30/12/08

Το αίνιγμα των υπερκαινοφανών αστέρων

Όπως όλες οι επιστήμες, έτσι και η Αστρονομία βαδίζει από ανακάλυψη σε ανακάλυψη. Από την εποχή της θρυλημένης πτώσης του μήλου, που έδωσε στον Ισαάκ Νεύτωνα την ιδέα της παγκόσμιας έλξης, μέχρι τα μεγάλα ραδιοτηλεσκόπιά μας, τα γιγάντια ραντάρ που μας επιτρέπουν να ακούμε τους παλμούς του σύμπαντος, έχει διανυθεί ένας τεράστιος δρόμος.
Κάποια φαινόμενα, που άλλοτε ήταν ακατανόητα, σήμερα εξηγούνται. Τέτοια είναι η περίπτωση της ξαφνικής εμφάνισης στο στερέωμα, αυτών που έχουν ονομαστεί καινοφανείς ή υπερκαινοφανείς αστέρες.
Καινοφανής είναι ένα άστρο που η λάμψη του αυξάνει απότομα. Σε μια περιοχή του ουρανού που φαίνεται έρημη από αστέρια, εμφανίζεται μια ξαφνική αναλαμπή. Είναι ένα νέο ουράνιο σώμα, που γεννήθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια, αλλά το φως του τώρα φτάνει σε μας.
Μερικοί αστρονόμοι υποθέτουν ότι το άστρο της Βηθλεέμ, ίσως να ήταν ένα από αυτά τα άστρα. Στη περίπτωση αυτή, οι Μάγοι, οι Χαλδαίοι μελετητές των άστρων, αυτό το μυστηριώδες ουράνιο αντικείμενο θα ήταν που παρατήρησαν και που τους οδήγησε έως τη Βηθλεέμ.
Η εμφάνιση στον ουρανό ενός καινοφανούς ή «nova» (νέου), δεν είναι αναγκαίο να σημαίνει τη γέννηση καινούργιου άστρου, αλλά να πρόκειται για αμυδρό άστρο που αναλάμπει ξαφνικά.
Υπάρχει και μια πολύ σπουδαία μορφή έκρηξης, στον οποίον οφείλεται η εμφάνιση των υπερκαινοφανών. Είναι ένα από τα πιο μεγαλειώδη φαινόμενα που μπορούμε να παρατηρήσουμε μέσα στο κοσμικό σύμπαν.
Το 1054, ύστερα το 1572 και το 1604, οι αστρονόμοι πρόσεξαν μέσα στο Γαλαξία, την παρουσία ενός άστρου με πολύ έντονη λάμψη, που όμως δεν έμενε σταθερή. Με την πάροδο των ετών, το άστρο άλλαζε μέγεθος (λαμπρότητα), σε σημείο που ήδη τώρα μπορούμε να το παρατηρήσουμε με τη μορφή νεφελώματος. Αυτό είναι το νεφέλωμα του Καρκίνου, στον αστερισμό του Ταύρου. Πρόκειται για ένα μεγάλο αερώδες νέφος με διάμετρο πέντε ετών φωτός και το οποίο είναι υπόλειμμα ενός άστρου που εξερράγη. Ήδη είναι γνωστοί εκατό καινοφανείς και υπερκαινοφανείς μέσα στο Γαλαξία μας.
Όπως δέχονται πολλοί αστρονόμοι, δεν αποκλείεται ο Ήλιος μας να πάψει κάποτε να έχει τη σημερινή του μορφή και να μετασχηματιστεί σε υπερκαινοφανή άστρο ή καινοφανή γίγαντα, όπως τα παρακάτω άστρα που άφησαν εποχή: το νεφέλωμα του Καρκίνου (1054), ο καινοφανής γίγαντας της Κασσιόπης (1572) και αυτός του Οφιούχου (1604).
Όταν το υδρογόνο του Ήλιου μας, που μετατρέπεται συνεχώς στο στοιχείο ήλιο με πυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης, ελαττωθεί πολύ, τότε θα συντελεστούν δυναμικοί μετασχηματισμοί που θα κάνουν τον Ήλιο πιο θερμό και πιο λαμπρό. Θα αρχίσει να διογκώνεται, στην αρχή σιγά-σιγά, μετά όλο και πιο γρήγορα, για να καταλήξει σ’ αυτό που οι αστρονόμοι αποκαλούν «ερυθρό γίγαντα», κάτι όπως τα λαμπερά άστρα Βετελγέζης (το α του αστερισμού του Ωρίωνα) και Αντάρης (το α του αστερισμού του Σκορπιού), που είναι τόσο διάχυτα κι αραιά, ώστε αν ένα από αυτά πάρει τη θέση του Ήλιο θα κάλυπτε όλο το χώρο που περικλείει η τροχιά της Γης.
Όταν ο Ήλιος φτάσει σ’ αυτό τον τελικό παροξυσμό, θα εκραγεί σε υπερκαινοφανή που θα εκμηδενίσει τη Γη μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Σχετικά με το ενδεχόμενο αυτό, ένας σύγχρονος αστρονόμος γράφει τα εξής: «Όταν έρθει η μοιραία αυτή ώρα, ο Ήλιος θα εκτοξεύσει τα εξωτερικά στρώματα της διάπυρης ατμόσφαιράς του, αναδίνοντας τρομερές λευκές φλόγες από τον πυρήνα του. Η πρώτη φωτεινή και θερμική αναλαμπή θα περιλούσει τη Γη με τις θανάσιμες ακτινοβολίες της, 8 ακριβώς λεπτά μετά την έναρξη της έκρηξης. Μετά δύο μέρες, τα ατμοσφαιρικά αέρια, εξωθούμενα από την ηλιακή επιφάνεια και εκτινασσόμενα μακριά προς κάθε κατεύθυνση με ταχύτητα μεγαλύτερη από 3 εκατομμύρια χιλιόμετρα την ώρα, θα καλύψουν τον πλανήτη μας με το φλογερό πέπλο τους, λειώνοντας τα πετρώματα και ανάβοντας τον αέρα που περιβάλλει τη Γη».
Η περιγραφή θυμίζει σκηνές Αποκάλυψης: «Και ο τέταρτος (άγγελος) εξέχεε τη φιάλη του πάνω στον ήλιο. και του δόθηκε να κάνει καύματα στους ανθρώπους με φωτιά... και οι πόλεις των εθνών έπεσαν... και κάθε νησί έφυγε και τα βουνά δεν βρέθηκαν» (16:8,19-20).
Κατά τις σημερινές γνώσεις σχετικά με το Σύμπαν, το παρελθόν της Γης φαίνεται να αντιστοιχεί με την αφήγηση που μας δίνει το βιβλίο της Γένεσης. Ένα Σύμπαν που το κατευθύνει η τύχη, χωρίς να έχει κάποια προσχεδιασμένη προέλευση και συγκεκριμένη κατάληξη, δεν έχει νόημα για τον άνθρωπο, που ζει μέσα στο χρόνο. Η Αγία Γραφή μας αποκαλύπτει ότι: «Στην αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη. Και η γη ήταν άμορφη κι έρημη και σκοτάδι υπήρχε πάνω στο πρόσωπο της αβύσσου».
Άλλοτε οι αστρονόμοι νόμιζαν ότι ο Ήλιος σιγά-σιγά θα εξασθενούσε, σαν μαγκάλι που σβήνει, με αποτέλεσμα η επίγεια ζωή να υποκύψει στο αφόρητο κρύο, όταν οι ωκεανοί θα καταντούσαν συμπαγής ογκόπαγος και οι ήπειροι θα στέγνωναν, χωρίς να δέχονται ούτε ίχνος βροχής. Σήμερα, όμως, έχουμε πολύ περισσότερες γνώσεις σχετικά με την ακτινοβολία των άστρων και πιστεύεται ότι δεν πεθαίνουν ειρηνικά, αλλά όταν φτάνουν στο τέλος της ύπαρξής τους, γίνονται υπερκαινοφανείς. Αν υποτεθεί ότι τα επίγεια όντα θα επιβιώσουν για μακρό χρονικό διάστημα, τότε θα προορίζονται να εκλείψουν όχι από το κρύο, αλλά από τη φωτιά.
Η Γη που κατά τα δεδομένα, δημιουργήθηκε από στροβιλισμό κοσμικής σκόνης και σφυρηλατήθηκε μέσα στην αρχέγονη φωτιά, άμορφη αρχικά κι ακατοίκητη, για να γίνει τέλεια κατοικητήριο του ανθρώπου, ίσως σπεύδει προς μια καταστροφή, που δράστης της θα είναι ο ζωογόνος Ήλιος.
Βέβαια, κατά τις επιστημονικές προβλέψεις η πιθανότητα μιας τέτοιας καταστροφής δε προβλέπεται πριν περάσουν δισεκατομμύρια χρόνια. Όμως ο προφητικός λόγος της Βίβλου περιέχει στοιχεία για τη λήξη της παρούσας οικονομίας του κόσμου που φαίνεται να συντομεύουν πολύ το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Θα ήταν αδύνατο στον Κύριο του Σύμπαντος να συντμήσει τα δισεκατομμύρια των ετών, επισπεύδοντας την ημέρα κατά την οποία «ολόκληρη η στρατιά του ουρανού θα λειώσει κι οι ουρανοί θα περιτυλιχθούν σαν βιβλίο και ολόκληρη η στρατιά τους θα πέσει, όπως πέφτει το φύλλο από την άμπελο και όπως πέφτουν τα φύλλα από τη συκιά» (Ησα.34:4); Θα αρκούσε, ο Θεός, στον Οποίον τα πάντα είναι δυνατά, να απελευθερώσει την ενέργεια που περιέχεται στο Σύμπαν, ώστε η πιο αφάνταστη ατομική έκρηξη να εκμηδενίσει τα άστρα του στερεώματος στην έκταση που Αυτός θελήσει.
Στη Β' επιστολή του, ο απόστολος Πέτρος περιγράφει τα γεγονότα αυτά με τρόπο συναρπαστικό, συνδέοντάς τα με αυτό που ονομάζει «Ημέρα του Κυρίου», δηλαδή την αναμενόμενη Β’ έλευση του Ιησού Χριστού: «Θα έρθει, όμως, η ημέρα του Κυρίου σαν κλέφτης μέσα στη νύχτα. κατά την οποία οι ουρανοί θα παρέλθουν με ορμητικό συριστικό ήχο και τα στοιχεία, καθώς θα καίγονται, θα διαλυθούν και η γη και τα έργα που βρίσκονται σ’ αυτήν, θα κατακαούν» (3:10). Η πυρπόληση για την οποία μιλάει ο απόστολος έχει μια εντυπωσιακή αντιστοιχία με την τελική τύχη της Γης και του Ήλιου της, που προβλέπει η σύγχρονη επιστήμη.
Εξάλλου, ατομικοί επιστήμονες βλέπουν μες στη προφητεία του αποστόλου Πέτρου την προεικόνιση μιας πυρηνικής έκρηξης πλανητικών διαστάσεων, μ’ εμπρηστή τον ίδιο τον άνθρωπο. Επειδή, ο μαθητευόμενος μάγος, που επιμένει να παίζει με τη φωτιά, είναι σήμερα πολύ ικανός να εξαπολύσει έναν τέτοιο όλεθρο.
Όπως και να έχει το πράγμα, είτε από το χέρι του Θεού είτε του ανθρώπου, η προφητεία θα εκπληρωθεί οπωσδήποτε, όπως εκπληρώθηκαν ήδη πολλές βιβλικές προφητείες και όπως θα εκπληρωθούν μελλοντικά και οι υπόλοιπες προρρήσεις.
Η Γη μας μολυσμένη από την αμαρτία του ανθρώπου κι από την οποία ανεβαίνουν ακατάπαυστα τόσες βλασφημίες, τόσες κραυγές μίσους, τόσοι στεναγμοί, τόσες οιμωγές, θα χαθεί μαζί με τον Ήλιο της.
«Οι δε σημερινοί ουρανοί και η γη... φυλάγονται για τη φωτιά κατά την ημέρα της κρίσης και της απώλειας των ασεβών ανθρώπων» (Β' Πέτρ.3:7).
«Οι ουρανοί θα διαλυθούν σαν καπνός και η γη θα παλαιωθεί σαν ιμάτιο» (Ησα.51:6).
«Εσύ, Κύριε, καταρχάς, θεμελίωσες τη γη κι οι ουρανοί είναι έργα των χεριών σου. Αυτοί θα απολεστούν, εσύ όμως παραμένεις. και όλοι θα παλιώσουν σαν ιμάτιο, και θα τους τυλίξεις σαν περικάλυμμα και θα αλλαχτούν. εσύ όμως είσαι ο ίδιος και τα χρόνια σου δεν θα εκλείψουν» (Εβρ.1:10-12).
Όμως ο Θεός μαζί με την καταστροφή μάς υπόσχεται νέους ουρανούς και νέα γη, όπου δικαιοσύνη θα κατοικεί.
«Κι είδα έναν καινούργιο ουρανό και μια καινούργια γη. επειδή, ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη παρήλθε κι η θάλασσα δεν υπάρχει πλέον... Κι άκουσα μια δυνατή φωνή από τον ουρανό που έλεγε: Να, η σκηνή του Θεού μαζί με τους ανθρώπους και θα σκηνώσει μαζί τους κι αυτοί θα είναι λαοί του κι αυτός ο Θεός θα είναι μαζί τους. Και ο Θεός θα εξαλείψει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πλέον. ούτε πένθος, ούτε κραυγή, ούτε πόνος δεν θα υπάρχουν πλέον επειδή, τα πρώτα παρήλθαν» (Αποκ.21:1-4).
Μέσα στη γαλήνια λάμψη της παρουσίας του Θεού, όσοι πάνω στη Γη αυτή έχουν δεχθεί το Λόγο Του, όσοι θα έχουν την εμπιστοσύνη τους σ’ Αυτόν και θα έχουν πιστέψει στη λύτρωση που έχει γίνει από τον Υιό Του, Ιησού Χριστό, «θα λάμψουν όπως η λαμπρότητα του στερεώματος... στους αιώνες των αιώνων» (Δαν.12:3).
«Επειδή, με τέτοιο τρόπο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό Του τον μονογενή, για να μη χαθεί καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν, αλλά να έχει αιώνια ζωή» (Ιωάν.3:16).
P. GADINAT

25/12/08

Τα γένια του Προφήτη

Όταν ανακαλούμε την προ-Ισλαμική εποχή στην Αραβία, δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μεγάλος βαθμός Ανιμισμού υπάρχει στο δημοφιλές Ισλάμ, ακόμα και σήμερα. Ο Snouck Hurgronje, στο έργο του «The Achenese», προκαλεί την προσοχή σε διάφορα ανιμιστικά έθιμα μεταξύ των Μουσουλμάνων της Σουμάτρα, που δεν καταδικάζονται απ’ τους ορθόδοξους ηγέτες, γιατί βρίσκουν αντίστοιχα έθιμα στις αρχές του Ισλάμ (σελ.287-288). Ενώ ο Johannes Warneck και ο Gottfried Simon προχωρούν και συμφωνούν στο ότι «το Ισλάμ φυσικά κλίνει προς τον Ανιμισμό και εύκολα μπλέκεται στα δίκτυά του» (Simon, Islam in Sumatra, σελ. 157). «Θα φαινόταν ότι ο Ανιμισμός είναι η πρωτόγονη μορφή του παγανισμού και συντηρείται σε όλη την εξέλιξη του πολιτισμού. Η μελέτη πρωτόγονων ελληνικών και γερμανικών θρησκειών εκθέτει τα ίδια ανιμιστικά στοιχεία, όπως τα βρίσκουμε στον Ινδουισμό και στο Ισλάμ» (Warneck, Living Christ and dying heathenism, σελ.7).
Και ο Franzer σημειώνει: «Ο Βραχμανισμός, ο Βουδισμός και το Ισλάμ μπορεί να πάνε και να έρθουν, αλλά η πίστη στη μαγεία και στους δαίμονες παραμένει ακλόνητη μέσα σε όλα κι αν μπορούσαμε να κρίνουμε το μέλλον από το παρελθόν, είναι πολύ πιθανόν να επιζήσει, ενώ άλλες ιστορικές θρησκείες πέφτουν». Η δεισιδαιμονία φαίνεται να ξεπερνάει σε ανθεκτικότητα την πίστη και την απιστία, ακόμα και στην Χριστιανοσύνη.
Στο μεγάλο τόμο του «Ο ανιμισμός», ο A.C. Kruijt, Ολλανδός ιεραπόστολος, αναλύει τη ρίζα των ανιμιστικών πεποιθήσεων δείχνοντας ότι προσωπικά ψυχικά υλικά υπάρχουν σε μέρη του ανθρώπινου σώματος, ειδικά στο αίμα, τα μαλλιά, τα δόντια, το σάλιο κλπ. Αυτό το υλικό, με πιθανότητα να προκαλέσει καλό ή κακό, μπορεί να μεταφερθεί ή να εκτιμηθεί από άλλους με διάφορους τρόπους.
Ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που αναφέρονται στη μουσουλμανική παράδοση, είναι αυτές που σχετίζονται με τα μαλλιά και τα γένια του Προφήτη Μωάμεθ, στη διάρκεια της ζωής του και μετά το θάνατό του. Η παράδοση είναι πολύ ιδιαίτερη όταν αναφέρεται στα μαλλιά του Προφήτη. Δεν ήταν ούτε σγουρά ούτε ίσια, αλλά είχε τέσσερις σγουρές μπούκλες. Συνήθιζε να πιάνει το μουστάκι του και να αφήνει το μούσι του να μεγαλώνει. Πολύ συχνά λάδωνε τα μαλλιά του και τα αρωμάτιζε, όπως και το μούσι του. Ο Προφήτης λέγεται να είπε: «Κάντε το αντίθετο από τους πολυθεϊστές και αφήστε το μούσι σας να μεγαλώνει» (Μισκάτ ΧΧ:4). Η αγιοσύνη στο μούσι του Μωάμεθ σαν σημείο ανδρισμού και αξιοπρέπειας αναγνωρίζεται σε κοινούς όρκους. Όπως και οι Άραβες ορκίζονται στη ζωή ή στα γένια τους (walahyeti), το ίδιο σοβαρά και η μουσουλμανική κοινότητα ορκίζεται στα γένια του Προφήτη (Lahyet al-nabi). Ο όρκος αυτός ακούγεται παντού στη Μέση Ανατολή. Ο Westermarck μιλάει για σημερινά έθιμα ανάμεσα σε Μουσουλμάνους στο Μαρόκο, που σχετίζονται με τα γένια και το ενδεχόμενο καλού ή κακού. Αυτό ισχύει και σε άλλες χώρες. Σχετίζεται με ιερά δένδρα και βωμούς αγίων, τα μαλλιά ενός παιδιού επτά ημερών προσφέρονται ως θυσία (aqiqah), το ξύρισμα των τριχών αποτελεί θρησκευτικά τελετή, τα μαλλιά χρησιμοποιούνται ως φυλαχτά, τα μαλλιά «αγίων ανθρώπων» φυλάγονται για την ικανότητά τους να θεραπεύουν. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Όπως δείχνει ο Wellhausen, η ρίζα όλων αυτών των πρακτικών οφείλεται στον ίδιο το Μωάμεθ. Στην αρχαία Αραβία ο kahin θα θεράπευε τον άρρωστο αγγίζοντάς τον με το χέρι του ή ανασαίνοντας πάνω του και χρησιμοποιώντας το σάλιο του κλπ. Και προχωράει λέγοντας ότι ο Μωάμεθ έκανε το ίδιο. «Οι Μουσουλμάνοι άλειφαν το πρόσωπό τους με το σάλιο του Προφήτη κι έμπαιναν στο νερό με το οποίο είχε πλυθεί και το έπιναν» (Waqidi 252, Bukhari 1:31-37). Τα μαλλιά του προφήτη μαζεύονταν προσεκτικά, όταν κουρευόταν ή ξυριζόταν, και χρησιμοποιούνταν σαν φυλαχτό.
Επιπλέον, τα μαλλιά του Προφήτη δεν ήταν μόνον ιερά τότε, αλλά παράμεναν έτσι και μέσα στους αιώνες μέχρι σήμερα. Την άνοιξη του 1946 έγινε μια μουσουλμανική «mela’» (συνέλευση, συγκέντρωση) κοντά στο Μπαντιπούρ, στην Ινδία. Το κύριο έκθεμα ήταν μια τρίχα από το μούσι του Μωάμεθ, που φυλαγόταν σ’ ένα γυάλινο βάζο μπροστά από το οποίο συνωστίζονταν χιλιάδες. Ειδικά κεφάλαια βρίσκονται σ’ όλες τις δημοφιλείς βιογραφίες του Προφήτη, στο θέμα του fadhalat, σάλιο, αίμα, μαλλιά κλπ. Υπάρχουν παραδόσεις στο Bukhari και στο Μουσουλμανισμό τόσο παράλογες έως απίστευτες. Ακόμα και περιττώματα δεν ξέφυγαν από την περίσταση.
Διαβάζουμε στη βιογραφία του Μωάμεθ, γραμμένη από τον Ahmad Zaini Dahlan: «Όταν ο Προφήτης ξύριζε το μούσι του και οι σύντροφοί του τον περιτριγύριζαν, ποτέ δεν άφηναν μια τρίχα να πέσει στο έδαφος, αλλά τη χρησιμοποιούσαν ως καλό σημάδι ή ευλογία. Και αφού η μεγαλειότητά του έκοβε τα μαλλιά του μόνον την ώρα του προσκυνήματος, αυτό είχε γίνει sunna, και έτσι σχετίζεται με το Mawahib, και αυτόν που το αρνιόταν θα τον τιμωρούσαν αυστηρά».
Διαβάζουμε ότι ο Muhammad Ibn Darain είπε: «Έχω μερικές τρίχες του Προφήτη που τις πήρα από το Ανάς και όταν το είπα στον Obeid al Suleimani αυτός απάντησε: ‘Αν είχα μια και μόνη τρίχα θα ήταν για μέσα περισσότερο από όλον τον κόσμο’». Υπάρχουν πολλές τέτοιες παραδόσεις που μας δείχνουν πώς μαζεύονταν οι τρίχες του Μωάμεθ και πώς μοιράζονταν στους οπαδούς του, όταν ξυριζόταν στη Μίνα και χρησιμοποιούνταν εναντίον του κακού ματιού, και την αξία που δινόταν σε μια και μόνη τρίχα από το κεφάλι του ή το μούσι του. Επιπλέον μας έχουν πει αν και πώς και πότε έβαψε τα μαλλιά του και το μούσι του, και ότι αρχικά ντυνόταν σαν τους «ανθρώπους της Βίβλου», αλλά μετά σταμάτησε. Ο μεγάλος αριθμός αναφορών σ’ αυτό το θέμα και στις απλές παραδόσεις και στη ζωή του Μωάμεθ, δείχνει τη σοβαρότητα στο ξεκίνημα και στη συνέχεια του Ισλάμ. Ο Ignace Goldziher άγγιξε το θέμα γράφοντας στο βιβλίο «Η λατρεία των λειψάνων στο Ισλάμ», και έδειξε ότι ειδικά 3 λείψανα του προφήτη οδηγήθηκαν «σε πολλαπλασιασμό χωρίς όρια: τα παπούτσιά του, τα χειρόγραφά του και τα μαλλιά του». Αλλά με το πέρασμα των αιώνων αυτό που έγινε αντικείμενο περισσότερης έρευνας είναι τα μαλλιά ή το μούσι του Μωάμεθ. «Τα μαλλιά», λέει ο Dr Goldziher, «τα έφεραν σαν φυλακτό και οι άνδρες στο νεκρικό κρεβάτι τους έδιναν εντολή γι’ αυτό το πολύτιμο απόκτημα, ότι θα έπρεπε να πάει μαζί τους και να αναμιχθεί με το χώμα». Ο Τζαφάρ Ιμπν Κινζάμπου, ο Βεζίρης ενός Αιγύπτιου πρίγκιπα, είχε 3 τέτοιες τρίχες που με το θάνατό του τοποθετήθηκαν στο στόμα του και τα οστά του, σύμφωνα με την τελευταία του διαθήκη, μεταφέρθηκαν στη Μεδίνα...
Είναι πολύ γνωστό, ότι ένα απ’ τα επιχειρήματα που υπάρχουν για να δικαιολογήσουν τους Χαλίφηδες της Κωνσταντινούπολης (που, αν δεν είναι Κορεσίτες, δε θεωρούνται από κάποιους παράνομοι για το Χαλιφάτο), είναι η κατοχή από αυτούς ιερών λειψάνων του Ισλάμ. Εκτός από το khirka-I-sharif, τον ιερό μανδύα και το «ξίφος του Ομάρ» στο τζαμί Εγιούμπ, περιλαμβάνονται τρίχες από το μούσι του Προφήτη. Η ποσότητα των τελευταίων δε φαίνεται να είναι ασήμαντη, αν κρίνουμε από τις περιπτώσεις που ο Σουλτάνος τις έδινε σ’ άλλες πόλεις. Στην περίπτωση του κτισίματος του τζαμιού Χαμίντιε, που κτίστηκε από το Σουλτάνο στη Σαμψούντα το 1889, μαθαίνουμε από κάποιο μωαμεθανικό έντυπο ότι εκτός από κάποια τεύχη του Κορανίου, ο διοικητής των πιστών διέταξε να μεταφερθούν στην Αμισό κάποιες τρίχες «που ανήκαν στον πρίγκιπα των δύο υπάρξεων και του καταφυγίου του κόσμου». Πυροβολισμοί έπεσαν από τον πύργο για να τιμήσουν τα μαλλιά του επιφανούς Προφήτη. Οι Shurifa και Ulema μετέφεραν το δώρο στο τζαμί. Ένα παρόμοιο δώρο δόθηκε μέσω ειδικών απεσταλμένων στην πόλη Χαλέπι (Συρία).
Οι δηλώσεις που υπάρχουν σε βιβλία του Μουσουλμανικού νόμου, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι κατά μια έννοια οι ανθρώπινες τρίχες θεωρούνται ιερές και δεν μπορούν να πωληθούν ή με κάποιον τρόπο να υποτιμηθούν. Διαβάζουμε στη Hedaya, ένα λεξικό του μουσουλμανικού νόμου: «Η πώληση των ανθρώπινων μαλλιών είναι παράνομη, όπως και η χρήση τους, επειδή, καθώς αποτελούν μέρος του ανθρώπινου σώματος, είναι ανάγκη να συντηρηθούν και να προφυλαχτούν από την ντροπή που θα έφερνε μια έκθεσή τους για πούλημα». Είναι επίσης καταχωρημένο στο Hadith Sharif, ότι ο θεός απηύθυνε μια κατάρα σ’ ένα wasila και mustawasila: Το πρώτο σημαίνει μια γυναίκα που η δουλειά της είναι να ενώνει τα κομμένα μαλλιά μιας γυναίκας, στο κεφάλι μιας άλλης, για να κάνει τα μαλλιά της να φαίνονται μακρύτερα και το δεύτερο σημαίνει τη γυναίκα που είχε τα πρόσθετα μαλλιά. Επίσης, επειδή είχε επιτραπεί στις γυναίκες να αυξάνουν τις μπούκλες τους με μαλλί από καμήλα, ίσως αυτό να επιβεβαιώνει το ότι η χρήση των ανθρώπινων μαλλιών είναι παράνομη.
Αναφέρεται στο Ibn Sa'ad, ότι στο τελευταίο του προσκύνημα, ο Μωάμεθ αφού χαιρέτησε τη Μαύρη Πέτρα και έκανε θυσία σφάζοντας 62 καμήλες με τα χέρια του (που συμβόλιζαν τα χρόνια της ζωής του), «ξύρισε το κεφάλι του και μοίρασε τα ιερά μαλλιά, τα μισά στον Abu Talha και τα άλλα μισά στις παρθένες συζύγους του και μια ή δυο τρίχες σε καθέναν από τους φίλους του ανάλογα με τη σειρά».
Ο Χαλίντ, φημισμένος πολεμιστής, έλαβε μερικές τρίχες από «το μέτωπο του Μωάμεθ, τις οποίες έβαλε στο καπέλο του» και πάντα νικούσε.
Τα οστά του Προφήτη περιλάμβαναν τα περισσότερα από τα μαλλιά του κεφαλιού του, πολύ προσεχτικά μετρημένα. Μια λίστα από αυτά, που στάλθηκε στο Σουλτάνο Σελίμ Α' και διατηρήθηκε από αυτόν στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης, περιλάμβανε μερικά από τα μαλλιά του, ένα δόντι, ένα ζευγάρι παπούτσια, τον μανδύα του, ένα χαλάκι προσευχής, τη λαβή του ξίφους του, μια πέτρα με το ίχνος του ποδιού του, ένα βέλος και τη σημαία του Προφήτη. Τρίχες του Προφήτη βρίσκονται ως λείψανο σήμερα στην Κωνσταντινούπολη, στο Αλέπο (Χαλέπι), στο Αϊντάμπ (Αντέπ), στο κασμίρ, στο Δελχί, στο Κάιρο, στο Σαφέντ της Παλαιστίνης και σε πολλά άλλα μέρη. Αυτά του Σαφέντ ήταν δώρο από το Σουλτάνο το 1911 στο τζαμί του Binat Ya'qub, που ανακαινίστηκε για να τα δεχτεί. Είκοσι στρατιώτες αρματωμένοι συνόδευσαν το λείψανο.
Και για να έρθουμε σ’ αυτή τη λατρεία του Προφήτη στις μέρες μας, έχουμε τα παρακάτω από τον τύπο της Ν. Υόρκης: «Ρίγος διαπέρασε το μουσουλμανικό κόσμο την περασμένη εβδομάδα: τρεις ιερές τρίχες από το μούσι του Προφήτη Μωάμεθ έλειπαν από καθένα από τα δυο τζαμιά της Κωνσταντινούπολης. Προσεχτικά διατηρημένες σε 40 σακουλάκια, το ένα μέσα στο άλλο και κλειδωμένα σε πολύτιμα κουτιά, οι τρίχες είχαν μείνει εκεί για γενιές. Κάθε χρόνο τη νύχτα Kadir, στο τέλος της γιορτής του Ραμαζάνι, οι σακούλες ανοίγονται και οι τρίχες εκτίθενται στους πιστούς. Την περασμένη εβδομάδα, όταν οι ιερείς πήγαν όπως συνήθως να βρουν τα λείψανα, αυτά είχαν εξαφανιστεί. Οι απαρηγόρητοι Μουσουλμάνοι της Κωνσταντινούπολης παρηγορήθηκαν μόνο με την ιδέα ότι ίδιες τρίχες από το πλούσιο μούσι του Προφήτη υπάρχουν ακόμα σε αμέτρητα τζαμιά».
Βλέπουμε από τα παραδείγματα αυτά, ότι στην ιστορία του Ισλάμ αυτά τα λείψανα του Προφήτη, κάποτε αντικείμενα απομόνωσης και ευσέβειας και στα οποία οι οπαδοί του Μωάμεθ έλπιζαν για ευλογία, έγιναν αντικείμενα δημόσιας έκθεσης. Τώρα είναι κάτι παραπάνω από λείψανα και βρίσκονται σε τζαμιά ή σε ιερούς βωμούς και φτάνουν σε σημείο να γίνονται αντικείμενα λατρείας ή πηγή μαγικής δύναμης.
Φυσικά έχουν δημιουργηθεί αντιδράσεις εναντίον αυτού του τρόπου λατρείας «shirk», από τη μεριά των αυστηρών ορθόδοξων Μουσουλμάνων. Λατρεία κάτι άλλου, δίπλα στο μοναδικό θεό, θεωρείται στο Ισλάμ θανάσιμη αμαρτία και κατά συνέπεια οι Χριστιανοί που λατρεύουν την Τριάδα θεωρούνται αμαρτωλοί... βλάστημοι.
Διαβάζουμε ότι στην 6η Σύνοδο των Ανατολιστών «ένας θεολόγος της Μεδίνας, ο Sheikh Amin, καταδίκασε αυτή τη χρήση των μαλλιών του Προφήτη που εφαρμόζεται στην Ινδία και την Τουρκία». Προειδοποίησε τους ακροατές του ότι ο Μωάμεθ λέγεται ότι είπε: «Όποιος βάζει κάτι δίπλα σε μένα θα βρει την Κόλαση σαν αιώνια κατοικία του». Το δόγμα των Wahhabi κατέστρεψε πολλά τέτοια αντικείμενα, που κάποτε θεωρήθηκαν ιερά, ακόμα και βωμούς αγίων, όταν κατέκτησαν τη Μεδίνα και πιο πρόσφατα τη Μέκκα κάτω από τις μεταρρυθμίσεις του Ιμπν Σαούντ. Ακόμα και ο τάφος της μητέρας Εύας στα προάστια της Τζέντα, που ήταν μέρος προσευχής και προσκυνήματος, καταστράφηκε.
Αλλά η προκατάληψη και η λατρεία των λειψάνων πεθαίνει δύσκολα. Η μεταρρύθμιση του Λούθηρου και του Καλβίνου, για παράδειγμα, δε στάθηκε ικανή να εξαλείψει τη λατρεία των λειψάνων στη μεσαιωνική Ευρώπη, ούτε η μεταρρύθμιση κι ο διαφωτισμός της σύγχρονης εκπαίδευσης ξέφυγαν από τη λατρεία των λειψάνων των αγίων: μαλλιά, κόκαλα, ρούχα κλπ., στις ευρωπαϊκές Εκκλησίες.Ο Ιωάννης Καλβίνος, το 1543, έγραψε μια αξιοσημείωτη διατριβή στο θέμα, που προδίδει την αίσθηση του χιούμορ του, όπως και την ειρωνεία και δυσαρέσκειά του. Εκεί αναφέρει ότι τα μαλλιά της Παρθένου Μαρίας και των αγίων, όπως και το αίμα, τα οστά, οι πετσέτες, το ξύλο του σταυρού, τα καρφιά κλπ., διατηρήθηκαν ως αντικείμενα λατρείας στις Εκκλησίες. Ίσως κάποιος Μουσουλμάνος μεταρρυθμιστής, με αίσθηση του χιούμορ, αλλά και αγανάκτηση, θα σηκωθεί να γράψει μια διατριβή για τα βήματα της ειδωλολατρίας (Shirk) στη σύγχρονη λατρεία των λειψάνων, περιλαμβανομένου και των μαλλιών του Μωάμεθ.


του Samuel M. Zwemer, Βουδαπέστη, 1948

22/12/08

Ινδουισμός

Εισαγωγή
Ινδουισμός είναι ο ευρύτερος όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πίστη 800 εκατομμυρίων ανθρώπων βασικά στην Ινδία, αλλά και σε γειτονικές χώρες, σε νησιά του Ειρηνικού, στην Αφρική και στο Νέο Κόσμο. Είναι θρησκεία που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. Η διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα νότια και με τις εισβολές από τη βόρεια Ινδία, καλύπτοντας μια χρονική περίοδο από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως το 1500. Ο όρος Ινδουισμός ουσιαστικά είναι γεωγραφικός παρά δογματικός. Προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη Σιντού, που σημαίνει «ποταμός», από όπου και πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου του Ινδού ποταμού.
Υπάρχει επίσης και ο όρος Βραχμανισμός που χρησιμοποιείται μαζί με τον όρο Ινδουισμός. Παράγεται απ’ το όνομα της ιερατικής ινδικής κάστας, τους Βραχμάνους (στα σανσκριτικά: βραχμάνα), κι όχι από το όνομα του θεού Βράχμα. Αναφέρεται, συνήθως, ο όρος αυτός στους κατοίκους των Ινδιών που αναγνωρίζουν τους Βραχμάνους ως ιερείς τους ή τηρούν τα δόγματα που αναπτύχθηκαν από τους Βραχμάνους μέσα στα ιερά τους κείμενα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ινδουισμός είναι μια από τις αρχαιότερες θρησκείες του κόσμου. Στηρίζεται περισσότερο στα ιερά βιβλία παρά σε κάποιον άνθρωπο ως ιδρυτή. Και αν ρωτήσετε κάποιον Ινδουιστή: «Ποιος έγραψε αυτά τα βιβλία;» ή «Ποιοι ήταν τα εμπνευσμένα όργανα που συνέγραψαν αυτές τις πνευματικές αλήθειες;», θα σας πει: «Τα έγραψαν οι άγιοι άνθρωποι χρισμένοι από τον ένα θεό που είναι πολλοί».
Βασική ιδέα του Ινδουισμού είναι η απελευθέρωση της ανθρώπινης ψυχής από μια αλλεπάλληλη σειρά μετενσαρκώσεων (νόμος του κάρμα). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ο Ινδουισμός προσφέρει άπειρα μέσα. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί μια καθαρά ατομική θρησκεία, από την οποία λείπει η κεντρική θρησκευτική εξουσία και τα δόγματα. Για τον Ινδουιστή, όμως, είναι υποχρεωτική η πίστη στις ιερές γραφές, στο νόμο της καρποφορίας των διαφόρων πράξεων, στις μετενσαρκώσεις, στην απελευθέρωση από αυτές κλπ.
Τα κυριότερα ιερά κείμενα στα οποία οι θρησκευτικές αντιλήψεις των Ινδουιστών βρίσκουν την έκφρασή τους είναι οι Βέδες (ιερή γνώση), οι Βραχμάνα και οι Ουπανισάντ. Οι πιο σπουδαίες είναι οι τέσσερις Βέδες, που γράφτηκαν μεταξύ 1500 και 800 π.Χ. και σ’ αυτές οφείλεται και το όνομα της θρησκείας που ονομάζεται Βεδική θρησκεία. Η αρχαιότερη και ιδιαίτερα σημαντική είναι η Ριγκ Βέδα, ποιητικό βιβλίο που περιλαμβάνει 1.028 ύμνους σε 10.600 στροφές, που είναι αίνοι και προσευχές στους θεούς (ιδιαίτερα στο θεό Βαρούνα, στο σοφό κύριο του ουρανού και στον Ίντρα, θεό του πολέμου) κατά τη διάρκεια των τελετουργιών. Υπάρχουν άλλες τρεις συλλογές: Η Σάμα Βέδα, που περιλαμβάνει ιερατικά τραγούδια που συνοδεύουν την προετοιμασία και την προσφορά της θυσίας, η Γιαλούρ Βέδα, που περιλαμβάνει ψαλμούς που ψιθυρίζονται μόλις συμπληρώνεται η τελετουργία, και η Αθάρβα Βέδα, που περιλαμβάνει μαγικά τραγούδια.
Ίσως πουθενά αλλού στον κόσμο δε παρουσιάστηκε ποτέ ένα τέτοιο θρησκευτικό σύστημα με τόσες θυσίες και τελετές, όσο το ινδουιστικό. Γι’ αυτό, οι ιερείς που έκαναν τις τελετές έχαιραν μεγάλης εκτίμησης κι έγιναν ισχυρή τάξη. Τα τελετουργικά βιβλία που χρησιμοποιούσαν οι Βραχμάνοι (έτσι ονομάστηκαν οι ιερείς) ήταν γνωστά ως Βραχμάνα. Σ’ αυτά εκφράζεται μια τάση για φιλοσοφικές θεωρίες, που ως σήμερα χαρακτηρίζουν τον ινδικό κόσμο. Οι Βραχμάνα γράφτηκαν μεταξύ 800 και 700 π.Χ., εποχή κατά την οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η κοινωνική διάρθρωση των Ινδιών με τη δημιουργία τύπων κάστας. Στην κορυφή της ταξικής αυτής διάρθρωσης βρίσκονταν οι βραχμάνοι (ιερείς), από τους οποίους προέρχονταν «όλες οι ζωικές πνοές, όλοι οι κόσμοι, όλοι οι θεοί και όλα τα όντα». Οι βραχμάνοι χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες και σε κάθεμιά από αυτές αντιστοιχούσε μια ομάδα ιερών βιβλίων, που είχαν ακριβώς τον τίτλο Βραχμάνα και ήταν κυρίως τελετουργικού περιεχομένου.
Η Καινή Διαθήκη του Ινδουισμού είναι οι Ουπανισάντ, που γράφτηκαν μεταξύ του 700 και 650 π.Χ., αντιπροσωπεύουν διάφορα θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα και θεωρούνται από τους Ινδουιστές ως οι υπέρτατες αποκαλύψεις. Είναι περίπου 200, αλλά τόσο διαφορετικές και αντιφατικές μεταξύ τους ώστε, όπως ανέφερε ένας Ινδουιστής λόγιος: «σε αυτές μπορεί ο καθένας να βρει εκείνο που επιθυμεί». Το μυστικιστικό τους περιεχόμενο περιλαμβάνει ποιήματα που αναφέρονται στην αναζήτηση της σημασίας της ζωής και του σύμπαντος. Με την εμφάνιση των Ουπανισάντ σημειώνεται η λήξη της Βεδικής περιόδου και η απαρχή της κλασικής.
Εκτός από αυτές, υπάρχουν οι λεγόμενες ελάσσονες Γραφές, οι Σμρίτι, μαζί με τους νόμους που ρυθμίζουν την κοινωνική, την ατομική και τη θρησκευτική ζωή, αλλά και τα δυο γνωστά ποιητικά έργα Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα. Ανάμεσα στις διάφορες πρακτικές που προσφέρει ο Ινδουισμός για την απελευθέρωση του ατόμου από τις μετενσαρκώσεις, ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η γιόγκα, η οποία οδηγεί στην απόλυτη αυτοκυριαρχία και του σώματος και της ψυχής.
Τα ιερά κείμενα των Ινδουιστών είναι όλα συνταγμένα στη σανσκριτική, την έντεχνη και λόγια διάλεκτο των αρχαίων Ινδιών, που κατά τη γνώμη των Ινδουιστών είναι η γλώσσα των θεών και αποτελεί τη γνήσια και αρχική γλώσσα της ανθρωπότητας.
Υπάρχουν απειράριθμες τελετουργίες στον Ινδουισμό. Κυριότερες όμως είναι αυτές που αφορούν τη γέννηση, την εφηβεία, τον γάμο και τον θάνατο. Ο Ινδουισμός υποδιαιρείται σε πολλές αιρέσεις. Οι κυριότερες είναι των βισνουιτών, των σιβαϊτών, των σάκτας και των καναπάτγια.

Η εξάπλωση του Ινδουισμού
Ο Ινδουισμός αναπτύχθηκε βαθμιαία από την αρχαία βεδική θρησκεία. Έχει θεμελιώσει τη δύναμή του στον κώδικα που έχει διατυπώσει για όλες τις πλευρές της ζωής του ανθρώπου, επιβλέποντας και πλαισιώνοντας κάθε πράξη του ανθρώπου, κλείνοντάς τον σε μια κάστα και δικαιώνοντας το παρόν με τη σκιά του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα υποθηκεύει, με σιδερένιους νόμους, ακόμα και το ίδιο το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος, ασήμαντη σταγόνα στο μεγάλο ποταμό των βίων που ανανεώνονται, δεν σκέφτεται παρά να καταλάβει το μικρό του πόστο. Ο ατομικισμός είναι ίσως η μοναδική ασθένεια που δεν ευδοκιμεί στη χώρα των επιδημιών, ενώ θριαμβεύει μια άλλη ασθένεια του πνεύματος, εκείνη που ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Νεχρού προσπάθησαν, συχνά με ανόμοια μέσα, να καταπολεμήσουν: η αδράνεια, η παθητικότητα, η σιωπή, η καρτερία απέναντι στο πεπρωμένο.
Μια άλλη μεγάλη δύναμη του Ινδουισμού υπήρξε η ασυνήθιστη ικανότητά του να αφομοιώνει στοιχεία άλλων θρησκειών. Ο Τζαϊνισμός, ο Βουδισμός και ο Χριστιανισμός επέδρασαν στη θρησκεία αυτή η οποία δεν απορρίπτει τίποτα, αλλά δέχεται στους κόλπους της θεότητες και δοξασίες, λατρείες και έθιμα κάθε προέλευσης, ενσωματώνοντάς τα στο δικό της πλέγμα τόσο καλά ώστε να τα καθιστά μια καινούργια δύναμη.
Μια τελευταία έκπληξη που προσφέρει ο Ινδουισμός είναι η φαινομενική αντίθεση μεταξύ της θρησκείας των μαζών και εκείνης των εκλεκτών, μεταξύ της δεισιδαιμονίας και της φιλοσοφίας, μεταξύ του ενός και του πολλαπλού, μεταξύ του ενός θεού και των πολλών θεών. Ο Ινδουισμός δεν αναγνωρίζει παρά ένα μόνο θεό, τον Βράχμαν (το απόλυτο πνεύμα). Είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα στη ζωή. Ο Βράχμαν είναι αυθύπαρκτος, άπειρος και πανταχού παρών. Ταυτόχρονα όμως, οι Ινδουιστές αναγνωρίζουν περίπου 330 εκατομμύρια θεότητες, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αναπαραστάσεις των διαφόρων ιδιοτήτων του Βράχμαν, που τις προσωποποίησαν και τους έδωσαν ονόματα. Ο Βράχμαν, όμως, παραμένει ο Υπέρτατος, η απεριόριστη ουσία του σύμπαντος. Φυσικά, υπάρχουν πολλοί Ινδουιστές που λατρεύουν τις ιδιότητες, όπως ακριβώς υπάρχουν πολλοί Χριστιανοί που λατρεύουν τις ιδιότητες της ηθικής, της αγάπης, της σοφίας και της δύναμης πιο πολύ από ό,τι λατρεύουν τον Θεό. Έτσι, η θρησκεία του Βράχμαν (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Βράχμα, μέλος της ινδουιστικής τριάδας) εμφανίζεται στους αντίποδες της λαϊκής πίστης. Η αναζήτηση του απόλυτου από ασκητές και φιλοσόφους γίνεται πολύ ψηλή θεώρηση, απορρίπτει τις τελετουργίες, τις θυσίες, τους εξαγνισμούς, τις λιτανείες, όλα όσα αποτελούν το ποικίλο θέαμα (άλλοτε γραφικό και άλλοτε πάλι φρικαλέο) της θρησκευτικότητας των μαζών.
Ο Ινδουισμός έχει και μια άλλη εκπληκτική πλευρά: τον παγανισμό. Ασφαλώς, το απόλυτο δεν είναι δυνατόν να απεικονιστεί ούτε και να εξηγηθεί. Ο φιλόσοφος δεν μπορεί να γονατίσει μπροστά σε ένα ομοίωμα από ξύλο και μέταλλο. Όμως, οι απλές ψυχές έχουν ανάγκη από μια ορατή απεικόνιση, από μια πλαστική απεικόνιση της θεότητας που λατρεύουν. Γι’ αυτό υπάρχουν εκατομμύρια αγάλματα, δημιουργημένα από μια ανεξάντλητη φαντασία, που βρίσκονται στους ναούς, στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια. Αγάλματα που οι πιστοί τα πλένουν, τα ντύνουν, τα αλείφουν με αρώματα, τους προσφέρουν τροφές και λιωμένο βούτυρο, τα μεταφέρουν θριαμβευτικά στους δρόμους, τα λατρεύουν καθημερινά στα σπίτια, ενώ τα επικαλούνται στις τελετουργίες και κατά τις τελετές στις κατοικίες.
Η κυριότερη στιγμή της επίσκεψης σ’ ένα ναό είναι η νταρσάν, δηλαδή η υλική όψη του αγάλματος του θεού. Ένας άγιος γκουρού πρέπει να εμφανιστεί μπροστά στους προσκυνητές. Αυτό το απλό γεγονός της θεώρησης θεωρείται αρκετό για τον πιστό.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί θεού
Από τον πολυθεϊσμό ο Ινδουισμός κατευθύνθηκε προς τον πανθεϊσμό, την ιδέα ότι μονάχα ο θεός υπάρχει κι ότι όλα είναι θεός. Την ινδουιστική τριάδα των πιο σπουδαίων θεοτήτων, την Τριμούρτι, την συνθέτουν: ο Βράχμα ο δημιουργός, ο Βισνού ο προστάτης και ο Σίβα ο καταστροφέας. Αλλά ενώ ο Βισνού στα βόρεια και ο Σίβα στα νότια μοιράζονται τους πιο πολλούς πιστούς, ο Βράχμα έχει παραμεληθεί από τη λαϊκή ευλάβεια: δεν υπάρχουν ιδιαίτερες λατρείες ή θρησκευτικές αιρέσεις αφιερωμένες σ’ αυτόν, ενώ δεν είναι γνωστός παρά μόνο ένας ναός σε όλη την Ινδία, και για την ακρίβεια στην Ατζμέρ, που είναι αφιερωμένος αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτόν.
Η μυθολογία δίνει φυσικά μια φανταστική εξήγηση για το γεγονός αυτό, που μπορεί να φανεί μάλλον παράξενη. Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Βράχμα, κυριευμένος από ανόσιο πάθος για την κόρη του, Σαρασβάτι, προστάτιδα των τεχνών και της ευγλωττίας, θέλησε να την παντρευτεί. Όμως, οι θεοί, ντροπιασμένοι από την παραβίαση αυτών των νόμων της φύσης, τον τιμώρησαν με το να του αρνηθούν για πάντα τις λατρευτικές τιμές και τις θυσίες. Ωστόσο, η πραγματική αιτία είναι άλλη: όπως φαίνεται καθαρά από το όνομα, ο Βράχμα είναι προσωποποίηση του Βράχμαν, του ουδέτερου και απόλυτου πνεύματος που απαντά ήδη στην αρχαία βεδική θρησκεία. Το γεγονός ότι προέρχεται από μια αφηρημένη έννοια, έκανε το λαό να προτιμήσει τις άλλες δυο θεότητες, που έπαιρναν πιο εύκολα ανθρώπινες πλευρές και ιδιότητες.
Η σπουδαιότερη λειτουργία του Βράχμα υπήρξε η δημιουργία του ανθρώπου, που ήταν μάλλον κοπιαστική. Η επέμβασή του στην ανθρώπινη ζωή είναι αποφασιστική και χωρίς αναθεώρηση: την έβδομη νύχτα μετά τη γέννηση ενός παιδιού, ο Βράχμα πηγαίνει προσωπικά να γράψει στο μέτωπό του το πεπρωμένο του, και εκείνο που έχει αποφασιστεί πρέπει να γίνει. Όταν ταλαιπωρείται από διάφορα προβλήματα, ο Ινδουιστής παρηγορείται λέγοντας: «Ήταν γραμμένο στο μέτωπό μου!».
Αντίθετα, ο Βισνού, ο τρίμορφος θεός προστάτης, είναι εξαιρετικά δημοφιλής, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Βραχμάνους. Αναπαριστάνεται σαν νέος με τέσσερα χέρια, που κρατούν συμβολικά αντικείμενα, προσωποποιεί το νόημα της ηθικής του κόσμου. Κάθε φορά που η ανθρωπότητα, κάτω από την επιρροή χαιρέκακων δυνάμεων, κινδυνεύει να χαθεί, για να την σώσει εμφανίζεται παίρνοντας τη μορφή ανθρώπου ή ζώου: γίνεται ψάρι, χελώνα, αγριόχοιρος, ανθρωπόμορφο λιοντάρι, νάνος, Παρασουράμα, Ράμα, Κρίσνα, Βούδα και Χριστός, όπως έχουν την τάση να λένε οι σύγχρονοι λατρευτές του Βισνού (οι βισνουίτες), ενσωματώνοντας έτσι το Χριστιανισμό στον Ινδουισμό, όπως έκαναν ήδη με το Βουδισμό. Οι πολυάριθμες αιρέσεις που είναι αφιερωμένες στη λατρεία του χαρακτηρίζονται από την αυτοεγκατάλειψη με εμπιστοσύνη σ’ αυτόν και από ευλαβική αγάπη (μπάκτι), επειδή ο Βισνού, που τον επικαλούνται στους κινδύνους, εμφανίζεται σαν λυτρωτής και σωτήρας της ανθρωπότητας. Η γυναίκα του, Λάκαμι, γεμάτη ακτινοβολία και καλοσύνη, είναι η θεά της ομορφιάς και της ευτυχίας.
Ο Βράχμα, λοιπόν, δημιουργεί, ο Βισνού διατηρεί, ενώ ο Σίβα, το τρίτο πρόσωπο του ινδουιστικού πάνθεου, είναι διπρόσωπη θεότητα και συγκεντρώνει αντιτιθέμενες ιδιότητες. Σαν καταστροφέας ταυτίζεται με το θάνατο. Είναι ο Χάρα (αυτός που παίρνει μακριά), αλλά συγχρόνως κι ο Μπαϊράβα (αυτός που εμπνέει τρόμο) ο κύριος των δαιμονίων. Επειδή όμως ζωή και θάνατος είναι έννοιες αλληλένδετες κι αυτό που πεθαίνει ξαναγεννιέται σε καινούργια ζωή, είναι συγχρόνως ο θεός της δημιουργίας και της γονιμότητας, σαν Σίβα (δωρητής αγαθών) και Ναταράτζα (βασιλιάς του χορού) και συμβολίζει την αιώνια αναπαραγωγική δύναμη της φύσης. Με το χορό της δημιουργίας, ο Σίβα έθεσε σε κίνηση το σύμπαν. Η προστασία των τεχνών και των θεωρητικών επιστημών αποτελεί άλλο ένα μέρος της λειτουργίας του σαν δημιουργού. Συχνά παριστάνεται με τη μορφή ασκητή, που κάθεται στις κορυφές των Ιμαλαΐων, καλυμμένος με στάχτες ή καβάλα πάνω στον άσπρο ταύρο Νάντι (σύμβολο γονιμότητας, που είναι το πολεμικό του άλογο), με πέντε πρόσωπα, δέκα χέρια, τρία μάτια, τυλιγμένος με δέρμα τίγρης. Σ’ ένα χέρι κρατάει ένα είδος σκήπτρου και σ’ ένα άλλο μια αντιλόπη. Μερικές φορές είναι στολισμένος με ένα περιδέραιο από νεκροκεφαλές και ένα μαύρο ερπετό είναι κουλουριασμένο γύρω από το λαιμό του, ενώ σε κάποιο χέρι του κρατάει μια τρίαινα. Οι οπαδοί του λέγονται σιβαΐτες και πολλοί από αυτούς ακολουθούν τον Σίβα στην ασκητική του ιδιότητα και ζουν με ταλαιπωρίες και κακουχίες.
Αυτός ο τρομερός και βίαιος θεός, σύζυγος - εραστής της θεάς Παρβάτι, ο οποίος έχει μια τάση προς την απιστία, λατρεύεται κυρίως με τη μορφή του γεννήτορα. Το λίνγκαμ, φαλλικό σύμβολο, υπήρξε αντικείμενο μιας από τις σημαντικότερες λατρείες. Η αίρεση των λινγκαγιάτ, από τις πιο σπουδαίες ανάμεσα στις πολυάριθμες σιβαϊκές αιρέσεις, είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στη λατρεία του θεού με τη μορφή αυτή.
Αν ο Σίβα συναγωνίζεται τον Βισνού και τις μετενσαρκώσεις του στη λατρεία του λαού, η σύντροφος και σύζυγός του είναι η πιο λατρευτή και επίφοβη γυναικεία θεότητα. Έχει κι αυτή πολλές πλευρές, αγαθές ή σκληρές, και εμφανίζεται σαν χορηγός ζωής και θανάτου. Έτσι, οι σάκτας (αίρεση του Ινδουισμού) τη λατρεύουν και την επικαλούνται με το όνομα Ντέβι (μητέρα της ζωής και της τρυφερότητας). Λατρεύεται σαν θεία ερωμένη, κόρη του βουνού (Παρβάτι) και είναι πρωταγωνίστρια των ερωτικών περιπετειών και των συζυγικών παραστρατημάτων του πιο δημοφιλούς ζευγαριού του Ινδουισμού. Είναι επίσης παρθένος (Κουμάρι) και πιστή σύζυγος (Σάτι): με αυτή την ιδιότητα η θεά, που σύμφωνα με τον μύθο έπεσε στην πυρά για να μη παρευρεθεί σε μια διένεξη ανάμεσα στον πατέρα της και στον σύζυγό της, έγινε το πρότυπο και το παράδειγμα των σάτι, των χηρών που καίγονται ζωντανές στην πυρά των συζύγων τους. Επίσης είναι η Ούμα, η μεγάλη μητέρα των ανθρώπων, αγαθή και συμπονετική στα βάσανά τους, η Αναπούρνα, αυτή που διωρίζει άφθονο ρύζι στους πεινασμένους, η Μάγια, η θεά της δημιουργίας.
Ωστόσο, παράλληλα με τη μητρική και ερωτική αυτή πλευρά, η Παρβάτι έχει επίσης και το πρόσωπο της καταστροφής και του θανάτου, η θεά που διακρίνεται για τη σκληρότητά της: είναι η Ντούργκα (απρόσιτη), η Μπαϊράβι (τρομερή), η Κάντι (βίαιη), η Γκουάρι (θηριώδης), η Καμούντα (κυρία του θανάτου), η Σιτάλα (θεά των επιδημιών), η Καραβέι (νικήτρια), η Κάλι (μαύρη). Καθεμιά από τις πλευρές αυτές προϋποθέτει μια σειρά από τελετές, γιορτές και θυσίες διαφορετικού χαρακτήρα, αλλά και απεικονίσεις της θεότητας αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Προς τιμή της θεάς γίνονταν άλλοτε ανθρωποθυσίες, κωδικοποιημένες λεπτομερώς στο Κάλι Πουράνα. Όμως, εξακολουθούν ακόμα οι θυσίες ζώων, αν και δεν αποτελούν πρακτική του Ινδουισμού.
Τέλος, μια άλλοι αίρεση, οι καναπάτγια, λατρεύουν τον Γκανέσα, τον θεό με το κεφάλι ελέφαντα, γιο του Σίβα.
Το ινδικό πάνθεο παρουσιάζει μια τεράστια ποικιλία και πλούτο σε θεότητες. Οι θεότητες και οι πιο διαφορετικοί τοπικοί ήρωες, που βρήκαν άσυλο σ’ αυτό, κι οι πιο ανόμοιες τάσεις που άσκησαν την επιρροή τους στη διαμόρφωσή του, δίνουν περίπου την εντύπωση ενός δάσους με οργιαστική βλάστηση, παρά ενός μικρού ιερού δάσους που το χαρακτηρίζει μια τάξη και που είναι αυστηρά περιφραγμένο. Γι’ αυτό, όσο και αν προσπαθήσει κανείς να κατατάξει συστηματικά όλον αυτόν τον ανεξάντλητο αριθμό θεών, τους συμπεριλαμβάνει σ’ έναν ολοκληρωμένο κατάλογο, σημειώνοντας ότι πολλές θεότητες είναι μορφές, ενσαρκώσεις ή παρακλάδια ενός μοναδικού θεού.
Ο Ινδουισμός αντιλαμβάνεται το θεό ή τους θεούς κατά την υπαγόρευση της πνευματικής και διανοητικής του δύναμης. Γι’ αυτόν η θρησκεία είναι κάτι το βιώσιμο. Είναι κάτι το πρακτικό κι όχι θεωρητικό. Είναι υποκειμενική μάλλον παρά αντικειμενική. Μπορείς να πιστεύεις σ’ ένα θεό ή σε 10.000 θεούς και να είσαι Ινδουιστής. Κι ακόμα μπορεί να είσαι άθεος και να είσαι Ινδουιστής, γιατί ο Ινδουισμός είναι εξίσου πολιτισμός, φιλοσοφικό σύστημα και θρησκεία. Δεν μπορείς όμως να είσαι Ινδουιστής αν δεν σκέφτεσαι τα αιώνια ερωτήματα: «Ποιος είμαι; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Που πηγαίνω;» Και ούτε πάλι μπορείς να είσαι πραγματικός Ινδουιστής, αν δεν υπενθυμίζεις πάντα τον εαυτό σου: «Είμαι Εκείνος».

Οι ασκητές του Ινδουισμού
Σημαντικό ρόλο στον Ινδουισμό διαδραματίζουν οι ασκητές (σαντού). Ο σαντού (ο άγιος, ο δίκαιος) είναι μια μορφή ζωντανή ακόμα και στη σύγχρονη Ινδία. Είτε είναι ο σραμάνα αΐν, ο σιβαΐτης γιόγκι, ο βραχμάνος σανιάσι, ο βουδιστή ζητιάνος μοναχός μπικού, είναι ο άνθρωπος που με τη θέλησή του έχει εγκαταλείψει τα πάντα για να πετύχει τον υπέρτατο σκοπό του, τη συγχώνευση με το απόλυτο, δηλαδή με τον Θεό. Ο σαντού δεν έχει πια οικογένεια ούτε περιουσία. Δεν έχει πια κάστα, επειδή έχει ξεπεράσει τις κάστες, δεν έχει υποχρεώσεις, επειδή έχει υπερβεί τους νόμους. Έχει απομακρυνθεί εκούσια από την ινδική κοινωνία.
Ο τίτλος σανιάσι, που χρησιμοποιείται γενικά σαν συνώνυμο του σαντού, στην αρχική έννοιά του δήλωνε τον Βραχμάνο ο οποίος, αφού εκπλήρωνε το κοινωνικό του καθήκον και γινόταν πατέρας και σύζυγος, εγκατέλειπε σύζυγο και παιδιά για να αφιερωθεί στον θρησκευτικό στοχασμό. Σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα, η ιδεώδης ζωή του Βραχμάνου περιλάμβανε τέσσερις σταθμούς: του έγγαμου αφιερωμένου στη μελέτη, του έγγαμου αφιερωμένου στην οικογένεια, της απάρνησης της κοινωνίας (βάνα-πράστα), στη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος εγκατέλειπε τη γυναίκα του κι άρχιζε την ασκητική ζωή και, τέλος, το σταθμό του σανιάσι, δηλαδή της πλήρους εγκατάλειψης κάθε δεσμού με τη γη. Ο κανόνας αυτός των σταθμών της ζωής παρέμεινε πιθανώς θεωρητικός.
Τα δικαιώματα του ασκητισμού σ’ αυτόν το λαό, που οδηγήθηκε έτσι στον ασκητικό βίο, έχουν παραμείνει αναλλοίωτα. Ο σεβασμός και η λατρεία που περιβάλλουν τον ινδουιστή μοναχό ίσως δε συναντώνται σε άλλες χώρες: ο τίτλος που τους ανήκει είναι ο μαχαράτζα (μεγάλος βασιλιάς), επιδή ο πιο φτωχός και πιο ρακένδυτος από τους ανθρώπους αυτούς διαθέτει έναν πνευματικό πλούτο άγνωστο στους επίγειους βασιλείς. Όμως, για να φτάσει ο ινδουιστής μοναχός στο βαθμό αυτόν, είναι απαραίτητη μια περίοδος μύησης, που μπορεί να ποικίλλει από 2-10 χρόνια, ανάλογα με τις διαθέσεις και την ευφυΐα του νεοφώτιστου. Η μαθητεία, που συνήθως γίνεται στην Μπεναρές, συνίσταται σε κάθε είδους τιμωρίες του σώματος, σε θρησκευτικές και φιλοσοφικές μελέτες και ασκήσεις γιόγκα.
Αναπόσπαστο μέρος των προκαταρκτικών δοκιμασιών είναι ένα ταξίδι με κυμαινόμενη διάρκεια, που ο νεοφώτιστος πρέπει να κάνει με τα πόδια στη χώρα, ζώντας από ελεημοσύνες και έχοντας μαζί του μονάχα ένα μπαστούνι για να στηρίζεται και μια κοτύλη (γαβάθα) για να συγκεντρώνει τις προσφορές, επειδή δεν πρέπει να αγγίξει τα χρήματα με τα χέρια του. Αφού τελειώσει η περιπλάνηση, ο νεοφώτιστος επιστρέφει στο μοναστήρι για να αντιμετωπίσει άλλες δοκιμασίες που θα τον οδηγήσουν, αν ξεπεραστούν, στην πλήρη καθαγίαση.
Ορισμένοι ασκητές, μάλιστα, που έχουν γίνει γνωστοί με τον αραβικής προέλευσης όρο φακίρης (που αρχικά σήμαινε ζητιάνος, αλλά για τους Ινδούς πια σημαίνει μεγάλος άγιος), υποβάλλουν το σώμα τους σε απίστευτες δοκιμασίες. Ωστόσο, το φαινόμενο της επίδειξης που γίνεται φια τους δυτικούς και είναι μια μορφή επαιτείας και θεάματος, δεν πρέπει να συγχέεται με τον πραγματικό σαντού, που δεν θα έκανε ποτέ δημόσια επίδειξη για αμοιβή.

Ινδουιστικές αντιλήψεις για τη μεταθανάτια κατάσταση
Όλα τα ινδουιστικά θρησκευτικά συστήματα περιστρέφονται γύρω από δυο βασικές ιδέες: αυτής της μετεμψύχωσης και του νόμου του Κάρμα (πράξεις).
Η πιο επιθυμητή έκβαση του θανάτου, από τη σκοπιά του Ινδουιστή, θα ήταν η απορρόφηση της ανθρώπινης προσωπικότητας από το Βράχμα. Δεν είναι όμως αυτή η κανονική έκβαση του θανάτου. Όποιος πεθαίνει ξαναγεννιέται και ζει μια άλλη ζωή, είτε σ’ αυτή τη γη, είτε σ’ άλλον από τους τόσους ουρανούς ή κολάσεις. Η ζωή, στην οποία η ψυχή ξαναγεννιέται, μπορεί να είναι κάποιου ανθρώπου ή κάποιου φυτού ή ζώου ή ακόμα και εντόμου.
Το είδος της ζωής στο οποίο το πρόσωπο ξαναγεννιέται εξαρτάται από το νόμο του Κάρμα. Το σύνολο των πράξεων του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ζωής καθορίζει το είδος της καινούργιας ζωής που θα έχει μετά το θάνατο. Κι αυτό γίνεται διαδοχικά, ώσπου να φτάσει σε μια κατάσταση τελειότητας.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί σωτηρίας
Ο Ινδουισμός δέχεται τρεις τρόπους σωτηρίας: 1) δια των έργων, 2) δια της γνώσης και 3) δια της αφιέρωσης.
Ο τρόπος δια των έργων περιλαμβάνει θυσίες στους θεούς, μελέτη των ιερών βιβλίων, ζωή δίκαιη και καλή. Τα καλά αυτά έργα συντελούν, κατά την ινδουιστική παράδοση, στο να γίνει κάτι καλύτερο όταν ξαναγεννηθεί ο άνθρωπος, σύμφωνα με το νόμο του Κάρμα. Εκτός από τα καλά έργα, που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχουν κι άλλα αναρίθμητα νομικής φύσης. Πιστεύουν ότι μια χήρα που ξαναπαντρεύεται ξαναγεννιέται σε τσακάλι. Για εκατομμύρια Ινδούς αυτά τα έργα είναι η μόνη τους ελπίδα και παρηγοριά.
Ο τρόπος δια της γνώσης στηρίζεται στις Ουπανισάντ. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η άγνοια είναι η αιτία της δυστυχίας του ανθρώπου και κάθε κακού. Ιδιαίτερα το είδος της άγνοιας που συνίσταται στο να πιστεύει κανείς στη πραγματική, προσωπική του υπόσταση ανεξάρτητα από το Βράχμαν, που είναι το παν. Η προσωπική ζωή του ανθρώπου δέχονται ότι είναι σαν μια σταγόνα νερού σ’ ένα κύμα του ωκεανού που πέφτει μέσα στον ωκεανό και χάνει για πάντα τη φαινομενική προσωπική του ταυτότητα. Η σωτηρία δια της γνώσης επιτυγχάνεται με την περισυλλογή και το πρέσβευαν αυτό οι φιλόσοφοι μάλλον παρά οι απλοί άνθρωποι.
Ο τρόπος δια της αφιέρωσης συνίσταται στο να αγαπάει κανείς και να λατρεύει ένα συγκεκριμένο θεό ή θεά. Αυτός ο τρόπος της σωτηρίας φάνηκε σε πολλούς πιο βολικός, στους οποίους ο τρόπος της γνώσης τούς ήταν απρόσιτος. Επίσης βρήκε απήχηση στη θρησκευτική φύση των ανθρώπων εκείνων, στους οποίους ο τρόπος δια των έργων δεν πέτυχε. Γι’ αυτό ο τρόπος αυτός της σωτηρίας είχε μεγάλη επιρροή στον Ινδουισμό. Και φυσικά περιέθαλψε την ειδωλολατρία, γιατί η αφοσίωση και η λατρεία δεν αφορά τον αληθινό Θεό, αλλά τους θεούς και τις θεές του Ινδουισμού, που είναι πολυάριθμοι.

Ινδουιστικές αντιλήψεις περί του κόσμου
Οι Βέδες, οι Βραχμάνα και οι Ουπανισάντ προσφέρουν τις πιο ποικίλες κοσμογονίες. Αναφέρουν ότι ο κόσμος στην αρχή δεν υπήρχε, αλλά τον δημιούργησαν οι θεοί με έναν τρόπο πρωτόγονο ή προήλθε από μια παγκόσμια θεότητα ή από μια έμψυχη αρχέγονη ουσία. Μπορούμε συνεπώς να παραδεχτούμε πως δίδασκαν μια αρχική γένεση του κόσμου.
Σε σύνδεση με τη θεωρία του Κάρμα και από την αιτιολογία που ανταμείβει τις πράξεις, εμφανίστηκε τότε η θεωρία της περιοχικής γένεσης και καταστροφής του κόσμου, η οποία μπορούμε να πούμε ότι σχεδόν επικρατεί παγκόσμια. Ενώ οι οπαδοί της ατομικής θεωρίας πιστεύουν ότι τα αιώνια άτομα συσσωρεύονται ακατάπαυστα σε κοσμικά σώματα, οι περισσότερες από τις άλλες σχολές υποστηρίζουν ότι το σύμπαν προέρχεται κατά περιόδους από το ένα πρωτόγονο και αρχέγονο Ον και δηλώνουν ότι στο τέλος του κόσμου θα ξαναγυρίσει σ’ αυτό. Γενικά τείνουν να πιστεύουν ότι η προπατορική Αρχή δημιουργεί κατ’ αρχήν την ύλη και ότι κατόπιν, σαν ζωογόνο πνεύμα, εισχωρεί σ’ αυτήν.
Το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στις ατομικές ψυχές και τον αρχέγονο θεό λύνεται με διάφορους τρόπους. Για πολλούς φιλοσόφους δεν υπάρχει στην πραγματικότητα παρά μια παγκόσμια ψυχή που φαίνεται μοιρασμένη σ’ όλες τις ατομικές ψυχές. Για άλλους, οι ατομικές ψυχές προέρχονται από τον Θεό, όμως είναι ουσίες αυτόνομες, διαφορετικές από το Θεό, όσο και οι τρίχες από το κεφάλι, από το οποίο φύτρωσαν. Κατά τους κλασικούς η ύλη και η ψυχή δεν έχουν κοινή καταγωγή από μια παγκόσμια θεότητα. Οι ψυχές είναι αιώνιες ουσίες αυτόνομες και οι ουσίες πάλι προέρχονται εξελικτικά από μια πνευματικότητα. Σ’ όλες αυτές τις ρεαλιστικές θεωρίες αντιτίθεται η ιδεαλιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία, από την άποψη της ανώτατης αλήθειας δεν υπάρχει η γένεση του κόσμου, αφού κάθε πολυμορφία δεν είναι παρά μια απάτη που καταλογίζεται στο παγκόσμιο Ον, το οποίο στηρίζεται στην άγνοιά μας.

Ο Ινδουισμός σήμερα
Η καθημερινή ζωή του Ινδουιστή είναι συγκεχυμένη. Δεν υπάρχουν ουσιαστικά κριτήρια ηθικής. Η ζωή πολλών θεών ήταν πραγματικά ανήθικη και οι ακόλουθοί τους, είναι επόμενο, να τους μιμούνται. Ο εγωισμός, το μίσος, η σαρκική επιθυμία αφθονούν και δεν υπάρχει τίποτε στον Ινδουισμό που να τα εμποδίζει.
Το σύστημα των τάξεων είναι αλληλένδετο με τον Ινδουισμό. Τα εκατομμύρια δηλαδή των Ινδών είναι ταξινομημένα σε κατηγορίες. Από το στόμα του Βράχμαν προέκυψε η ανώτερη τάξη των Βραχμάνων, από τους ώμους, οι πολεμιστές, από τους μηρούς του, η εργατική τάξη, από τα πόδια του, οι υπηρέτες. Όλες αυτές οι τάξεις ή κάστες, όπως ονομάζονται, υποδιαιρούνται. Έχουν γίνει απόπειρες από τη μεριά ορισμένων προοδευτικών ηγετών της Ινδίας, να καταργηθούν αυτές οι τάξεις, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο γιατί συνδέονται στενά με τη θρησκεία.
Μέλη μιας τάξης μπορεί να μην έχουν δοσοληψίες με μέλη κάποιας άλλης. Δεν πρέπει να τρώνε ή να πίνουν με άλλους παρά μόνο της τάξης τους. Ούτε και μπορεί κάποιο μέλος μιας τάξης να προαχθεί σε ανώτερη τάξη, από αυτή στην οποία γεννήθηκε. Αυτή είναι μια από τις κατάρες της ανθρωπότητας σήμερα.
Η θέση των γυναικών είναι πραγματικά αξιολύπητη. Στην Ινδία υπάρχει ανηθικότητα του πιο απαίσιου είδους, με την πλήρη έγκριση του Ινδουισμού. Σε λίγα μέρη του κόσμου οι γυναίκες έχουν τόσο μικρή αυτό εκτίμηση. Η ζήλεια, η προδοσία και η πλεονεξία τις κρατούν σε φοβερή δουλεία.
Στη χώρα αυτή, όπου είναι δύσκολο να εξασφαλίσεις αρκετή τροφή για να επιζήσεις, υπάρχει το επιπρόσθετο πρόβλημα του σεβασμού όλων των ζωντανών, ιδιαίτερα των αγελάδων, που θεωρούνται ιερές. Δεν τις σφάζουν για να τις φάνε. Πολλές φορές λένε ότι υπάρχουν στέγες για ηλικιωμένες αγελάδες, καμιά στέγη όμως για γέρους ή γριές στην Ινδία. Ο Ινδουιστής πιστεύει ότι η σωτηρία του εξασφαλίζεται αν μπορέσει και πιάσει την ουρά μιας αγελάδας την ώρα που πεθαίνει κι έτσι μεταφέρεται στον παράδεισο. Η πίστη στην μετεμψύχωση επηρεάζει όλη τη ζωή από την κούνια ως τον τάφο. Οι ακτές του ιερού ποταμού Γάγγη είναι γεμάτες με τους προσκυνητές που νομίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο καθαρίζονται από τις αμαρτίες τους.

Αυτά που λείπουν από τον Ινδουισμό είναι:
1. Πίστη σ’ έναν προσωπικό παντοδύναμο Θεό, δημιουργό και κυβερνήτη των πάντων, ανεξάρτητο από το σύμπαν.
2. Πίστη στο θέμα της δημιουργίας, που είναι βασικό για κάθε πραγματική αντίληψη του σύμπαντος.
3. Πραγματική αντίληψη του ηθικού νόμου.
4. Πραγματική αντίληψη της αμαρτωλότητας του ανθρώπου.
5. Σωτήρας που έδωσε τον Εαυτό Του για τις αμαρτίες των ανθρώπων, που πέθανε και αναστήθηκε.
6. Πραγματική πίστη στην προσωπική αθανασία και αιώνια ζωή.

Η πραγματική ελπίδα της Ινδίας δεν βρίσκεται λοιπόν σε μεταρρυθμίσεις ή αναπροσαρμογές του Ινδουισμού, ούτε στο ιεραποστολικό έργο της μορφής του «κοινωνικού ευαγγελίου», αλλά στη σαφή διακήρυξη του αληθινού Θεού, της Αγίας Γραφής και του Ιησού Χριστού και τούτου σταυρωμένου, δια του οποίου σώζονται οι αμαρτωλοί, χωρίς τον Οποίον κανένας δεν μπορεί να έρθει στον Θεό.

8/12/08

Πότε και πώς καθιερώθηκε η γιορτή των Χριστουγέννων

Πότε γεννήθηκε και βαπτίστηκε ο Ιησούς Χριστός είναι άγνωστο. Αν ήταν γνωστό, θα είχαμε σχετικές γιορτές πολύ νωρίς και όχι μετά από τρεις εκατονταετηρίδες, δεν θα συνδυάζονταν τα δυο αυτά γεγονότα, που τόσο απέχουν χρονολογικά, σε μια και την ίδια γιορτή (την 6η Ιανουαρίου), ούτε θα αποσπόταν αργότερα η γέννηση του Χριστού για να μετατεθεί την 25η Δεκεμβρίου.
Ο Ευαγγελισμός και η γέννηση του Χριστού ορίστηκαν χρονολογικά την 3η εκατονταετηρίδα, πριν γίνει σκέψη για εισαγωγή σχετικών εκκλησιαστικών εορτών. Ο Ευαγγελισμός ορίστηκε την 25η Μαρτίου, η οποία θεωρείτο ως ημέρα της εαρινής ισημερίας. Η ημέρα αυτή, λόγω επιδράσεως των Ιουδαίων και μάλιστα του Φίλωνα, θεωρείτο ως η πρώτη ημέρα της δημιουργίας. Εξαιτίας αυτής, η γέννηση του Χριστού ορίστηκε 9 μήνες αργότερα, δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου. Η γιορτή των Θεοφανείων (6η Ιανουαρίου), κατά την οποία πρωτύτερα γιορταζόταν και η γέννηση του Χριστού, έμεινε στην Ανατολή σαν γιορτή πλέον της βάπτισής του.
Η εκκλησιαστική γιορτή των Χριστουγέννων της 25ης Δεκεμβρίου εισήχθηκε περί το 336 μ.Χ. στη Ρώμη. Στην εισαγωγή της γιορτής συνετέλεσε η κατά την ίδια ημέρα μεγάλη εθνική γιορτή του ηλίου. Όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός, τόσο οι Έλληνες όσο κι οι Ρωμαίοι δεν θεώρησαν σκόπιμο να εξαφανίσουν και να σβήσουν τις τελετές και τις μυσταγωγίες των αρχαίων τους θρησκειών. Και όχι μόνον τις διατήρησαν, αλλά και ενίσχυσαν τις γιορτές εκείνες, στις οποίες ο λαός έβρισκε χαρά και ευθυμία. Η μεγαλύτερη από τις γιορτές αυτές ήταν η ρωμαϊκή γιορτή των Καλενδών, που κρατούσε από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι την 7 Ιανουαρίου. Σε όλο αυτό το διάστημα, άρχοντες και λαός ρίχνονταν σε φαγοπότια και ξεφαντώματα κι ο λαός ξεχνούσε τη στυγνή τυραννία της ρωμαϊκής σκλαβιάς. Κατά την περίοδο αυτή δίνονταν θεατρικές παραστάσεις, στολίζονταν τα σπίτια και τα δημόσια καταστήματα, ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, έπαιζε τυχερά παιχνίδια, μεταμφιεζόταν και μασκαρευόταν τη νύχτα, οπότε γίνονταν πολλά παρατράγουδα και όργια και γενικά το διονυσιακό πνεύμα κυριαρχούσε στη χειρότερη μορφή του.
Ο Χριστιανισμός προσπάθησε να καταργήσει και να εξαφανίσει όλες τις παρόμοιες γιορτές και κυρίως την οργιαστική περίοδο των Καλενδών. Δεν ήταν όμως εύκολο να ξεριζώσει συνήθειες αιώνων και να βάλει φραγμό στα φαγοπότια και στις ειδωλολατρικές γιορτές. Μια λοιπόν από τις πρώτες πράξεις του χριστιανικού κράτους ήταν να απαγορεύσει τις διονυσιακές γιορτές του Δωδεκαημέρου των Καλενδών. Μεγάλοι ρήτορες της Εκκλησίας τη χαρακτήριζαν σαν έργο του διαβόλου και των κακοποιών πνευμάτων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν έχανε ευκαιρία να τις κατακεραυνώνει και να προτρέπει τους χριστιανούς να απέχουν από αυτές: «Τίποτε δεν είναι πιο εχθρικό προς το πνεύμα του Χριστιανισμού», έλεγε, «όσο αυτά που συμβαίνουν κατά τις νύχτες εκείνες». Η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος έφτασε στο σημείο να αφορίζει όσους γιόρταζαν τις γιορτές των Καλενδών. Γενικά η Εκκλησία στάθηκε αμείλικτη απέναντι στις Καλένδες και γενικά σε κάθε υπόλειμμα διονυσιακής τελετής. Ο λαός, όμως, επέμενε, έστω και κάπως περιορισμένα, να γιορτάζει και να μασκαρεύεται, μη λογαριάζοντας τις συνέπειες και τις ποινές της νέας θρησκείας.
Η γιορτή των Χριστουγέννων μπήκε στην περίοδο αυτή και μάλιστα την πρώτη μέρα, για να περιορίσει την αρχή της οργιαστικής περιόδου και να βάλει φραγμό στις ειδωλολατρικές γιορτές. Από τη Ρώμη η γιορτή των Χριστουγέννων μεταδόθηκε στην υπόλοιπη Δύση. Το 376 μ.Χ. περίπου η γιορτή εισήχθηκε στην ανατολική Εκκλησία. Εφόσον η Βυζαντινή αυτοκρατορία ανθούσε, οι γιορτές δεν έπαψαν να γιορτάζονται με περισσή επίδειξη και τις μέρες της γέννησης του Χριστού, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, ο κόσμος έξαλλος και μασκοφορεμένος ξεχυνόταν στις πλατείες και τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, αδιαφορώντας για τις προτροπές και τις απειλές της Εκκλησίας. Όταν, όμως, άρχισε να ξεπέφτει η Βυζαντινή αυτοκρατορία, τότε άρχισαν να εκφυλίζονται και οι ειδωλολατρικές αυτές γιορτές. Κατά το διάστημα των Σταυροφόρων και ιδίως όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, οι Φράγκοι μετέφεραν τις συνήθειες της Δύσης και μαζί με αυτές και τις περίφημες γιορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, τις οποίες οι Δυτικοί εννοούσαν να κρατούν παρά τους αφορισμούς των θρησκευτικών ηγετών της Δύσης. Έτσι στο Βυζάντιο, η εμφάνιση των Φράγκων έδωσε αφορμή να ξαναζωντανέψουν οι γιορτές των οποίων υπόλοιπα διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε πολλές πόλεις.
Η ημερομηνία της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, αναφέρεται για πρώτη φορά από τον επίσκοπο Ρώμης, Ιππόλυτο, το έτος 235 μ.Χ. και μόλις το 336 μ.Χ., επί πάπα Ιουλίου, θεσπίστηκε ως επέτειος και εμφανίζονται για πρώτη φορά στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Άπειρα θεολογικά επιχειρήματα προβλήθηκαν για να υποστηρίξουν ή να αντικρούσουν την ημερομηνία αυτή. Η 25η Δεκεμβρίου είχε σαν αποτέλεσμα να θεσπίσει και την ανταλλαγή δώρων κατά τα Χριστούγεννα, συνήθεια που ήρθε από τις ρωμαϊκές Καλένδες.
Στις σκανδιναβικές χώρες, στο τέλος του χρόνου προστέθηκε και μια άλλη γιορτή του Αγίου Νικολάου (Santa Claus), που είναι ο άγιος των παιδιών και γιορτάζεται μεν την 6η Δεκεμβρίου, πλην είναι ο άγιος που πολιτογραφήθηκε σαν άγιος των χριστουγεννιάτικων δώρων.
Η παράδοση η σχετική με το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίζεται για πρώτη φορά στο χριστιανικό κόσμο στη Γερμανία τον 8ο αιώνα κι εκείνος που θέσπισε το αναμμένο με κεράκια χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίζεται πολύ αργότερα. Στην Αγγλία, το φωτισμένο με κεράκια δέντρο, ήρθε επί βασίλισσας Βικτωρίας. Ο πρίγκιπας Αλβέρτος υπήρξε ο πρώτος που οργάνωσε ένα φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο για τη βασιλική οικογένεια και το προσωπικό των ανακτόρων του Μπάκιγχαμ.
Η εμπορική εκμετάλλευση των Χριστουγέννων σε πολλές χώρες και ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες πήρε γιγάντιες διαστάσεις. Η χρησιμοποίηση εικόνων και θρησκευτικής μουσικής προκάλεσε πολλές φορές τις διαμαρτυρίες της Εκκλησίας. Ο καρδινάλιος Σπέλμαν είπε κάποτε: «Το κουδούνισμα των μηχανικών ταμείων σκεπάζει το μήνυμα της ειρήνης και της καλής θέλησης».
Σε άλλες χώρες, όπως στις Σκανδιναβικές, την Ελβετία, ακόμα και τη Γαλλία, τα Χριστούγεννα διατήρησαν περισσότερο το χαρακτήρα της θρησκευτικής γιορτής και η ανταλλαγή δώρων, δίχως να λάβει τις διαστάσεις που έχει στην Αμερική, γίνεται αντικείμενο μιας εκλογής πιο προσεκτικής.Επανερχόμαστε στην ακριβή ημερομηνία της Γέννησης του Κυρίου μας. Χωρίς να κινδυνεύσουμε να χαθούμε μέσα στις συμπληγάδες των θεολογικών συζητήσεων περιοριζόμαστε στον ακριβή καθορισμό της ημερομηνίας, όπως αυτή αναφέρεται στο Λόγο του Θεού: «Όταν όμως έφτασε ο προκαθορισμένος καιρός, απέστειλε ο Θεός το Γιο Του, που ήρθε μέσω γυναίκας και υποτάχθηκε στο νόμο, με σκοπό να εξαγοράσει εκείνους που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία του νόμου, ώστε να αποκτήσουμε την υιοθεσία» (Γαλάτες 4:4-5).

17/9/08

Η ακριβής ημερομηνία της Ανάστασης του Χριστού

Παρόλο που σε κανένα Ευαγγέλιο δεν προσδιορίζεται σαφώς και με ακρίβεια ο χρόνος γέννησης και ανάστασης του Χριστού, από λεπτομερή κι εμπεριστατωμένη έρευνα της Ιστορίας και μερικών Ευαγγελικών περικοπών προκύπτουν τα ακόλουθα.
Το χρησιμοποιούμενο Διονυσιακό ημερολόγιο είναι λανθασμένο, γιατί ο Διόνυσος ο Μικρός θεώρησε σαν έτος γέννησης του Ιησού το 754 από κτίσεως Ρώμης, ενώ αυτό είναι πιθανώς το 750, δηλαδή το 4 π.Χ. Τούτο συμπεραίνουμε: α) από το γεγονός ότι ο Οκταβιανός, που στο 28ο έτος της ηγεμονίας του γεννήθηκε ο Ιησούς, είχε ήδη καταστεί ως Ύπατος μόνος κύριος του Ρωμαϊκού κράτους από το 723 από κτίσεως Ρώμης (31 π.Χ.), και β) από τις εξής τρεις Ευαγγελικές πληροφορίες:
1) Κατά τον Ματθαίο, ο Ιησούς γεννήθηκε «κατά τις ημέρες του βασιλιά Ηρώδη» (2:1). Κατά τον Ιώσηπο, όμως, ο Ηρώδης ο Μέγας πέθανε: α) λίγο πριν το Πάσχα του έτους 750 από κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.), που γιορτάστηκε στις 11 Απριλίου, και β) λίγο μετά από έκλειψη Σελήνης, που συνέβη στις 13 Μαρτίου 4 π.Χ. Άρα, ο Ηρώδης πέθανε μεταξύ 13 Μαρτίου και 11 Απριλίου 4 π.Χ. Συνεπώς, ο Ιησούς γεννήθηκε πριν τις 13 Μαρτίου του 4 π.Χ.
2) Κατά τον Λουκά, «κατά το 15ο έτος της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου... έγινε λόγος του Θεού στον Ιωάννη... και ήρθε σε ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη, κηρύττοντας βάπτισμα μετανοίας» (3:1-3) και «βαπτίστηκε και ο Ιησούς...» (3:21), «και αυτός ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών...» (3:23). Αλλά ο Τιβέριος Κλαύδιος Νέρων ασκούσε ουσιαστικά την εξουσία ως αυτοκράτωρ από το 765 από κτίσεως Ρώμης (12 μ.Χ.), οπότε το 15ο έτος της ηγεμονίας του είναι το 779 -780 από κτίσεως Ρώμης (26-27 μ.Χ.) και ισχύει η πληροφορία του Ματθαίου, ότι ο Ιησούς γεννήθηκε «κατά τις ημέρες του Ηρώδη...».
3) Κατά τον Ιωάννη, όταν ο Ιησούς πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσει το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου Του κι οι Ιουδαίοι Του ζήτησαν σημείο ότι είναι ο Μεσσίας, είπε: «Γκρεμίστε τούτο τον ναό και σε τρεις μέρες θα τον στήσω όρθιο» (2:19). Τότε οι Ιουδαίοι απάντησαν: «Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 έτη και εσύ θα τον στήσεις όρθιο σε τρεις μέρες;» (2:20). Κατά τον Ιώσηπο, η ανοικοδόμηση του Ναού άρχισε το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη του Μεγάλου, το 734-735 από κτίσεως Ρώμης (20-19 π.Χ.), οπότε το πρώτο Πάσχα, μετά το 46ο έτος της ανοικοδόμησης (27 μ.Χ.), είναι εκείνο του 28 μ.Χ.
Κατά τους θεολόγους, τα γεγονότα της ζωής του Ιησού από τη Βάπτιση μέχρι το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου Του, δεν καλύπτουν διάστημα μεγαλύτερο από 6 μήνες. Οπότε ο Ιησούς βαπτίστηκε σε κάποιον από τους τρεις τελευταίους μήνες του 27 μ.Χ. Επομένως, ο Ιησούς γεννήθηκε περί το 4 π.Χ.
Με το έργο του «Ο Αστέρας της Βηθλεέμ», ο αείμνηστος αστρονόμος και Διδάσκαλός μου, Κωνσταντίνος Χασάπης, απέδειξε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., δηλαδή λίγες μέρες προ του 4 π.Χ.
Αφού ο Ιησούς κατά το δημόσιο βίο Του γιόρτασε μόνο «τρία» Πάσχα (στο τρίτο πέθανε) και το πρώτο ήταν του 28 μ.Χ., έπεται ότι το «τρίτο» (της σταύρωσης και της Ανάστασής Του) είναι το 30 μ.Χ.
Η έρευνα των Ευαγγελίων για το χρόνο της σταύρωσης δίνει ένα μόνο στοιχείο, ανεπαρκές εκ πρώτης όψεως, αλλά πολύτιμο ουσιαστικά: προσδιορίζεται η μέρα της εβδομάδας κατά την οποία γιορτάστηκε το Πάσχα του έτους της σταύρωσης. Για την ακρίβεια, οι αφηγήσεις των τριών Συνοπτικών Ευαγγελιστών (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά) φαίνονται να έρχονται σε αντίθεση με τις πληροφορίες του Ιωάννη. Κι αυτό γιατί ενώ οι Συνοπτικοί γράφουν ότι ο Ιησούς συνέφαγε με τους μαθητές Του το Πάσχα το βράδι της Πέμπτης, οπότε η Παρασκευή (μέρα της σταύρωσης και της ταφής του Ιησού) ήταν η μέρα του εβραϊκού Πάσχα, ο Ιωάννης λέει σαφώς, ότι το Πάσχα γιορτάστηκε Σάββατο.
Η ασυμφωνία, όμως των Ευαγγελιστών είναι φαινομενική, κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι απαγορευόταν απόλυτα να γιορτάζεται το Πάσχα ημέρα Παρασκευή. Άρα στην πλημμελή γνώση των εβραιολογικών ζητημάτων οφείλεται η δήθεν αντίθεση των πληροφοριών των Συνοπτικών και του Ιωάννη. Γι’ αυτό θα εξετάσουμε αρχικά τον τρόπο χρονικού προσδιορισμού και εορτασμού του εβραϊκού Πάσχα.
Οι Εβραίοι γιόρταζαν το Πάσχα ή Πεσάχ σε ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας και της μετάβασής τους από τη χώρα της «νέκρωσής» τους (Αίγυπτο) σ’ εκείνη της «αναγέννησής» τους (Παλαιστίνη). Τούτο προκύπτει από την Πεντάτευχο του Μωυσή: «Να τηρείς τον μήνα Αβίβ και να κάνεις το Πάσχα στον ΚΥΡΙΟ τον Θεό σου, επειδή τον μήνα Αβίβ σε έβγαλε ο ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός σου από την Αίγυπτο, μέσα στη νύχτα» (Δευτ.16:1).
Έπρεπε δε κατά το Πάσχα: α) να τρώνε άζυμο ψωμί («επειδή με βιασύνη βγήκες από τη γη της Αιγύπτου») και β) να θυσιάζουν ένα αρσενικό, άμωμο, χρονιάρικο αρνί (που δήλωνε την αφιέρωση στο Θεό και την εξαγορά κάθε πρωτότοκου αρσενικού του Ισραήλ). Κατά την εντολή του Θεού [«Και η ημέρα αυτή (της εξόδου) θα είναι σε σας σε ενθύμηση, και θα γιορτάσετε αυτή τη γιορτή στον ΚΥΡΙΟ στις γενιές σας, ως έναν παντοτινό νόμο θα την γιορτάζετε» (Έξοδ.12:14)], ο Μωυσής νομοθέτησε όπως «κάθε συναγωγή των γιων Ισραήλ να κάνει αυτό». Ο παραβάτης γινόταν απόβλητος της ισραηλιτικής κοινωνίας και δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή αλλοεθνούς.
Το κύριο όνομα της γιορτής ήταν «Πάσχα», λεγόταν όμως και «γιορτή των αζύμων» ή «άζυμα» [«θα φυλάττεις τη γιορτή των αζύμων» (Έξοδ.23:15)], ή «εορτή», γιατί ήταν η σπουδαιότερη εβραϊκή γιορτή. Τόπος της γιορτής ήταν ο Ναός της Ιερουσαλήμ και χρόνος ο μήνας Αβίβ. Η διάρκεια της γιορτής ήταν 7 μέρες [«αρχίζοντας από τη 14η ημέρα του μήνα, από την εσπέρα... μέχρι την 21η ημέρα του μήνα την εσπέρα, για επτά ημέρες δεν θα βρίσκεται προζύμι στα σπίτια σας» (Έξοδ.12:18-19)], από το βράδυ της 14ης ως το βράδυ της 21ης του μήνα Αβίβ. Μετάθεση του εορτασμού κατά ένα μήνα επιτρεπόταν μόνο στους δικαιολογημένα «ακάθαρτους».
Ας σημειωθεί ότι οι Εβραίοι (όπως και πολλοί άλλοι αρχαίοι λαοί) θεωρούσαν ως αρχή του 24ώρου τη δύση του ήλιου της προηγούμενης για μας ημέρας. Οπότε, πρώτο μέρος του 24ώρου ήταν η νύκτα και δεύτερο η ημέρα. Μόνο με τον τρόπο αυτό η διάρκεια της γιορτής ήταν 7 μέρες, διαφορετικά θα μετρούνταν 8 μέρες.
Η παραμονή του Πάσχα, η 14η Αβίβ: Κατά την εντολή του Θεού, ο αμνός του Πάσχα έπρεπε να διαφυλαχτεί ως τις 14 Αβίβ και να επαρκεί για όλα τα μέλη της οικογένειας ή των οικογενειών που συνεόρταζαν. Έπρεπε δε να σφαχτεί στις 14 του μηνός, «προς την εσπέρα». «Στον τόπο (δηλαδή στο Ναό) που ο ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός σου θα εκλέξει για να κατοικήσει εκεί το όνομά του, θα θυσιάζεις το Πάσχα την εσπέρα, προς τη δύση του ήλιου» (Δευτ.16:6). Η 14η Αβίβ, αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στις μέρες της γιορτής, λόγω της θυσίας του αρνιού ονομαζόταν «Πάσχα του Κυρίου» [«Τον πρώτο μήνα, τη 14η του μήνα, στο δειλινό, είναι το Πάσχα του ΚΥΡΙΟΥ» (Λευιτ.23:5)] και αργότερα «Πάσχα του αρνιού».
Η 15η Αβίβ, πρώτη μέρα της γιορτής: Λέγεται στο Λευιτικό, «Και τη 15η ημέρα του ίδιου μήνα, είναι γιορτή των αζύμων στον ΚΥΡΙΟ. επτά μέρες θα τρώτε άζυμα. Στην πρώτη ημέρα θα είναι σε σας άγια συγκάλεση, δεν θα κάνετε κανένα δουλευτικό έργο» (23:6-7). Δηλαδή, η 15η Αβίβ ήταν αργία. Επιπλέον, από την εσπέρα (αρχή) της 15ης του μήνα, άρχιζαν και τα «άζυμα». Όσο για τον αρνί, έπρεπε, αφού σφαχτεί, να περαστεί σε ξύλινο οβελό που είχε στη μέση του μικρό ξύλο, ώστε να σχηματίζεται σταυρός. Ακολούθως ψηνόταν ολόκληρος, χωρίς να συντριφτεί κανένα κόκαλό του. Μετά το ψήσιμό του άρχιζε το δείπνο, που περιλάμβανε τα «άζυμα» και τις «πικρίδες», κατά το τυπικό του Μωσαϊκού Νόμου. Το δείπνο μπορούσε να παραταθεί μέχρι το πρωί, τα δε τυχόν υπολείμματα του αρνιού καίγονταν μέσα στον τόπο του δείπνου. Υπήρχε και δημόσιος εορτασμός με πρόσθετες θυσίες στο Ναό. Τη 16η του Αβίβ, την «επομένη της πρώτης του Πάσχα», γινόταν η «γιορτή των Απαρχών».
Αλλά ποια ήταν η 15η Αβίβ; Εδώ υπεισέρχεται το θέμα του εβραϊκού ημερολογίου. Χωρίς υπερβολή, το Μωσαϊκό ημερολόγιο ήταν το τελειότερο απ’ όσα χρησιμοποιήθηκαν. Υπερείχε κι από το Γρηγοριανό, ενώ από ορισμένες απόψεις είναι καλύτερο κι από το μελετώμενο στον Ο.Η.Ε. «Νέο Παγκόσμιο Ημερολόγιο».
Το αιγυπτιακής προέλευσης Μωσαϊκό ημερολόγιο ήταν ηλιακό, άσχετο προς τις φάσεις της Σελήνης. Το έτος είχε 12 μήνες των 30 ημερών (12Χ30=360 ημέρες) και πρώτος μήνας ήταν εκείνος της Εξόδου και συνεπώς της γιορτής του Πάσχα. Προσθέτανε και 5 «επαγόμενες» ημέρες, 3 στο τέλος του πρώτου και 2 στο τέλος του δεύτερου εξαμήνου. Επειδή όμως το έτος είναι ίσο με 365 μέρες και 6 ώρες περίπου, προσθέτανε κάθε 28 έτη μια εμβόλιμη εβδομάδα και με το θεσμό του διημέρου Σαββάτου σταθεροποιούσαν τις ημερομηνίες στις ίδιες μέρες της βδομάδας για όλα τα έτη. Η πρωτοχρονιά ήταν πάντοτε Σάββατο, οπότε και η 15η του πρώτου μήνα (γιορτή του Πάσχα) ήταν πάντοτε Σάββατο. Επιπλέον, η αιώρηση της πρωτοχρονιάς εκατέρωθεν της αληθινής εαρινής ισημερίας δεν ξεπερνούσε τις 3,5 μέρες.
Το μεγάλο αυτό μυστικό της τήρησης του ημερολογίου, ο Μωυσής εμπιστεύθηκε στο ιερατείο και ειδικά στον Αρχιερέα. Όμως, με την πρώτη μετοικεσία στη Βαβυλώνα, οπότε κατέρρευσε το εβραϊκό ιερατείο, χάθηκε ουσιαστικά το Μωσαϊκό ημερολόγιο κι όταν επέστρεψαν οι Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα το 536 π.Χ., έφεραν μαζί τους το Βαβυλωνιακό σεληνιακό ημερολόγιο. Έκτοτε πλέον, ως πρωτοχρονιά θεωρούσαν τη μέρα της Νέας Σελήνης του Νισάν (πρώην Αβίβ), ανεξάρτητα από το αν συνέβαινε πριν ή μετά την εαρινή ισημερία. Το έτος είχε 12 μήνες των 29 και τριάντα ημερών εναλλάξ (354 ημέρες). Επειδή περίσσευαν 11 μέρες και 6 ώρες κάθε χρόνο, το ιερατείο πρόσθετε ολόκληρο εμβόλιμο μήνα, όποτε το έκρινε σκόπιμο, για να έρθει συμφωνία μεταξύ ημερολογίου και εποχών. Το Πάσχα, η 15η Νισάν, γιορταζόταν την πρώτη εαρινή πανσέληνο, που δεν ήταν πια η 15η ημέρα μετά την εαρινή ισημερία, αλλά κάποια τυχαία μέρα μετά απ’ αυτή. Κι επειδή η πανσέληνος μπορεί να συμβεί σε τυχαία μέρα της εβδομάδας, δεν ήταν δυνατόν να γιορτάζεται το Πάσχα πάντοτε Σάββατο, όπως πρώτα. Επέτρεψαν λοιπόν τον εορτασμό του κατά το Σάββατο, Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη. Ποτέ όμως κατά τη Δευτέρα, Τετάρτη ή Παρασκευή. Αν η εαρινή πανσέληνος γινόταν σε απαγορευμένη μέρα, τότε το Πάσχα γιορταζόταν την επομένη.
Ο λόγος για τον οποίον απαγορευόταν ο εορτασμός του Πάσχα την Παρασκευή ήταν, ότι μέχρι την μετοικεσία της Βαβυλώνας, η 15η Αβίβ ήταν πάντοτε ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα. Γι’ αυτό και κατ’ εξαίρεση δε λεγόταν «έκτη» ημέρα της βδομάδας, αλλά Παρασκευή του Πάσχα ή απλά Παρασκευή. Συνεπώς, ποτέ δεν γιορτάστηκε το εβραϊκό Πάσχα ημέρα Παρασκευή.
Κατά την εξέταση των Ευαγγελικών περιγραφών χρονικά, πρέπει να λάβουμε υπόψη: α) τον τρόπο μέτρησης του 24ώρου από τους Εβραίους και β) τη διπλή έννοια του ονόματος «Πάσχα» στις ευαγγελικές αφηγήσεις.
Γιατί με το όνομα «Πάσχα» οι Ευαγγελιστές προσδιορίζουν τόσο τη 14η Νισάν, που ονομάζουν «Πάσχα του Κυρίου» ή και την ίδια ημέρα της γιορτής του Πάσχα, την 15η Νισάν. Ο Ιωάννης για παράδειγμα λέει για το Μυστικό Δείπνο: «Και πριν από τη γιορτή του Πάσχα... έγινε δείπνο...» (13:1-2), καθορίζοντας την 15η Νισάν, ημέρα Σάββατο. Ο ίδιος αποκαλεί «Πάσχα» και την Παρασκευή, την 14η Νισάν λέγοντας «έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε (ο Ιησούς) στη Βηθανία» (12:1). Γιατί αν δεν εννοούσε τη 14η, αλλά τη 15η Νισάν, θα έλεγε «προ επτά ημερών...».
Παρά τη φαινομενική σε μας ασυμφωνία των Ευαγγελιστών, προσεκτική διερεύνηση των Ευαγγελίων αποκαλύπτει ότι υπάρχει κοινό σημείο των πληροφοριών τους, το ότι ο Πιλάτος έπρεπε να ελευθερώσει έναν από τους κατάδικους κατά τη γιορτή: «Και κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απολύει στο πλήθος έναν φυλακισμένο, όποιον ήθελαν» (Ματθ.27:15). «Κατά τη γιορτή, όμως, απέλυε σ’ αυτούς έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν» (Μάρκ.14:6). «Έπρεπε, μάλιστα, κατ’ ανάγκη (ο Πιλάτος) να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή» (Λουκ.23:17). «...και τους λέει (ο Πιλάτος)... είναι μάλιστα συνήθεια σε σας, να σας απολύσω έναν κατά το Πάσχα» (Ιωάν.18:38-39). Από αυτό συμπεραίνουμε ότι ο Πιλάτος, ανεξάρτητα από τη δίκη του Ιησού: α) θα απέλυε ένα δέσμιο, λόγω της εορτής, β) ότι η απόλυση δεν είχε γίνει μέχρι τις προμεσημβρινές ώρες της Παρασκευής, όταν δικαζόταν ο Ιησούς, γ) ότι θα γινόταν μέσα στην ίδια εκείνη ημέρα, την Παρασκευή και δ) η «εορτή» ήταν το Πάσχα των Εβραίων, η 15η του Νισάν.
Εξάλλου με το όνομα «Πάσχα» οι Εβραίοι αναφέρονταν εξίσου στη 14η και τη 15η του Νισάν, ενώ «εορτή» ονόμαζαν πάντοτε τη 15η του Νισάν και μόνον αυτή. Άλλωστε η 14η (το «Πάσχα του αρνιού») δεν ήταν εορτάσιμη ημέρα (αργία), ώστε να ονομάζεται εορτή.
Συνεπώς δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των Ευαγγελιστών και μπορούμε να κατατάξουμε χρονικά, κατά το εβραϊκό σύστημα, όσα αναφέρονται:
Νισάν, Σάββατο: «Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα» του αρνιού, ο Ιησούς έρχεται στη Βηθανία, όπου και διανυκτερεύει.
Νισάν, Κυριακή: «Την επόμενη ημέρα», ο Ιησούς εισέρχεται θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα.
Νισάν, Δευτέρα: Το βράδυ της δικής μας Κυριακής (αρχή εβραϊκής Δευτέρας) ο Ιησούς βγαίνει για να διανυκτερεύσει στη Βηθανία. Το πρωί επιστρέφοντας καταριέται τη συκιά. Οι Φαρισαίοι κλπ. ζητούν να Τον συλλάβουν, αλλά φοβούνται το λαό.
Νισάν, Τρίτη: Το βράδυ της Τρίτης (για μας Δευτέρα) και 3ης ημέρας πριν από το Πάσχα του αρνιού, ο Ιησούς βγαίνει πάλι από την πόλη για να διανυκτερεύσει. Το πρωί ξαναγυρίζοντας στα Ιεροσόλυμα «είδαν τη συκιά ξεραμένη από τη ρίζα» (Μάρκ.11:20). Δίδαξε στο Ναό, κατόπιν ήρθε στο Όρος των Ελαιών.
Νισάν, Τετάρτη: Το βράδυ (αρχή) της Τετάρτης, 2ης ημέρας πριν από το Πάσχα του αρνιού, ο Ιησούς διανυκτερεύει στο Όρος των Ελαιών, όπου κάνει αναγγελία της Σταύρωσής Του: «Και όταν ο Ιησούς τέλειωσε όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του: Ξέρετε ότι μ ε τ ά α π ό δ ύ ο η μ έ ρ ε ς γίνεται το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί» (Ματθ.26:1-2). Και πράγματι, μετά από 2 ημέρες, το βράδυ της Παρασκευής (Πέμπτης για μας), αρχίζει η 14η Νισάν, όπου «γίνεται το Πάσχα», δηλαδή η θυσία του αμνού.
Στη συνέχεια οι τρεις Συνοπτικοί αναφέρονται στην απόφαση του Συνεδρίου να συλληφθεί και να φονευθεί ο Ιησούς: «Έλεγαν μάλιστα: Ό χ ι σ τ η γ ι ο ρ τ ή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στο λαό» (Ματθ.26:3-5), «Και έλεγαν: Ό χ ι κ α τ ά τ η δ ι ά ρ κ ε ι α τ η ς γ ι ο ρ τ ή ς, μήπως και γίνει θόρυβος από το λαό» (Μάρκ.14:1-2), «Και πλησίαζε η γιορτή των αζύμων, που λεγόταν Πάσχα» (Λουκ.22:1).
Συνεπώς δεν υπάρχει ασυμφωνία των Συνοπτικών και του Ιωάννη, αφού αρχίζουμε την αρίθμηση των ημερών βάσει της πληροφορίας του Ιωάννη «έξι ημέρες πριν από το Πάσχα...» και φτάνουμε κανονικά στην Τετάρτη, 2η ημέρα πριν από το Πάσχα του αρνιού, οπότε κατά τους Ματθαίο και Μάρκο: «ύστερα από δυο ημέρες γίνεται το Πάσχα (του αρνιού)» (Ματθ.26:1) και «ύστερα από δυο ημέρες ήταν το Πάσχα και τα άζυμα» (Μάρκ.14:1). Ο Λουκάς κάνει και διευκρίνιση για το αναφερόμενο «Πάσχα», «π ο υ λ ε γ ό τ α ν Πάσχα» (22:1). Αν ο Ευαγγελιστής αναφερόταν στη 15η Νισάν, η μετοχή «λεγομένη» δεν θα είχε θέση, γιατί η ημέρα αυτή θεσπίστηκε ως «Πάσχα» από τον Μωυσή κατά θεία εντολή. Η 14η Νισάν, όμως, ήταν η από τον λαό καταχρηστικά λεγομένη Πάσχα. Ονομαζόταν επίσης «ημέρα των αζύμων», γιατί κατά την ημέρα αυτήν απέσυραν το ένζυμο ψωμί και ετοίμαζαν τα «άζυμα», καθώς και «Πάσχα του αρνιού», γιατί τότε έσφαζαν το πασχαλινό αρνί.
Την ίδια ημέρα, την Τετάρτη, έγινε το μύρωμα του Ιησού στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού και η συμφωνία του Ιούδα με τους αρχιερείς, για την παράδοση του Ιησού.
Νισάν, Πέμπτη: Η κατανομή των γεγονότων χρονικά, κατά το εβραϊκό σύστημα, αφήνει κενή την Πέμπτη, 13η του Νισάν. Πιθανώς, προς το τέλος της ημέρας αυτής να έγιναν μόνο ορισμένες προετοιμασίες για το Δείπνο.
Νισάν, Παρασκευή: Αναφερόμενοι στις ετοιμασίες του Δείπνου οι Ευαγγελιστές γράφουν: «Και ήρθε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν το Πάσχα» (Λουκ.22:7), «και κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα» (Μάρκ.14:12).
Αλλά αυτά τα εδάφια καθορίζουν σαφώς, ότι οι Ευαγγελιστές αναφέρονται στη 14η Νισάν (οπότε θυσιαζόταν το αρνί του Πάσχα), ως ημέρα του Μυστικού Δείπνου. Γιατί οι Συνοπτικοί λένε στη συνέχεια: «Και όταν έγινε βράδυ» (Μαρκ.14:17), «Και όταν ήρθε η ώρα, κάθισε στο τραπέζι και οι δώδεκα απόστολοι μαζί του» (Λουκ.22:14). Το βράδυ εκείνο όμως δεν ανήκε πλέον στην Πέμπτη, αλλά στην εβραϊκή Παρασκευή.
Ότι ο Ιησούς δε γιόρτασε στον Μυστικό Δείπνο το εβραϊκό, αλλά το δικό Του Πάσχα, και φανερό είναι και έγινε αποδεκτό κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ειδικά το αποδεικνύει η φράση: «Πλησίασε ο καιρός μου. στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου» (Ματθ.26:18), διαφορετικά ο Ιησούς θα έλεγε μόνο το δεύτερο μέρος της πρότασης. Το «π λ η σ ί α σ ε ο κ α ι ρ ό ς μ ο υ» δικαιολογεί γιατί θα έτρωγε την Παρασκευή και όχι το Σάββατο το «Πάσχα Του», δηλαδή επειδή θα Τον σταύρωναν.
Για την προετοιμασία του Δείπνου έστειλε τους Πέτρο και Ιωάννη με την εντολή, όταν μπουν στη πόλη να ακολουθήσουν τον άνθρωπο που βαστάζει «ένα σταμνί με νερό» και να μπουν όπου και αυτός. Να πουν στον οικοδεσπότη την παραγγελία του Ιησού κι εκείνος θα τους δείξει «ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο» (Λουκ.22:12). Εκεί να ετοιμάσουν το «Πάσχα».
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: αν επρόκειτο για το εβραϊκό Πάσχα, πώς δεν τους δόθηκε εντολή να πάνε πρώτα στο Ναό για τη θυσία του αρνιού και κατόπιν να ετοιμάσουν το Πάσχα; Πώς πήγαν οι μαθητές στο σπίτι κι «ετοίμασαν» ψωμί και κρασί, αντί του αρνιού, πικρίδων και αζύμων του Εβραϊκού Πάσχα;
Ο Ιωάννης απαντά σαφώς γράφοντας: «Π ρ ι ν α π ό τ η γ ι ο ρ τ ή τ ο υ Π ά σ χ α... έγινε δείπνο» (13:1-2). Γι’ αυτό, όταν ο Ιούδας αποχώρησε, πολλοί μαθητές σκέφτηκαν, μήπως ο Ιησούς του είπε: «Αγόρασε όσα έχουμε ανάγκη για τη γ ι ο ρ τ ή (αύριο)» (13:29). Αλλά και η έκφραση του Ιησού «πολύ επιθύμησα να φάω με σας αυτό το Πάσχα, προτού πάθω» (Λουκ.22:15), φανερώνει ότι ο Ιησούς γιόρτασε το δικό Του Πάσχα, αφού το εβραϊκό δεν εξαρτάτο χρονικό από το πάθος Του.
Το ότι η Παρασκευή της Σταύρωσης ήταν εργάσιμη ημέρα κι όχι η μεγάλη αργία του Πάσχα, συνάγεται από πολλά γεγονότα:
α) Πώς ο Ιησούς διέταξε μετά το Δείπνο να πάνε στο Όρος των Ελαιών, ενώ κατά το Πάσχα απαγορεύονταν ρητώς η οδοιπορία και «κάθε έργο δουλευτικό»;
β) Πώς σκέφτηκαν οι μαθητές ότι ο Ιούδας πήγαινε να αγοράσει τρόφιμα, αν δεν ήταν ανοικτά τα καταστήματα;
γ) Πώς συγκροτήθηκε η «σπείρα» από «ένα μεγάλο πλήθος, με φανούς και λαμπάδες και όπλα» (Ιωάν.18:3), ενώ, όπως λέει ο Ιώσηπος, το Ταλμούδ απαγόρευε και την απλή οπλοφορία κατά την ημέρα του Πάσχα, πόσο μάλλον για σύλληψη για καταδίκη σε θάνατο;
δ) Αν υποτεθεί ότι η σπείρα συγκροτήθηκε από έμπιστους μόνον υπηρέτες των αρχιερέων κλπ. και κινήθηκε μυστικά έξω από την πόλη, πώς αποκρύφτηκε από το λαό η προσαγωγή του Ιησού στο σπίτι του Άννα, κατόπιν του Καϊάφα και η νυκτερινή δίκη Του μέχρις ότου «ο πετεινός λάλησε για δεύτερη φορά» (Μάρκ.14:72); Οι δικαστές Του ήταν το Μέγα Συνέδριο, το Sanhedrin, αποτελούμενο από 70 μέλη της εβραϊκής αριστοκρατίας. Δεν θα εξεγειρόταν ο λαός για την καταπάτηση των εθίμων από τους θρησκευτικούς του άρχοντες;
ε) Είναι δυνατό, να έγιναν μυστικά την ημέρα η προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο, κατόπιν στον Ηρώδη, έπειτα πάλι στον Πιλάτο, αφού οι ίδιοι οι αρχιερείς έλεγαν για τη σύλληψή Του «Όχι στη γιορτή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στο λαό» (Ματθ.26:5, Μαρκ.14:2). Πώς λοιπόν θα Τον συλλαμβάνανε και θα Τον σταύρωναν την Παρασκευή, αν ήταν η ημέρα του Πάσχα;
ς) Πώς μετά την καταδίκη του Ιησού «αγγάρεψαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο που διάβαινε, ε ν ώ ε ρ χ ό τ α ν α π ό τ ο χ ω ρ ά φ ι... για να σηκώσει το σταυρό του» (Μαρκ.15:21); Αν ήταν η αργία του Πάσχα ο Σίμωνας δεν θα ερχόταν «από το χωράφι», ούτε καν θα οδοιπορούσε.
Το Σάββατο ήταν η 15η Νισάν, το εβραϊκό Πάσχα. Αυτό συνάγεται από τα εξής γεγονότα:
α) Πώς είναι δυνατόν ο Ιησούς να έφαγε το εβραϊκό Πάσχα και να σταυρώθηκε, ενώ λέγεται σαφώς ότι όταν Τον παρέδωσαν στον Πιλάτο «ήταν δε πρωί, κι αυτοί (αρχιερείς κλπ.) δεν μπήκαν στο πραιτόριο, για να μη μολυνθούν, αλλά να φ ά ν ε το Πάσχα» (Ιωάν.18:28); Συνεπώς, μετά τη δύση του ηλίου, το βράδυ της Παρασκευής θα έτρωγαν το αρνί του Πάσχα.
β) Αν ήταν ανήμερα το Πάσχα, πώς ο Πιλάτος δεν είχε απολύσει ένα δέσμιο, αλλά έγινε η εκλογή μεταξύ Ιησού και Βαραββά;
γ) Ο Ιωάννης λέει σαφώς, ότι ο Πιλάτος «έφερε έξω τον Ιησού και κάθισε επάνω στο βήμα, στον τόπο που λεγόταν Λιθόστρωτο και στην Εβραϊκή Γαββαθά. Ήταν δε η Π α ρ α σ κ ε υ ή τ ο υ Π ά σ χ α, και η ώρα περίπου έκτη» (Ιωάν.19:13-14). Δηλαδή επαναλαμβάνει ότι την επομένη ημέρα ήταν η 15η του Νισάν.
δ) Παρακάτω προσθέτει σχετικά με τη σταύρωση: «Και οι Ιουδαίοι, για να μείνουν τα σώματα επάνω στο σταυρό κατά το Σάββατο, επειδή ήταν Π α ρ α σ κ ε υ ή, επειδή ε κ ε ί ν η η μ έ ρ α τ ο υ Σ α β β ά τ ο υ ή τ α ν μ ε γ ά λ η, παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους συντρίψουν τα σκέλη και να τους σηκώσουν» (19:31). Δηλαδή οι Ιουδαίοι ζήτησαν να επιταχυνθεί ο θάνατος των σταυρωμένων, για να μη μείνουν πασχαλιάτικα τα σώματά τους στους σταυρούς, αφού η 15η άρχιζε το βράδυ. Όταν δε ήλθαν οι στρατιώτες, ο Ιησούς είχε ήδη εκπνεύσει περί την ενάτη ώρα (3 μ.μ.). Άρα είχαν το πολύ 4 ώρες οι στρατιώτες για να τακτοποιήσουν αυτά, αφού ο ήλιος δύει περί τις 7 μ.μ. τις μέρες του Πάσχα.
ε) Σχετικά με την ταφή του Ιησού οι Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης αναφέρουν: «Κι όταν έγινε ήδη βράδυ, επειδή ήταν Π α ρ α σ κ ε υ ή, δηλαδή, Π ρ ο σ ά β β α τα ο, ήρθε ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία... και ζήτησε το σώμα του Ιησού» (Μάρκ.15:42-43), «Και ήταν ημέρα Π α ρ α σ κ ε υ ή και ξημέρωνε Σ ά β β α τ ο» (Λουκ.23:54), «Εκεί, λοιπόν, έβαλαν τον Ιησού, εξαιτίας της Π α ρ α σ κ ε υ ή ς των Ιουδαίων, επειδή ήταν κοντά το μνήμα» (Ιωάν.19:42). Άρα, όλοι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε και πέθανε την Παρασκευή του Πάσχα.
ς) Τέλος ο Ματθαίος αναφέρει ότι οι αρχιερείς ζήτησαν από τον Πιλάτο τη σφράγιση του μνημείου «την επομένη ημέρα, που είναι μετά την Π α ρ α σ κ ε υ ή» (27:62), δηλαδή την ημέρα του Πάσχα.
Και δεν θα γινόταν επί αιώνες τόση συζήτηση, αν δεν είχαμε παραβλέψει τη σαφέστατη πληροφορία του Ταλμούδ (Gemara Sanhedrin), σχετικά με τη σταύρωση του Ιησού: «τιμωρήθηκε (ο Ιησούς) την π α ρ α μ ο ν ή τ ο υ Π ά σ χ α... (και) τον σταύρωσαν την π α ρ α μ ο ν ή τ ο υ Π ά σ χ α, εκτελεσθείσης της αποφάσεως (του Συνεδρίου των Ιουδαίων) υπό του Ποντίου Πιλάτου, του Ιησού άγοντος το 33ο έτος της ηλικίας αυτού».
Με τα Ευαγγελικά δεδομένα πλέον και τον αστρονομικό τρόπο καθορισμού του εβραϊκού Πάσχα, με την πρώτη εαρινή πανσέληνο, μπορούμε να βρούμε αστρονομικά τις εβραϊκές ημερομηνίες των πρώτων εαρινών πανσέληνων των ετών 25-35 μ.Χ.
Τα μόνα έτη κατά τα οποία το εβραϊκό Πάσχα γιορτάστηκε ημέρα Σάββατο είναι το 26, 30 και 33 μ.Χ. Κυριακή γιορτάστηκε το Πάσχα του 29 μ.Χ., Τρίτη των ετών 25, 28, 31, 32, 34 και 35 μ.Χ., και Πέμπτη του έτους 27 μ.Χ.
Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί, ποιο από τα 26, 30 και 33 μ.Χ. είναι το έτος της σταύρωσης. Οι συνθήκες που πρέπει να επαληθεύει το έτος της σταύρωσης είναι οι τρεις Ευαγγελικές ειδήσεις σχετικά με τη Γέννηση, Βάπτιση και το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου του Ιησού, τις οποίες ήδη εξετάσαμε στην αρχή του άρθρου.
Συνεπώς, το 30 μ.Χ. είναι το έτος σταύρωσης και ανάστασης του Κυρίου. Επειδή δε η πρώτη εαρινή πανσέληνος έλαβε χώρα τότε την Παρασκευή, 7 Απριλίου (14η Νισάν) και μετατέθηκε το εβραϊκό Πάσχα την επομένη, 8 Απριλίου (15η Νισάν), έπεται ότι η μ ε ρ ο μ η ν ί α τ η ς σ τ α ύ ρ ω σ η ς του Ιησού είναι η Π α ρ α σ κ ε υ ή, 7 Α π ρ ι λ ί ο υ 30 μ.Χ.
Η ανάσταση του Ιησού έγινε «αφού πέρασε το Σάββατο, κατά τα χαράματα της πρώτης ημέρας της εβδομάδας» (Ματθ.28:1), «πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα της εβδομάδας» (Μάρκ.16:2), «ενώ ακόμα ήταν βαθιά χαράματα» (Λουκ.24:1), «πρωί, ενώ ακόμα ήταν σκοτάδι» (Ιωάν.20:1). Αλλά η «πρώτη ημέρα της εβδομάδας» είναι η επόμενη του εβραϊκού Πάσχα (8 Απριλίου), δηλαδή η 9η Απριλίου 30 μ.Χ. Επειδή δε ήταν «βαθιά χαράματα» «ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι», κατά την άφιξη των μυροφόρων κατά την ημερομηνία αυτή στα Ιεροσόλυμα το αστρονομικό λυκαυγές αρχίζει περί τις 4 π. μ., έπεται ότι:
Ο Ι η σ ο ύ ς α ν α σ τ ή θ η κ ε σ τ ι ς 3 τ ο π ρ ω ί τ η ς 9ης Α π ρ ι λ ί ο υ τ ο υ 30 μ.Χ.


Από τη Μάρω Κ. Παπαθανασίου
Αστρονόμου