Διαβάζοντας την παραβολή του Άσωτου Γιου και τη γνωστή διαδικασία που ακολούθησε αυτό το παιδί (ζήτησε τα χρήματα και πήγε στο εξωτερικό και τα έφαγε στα γλέντια) σκέφτηκα: μήπως είχε και παράπονα ο νεαρός; Μήπως θεωρούσε ότι ο Πατέρας τον καταπίεζε; Μήπως του έκανε γυμνάσια στην οικονομία και είχε βαρεθεί; Μήπως θεωρούσε ότι ο Πατέρας είχε γίνει πλούσιος καταπιέζοντας τους δούλους και έκανε την ηθική επανάστασή του; Προσγειώθηκε πάντως, μετά από τον πρώτο καιρό των ηδονών, στην πικρή πραγματικότητα της φτώχειας, της καταπίεσης από ένα αφέντη, της φιλίας με το πιο βρώμικο ζώο για τους Εβραίους, το γουρούνι, τέτοιας φιλίας που έφτασε να μοιράζεται το φαγητό τους. Επειδή είμαστε Έλληνες και δεν έχουμε απέχθεια στους χοίρους, επειδή τα χαρούπια δεν μας τρομάζουν και επειδή αυτή η ιστορία είναι μακρινή από μας, ίσως μια σύγχρονη εικόνα ή μάλλον μια σύγχρονη ερμηνεία, μας δείξει καλύτερα το τι συνέβη τότε.
Υπάρχει μια καλή κινηματογραφική ταινία του Λαρς φον Τρίερ, το «Ντόγκβιλ» (πόλη του σκύλου). Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας κοπέλας που φεύγει από το πλούσιο σπίτι της, κατηγορώντας τον πατέρα της για απατεώνα και γκάγκστερ, αυτά την εποχή γύρω από το 1930, στην Αμερική. Καταφεύγει σε μια μικρή φτωχή πόλη στα Βραχώδη όρη, όπου την υποδέχονται με καλοσύνη οι κάτοικοι και εκείνη για να μπορέσει να μείνει εκεί, τους βοηθάει στις δουλειές τους. Η κατάσταση είναι καλή, η κοπέλα είναι ευτυχισμένη. Σιγά-σιγά όμως το κλίμα αρχίζει να χαλάει, την κατηγορούν για διάφορα πράγματα, της φέρονται άσχημα, μέχρις ότου εκείνη κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να διαφύγει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Της φορούν μια λαιμαριά, ένα τεράστιο βάρος για να μη μπορεί να διαφύγει, όλοι οι άντρες του οικισμού την βιάζουν, ενώ ο αγαπημένος της δεν φέρνει ουσιαστικά καμία αντίδραση. Και ένα σούρουπο εμφανίζεται ο πατέρας της με τη συνοδεία του. Μέσα στο αυτοκίνητό του γίνεται μια δραματική συζήτηση, με την κοπέλα, από απέχθεια προς τον πατέρα της, να προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αίσχη, που έγιναν εναντίον της στην πόλη. Βγαίνει από το αυτοκίνητο αλλά βλέπει με το φως του φεγγαριού όλα τα φοβερά πρόσωπα που την περιμένουν. Ξαναμπαίνει και λέει στον πατέρα της να σκοτώσει όλους τους ανθρώπους και να κάψει την πόλη, κάτι που γίνεται αμέσως, από τη συνοδεία του.
Δεν είναι αυτή η ιστορία του αποστάτη ανθρώπου, που πλάστηκε να ζει στην ευδαιμονία και προτίμησε την απομάκρυνση από τον Πατέρας Δεν είναι η ιστορία του Πατέρα που πάει, αναζητά και βρίσκει το χαμένο; Τελικά, και πολύ εσχατολογικά, δεν καταστρέφεται η πόλη του κακού;
Ο Χριστός είναι εκείνος που πλήρωσε για να υπάρχει ο δρόμος της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Χωρίς τη θυσία Του και τη διάνοιξη του δρόμου από τον Χριστό δεν θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε ποτέ. Δόξα στον Θεό για την καταπληκτική Του δωρεά.
Υπάρχει μια καλή κινηματογραφική ταινία του Λαρς φον Τρίερ, το «Ντόγκβιλ» (πόλη του σκύλου). Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας κοπέλας που φεύγει από το πλούσιο σπίτι της, κατηγορώντας τον πατέρα της για απατεώνα και γκάγκστερ, αυτά την εποχή γύρω από το 1930, στην Αμερική. Καταφεύγει σε μια μικρή φτωχή πόλη στα Βραχώδη όρη, όπου την υποδέχονται με καλοσύνη οι κάτοικοι και εκείνη για να μπορέσει να μείνει εκεί, τους βοηθάει στις δουλειές τους. Η κατάσταση είναι καλή, η κοπέλα είναι ευτυχισμένη. Σιγά-σιγά όμως το κλίμα αρχίζει να χαλάει, την κατηγορούν για διάφορα πράγματα, της φέρονται άσχημα, μέχρις ότου εκείνη κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να διαφύγει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Της φορούν μια λαιμαριά, ένα τεράστιο βάρος για να μη μπορεί να διαφύγει, όλοι οι άντρες του οικισμού την βιάζουν, ενώ ο αγαπημένος της δεν φέρνει ουσιαστικά καμία αντίδραση. Και ένα σούρουπο εμφανίζεται ο πατέρας της με τη συνοδεία του. Μέσα στο αυτοκίνητό του γίνεται μια δραματική συζήτηση, με την κοπέλα, από απέχθεια προς τον πατέρα της, να προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αίσχη, που έγιναν εναντίον της στην πόλη. Βγαίνει από το αυτοκίνητο αλλά βλέπει με το φως του φεγγαριού όλα τα φοβερά πρόσωπα που την περιμένουν. Ξαναμπαίνει και λέει στον πατέρα της να σκοτώσει όλους τους ανθρώπους και να κάψει την πόλη, κάτι που γίνεται αμέσως, από τη συνοδεία του.
Δεν είναι αυτή η ιστορία του αποστάτη ανθρώπου, που πλάστηκε να ζει στην ευδαιμονία και προτίμησε την απομάκρυνση από τον Πατέρας Δεν είναι η ιστορία του Πατέρα που πάει, αναζητά και βρίσκει το χαμένο; Τελικά, και πολύ εσχατολογικά, δεν καταστρέφεται η πόλη του κακού;
Ο Χριστός είναι εκείνος που πλήρωσε για να υπάρχει ο δρόμος της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Χωρίς τη θυσία Του και τη διάνοιξη του δρόμου από τον Χριστό δεν θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε ποτέ. Δόξα στον Θεό για την καταπληκτική Του δωρεά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου