποιμένων που ανησυχούσαν σοβαρά για τους κινδύνους που αντιπροσώπευε ο Ιουδαϊσμός για τα, συχνά επιφανειακής πίστης, χριστιανικά ποίμνιά τους. Ενώ οι πιο πολλές αντιιουδαϊκές πρωτοβουλίες αυτών των αιώνων εμπίπτουν σε αυτές τις τρεις κατηγορίες, υπήρχαν και ορισμένες υπερβολές ενός άλλου είδους: μία άμεση προσβολή που υπήρχε στα ψευδεπίγραφα Διδαχή και Επιστολή Βαρνάβα, στον Διάλογο του Ιουστίνου και στην Επιστολή προς Διόγνητον. Ένα γενικευμένο εχθρικό συναίσθημα στο απόκρυφο Ευαγγέλιο Πέτρου και στα κείμενα του Ιππόλυτου. Αλλά αυτά είναι όλα κι όλα. Πιο δυσοίωνη ήταν η ανάδυση μιας διδασκαλίας, που δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί πλήρως, αλλά είχε διατυπωθεί καθαρά από τον Ιππόλυτο και τον Ωριγένη: ότι οι Εβραίοι είναι ένας λαός τιμωρημένος για τη «Θεοκτονία» που έκαναν, και που ποτέ δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα ξεφύγουν από τη δυστυχία τους, η οποία είναι θέλημα Θεού. Αυτή η θέση σχημάτισε τα πρώτα σπέρματα της στάσης που θα κυριαρχούσε στη χριστιανική σκέψη του 4ου αιώνα, και η οποία θα συνέβαλλε, μεταγενέστερα, σε μεγάλο βαθμό στην πορεία του αντισημιτισμού.
Αυτοί οι πρώτοι αιώνες χρησιμεύουν ως μία προειδοποίηση, ότι ο θεολογικός ή ο ποιμαντικός αντιιουδαϊσμός θα μπορούσαν να πάρουν μία από τις δύο κατευθύνσεις: είτε του ευγενικού διαχωρισμού και της ήπιας διαφωνίας, όπως υπάρχουν στα κείμενα Διαθήκες Δώδεκα Πατριαρχών και Διδαχή, είτε της πλήρους απόρριψης και του μίσους, που σβήνουν τη γραμμή που τον διαχωρίζει από τον καθαρό αντισημιτισμό.

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις:
[1] Μερικοί ιστορικοί έχουν κατηγορήσει την Εκκλησία για καιροσκοπισμό στις θεολογικές της προσπάθειες, βλέποντας στη διδασκαλία της για τον πραγματικό λαό Ισραήλ σαν μια επινόηση που είχε σαν στόχο να καταλάβει η Εκκλησία την προνομιακή θέση που είχαν οι Εβραίοι στην αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί απολογητές ανέπτυσσαν τον ισχυρισμό του Χριστού, ότι είχε προηγηθεί του Αβραάμ (Ιωαν.8:58), τη διδασκαλία του Παύλου ότι ο Νόμος ήταν «παιδαγωγός» και προπαρασκευαστικός για τον Χριστό (Γαλ.3:24-25), και τη διδασκαλία του Ιωάννη για τη προΰπαρξη του Χριστού ως Λόγου (Ιωαν.1:1).
[2] Ένα άλλο παράδειγμα αυτού του τύπου, αυτή την εποχή, ήταν το Λογομαχία Ιάσωνος και Παπίσκου, από τον Έλληνα συγγραφέα Άριστο της Πέλλας, κείμενο που έχει χαθεί. (Βλ. Williams, op. cit, σ. 28-30).
[3] Η εισαγωγή και ο επίλογος αυτής της εργασίας την τοποθετούν τον 5ο αιώνα, αλλά οι κριτικοί συμφωνούν ότι και τα δύο προστέθηκαν στο σώμα της εργασίας, η οποία χρονολογείται από το 200 μ.Χ. (Βλ. Williams op. cit, σ. 67).
[4] Μερικοί θεωρούν τον εβιωνιτισμό ηθικό ή ασκητικό δόγμα, άλλοι ως έλλειψη ή απλότητα δόγματος. Άλλοι πάλι βλέπουν την αίρεση σαν τα απομεινάρια της πρώτης μορφής Χριστιανισμού της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, η οποία με την ανάπτυξη του δόγματος θεωρήθηκε αυτομάτως αιρετική.
[5] «Ο Ιουδαϊκός γνωστικισμός αναμφίβολα προηγείται του Χριστιανικού . . . Είναι αξιοσημείωτο ότι ηγέτες γνωστικών σχολών και ιδρυτές γνωστικών συστημάτων αναφέρονται από τους Πατέρες ότι ήταν Εβραίοι» («Gnosticism», Jewish Encyclopedia, V, 631).
[6] O Joshua Trachtenburg δηλώνει ότι: «Αν και οι Εβραίοι δεν ήταν οι μοχθηροί μάγοι όπως τους ήθελε η χριστιανική εχθρότητα, κατείχαν όμως μια αρχαία και αξιοσέβαστη παράδοση μαγείας η οποία είχε τραφεί με φροντίδα μέχρι τον Μεσαίωνα, οπότε έφτασε και στο ζενίθ της ανάπτυξής της» (Jewish Magic and Superstition [New York: Meridian, 1961], σ. 11). Και άλλες αιρέσεις είχαν εβραϊκή υποστήριξη. Οι Τετραδεκατίτες, μια αιρετική ομάδα, αφορίστηκαν από τον επίσκοπο Ρώμης Βίκτωρα περί τα τέλη του 2ου αιώνα, γιατί επέμεναν να γιορτάζουν το χριστιανικό Πάσχα ταυτόχρονα με το εβραϊκό, στις 14 του μηνός Νισσάν. Υπήρχαν υποψίες για ανάμιξη Εβραίων στην αίρεση των Δονατιστών, η οποία απείλησε την Ορθοδοξία της χριστιανικής αυτοκρατορικής Ρώμης στα τέλη του 4ου αιώνα. Οι Εβραίοι επίσης συμμάχησαν με τους Αρειανούς εναντίον της Ορθοδοξίας (Βλ. Simon, op. cit, σ. 264).
[7] Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίες κατά Εβραίων, (PG, 48:843-856). Η ομιλία του Χρυσόστομου είναι μια εμπαθής έκκληση στους πιστούς που επισκέπτονταν συναγωγές, έκαναν εβραϊκές ευχές και γιόρταζαν εβραϊκές γιορτές.

20/11/09

Η σύγκρουση της Εκκλησίας με τη Συναγωγή - Α'

Η εντυπωσιακή άνοδος του Χριστιανισμού τους πρώτους 3 αιώνες της χριστιανικής περιόδου, συμβαδίζει με τη μεταφορά στους Χριστιανούς της παγανιστικής εχθρότητας προς τους Εβραίους. Στην αρχή το αγέρωχο βλέμμα του Ρωμαίου δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ των δύο θρησκειών. Και οι δύο αντίστοιχα απόλαυσαν τα προνόμια και δέχτηκαν τον διωγμό. Από τη στιγμή όμως, που έγινε ξεκάθαρη η διάκριση ανάμεσα στους Χριστιανούς και στους Εβραίους, η Εκκλησία έγινε κληρονόμος πολλών από τις κατηγορίες που βάραιναν τους Εβραίους πρωτύτερα. Τώρα ήταν η Εκκλησία «η βδελυρή δεισιδαιμονία με τα παράξενα και απάνθρωπα μυστήρια», ο Χριστιανός ήταν ο νέος «μισάνθρωπος», ο λατρευτής της χρυσής γαϊδουροκεφαλής, ο τελετουργικός δολοφόνος, ο άνθρωπος της ακολασίας και της αιμομειξίας.[1] Μερικοί παγανιστές συγγραφείς, όπως ο Κέλσος, ο Πορφύριος και ο Δίων Κάσσιος, έβρισκαν πιο εύκολο να αναφέρονται με ευγένεια στους Εβραίους, ιδιαίτερα όταν τους σύγκριναν με τους Χριστιανούς. Κατά τη διάρκεια του πιο αιματηρού διωγμού των Χριστιανών, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, απάλλασσε ρητά τους Εβραίους από τις θυσίες στα είδωλα και ανεχόταν τις παράνομες θρησκευτικές τους πρακτικές. Ήταν μία ανήσυχη συμμαχία για τους Εβραίους, οι οποίοι 3 φορές την ημέρα στις προσευχές τους απευθύνονταν στον Παντοδύναμο με την Σεμονέ Εζρέ: «Είθε η αυτοκρατορία της υπερηφάνειας [η Ρώμη] να πέσει, χωρίς καθυστέρηση, στους χρόνους μας».

ΣΠΟΡΟΙ ΧΩΡΙΣΜΟΥ
Πριν ακόμα ξεψυχήσει ο παγανιστικός αντισημιτισμός, άρχιζε μία νέα διαμάχη. Η νεογέννητη Εκκλησία, που είχε βγει μέσα από τους κόλπους της Συναγωγής, παρουσιάστηκε ως η εκπλήρωση του Ισραήλ. Ο ιδρυτής της, καταγόμενος από την οικογένεια του Δαβίδ, είχε διακηρύξει ότι είχε έρθει «για τα χαμένα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ» (Ματθαίος 10:6), και ότι «δεν ήρθα για να καταλύσω το Νόμο αλλά να τον εκπληρώσω» (Ματθαίος 5:17). Αλλά είχε επίσης παρουσιάσει τον εαυτό του ως τη μοναδική οδό προς τον Πατέρα, είχε ισχυριστεί ότι υπήρχε πριν τον Αβραάμ (Ιωάννη 8:58) και είχε αναθέσει στους ακόλουθούς Του να πάνε και να «κάνουν μαθητές από όλα τα έθνη» (Ματθαίος 28:19). Η νέα πίστη περιείχε πολλά εβραϊκά, κάποια διεθνικά και κάποια αντιεβραϊκά στοιχεία. Οι μελλοντικές εξελίξεις θα καθόριζαν σε ποιά αναλογία θα κυριαρχούσαν αυτά τα στοιχεία, καθώς και τον βαθμό θεολογικού αντιιουδαϊσμού που θα ενσωματωνόταν στη διδασκαλία της Εκκλησίας, και τελικά το αν αυτός θα γινόταν πηγή αντισημιτισμού.[2]
Προς το παρόν, και ενώ η Συναγωγή θεωρούσε το νέο κίνημα ως μία ακόμα ιουδαϊκή αίρεση και οι Χριστιανοί είχαν ακόμα την ελπίδα ότι όλος ο Ισραήλ θα ερχόταν στην Εκκλησία, υπήρχε ειρήνη. Η πρώτη χριστιανική Εκκλησία, γεμάτη από ζήλο και θέρμη, ήταν εβραϊκή στην ηγεσία της, στα μέλη της και στη λατρεία της, και παρέμενε στον «περίβολο της Συναγωγής». Αλλά όσο γινόταν αισθητή η παγκοσμιότητα του μηνύματος των ευαγγελίων (που δεν είχαν ακόμα όλα γραφτεί), μία σειρά εξελίξεων βαθμιαία έβαλε τέλος σε αυτήν την ασταθή ισορροπία. Σύντομα έγινε ξεκάθαρο πως η πλειονότητα των Εβραίων δε θα έμπαινε στην Εκκλησία. Αυτή η συνειδητοποίηση έφερε σε αμηχανία τους πιστούς Χριστιανούς, των οποίων η πίστη είχε οικοδομηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της πάνω στις εβραϊκές Γραφές και στον Εβραίο Μεσσία. Με το προφητικό του κήρυγμα, ο Στέφανος κατηγόρησε τον εβραϊκό λαό και τους ηγέτες του για ανυπακοή στον Μωυσή και στον Μεσσία (Πράξεις 7:2-7:53). Ο Παύλος κήρυξε την ανεπάρκεια του Νόμου για τη σωτηρία και του Ιουδαίου και του Εθνικού, κι αντιμετωπίζοντας διωγμό από τους Εβραίους στράφηκε προς τους Εθνικούς (Ρωμαίους 1:16, 2:10-11). Μέσω μιας υπερφυσικής επικοινωνίας, ο Πέτρος διδάχτηκε να δεχτεί στην Εκκλησία τον ημιπροσήλυτο Ρωμαίο αξιωματικό Κορνήλιο, χωρίς να τον υποχρεώσει να τηρεί το Νόμο (Πράξεις κεφ. 10). Η σύνοδος των αποστόλων στην Ιερουσαλήμ αποφάσισε οι πιστοί από τα έθνη να μην είναι υποχρεωμένοι να τηρούν το Νόμο (Πράξεις 15:5-11, Γαλάτες κεφ. 2). Τελικά, στην Αντιόχεια, ο Παύλος αντιμετώπισε τον Πέτρο, επιμένοντας ότι ενώ οι Εβραίοι Χριστιανοί ήταν ελεύθεροι να τηρούν ή όχι τον Νόμο, η πίστη στον Ιησού Χριστό ήταν απαραίτητη και επαρκής για τη σωτηρία (Γαλάτες 2:11-21). Αυτό ήταν το τελικό κλείσιμο του θέματος. Έτσι, ο Ιουδαιο-χριστιανισμός, απορριμμένος από Εβραίους και Χριστιανούς, επρόκειτο να γίνει θηλιά στο λαιμό και των δύο, και πηγή συγκρούσεων για τη Συναγωγή και για την Εκκλησία.
Στα μέσα του 1ου αιώνα, ο Παύλος έθεσε το πλαίσιο για τη θεολογία της Εκκλησίας σχετικά με το λαό Ισραήλ: ο Νόμος, που είχε μεταβατικό και προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, τελείωσε με την εκπλήρωσή του από τον Χριστό. Η παγκόσμια σωτηρία βρίσκεται στην πίστη στον Χριστό, και η πίστη είναι καρπός της χάρης. Το φορτίο του Νόμου αντικαθίσταται με την ελπίδα και την ελευθερία του ευαγγελίου (επιστολή προς Γαλάτες και προς Ρωμαίους). Στην προς Ρωμαίους επιστολή του (κεφ. 9-11) αυτό το δόγμα κάπως μετριάσθηκε: με θλίψη για τους ομοεθνείς του - χάριν των οποίων ευχόταν να ήταν ανάθεμα - ο Απόστολος δίδαξε ότι και αν ακόμα οι Εβραίοι είχαν αποτύχει να πιστέψουν στον Ιησού ως Μεσσία, ο Θεός δεν τους είχε απορρίψει. Αν και σκόνταψαν δεν έπεσαν. Ο Θεός είχε κλείσει τα μάτια τους μέχρις ότου το πλήρωμα των Εθνικών εισέλθει στη σωτηρία. Στο πλήρωμα των καιρών, θα επιστρέψουν, και η συμφιλίωσή τους με τον Χριστό θα αποτελέσει μία χρυσή εποχή για την Εκκλησία και τον κόσμο. Το χρέος των Χριστιανών είναι όχι να τους περιφρονούν, αλλά να τους διεγείρουν σε άμιλλα με την αγιότητα της ζωής τους. Στην πραγματικότητα οι Εβραίοι είναι για τον Θεό «αγαπητοί, εξαιτίας των πατέρων. Γιατί τα χαρίσματα και το κάλεσμα του Θεού δεν ανακαλούνται» (Ρωμαίους 11:28-29).
Αυτό το δόγμα του Παύλου, για διαχωρισμό από τη θρησκεία του Ιουδαϊσμού, αλλά αγάπη προς τους Εβραίους, καθόρισε την πρωταρχική και αυθεντική στάση της Εκκλησίας. Αλλά, μετά τα πρώτα χρόνια, που η αποκοπή της Εκκλησίας από το μητρικό σώμα ολοκληρώθηκε, άρχισαν να υπερτονίζονται οι αρνητικές πλευρές της σχέσης Εκκλησίας-Ιουδαϊσμού, με τη διδασκαλία της αντικατάστασης του Ισραήλ από την Εκκλησία. Μία λιγότερο φιλάνθρωπη προς τους Εβραίους παράδοση άρχισε να αναπτύσσεται και να επισκιάζει τη διδασκαλία του Παύλου.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ
Η Συναγωγή απέρριψε τους ισχυρισμούς του Χριστιανισμού και έδωσε το πρώτο χτύπημα στην πάλη που άρχιζε. Οι Ελληνιστές Εβραίοι προσήλυτοι της Εκκλησίας διώχτηκαν από την Ιερουσαλήμ. Ο Στέφανος φονεύθηκε, καθώς και οι δύο Ιάκωβοι - ο Ιάκωβος ο Μικρός με ενέργεια του Σαδδουκαίου αρχιερέα. Ο Πέτρος αναγκάστηκε να φύγει από την Παλαιστίνη λόγω του διωγμού από τον Ηρώδη Αγρίππα Α', και ο Παύλος υπέφερε διωγμούς, φυλακίσεις, καταγγελίες Εβραίων στις ρωμαϊκές αρχές, δεχόμενος συνεχώς απειλές θανάτου από συμπατριώτες του. Ο θάνατος του Βαρνάβα (περί το 60 μ.Χ.) «στα χέρια Ιουδαίων» στην Κύπρο, αναφέρεται ομόφωνα από τους αρχαίους βιογράφους των αγίων.
Ο διωγμός των Χριστιανών από τον Νέρωνα, στα μέσα του 1ου αιώνα, ίσως να υποκινήθηκε από Εβραίους. Καθώς ακόμα οι Χριστιανοί δεν είχαν ως θρησκευτική ομάδα διακριθεί από τους Εβραίους στα μάτια των Ρωμαίων, δε θα μπορούσαν να διωχθούν αν δεν είχαν υποδειχτεί από κάποιον. Ανάμεσα στους πιθανούς πληροφοριοδότες πρέπει να ήταν και η Ποππαία, η γυναίκα του Νέρωνα, μία ημιπροσήλυτη στον Ιουδαϊσμό και η ακολουθία της. Το κίνητρο που της αποδόθηκε από τον Κλήμη, επίσκοπο Ρώμης, ήταν «ζήλεια και φθόνος».[3]
Αυτήν την περίοδο, η έχθρα των Εβραίων προς τους Χριστιανούς δεν αποτελούσε, σε καμία περίπτωση, μία συνολική στάση. Η ουδετερότητα του Γαμαλιήλ, που αναφέρεται στις Πράξεις (5:38-39), ήταν η πιο συνηθισμένη στάση: «Μείνετε μακριά από αυτούς τους ανθρώπους και αφήστε τους ήσυχους. Γιατί αν αυτό το έργο είναι από ανθρώπους, θα ματαιωθεί. Αν όμως είναι από τον Θεό, δεν μπορείτε εσείς να το ματαιώσετε, και προσέχετε μήπως βρεθείτε να μάχεστε ενάντια στον Θεό». Η άποψή του συνόψιζε τα συνήθη συναισθήματα της μερίδας των Φαρισαίων απέναντι σε ετερόδοξες αιρέσεις. Προς το τέλος του 1ου αιώνα, ο Ραβί Ελιέζερ έβλεπε με μετριοπάθεια τον Χριστιανισμό και υποστήριξε ότι θα υπήρχε μία θέση για τον Ιησού στον μελλοντικό κόσμο. Έναν αιώνα αργότερα, ο Τερτυλλιανός ανέφερε Εβραίους που πρόσφεραν άσυλο στις συναγωγές τους σε Χριστιανούς, στη διάρκεια των διωγμών. Και υπήρχαν περιπτώσεις, επιβεβαιωμένες από την αρχαιολογία, που Χριστιανοί μάρτυρες θάβονταν σε εβραϊκά κοιμητήρια.
Η εβραϊκή εχθρότητα την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού δεν ήταν μεγάλη - αποτελούσε σποραδικό φαινόμενο. Το παράπονο του Ιουστίνου, του Χριστιανού φιλόσοφου και μετέπειτα μάρτυρα, προς τον Εβραίο Τρύφωνα, «Δεν μπορείτε να χρησιμοποιείτε βία εναντίον των Χριστιανών εξαιτίας αυτών που είναι στην εξουσία...», πρέπει να ληφθεί υπόψη, αλλά όχι να μεγαλοποιηθεί. Οι χριστιανοί ιστορικοί των πρώτων αιώνων έτειναν να υπερβάλλουν το μέγεθος του εβραϊκού μίσους, ιδιαίτερα του λαϊκού τύπου.
Ο πόλεμος με τους Ρωμαίους (66-70 μ.Χ.) και η καταστροφή του Ναού στην Ιερουσαλήμ αποδείχτηκε καθοριστικό σημείο για τις εβραιο-χριστιανικές σχέσεις. Καθώς ο πόλεμος άρχισε, οι Χριστιανοί εγκατέλειψαν την Ιερουσαλήμ και πήγαν στην Πέλλα, όπου παρέμειναν σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Για τους Εβραίους, αυτή η απειθαρχία ήταν δηλωτική της νέας αίρεσης, και δεν άφηνε αμφιβολία στο μυαλό τους ότι οι Χριστιανοί είχαν απομακρυνθεί όχι μόνον από την τήρηση του Νόμου αλλά και από τις εθνικές προσδοκίες. Αλλά οι Εβραίοι Χριστιανοί είδαν στο γεγονός της καταστροφής του Ναού την εκπλήρωση της αντίστοιχης προφητείας του Χριστού και είχαν μία επιβεβαίωση της πίστης τους ότι το σκήπτρο είχε περάσει από τον Ιουδαϊσμό στην Εκκλησία. Η νέα αντίληψη που δημιουργήθηκε και στις δύο πλευρές βοήθησε στην αύξηση της μεταξύ τους έντασης.
Ο οριστικός χωρισμός, για τους Εβραίους, συνέβη το έτος 80, όταν το Συνέδριο στη Γιάμνια εισήγαγε μία κατάρα στην προσευχή Σεμονέ Εσρέ, που απαγγελλόταν τρεις φορές την ημέρα από τους Εβραίους: «Είθε οι Μινίμ να χαθούν σε μία στιγμή. Είθε να σβηστούν από το βιβλίο της ζωής και να μην αριθμηθούν μεταξύ των δίκαιων». Πολύ αντιλογία υπάρχει σχετικά με αυτήν την κατάρα, και ειδικά με τον όρο Μινίμ. Όλοι συμφωνούν στο ότι η προσευχή αυτή εισήχθηκε με σκοπό να διώξει τους Εβραίους Χριστιανούς από τις συναγωγές, και στο ότι Μινίμ σημαίνει αιρετικοί, περιλαμβάνοντας τους Εβραίους Χριστιανούς, και τους επόμενους αιώνες όλους τους Χριστιανούς. Αλλά πολλοί αρνούνται ότι ο όρος συμπεριλάμβανε, τους πρώτους αιώνες, και τους Εθνικούς Χριστιανούς. Μετά από έρευνα των κατάλληλων κειμένων του Ταλμούδ, ο Marcel Simon συμπεραίνει, ωστόσο, ότι «ο όρος αναφερόταν στην αρχή όχι μόνο σε αποστάτες Ιουδαίους, αλλά επίσης και στον Χριστιανισμό, κάθε απόχρωσης, που θεωρούνταν η μεγαλύτερη αποστασία από τον Ιουδαϊσμό».
Την ίδια εκείνη εποχή, στάλθηκαν επιστολές από το Συνέδριο σε όλη τη διασπορά, σχετικά με τη νέα κατάρα και τη στάση που έπρεπε να υιοθετηθεί απέναντι στον Χριστιανισμό.[4] Τρεις από τους Πατέρες - ο Ιουστίνος, ο Ευσέβιος, και ο Ιερώνυμος - μας δίνουν μία ιδέα του περιεχόμενου των επιστολών, το οποίο πρέπει να έχει σε κάποιο βαθμό αλλαχτεί: ο Ιησούς ήταν ένας θρησκευτικός απατεώνας, που τον φόνευσαν οι Ιουδαίοι, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του και κήρυξαν την ανάστασή του, αποκαλώντας τον «ο Υιός του Θεού». Οι Ιουδαίοι δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση με τους οπαδούς του. Η απόφαση της Γιάμνιας, που μεταφέρθηκε με αυτές τις επιστολές, αποτελούσε έναν επίσημο και οριστικό αφορισμό των Χριστιανών από τη Συναγωγή.
Για τον Χριστιανισμό η οριστική αποκοπή άργησε περισσότερο να έρθει. Ο Παύλος είχε αποφασίσει για το θέμα από δογματική άποψη, αλλά είχε αφήσει τους Εβραίους Χριστιανούς να συνεχίζουν να τηρούν τις εντολές του Νόμου, και ακόμα και ο ίδιος έμενε προσκολλημένος σε αυτές από φόβο να μη σκανδαλιστούν οι αδελφοί του (Α' Κορινθίους 9:20). Είναι πιθανό αυτό το πνεύμα της ανοχής να επέζησε μέσα στην Εκκλησία για πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Στα μέσα του 2ου αιώνα, για παράδειγμα, ο Ιουστίνος δείχνει μία ανοχή προς αυτούς τους ιουδαΐζοντες, αν και τέτοιου είδους στάση είναι εξαίρεση. Ακόμη και μετά τον αφορισμό του Συνεδρίου, προφανώς πολλοί Χριστιανοί εβραϊκής καταγωγής είχαν την ελπίδα ότι το έθνος τους θα δεχόταν τελικά τον Ιησού ως Μεσσία. Δεν ήταν παρά το 130 μ.Χ. που οι ελπίδες έσβησαν οριστικά, όταν η πλειονότητα των Εβραίων, περιλαμβανόμενου και του επιφανούς ραβί Ακίμπα, που είχε μεγάλη επιρροή, χαιρέτισαν τον Μπαρ Κοχμπά ως Μεσσία. Πριν από αυτό όμως, ήδη από το 100 μ.Χ., η χριστιανική στάση απέναντι στον Ιουδαϊσμό είχε σκληρύνει. Η εχθρότητα της Συναγωγής και η άρνηση της πλειονότητας των Εβραίων να εισέλθουν στην Εκκλησία, παρά το κήρυγμα των αποστόλων, εκλαμβανόταν όλο και πιο πολύ ως τύφλωση και κακία.
Οι ιστορικοί και οι ερμηνευτές έχουν παρατηρήσει την προοδευτική αλλαγή στον τόνο της Κ. Διαθήκης, που σημάδεψε τη στάση απέναντι στους Εβραίους, καθώς αυτή γραφόταν κατά το δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα, και πολλοί προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τις ρίζες του αντισημιτισμού μέσα στις ίδιες τις ιερές σελίδες. Τα αντιιουδαϊκά χωρία απομονώνονται από πολλά μέρη της Κ. Διαθήκης, ιδιαίτερα από το ευαγγέλιο του Ιωάννη, που γράφτηκε περί το τέλος του 1ου αιώνα, το οποίο πολλές φορές χρησιμοποιεί τη φράση «οι Ιουδαίοι» με υποτιμητικό τρόπο. Ο όρος «Ιουδαίοι» μπορεί, ωστόσο, να δίνεται σε αντιδιαστολή με τον όρο «Γαλιλαίοι», που ήταν οι Εβραίοι του Β. Ισραήλ, και που δεν ακολουθούσαν τις παραδόσεις του οργανωμένου ραβινισμού, της Ιουδαίας, του Ν. Ισραήλ, και γι’ αυτό βρίσκονταν σε διαφωνία. Παρόλα αυτά, από μερικούς, ο Ιωάννης έχει αποκαλεστεί «ο πατέρας του αντισημιτισμού».
Υπάρχει αντισημιτισμός στην Κ. Διαθήκη; Η ερώτηση είναι σύνθετη κι αμφιλεγόμενη. Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι απαραίτητο να δώσουμε μία αυστηρή προσοχή στον όρο αντισημιτισμός, προσοχή που συχνά δεν δίνεται, ακόμα και σε λόγιες συζητήσεις του θέματος. Θεωρώ ότι αντισημιτισμός είναι: 1) όχι ο θεολογικός αντιιουδαϊσμός, αν και αυτός μερικές φορές μπορεί να περιέχει αντισημιτισμό, ούτε 2) οι αρνητικές διακηρύξεις των Προφητών, ούτε 3) στοιχεία που μπορεί να οδηγούν - ή έχουν οδηγήσει στην ιστορία - σε αντισημιτισμό, αλλά τέλος, 4) μόνον στάσεις, λόγοι, ή πράξεις που εμπεριέχουν μίσος ή περιφρόνηση του εβραϊκού λαού ως άξιου μίσους ή περιφρόνησης (Ο χαρακτηρισμός, άξιου, είναι ο πιο ακριβής και σημαντικός παράγοντας του ορισμού). Υπό το φως ενός τέτοιου ορισμού, γνώμη μου είναι ότι η Κ. Διαθήκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει στοιχεία αντισημιτισμού, παρά το γεγονός ότι περιέχει αντιιουδαϊκή θεολογία και αντιιουδαϊκές καταγγελίες προφητικού ύφους, που αποτέλεσαν ένα υπόστρωμα για τον μεταγενέστερο χριστιανικό αντισημιτισμό.
Έχει σημασία για τον ιστορικό αυτής της περιόδου να προσέξει ότι η βαθμιαία σύνθεση της Κ. Διαθήκης, στο δεύτερο ήμισυ του 1ου αιώνα, συμβάδιζε με μία επιδείνωση των εβραιο-χριστιανικών σχέσεων που δε θα μπορούσε να μην αντανακλαστεί στα κείμενα εκείνης της περιόδου, και τα ανθρώπινα και τα θεϊκά. Ο Παύλος, γράφοντας πρώτος, παρότι μας προμηθεύει πλήρως με αντιιουδαϊκή θεολογία, έχει τα καλύτερα λόγια για τους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό. Τα τελευταία κείμενα της Κ. Διαθήκης είναι του Ιωάννη, ο οποίος έγραψε τελευταίος, και έχουν στοιχεία αντιιουδαϊσμού.[5] Είναι φανερό πως η κατάσταση έχει αλλάξει. Από την εποχή του Παύλου μέχρι εκείνη του Ιωάννη, ο διωγμός των Χριστιανών εντάθηκε. Οι Χριστιανοί διώχτηκαν από τις Συναγωγές, ο Ναός και η Ιερουσαλήμ καταστράφηκαν (στο χριστιανικό νου, αυτό φάνηκε ως θεϊκή τιμωρία). Η Εκκλησία της εποχής του Ιωάννη ερμήνευσε λανθασμένα τη δική της δύσκολη κατάσταση ως μία απλή επανάληψη αυτών που είχαν συμβεί στον Ιησού, στους αποστόλους και στην απαρχή της Εκκλησίας. Η εισροή πιστών στην Εκκλησία, που ήταν πρώην ειδωλολάτρες, είχε χειροτερέψει τα πράγματα. Θα ήταν, από ιστορική άποψη, πολύ απίθανο οι μορφωμένοι Εθνικοί Χριστιανοί, που ήταν εξοικειωμένοι με τους κλασσικούς παγανιστές αντισημίτες συγγραφείς, και οι αμόρφωτοι από την Αλεξάνδρεια και τα άλλα εμπορικά κέντρα, όπου είχε υλοποιηθεί ο αντισημιτισμός, να μην είχαν μεταφέρει μέρος αυτής της προϋπάρχουσας αντισημιτικής εχθρότητας μέσα στους κόλπους της νέας τους πίστης. Αν και αυτή η συνεισφορά θα ήταν σχετικά μικρή, ωστόσο, αναμφίβολα, θα ήταν αρκετή για να ενεργεί ως μία συνεχής διέγερση του υπάρχοντος αντιιουδαϊσμού στη χριστιανική θεολογία.

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΛΟΓΗΤΩΝ
Από την Πατερική φιλολογία του τέλους του 1ου αιώνα, μόνον η Διδαχή και η Επιστολή Βαρνάβα ασχολούνται με τον Ιουδαϊσμό.[6] Η μοναδική αναφορά που υπάρχει στη Διδαχή, που προειδοποιεί τους Χριστιανούς ότι «δεν πρέπει να νηστεύουν τις ίδιες μέρες με τους υποκριτές», είναι διφορούμενη. Η αναφορά πιθανά απευθύνεται στους ιουδαΐζοντες μέσα στην Εκκλησία, αλλά επειδή χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό της Κ. Διαθήκης για τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους (Ματθαίος 23:13-29), μπορεί να αναφέρεται στην ηγεσία της Συναγωγής. Ορισμένοι πιστεύουν ότι αναφέρεται σε όλους γενικά τους Εβραίους. Η ψευδεπίγραφη Επιστολή Βαρνάβα, χρησιμοποιώντας την αλληγορική ερμηνεία, προσπαθεί να δείξει πως ο Ισραήλ κατανόησε λανθασμένα την Π. Διαθήκη, η οποία, κατά τον συγγραφέα, ποτέ δεν έπρεπε να ακολουθείται κατά γράμμα, αφού όλα σ’ αυτήν είναι μία προεικόνιση του Χριστού και της Εκκλησίας: «Μην προσθέτετε στις αμαρτίες σας και λέτε ότι η Διαθήκη είναι και δική τους και δική μας. Ναι! Είναι δική μας· αλλά έτσι αυτοί την χάνουν για πάντα...». Με την ακραία αλληγορικότητα αυτής της επιστολής μπαίνουμε σε έναν δρόμο που καταλήγει στον Μαρκίωνα, τον Γνωστικό αιρεσιάρχη του 2ου αιώνα, ο οποίος απέρριψε ολότελα την Π. Διαθήκη. Τότε τα όρια της ορθής πίστης, ανάμεσα στα οποία η Εκκλησία θα πορευόταν μία επικίνδυνη πορεία, διαγράφηκαν ξεκάθαρα: ανάμεσα στη Σκύλλα του Γνωστικισμού και στη Χάρυβδη του Ιουδαϊσμού.
Καθώς έμπαινε ο 2ος αιώνας, ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιόχειας, έστειλε τις ένθερμες επιστολές του προς τις χριστιανικές εθνικές κοινότητες για να τις προειδοποιήσει ενάντια στην αίρεση, ιδιαίτερα τον Ιουδαϊσμό: η χριστιανική ελπίδα δεν χρειάζεται «απαρχαιωμένες πρακτικές», γιατί αυτοί που ιουδαΐζουν είναι σαν «τάφοι και ταφόπετρες σκαλισμένες με τα ονόματα των ανθρώπων». «Ο Χριστιανισμός», έγραφε στους Χριστιανούς της Μαγνησίας, «δεν πίστεψε στον Ιουδαϊσμό, αλλά ο Ιουδαϊσμός στον Χριστιανισμό». Με βάση την τελευταία παρατήρηση, και τη θεωρία της προεικόνισης της Επιστολής Βαρνάβα, δημιουργήθηκε ένα γόνιμο αντικείμενο: ότι η Εκκλησία είναι, και πάντα ήταν, ο αληθινός λαός Ισραήλ, ενώ οι Εβραίοι δεν ήταν.
Ο 2ος αιώνας υπήρξε μάρτυρας της διεύρυνσης της διαμάχης μεταξύ Εκκλησίας και Συναγωγής, καθώς και οι δύο ανταγωνίζονταν να κερδίσουν την παγανιστική ψυχή - η πρώτη μέσα σε πολιτικές συνθήκες που ολοένα και χειροτέρευαν, ενώ η δεύτερη σε συνθήκες που, μετά τον Αδριανό (117-138 μ.Χ.), ολοένα και καλυτέρευαν. Οι Χριστιανοί ξεπερνούσαν σε αριθμό τους Εβραίους, και υιοθέτησαν έναν επιθετικότερο τόνο στη διαμάχη. Εμφανίστηκαν στοιχεία μιας πιο εχθρικής χριστιανικής θεολογίας, σχετικά με την εβραϊκή ενοχή και τιμωρία. Οι Εβραίοι, νοιώθοντας προσβολή από τους χριστιανικούς ισχυρισμούς και πρόκληση από τις χριστιανικές επιτυχίες, επιδόθηκαν σε κακολογίες και βία, και μερικοί από αυτούς συμμετείχαν ως ένα βαθμό στους αυτοκρατορικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών.
Είναι μία δύσκολη περίοδος για τον ιστορικό. Δεν είναι εύκολο να καθοριστούν τα γεγονότα, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με την εβραϊκή ανάμιξη στους διωγμούς των Χριστιανών. Κατά κανόνα, ορισμένοι Εβραίοι και μη Εβραίοι συγγραφείς τείνουν να μεγαλοποιήσουν τη συμμετοχή της Εκκλησίας στον αναδυόμενο αντισημιτισμό, ενώ αρκετοί χριστιανοί λόγιοι υποθέτουν, άδικα, μία αδυσώπητη αντιχριστιανική μανία από μέρους όλων γενικά των Εβραίων.[7]
Το καλύτερο είναι να αφήσουμε, όσο είναι δυνατόν, τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους. Για να υπάρχει πιο διαυγής αντίληψη θα παραθέσουμε ξεχωριστά τα λεγόμενα της Εκκλησίας και της Συναγωγής.

Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΚΟΥ ΜΙΣΟΥΣ
Στις χριστιανικές πηγές αναφέρεται συνεχώς η κατηγορία για ιουδαϊκό μίσος. Ο Ιουστίνος (100-165 μ.Χ.), στο Διάλογο Τρύφωνος, επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτό το σημείο. Σε μία περίπτωση αντιμετωπίζει τον Ιουδαίο Τρύφωνα με την απλή δήλωση, «Εσείς μας μισείτε και (όποτε έχετε τη δύναμη) μας σκοτώνετε». Ο Τερτυλλιανός (155-222 μ.Χ.) επιγράφει τους Εβραίους ως «πηγή όλων των κατηγοριών εναντίον μας» και στις αρχές του 4ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.) είπε, «Ας μην έχουμε καμία σχέση με τους Ιουδαίους που είναι εχθροί προς εμάς». Αυτά τα λίγα δείγματα, από πολλές κατηγορίες διαθέσιμες, μας δείχνουν τη σοβαρότητα της κατηγορίας. Η απάντηση που έχει δοθεί είναι ότι οι κατήγοροι, μη έχοντας σχέσεις με σωστούς Εβραίους, έχουν κατασκευάσει μία θεολογική έννοια που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Δίνεται το παράδειγμα του Ωριγένη που, σχολιάζοντας τα λόγια ενός Ψαλμού, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ότι απαιτούν εχθρότητα από τους Εβραίους απέναντι στους Χριστιανούς, ισχυριζόταν ότι «οι Ιουδαίοι λυσσούν κατά των Χριστιανών με ακόρεστη μανία». Κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις συναντάμε στους Πατέρες.
Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι αυτούς τους πρώτους αιώνες θεμελιώθηκε ένα θεολογικό οικοδόμημα κατά των Εβραίων, το οποίο φτάνοντας στον 4ο αιώνα, είχε χάσει πολλά από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Αλλά ακόμα και έτσι, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να προσπαθήσουμε με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσουμε όλο το Ιουδαϊκό μίσος για τον Χριστιανισμό. Ο Ιουστίνος και ο Ωριγένης είχαν στενές επαφές με ραβίνους της εποχής τους, και, από την άλλη, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν θεολόγος.
Έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά ιουδαϊκής βίας εναντίον Χριστιανών, που δείχνουν ότι το ιουδαϊκό μίσος ήταν διαδεδομένο και, αν και σποραδικό, συχνά ήταν έντονο. Το 117 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός, Ιουδαίοι συμμετείχαν στη θανάτωση του Συμεώνος, επισκόπου της Ιερουσαλήμ. Στη διάρκεια της εξέγερσής του Μπαρ Κοχμπά (132-135 μ.Χ.) σφάχτηκαν Ιουδαίοι που παρέμεναν πιστοί στον Ιησού. Το 155 στη Σμύρνη, όταν ο Πολύκαρπος καταδικάστηκε να καεί, «οι Ιουδαίοι μάζεψαν ξύλα για τη πυρά, όπως είναι συνηθισμένο σ’ αυτούς να κάνουν». Στη Σμύρνη έναν αιώνα αργότερα, ο Χριστιανός μάρτυρας Πιόνιος που κάηκε στο διωγμό του Δεκίου, απευθύνθηκε στους Ιουδαίους που τον χλεύαζαν πριν το θάνατό του:
«Λέω αυτό προς εσάς Ιουδαίοι ... ότι εάν είμαστε εχθροί σας, είμαστε επίσης ανθρώπινα όντα. Έχει κανείς από εσάς πληγωθεί από εμάς; Προκαλέσαμε βασανιστήρια σε εσάς; Πότε σας έχουμε κατηγορήσει άδικα; Πότε σας έχουμε βλάψει με τα λόγια μας; Πότε σας έχουμε σύρει με σκληρότητα σε βασανιστήρια;»
Από αυτό το κείμενο φαίνεται ότι οι Εβραίοι δε συμμετείχαν άμεσα στο μαρτύριο, αλλά το υποστήριζαν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το μαρτύριο του Φίλιππου Ηράκλειας και του διακόνου Ερμή, το 304. Άλλες κατηγορίες για διωγμό από μέρους των Εβραίων περιέχονται στο Acta Sanctorum, αλλά η ιστορικότητα αυτών των αναφορών αμφισβητείται.
Ο Ιουστίνος κατηγόρησε τους Ιουδαίους ότι καταδίωξαν και δυσφήμησαν Χριστιανούς σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Για παράδειγμα, παραπονιέται στον Ιουδαίο Τρύφωνα: «Διώχνετε κάθε Χριστιανό όχι μόνο από την ιδιοκτησία του αλλά και από όλο τον κόσμο, γιατί δεν αφήνετε Χριστιανό να ζήσει». Ο Τερτυλλιανός κατηγόρησε τους Ιουδαίους ότι «έχουν προσκολλήσει βλασφημία στο Όνομα», και αποκαλούσε τις συναγωγές των ημερών του «πηγές διωγμού». Ο Ωριγένης τούς κατηγορούσε για ψευδείς διαδόσεις εναντίον των Χριστιανών, όπως ότι οι Χριστιανοί έχουν κανιβαλικές πρακτικές και επιδίδονται σε όργια. Και η Επιστολή προς Διόγνητον έγραφε ότι οι Χριστιανοί «δέχονται επιθέσεις από Ιουδαίους σαν να ήταν Εθνικοί, και διώκονται από τους Έλληνες, αλλά αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να βρουν κάποιο λόγο για το μίσος τους».
Οι πιο προκλητικές για τους Χριστιανούς ήταν οι εβραϊκές προσβολές προς το πρόσωπο του Χριστού, για τις οποίες παραπονιούνται ο Ιουστίνος, ο Τερτυλλιανός, ο Ευσέβιος, ο Ιππόλυτος και ο Ωριγένης, και τις οποίες ο Κέλσος, παγανιστής αντιχριστιανός φιλόσοφος, τις χρησιμοποίησε στην πολεμική του εναντίον των Χριστιανών. Μερικές από αυτές τις προσβολές βρίσκονται στο Ταλμούδ - η παλαιστινιακή έκδοση του οποίου συντέθηκε στη διάρκεια του 3ου και 4ου αιώνα - ενώ άλλες κυκλοφορούσαν μεταξύ του λαού. Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι οι Ιουδαίοι κορόιδευαν τον Ιησού, τον καταριόνταν και τον πρόσβαλλαν, «όπως οι αρχηγοί των συναγωγών σας σάς διδάσκουν να κάνετε μετά τις προσευχές σας». Στο έργο του Κατά Κέλσου, ο Ωριγένης δίνει μία σύνοψη των προσβολών: ο Ιησούς, που ήταν νόθος γιός ενός Ρωμαίου στρατιώτη, του Πάνθηρα, ήταν απατεώνας και μάγος. Μετά τον θάνατό του επινοήθηκαν από τους μαθητές του διάφορα θαύματα σχετικά με αυτόν. Κυκλοφορούσαν και άλλες ιστορίες κατώτερης μορφής, στις οποίες ο Ιησούς παριστανόταν ως ληστής και ως δαιμονισμένος. Αργότερα αυτές οι συκοφαντίες συντέθηκαν στο Toledot Yeshu.[8]
Η ραβινική αντίδραση αυτήν την περίοδο δυνάμωσε, καθώς η γοργά αυξανόμενη Εκκλησία απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Ιουδαϊσμού. Πριν μπει ο 4ος αιώνας, η Εκκλησία αντιπροσώπευε, κατά τον Μarcel Simon, «τον εξαιρετικά επικίνδυνο εχθρό». Ο διάσημος ραβί Ταρφόν, της Ιερουσαλήμ, για παράδειγμα, επικαλέστηκε μία κατάρα επάνω του αν δεν έκαιγε τις χριστιανικές Γραφές άσχετα με το αν περιείχαν το θεϊκό όνομα, αφού οι Χριστιανοί ήταν χειρότεροι από τους Εθνικούς, και ο Ραβί Μέιρ αποκαλούσε τα Ευαγγέλια «αποκάλυψη της ανομίας».
Μπορούν οι μαρτυρίες που αναφέρθηκαν να γίνουν δεκτές ως αποδείξεις ενός γενικευμένου και αδυσώπητου μίσους του Ιουδαίου κατά του Χριστιανού; Οι περισσότεροι Χριστιανοί ιστορικοί πιστεύουν ότι μπορούν, αλλά ο Parkes πιστεύει ότι το μίσος ήταν περιορισμένο και φούντωνε εξαιτίας της χριστιανικής θεολογίας. Ο Simon παραδέχεται την πραγματικότητα της ιουδαϊκής βίας, καθώς επίσης δέχεται και «μία υψηλή πιθανότητα» για τις βλασφημίες. Όσο για τους Ιουδαϊκούς διωγμούς των Χριστιανών έχει την άποψη ότι «οι λίγες βεβαιωμένες περιπτώσεις ενεργητικής εχθρότητας δεν φαίνεται, να προχωρούν πιο πέρα από τη περιοχή των ατομικών και τοπικών πράξεων. Δεν τίθεται θέμα μιας γενικής συνομωσίας του Ιουδαϊσμού, αλλά πρόκειται για μεμονωμένες πράξεις μερικών Εβραίων, οι οποίοι υποκινούσαν ή διέγειραν το μίσος του λαού».

από το βιβλίο
«Η αγωνία των Εβραίων»
εκδόσεις «Νησίδες»
Υποσημειώσεις:
[1] Τέτοιες περιγραφές για τους Χριστιανούς βρίσκουμε στον Τάκιτο, στον Πλίνιο το Νεώτερο, στον Σουητώνιο, στον Μινίκιο Φήλικα και στον Μάρκο Αυρήλιο.
[2] Ο αντιεβραϊσμός θεωρείται εδώ ως η θεολογική ή απολογητική στάση, η οποία συμπεριλαμβάνει όλες τις αντιθέσεις στην εβραϊκή θρησκεία στο βαθμό που αυτή ανταγωνίζεται με τη χριστιανική πίστη ή πρακτική. Αυτή η στάση όμως δεν περιέχει αντισημιτισμό, ο οποίος είναι αντιληπτός ως οποιαδήποτε μορφή μίσους απέναντι στον εβραϊκό λαό, ως στάση που στιγματίζει τους Εβραίους σαν λαό που αξίζει το μίσος. Ο Marcel Simon έχει ορισμένους ενδοιασμούς σχετικά με το ότι ο αντιεβραϊσμός είναι άσχετος με τον αντισημιτισμό: «Η επιλογή του όρου δεν είναι πολύ επιτυχής. Εγώ προσωπικά, προτιμώ να θεωρώ τον ‘αντιεβραϊσμό’ ως ένα πιο ακριβές και διασκευασμένο συνώνυμο του αντισημιτισμού, και θα ονόμαζα ‘αντιεβραϊκή απολογητική’ αυτό που ο Lovsky αποκαλεί ‘αντιεβραϊσμό’. Όποιον όρο και αν χρησιμοποιήσουμε, πρέπει να γίνει μια βασική διάκριση. Χωρίς αμφιβολία, η αντιεβραϊκή απολογητική μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι, σε μορφή και σε επιχειρηματολογία, αντισημιτική, κυριολεκτικά μιλώντας. Αλλά δεν είναι αντισημιτική στη βάση της ή στην ουσία της» (op. cit, σ. 493). Μπορεί κάποιος όμως, αν και ευαίσθητος στη διευκρίνηση του Simon, να χρησιμοποιήσει τον όρο «αντιεβραϊσμό» με την έννοια του Lovsky, η οποία έχει βρει πλατιά αποδοχή. (Βλ. Lovsky, σ. 103-104, 113-117).
[3] «Επιστολή προς Κορινθίους» (Κεφ. 4 και 5). Αν και ο Κλήμης δεν αναφέρει ρητά τους Εβραίους, υπονοεί καθαρά ότι παρακίνησαν τον διωγμό του Νέρωνα.
[4] Αυτές οι επιστολές - καθώς επίσης και επισκέψεις από «απόστολους» - αποτελούσαν μέρος της ετήσιας ανταλλαγής μεταξύ Συνεδρίου και Διασποράς, και συνήθως ασχολούνταν με οικονομικά και πειθαρχικά θέματα.
[5] Η κατηγορία για αντισημιτισμό στην Κ. Διαθήκη έχει επικεντρωθεί στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και στη συχνά επαναλαμβανόμενη με υποτιμητικό τρόπο έκφραση «οι Ιουδαίοι». Ίσως η πιο ευαίσθητη και λεπτή μελέτη του πολύπλευρου Ευαγγελίου του Ιωάννη είναι εκείνη του John Townsend, ο οποίος σε μια σοβαρή ανάλυση, ενώ αναγνωρίζει την αντιιουδαϊκή στάση του Ευαγγελίου, δείχνει το γενικό πλαίσιο του, και συμπεραίνει ότι δεν είναι τόσο αντιιουδαϊκό όσο μερικοί έχουν ισχυριστεί, ή είναι τόσο αντιιουδαϊκό όσο και τα άλλα Ευαγγέλια. Επίσης αποδεικνύει και την ύπαρξη μιας φιλοσημιτικής στάσης στον Ιωάννη. Αλλά τα γραφόμενα από τον Townsend δείχνουν ότι η συζήτηση πάνω στον αντισημιτισμό της Κ. Διαθήκης δεν έχει κλείσει. (Βλ. J. Townsend, «The Gospel of John and the Jews: the Story of a Religious Divorce» (New York/Ramsey, Paulist Press, 1979), σ. 72-97.
[6] Μερικοί πατρολόγοι τοποθετούν χρονικά την Επιστολή Βαρνάβα στις αρχές του 2ου αιώνα.
[7] O Parkes, για παράδειγμα, στο βιβλίο του Conflict of the Church and Synagogue, έχει την τάση να κλίνει την ισορροπία χάριν των Εβραίων, μεγεθύνοντας την έκταση της χριστιανικής πρόκλησης και δικαιολογώντας τα εβραϊκά σφάλματα. O Vernet κάνει κάτι παρόμοιο για την Εκκλησία στο βιβλίο του Juifs et Chrétiens (loc.cit.). Ίσως ο ασφαλέστερος οδηγός είναι ο Marcel Simon ο οποίος πιθανά πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον έχει φτάσει στον αναγκαίο βαθμό αντικειμενικότητας. Όσον αφορά τον εβραϊκό ρόλο στους διωγμούς, γράφει: «Τί ρόλο και πόση ευθύνη είχαν οι Εβραίοι στους διωγμούς των Χριστιανών; Μερικοί συγγραφείς έχουν δεχτεί, χωρίς σχεδόν καμιά διάκριση, ότι το μέρος των Εβραίων στους διωγμούς ήταν σημαντικό. Ο Allard από την Καθολική πλευρά και ο Harnack από τη Διαμαρτυρόμενη, ανήκουν σε αυτούς. Πιο πρόσφατα, το ζήτημα έχει ανακινηθεί και έχει απαντηθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον κ. Parkes. Ίσως, δίνοντας διέξοδο στον φιλοσημιτισμό που κατέχει όλη την εργασία του και σε αντίδραση προς την αντίθετη άποψη, έχει πολύ πρόθυμα αθωώσει τους Εβραίους» (op. cit, σ. 144).
[8] Αυτός ο χυδαίος μύθος για τη ζωή του Ιησού είναι μεσαιωνικό έργο, γραμμένο πιθανά τον 10ο αιώνα, αλλά του οποίου το υλικό, όπως φαίνεται από το στυλ του μύθου, μπορεί να προέρχεται από τον 3ο ή και τον 2ο αιώνα. Αν και το περιεχόμενο του είχε κάποια κυκλοφορία στις προφορικές παραδόσεις των εβραϊκών μαζών, αγνοείτο σχεδόν πλήρως από τον επίσημο ραβινικό Ιουδαϊσμό. Οι αντισημίτες όμως δεν παρέλειψαν να το διατυμπανίζουν ως δείγμα του βλάσφημου χαρακτήρα της Συναγωγής.