Όταν ο Ιησούς Χριστός έλεγε: «Μη νομίσετε ότι ήρθα για να καταργήσω τον νόμο ή τους προφήτες. Δεν ήρθα να καταργήσω, αλλά να εκπληρώσω. Επειδή σας βεβαιώνω, μέχρις ότου παρέλθει ο ουρανός και η γη, ένα γιώτα ή μια κεραία δεν θα παρέλθει από τον νόμο, έως ότου όλα εκπληρωθούν» (Ματθαίος 5:17-18), σε ποια κείμενα αναφερόταν;
Κι όταν ο απόστολος Παύλος διακήρυττε ότι «Ολόκληρη η γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για επανόρθωση, για διαπαιδαγώγηση, που γίνεται με δικαιοσύνη, για να είναι ο άνθρωπος του Θεού τέλειος, ετοιμασμένος για κάθε έργο αγαθό» (Β' Τιμόθεο 3:16), για ποια γραπτά μιλούσε;
Η απάντηση που θα προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε και να τεκμηριώσουμε είναι ότι ο Ιησούς και οι απόστολοι αναφέρονταν στον ολοκληρωμένο, κλειστό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η χριστιανική εκκλησία αρχικά τον παρέλαβε από τον Ιουδαϊσμό.
Πριν συνεχίσουμε, όμως, αξίζει να αποσαφηνίσουμε την ορολογία μας. Στη γλώσσα της θεολογίας επικράτησε ο όρος «κανόνας» για να περιγράψει τον κατάλογο των βιβλίων που θεωρούνται ιερά. Ο όρος αυτός είναι στην πραγματικότητα μια μεταφορά στην οποία η κοινότητα της πίστης βρήκε μια κατάλληλη εικόνα για να περιγράψει μια συλλογή βιβλίων τα οποία ξεχώρισε, γιατί σ’ αυτά αναγνώρισε μια διαφορετική ποιότητα. Ο «κανόνας» δεν είναι τίποτε άλλο από τον γνωστό χάρακα, το όργανο μέτρησης.[1] Η συλλογή βιβλίων που περιγράφεται ως «κανόνας», λειτουργεί λοιπόν ως το μέτρο, ως γνώμονας και κριτήριο με το οποίο μετριέται και αξιολογείται κάθε τι άλλο. Είναι βιβλία που αναγνωρίστηκαν ως ιερά, ως θεόπνευστα και γι’ αυτό ως βιβλία που έχουν μια ειδική εξουσία στη διαμόρφωση και διατύπωση του δόγματος.
Στα βιβλία αυτά υπάρχει η αποκρυστάλλωση και αυθεντική καταγραφή της θείας αποκάλυψης. Η έννοια της «εγγεγραμμένης» αποκάλυψης είναι σύμφυτη με τη λειτουργία του κανόνα. Από νωρίς η έγγραφη καταγραφή της θείας αποκάλυψης χρησίμευε ως «μνημείο» (Έξοδος 17:14) και ως διαμένουσα «μαρτυρία» (Δευτερονόμιο 31:26) που θα διαρκούσε για τις ερχόμενες γενιές (Ψαλμός 102:18), μάλιστα αιώνια (Ησαΐας 30:8).
Η βασική θέση της μελέτης μας λοιπόν είναι ότι ο Ιησούς και η πρωτοχριστιανική εκκλησία είχε ως ιερή γραφή τον κλειστό ιουδαϊκό κανόνα. Η θέση αυτή περιλαμβάνει δύο ζητήματα που πρέπει στη συνέχεια να εξηγήσουμε και να τεκμηριώσουμε.
Α. Η Εκκλησία παρέλαβε έναν κλειστό κανόνα
Ο όρος «κλειστός» κανόνας περιγράφει την αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο κατάλογος των ιερών βιβλίων έχει ολοκληρωθεί και παγιωθεί ώστε να μην επιδέχεται προσθαφαιρέσεις. Αυτή ήταν η φύση των ιερών γραφών που είχε στη διάθεσή Του ο Ιησούς.
1. Ο πρόλογος της Σοφίας Σειράχ
Στον πρόλογο της μετάφρασης της Σοφίας Σειράχ στα ελληνικά, που χρονολογείται γύρω στο 132 π.Χ., γίνεται τρεις φορές αναφορά σ’ ένα σώμα κειμένων που αποτελείται από τρία μέρη τα οποία είναι ο νόμος, οι προφήτες και ένα τρίτο τμήμα που περιγράφεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους («των άλλων των κατ’ αυτούς ηκολουθηκότων», «των άλλων πατρίων βιβλίων», «τα λοιπά των βιβλίων»). Ο τριμερής αυτός χωρισμός συμπίπτει με τον παραδοσιακό χωρισμό που συναντάται στον ιουδαϊκό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, την Τανάχ, δηλαδή τον Νόμο (Τορά), τους Προφήτες (Νεβιίμ) και τα Αγιόγραφα (Κεθουβίμ).[2] Σχετικά με την Τρίτη ομάδα βιβλίων παρατηρούμε μια ασάφεια αναφορικά με την τιτλοφόρησή τους. Ωστόσο δεν παύουν να θεωρούνται ως βιβλία αρχαία («πάτρια», προγονικά). Μάλιστα κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η σαφήνεια με την οποία ο εγγονός του Σειράχ διευκρινίζει ότι το έργο που μεταφράζει έχει σκοπό «αυτοί που μένουν έξω από την Παλαιστίνη και θέλουν να διδαχτούν, να μπορούν να ρυθμίζουν τη διαγωγή τους και να ζουν σύμφωνα με τον Νόμο». Με άλλα λόγια, το έργο αυτό είναι «ερμηνευτικό» και όχι «αποκαλυπτικό». Δεν έρχεται να προστεθεί στο σώμα των ιερών κειμένων, αλλά να τα ερμηνεύσει και να βοηθήσει άλλους να τα εφαρμόσουν. Από ότι φαίνεται, λοιπόν, το 138 π.Χ. υπήρχε η αίσθηση ενός ολοκληρωμένου και κλειστού κανόνα ιερών κειμένων.
2. Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης
Δυο περικοπές της Καινής Διαθήκης έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του κανόνα. Η πρώτη είναι ένα μετά-αναστάσιμο λόγιο του Ιησού προς τους μαθητές Του. Στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο (24:4) διαβάζουμε: «Και τους είπε: Αυτά είναι τα λόγια, που σας είχα μιλήσει, όταν ακόμα ήμουν μαζί σας, ότι πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους Ψαλμούς για μένα».
Αυτό το λόγιο φανερώνει ότι ο «νόμος του Μωυσή», «οι προφήτες» και «οι Ψαλμοί» είναι πια τίτλοι που αναφέρονται στα τρία μέρη του κανόνα.
Μια δεύτερη ακόμα πιο σημαντική περικοπή είναι ένα άλλο λόγιο του Ιησού. Αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην τριμερή διάρθρωση του κανόνα αλλά και στα όριά του. Προειδοποιώντας τους μαθητές Του για επικείμενους διωγμούς ο Ιησούς στον Ματθαίο (23:35) και στο παράλληλό του στον Λουκά (11:51) λέει: «για να έρθει επάνω σας κάθε δίκαιο αίμα που χύνεται επάνω στη γη, από το αίμα του δικαίου Άβελ, μέχρι το αίμα του Ζαχαρία, του γιου του Βαραχία, που τον φονεύσατε ανάμεσα στον ναό και στο θυσιαστήριο».
Ποια η σημασία στην αναφορά του Άβελ και του Ζαχαρία; Ο Άβελ είναι ο πρώτος «μάρτυρας». Ποιος είναι όμως ο Ζαχαρίας; Ήταν ο τελευταίος μάρτυρας; Φυσικά δεν ήταν ο τελευταίος μάρτυρας όσον αφορά την ιστορία του Ισραήλ. Ήταν όμως ο τελευταίος μάρτυρας όσον αφορά τον κανόνα της ιερής βίβλου του Ισραήλ. Ο Ζαχαρίας αναφέρεται στο τέλος του τελευταίου βιβλίου του τριμερούς ιουδαϊκού κανόνα, δηλαδή του Β' Χρονικών (24:19-22). Η αναφορά στον Άβελ και στον Ζαχαρία έχει νόημα μόνο στα πλαίσια ενός κλειστού κανόνα που ξεκινά από τη Γένεση και καταλήγει στο Β' Χρονικών.
3. Η μαρτυρία του Φίλωνα και του Ιώσηπου
Έναν τέτοιο κλειστό κανόνα υποστηρίζουν και διάφορες αναφορές από το έργο του Φίλωνα και του Ιώσηπου.
Ο Φίλων, Αλεξανδρινός Ιουδαίος που ζει στις αρχές του 1ου αιώνα, κάνει αναφορά σε «νόμους και λόγια θεσπισθέντα δια προφητών και ύμνους». Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι πέρα από τον τριμερή χωρισμό του κανόνα χρησιμοποιεί για το τρίτο μέρος παρόμοιο τίτλο με αυτόν που είδαμε παραπάνω στο λόγιο του Ιησού στον Λουκά (24:44). Το ονομάζει «ύμνοι».
Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που δρα στην Παλαιστίνη στο τέλος του 1ου αιώνα, κάνει μια ιδιαίτερα σημαντική αναφορά για το θέμα του κανόνα στο έργο του «Κατ’ Απίωνος» (1:8). Γράφει: «όσο για μας, δεν έχουμε ένα τεράστιο αριθμό βιβλίων που διαφωνούν και μάχονται ανάμεσά τους. Έχουμε μόνο 22,[3] που περιλαμβάνουν την ιστορία όλου του χρόνου και δικαίως τα πιστεύουμε». Ο Ιώσηπος ακολουθεί κι αυτός την τριμερή διάρθρωση του κανόνα μιλώντας για τα βιβλία του Μωυσή, για τους προφήτες και τα υπόλοιπα που περιλαμβάνουν ύμνους και πρακτικές συμβουλές. Δύο σημεία αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο είναι ότι ο Ιώσηπος θεωρεί ότι ο κανόνας είναι κλειστός. Τα όποια άλλα βιβλία πέρα από τα 22, γράφει, «δεν θεωρήθηκαν ίσης αξίας με εκείνα που είχαν προηγηθεί γιατί είχε πάψει η ακριβής διαδοχή των προφητών. Η εμπιστοσύνη όμως που δώσαμε στα βιβλία μας γίνεται φανερή από τη συμπεριφορά μας, γιατί αν και έχει διαρρεύσει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, κανείς δεν τόλμησε να προσθέσει ή να αφαιρέσει ή να τροποποιήσει έστω και μια συλλαβή. Αλλά είναι ένστικτο σε όλους τους Ιουδαίους να τα θεωρούν σαν εντολές του Θεού». Δεν υπάρχει πιο σαφής τρόπος για να περιγράψεις έναν κλειστό κανόνα και να αντιδιαστείλεις βιβλία που ανήκουν σ’ αυτόν από άλλα που δεν ανήκουν.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο κανόνας αυτός ήταν «κλειστός» για αρκετό καιρό. Ο Ιώσηπος αναφέρει την περίοδο του Αρταξέρξη, διαδόχου του Ξέρξη, δηλαδή γύρω στο 460-430 π.Χ., ως τη χρονική στιγμή που κλείνει ο κανόνας. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το πόσο σοβαρά πρέπει να λάβουμε τη μαρτυρία του Ιώσηπου σχετικά με τη χρονολόγηση του κλεισίματος του κανόνα. Η θέση μας είναι ότι ο Ιώσηπος προφανώς αναφέρεται στη συγγραφή του τελευταίου προφητικού βιβλίου (του Μαλαχία). Το 460-430 π.Χ. ολοκληρώνεται ο κανόνας. Το πότε «κλείνει», με την έννοια της οριοθέτησης ενός κλειστού καταλόγου, είναι μια άλλη υπόθεση. Σίγουρα όμως, αυτό το κλείσιμο έγινε πολύ πριν τον Ιώσηπο, πολύ πριν δηλαδή το τέλος του 1ου αιώνα, όπως διάφοροι υποστηρίζουν.[4]
4. Η σύνοδος της Ιαμνείας
Πριν ολοκληρώσουμε το πρώτο μέρος της μελέτης μας αξίζει να αναφερθούμε σε μια αρκετά διαδεδομένη και δημοφιλή άποψη που υποστηρίζει ότι ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης «έκλεισε» γύρω στο 90 μ.Χ. στην Ιάμνεια, πολλά χρόνια δηλαδή μετά την ίδρυση της εκκλησίας και την αρχική της εξάπλωση. Μια τέτοια θέση οδηγούσε στην αντίληψη ότι η γραφή που διάβαζε ο Ιησούς ήταν μια αρκετά ασαφής και ανοικτή συλλογή βιβλίων. Αν λοιπόν ήταν το 90 μ.Χ. που οριοθετήθηκε ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης από Ιουδαίους ραβίνους, τότε ίσως η Παλαιά Διαθήκη, όπως την ξέρουμε σήμερα, να είναι όντως ένα καθαρά ιουδαϊκό βιβλίο, χωρίς άμεση σχέση με τη χριστιανική εκκλησία.
Αυτό που μπορούμε να πούμε πια με βεβαιότητα είναι ότι η συζήτηση στην Ιάμνεια δεν αφορούσε το ποια βιβλία πρέπει να «μπουν», αλλά για το αν κάποια βιβλία έπρεπε να παραμείνουν στον κανόνα. Μετά την καταστροφή του ιουδαϊκού κράτους το 70 μ.Χ., αρκετοί ραβίνοι κάτω από την ηγεσία του Γιοχανάν μπεν Ζακάι μαζεύτηκαν για να συζητήσουν την αναδιαμόρφωση της θρησκευτικής ζωής της ιουδαϊκής κοινότητας. Μέσα στο πρόγραμμα αυτό τέθηκε και το ζήτημα των Ιερών Γραφών. Οι συζητήσεις τους δεν αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση του κανόνα, αλλά στην εξέταση της εγκυρότητας των παραδόσεων που έλαβαν. Ήταν ο κανόνας των Ιερών Κειμένων όπως τον έλαβαν αυθεντικός και έγκυρος; Ιδιαίτερα εξέτασαν τις ερωτήσεις που συνδέονταν με ορισμένα «αντιλεγόμενα» βιβλία. Έτσι, για παράδειγμα, το βιβλίο του Ιεζεκιήλ έμοιαζε να μιλά για την «ατομική» ευθύνη του ανθρώπου με έναν τρόπο που αντιβαίνει με τη διδασκαλία της Πεντατεύχου περί συλλογικής ευθύνης. Αυτό που έγινε στην Ιάμνεια, ήταν η εξέταση των αντιρρήσεων και η τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους ο Ιεζεκιήλ, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία, καλώς περιλήφθηκαν στον κανόνα.
Β. Η εκκλησία παρέλαβε τον ιουδαϊκό κανόνα
Ο δεύτερος άξονας της τοποθέτησής μας είναι ότι η εκκλησία όχι μόνο παρέλαβε έναν κλειστό κανόνα, αλλά επίσης τον ιουδαϊκό κανόνα. Αυτή η θέση έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή έχει υποστηριχθεί η ύπαρξη ενός άλλου ευρύτερου κανόνα που συχνά ονομάζεται ελληνικός, λόγω της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα τα βιβλία που τον απαρτίζουν, ή Αλεξανδρινός, από τον τόπο προέλευσής του. Αυτός ο ευρύτερος κανόνας είναι αποτυπωμένος στα βιβλία που αποτελούν τη μετάφραση των Ο'. Χωρίς να μειώνουμε στο ελάχιστο τη σημασία της μετάφρασης την Ο' για τη μελέτη της Παλαιάς αλλά και της Καινής Διαθήκης, υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί την αυθεντική έκφραση του Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Σταύρος Καλαντζάκης, στην εξαίρετη εισαγωγή του στην Παλαιά Διαθήκη, υποστηρίζει ότι «σαφείς ενδείξεις πείθουν ότι η προτίμηση, κυρίως από μέρους των αποστόλων (όπως άλλωστε και των μετέπειτα Χριστιανών) έκλεινε υπέρ του ευρύτερου (κανόνα), ο οποίος φαίνεται ότι υπήρξε και ο κανόνας της πρώτης εκκλησίας, ο αποκαλούμενος εφεξής και ‘χριστιανικός’» (σελ.90).
Οι Διαμαρτυρόμενοι, από τη Μεταρρύθμιση και μετά, τάχθηκαν υπέρ του «στενού», «ιουδαϊκού» κανόνα. Η συζήτηση είναι πλατιά και πολύπλοκη. Θα αναφερθούμε μόνο σε 2-3 στοιχεία τεκμηριώνοντας τη θέση μας.
1. Η χρήση της μετάφρασης των Ο' στην Καινή Διαθήκη
Συχνά, για να υποστηριχθεί η αποδοχή ενός ευρύτερου κανόνα, γίνεται αναφορά στο γεγονός της ευρείας χρήσης των Ο' (που περιλαμβάνει τον ευρύτερο κανόνα) από την Καινή Διαθήκη. Στην πραγματικότητα η μελέτη της χρήσης των Ο' είναι το καλύτερο επιχείρημα για την υποστήριξη του στενού κανόνα. Είναι αλήθεια ότι οι ευαγγελιστές και οι απόστολοι αξιοποίησαν τη μετάφραση των Ο' χρησιμοποιώντας την όταν δεν προτίμησαν να μεταφράσουν οι ίδιοι κατευθείαν από το εβραϊκό. Το θέμα, όμως, είναι αν μας έδωσαν ικανές ενδείξεις ότι αποδέχονταν ως κανονικά όλα τα βιβλία που περιλαμβάνονταν σ’ αυτήν. Η αλήθεια είναι ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αναφέρουν ως «γραφή», ως κανονικό βιβλίο, μόνο τμήματα που ανήκουν στο στενό, ιουδαϊκό κανόνα. Στην πραγματικότητα, κάθε αναφορά τους στην Παλαιά Διαθήκη έρχεται από τα βιβλία εκείνα που ανήκουν στον στενό κανόνα. Αν και γνώριζαν και είχαν μπροστά τους όλα τα βιβλία, διέκριναν σαφώς τα βιβλία που θεωρούσαν ιερά και κατά συνέπεια κανονικά.
2. Η σιωπή του Φίλωνα
Ο Φίλων ζει και γράφει στην Αλεξάνδρεια, στο κέντρο του υποτιθέμενου Αλεξανδρινού κανόνα. Στα γραπτά του κάνει πάνω από 2.000 αναφορές στα ιερά κείμενα. Επίσης συχνά κάνει αναφορά σε έργα στην ελληνική γλώσσα. Ποτέ όμως δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε κάποιο από τα Απόκρυφα έργα. Φυσικά η περίπτωση του Φίλωνα μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρημα εκ της σιωπής. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν παύει όμως να προκαλεί απορία ότι η μόνη ιουδαϊκή πηγή που έχουμε από την Αλεξάνδρεια μοιάζει να μη γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτό που παρουσιάζεται ως «Αλεξανδρινός κανόνας».
3. Ο προβληματισμός των Πατέρων
Αξίζει τέλος να αναφερθούμε στις μαρτυρίες διαφόρων Πατέρων σχετικά με την έκταση του κανόνα. Θα σταθούμε στον Ωριγένη, επειδή είναι από τους πιο πρώιμους (περίπου 185-254 μ.Χ.) και επειδή εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια και έδρασε για ένα μεγάλο διάστημα εκεί. Στα συγγράμματά του κάνει χρήση των «Απόκρυφων». Όταν όμως έρχεται να περιγράψει τον κανόνα κι αυτός διαπιστώνει ότι είναι ο στενός ιουδαϊκός. Κάνει λοιπόν μια χρήσιμη διάκριση μεταξύ βιβλίων που εί9ναι χρήσιμα, αλλά όχι μέρος του κανόνα και βιβλίων που είναι ιερά.
Λίγο αργότερα, ο Μ. Αθανάσιος στην «Πασχάλιο Επιστολή» του δέχεται κι αυτός τον στενό ιουδαϊκό κανόνα. Τα βιβλία που ανήκουν στον κανόνα τα αντιδιαστέλλει από τα Απόκρυφα, τα οποία θεωρεί ως «έξωθεν, ου κανονιζόμενα». Παρόμοια ήταν η θέση και του μεταρρυθμιστή Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι (1572-1638). Φυσικά, όπως είναι γνωστό, άλλοι Πατέρες υποστήριξαν τον ευρύτερο κανόνα. Έτσι, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη εκκλησία, δημιουργήθηκε μια ασάφεια σχετικά με το αν ο κανόνας περιλαμβάνει τα Απόκρυφα ή όχι. Εμείς, για όλους τους παραπάνω λόγους, ακολουθούμε την άποψη του Μ. Αθανασίου θεωρώντας τα Απόκρυφα βιβλία ως χρήσιμα για ανάγνωση, αλλά όχι ισότιμα και ισάξια με τις Άγιες Γραφές.
Γ. Ο ιουδαϊκός κανόνας ως αναγκαία θεολογική εισαγωγή για την Κ. Διαθήκη
Πριν κλείσουμε αξίζει να σημειώσουμε τη θεολογική σημασία που έχει η διάταξη του εβραϊκού κανόνα και ιδιαίτερα των «Αγιογράφων» για τη χριστιανική πίστη. Η διάταξη των βιβλίων του εβραϊκού κανόνα, σύμφωνα με την Ταλμουδική παράδοση (Baba Bartha 14b), καταλήγει με τα βιβλία του Δανιήλ, του Έσδρα και Νεεμία και τέλος των Α' και Β' Χρονικών. Η διάταξη αυτή δεν οφείλεται σε κάποια χρονολογική αλληλουχία. Μετά τον Νεεμία, ο χρονικογράφος ξεκινά την αφήγησή του με τον Αδάμ! Η σειρά των βιβλίων έχει μια ιδιαίτερη θεολογική βαρύτητα, σημαντική για μας τους Χριστιανούς.
Το προφητικό βιβλίο του Δανιήλ, επαναλαμβάνει την προφητεία του Ιερεμία σχετικά με την αποκατάσταση του Ισραήλ. Ενώ όμως ο Ιερεμίας μίλησε για 70 χρόνια (Ιερεμίας 25:15-38), ο Δανιήλ καταλαβαίνει εξ αποκαλύψεως ότι αυτό που εννοούσε ήταν 70 επταετίες, δηλαδή 490 χρόνια (Δανιήλ, κεφάλαιο 9). Στη συνέχεια ακολουθούν τα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία. Στο ξεκίνημα του βιβλίου του Έσδρα διαβάζουμε για το διάταγμα του Κύρου, το οποίο επιτρέπει την επιστροφή των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη και την ανοικοδόμηση του Ναού (Έσδρας 1:2-4). Αν ο εβραϊκός κανόνας σταματούσε εκεί τότε το μήνυμά του θα ήταν ότι με το διάταγμα του Κύρου εκπληρώνεται η προσδοκία του Δανιήλ (και του Ιερεμία) για αποκατάσταση και κατά συνέπεια θα ήταν ένα κλειστό βιβλίο με μια ολοκληρωμένη αφήγηση.
Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του εβραϊκού κανόνα, μετά από τα βιβλία του Έσδρα-Νεεμία ακολουθεί το Α'-Β' Χρονικών. Το βιβλίο αυτό κλείνει επαναλαμβάνοντας το διάταγμα του Κύρου που ήδη είδαμε στον Έσδρα. Αυτή τη φορά όμως είναι συντομευμένο ώστε να καταλήγει με τη φράση «ας ανέβει» (Β' Χρονικών 36:23). Το υποκείμενο της πρότασης είναι «αυτός που ο Θεός είναι μαζί του», μια περιγραφή που έχει μεσσιανικές αναφορές (δες Α' Χρονικών 17:12, επίσης το όνομα «Εμμανουήλ» στον Ματθαίο 1:22-23). Το διάταγμα λοιπόν, όπως είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο των Χρονικών, καταλήγει με τη δήλωση: «αυτός που ο Θεός είναι μαζί του ας ανέβει». Για να κλείσει το διάταγμα με τη φράση αυτή ο Χρονικογράφος παραλείπει σχεδόν δύο εδάφια από το κείμενο, όπως το έχουμε στο βιβλίο του Έσδρα-Νεεμία. Είναι αυτά τα εδάφια που το συνδέουν με τα ιστορικά γεγονότα της επιστροφής από την εξορία. Αφαιρώντας τα η εκπλήρωση της προφητείας περί αποκατάστασης μένει ανοιχτή για το μέλλον. Η διάταξη λοιπόν των βιβλίων από μόνη της δίνει την εντύπωση ότι η επιστροφή του Ισραήλ μετά από τη Βαβυλωνιακή εξορία είναι μια πρώτη ιστορική εκπλήρωση της προσδοκίας της αποκατάστασης. Η προσδοκία αυτή όμως μένει ανοιχτή και για το μέλλον. Η διάταξη του εβραϊκού κανόνα δείχνει προς την κατεύθυνση ενός «νέου έργου» που ο Θεός θα κάνει με το λαό Του. Αν και ιουδαϊκός, ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης είναι στην πραγματικότητα η αναγκαία εισαγωγή για τον ερχομό «αυτού που ο Θεός είναι μαζί του», που για μας τους Χριστιανούς είναι ο Ιησούς Χριστός.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μια ενδιαφέρουσα γλωσσολογική παρατήρηση είναι ότι η λέξη «κανών» είναι στη γλώσσα μας ένα σημιτικό δάνειο, καθώς προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «κανέ», που σημαίνει «καλάμι, ράβδος».
[2] Η διάρθρωση του ιουδαϊκού κανόνα έχει ως εξής: Ο Νόμος: Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, οι Προφήτες: οι προγενέστεροι: Ιησούς του Ναυή, Κριτές, Α' και Β' Σαμουήλ (ένα βιβλίο), Α' και Β' Βασιλέων (ένα βιβλίο) και οι μεταγενέστεροι: Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, το βιβλίο των 12 μικρών προφητών, τα Αγιόγραφα: Ψαλμοί, Παροιμίες, Ιώβ, Άσμα Ασμάτων, Ρουθ, Θρήνοι, Εκκλησιαστής, Εσθήρ, Δανιήλ, Έσδρας-Νεεμίας (ένα βιβλίο), Α' και Β' Χρονικών (ένα βιβλίο).
[3] Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η διαφορά στον αριθμό των βιβλίων του κανόνα οφείλεται σε διαφορετική αρίθμηση των ίδιων βιβλίων. Έτσι, τα 12 βιβλία των «μικρών προφητών» εκλαμβάνονται ως ένα βιβλίο. Επίσης τα βιβλία Α' και Β' Σαμουήλ εκλαμβάνονται ως ένα βιβλίο. Το ίδιο και το Α' και Β' Βασιλέων, Α' και Β' Χρονικών, Έσδρας και Νεεμίας. Συχνά θεωρούνταν ένα βιβλίο οι Κριτές με τη Ρουθ καθώς επίσης ο Ιερεμίας με τους Θρήνους.
[4] Η δική μας θέση είναι ότι πιθανόν ο κανόνας να «έκλεισε» με έναν πιο επίσημο τρόπο γύρω στο 150 π.Χ. την περίοδο των Μακκαβαϊκών πολέμων. Σύμφωνα με το Β' Μακκαβαίων 2:14 «ο Ιούδας συγκέντρωσε τα βιβλία που είχαν διασπαρθεί λόγω του πολέμου, κι έτσι τώρα τα έχουμε εμείς». Είναι σε περιόδους κρίσεων που αυτό που είναι αυτονόητο καταγράφεται και διασφαλίζεται. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν ότι η «συγκέντρωση» των βιβλίων να έχει το νόημα της συγκρότησης ενός κανόνα βιβλίων που θεωρούνται ιερά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Καλαντζάκη Σταύρου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1999.
Χατζηαντωνίου Γεωργίου, Ιστορική Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Αθήνα.
Beckwith Roger, The Old Testament Canon of the New Testament Church, Grand Rapids 1985.
Kaizer Walter, The Old Testament Documents, Leicester 2001.
Leiman Sid, The Canonization of the Hebrew Scripture, Connecticut 1976.
Κι όταν ο απόστολος Παύλος διακήρυττε ότι «Ολόκληρη η γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη για διδασκαλία, για έλεγχο, για επανόρθωση, για διαπαιδαγώγηση, που γίνεται με δικαιοσύνη, για να είναι ο άνθρωπος του Θεού τέλειος, ετοιμασμένος για κάθε έργο αγαθό» (Β' Τιμόθεο 3:16), για ποια γραπτά μιλούσε;
Η απάντηση που θα προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε και να τεκμηριώσουμε είναι ότι ο Ιησούς και οι απόστολοι αναφέρονταν στον ολοκληρωμένο, κλειστό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, όπως η χριστιανική εκκλησία αρχικά τον παρέλαβε από τον Ιουδαϊσμό.
Πριν συνεχίσουμε, όμως, αξίζει να αποσαφηνίσουμε την ορολογία μας. Στη γλώσσα της θεολογίας επικράτησε ο όρος «κανόνας» για να περιγράψει τον κατάλογο των βιβλίων που θεωρούνται ιερά. Ο όρος αυτός είναι στην πραγματικότητα μια μεταφορά στην οποία η κοινότητα της πίστης βρήκε μια κατάλληλη εικόνα για να περιγράψει μια συλλογή βιβλίων τα οποία ξεχώρισε, γιατί σ’ αυτά αναγνώρισε μια διαφορετική ποιότητα. Ο «κανόνας» δεν είναι τίποτε άλλο από τον γνωστό χάρακα, το όργανο μέτρησης.[1] Η συλλογή βιβλίων που περιγράφεται ως «κανόνας», λειτουργεί λοιπόν ως το μέτρο, ως γνώμονας και κριτήριο με το οποίο μετριέται και αξιολογείται κάθε τι άλλο. Είναι βιβλία που αναγνωρίστηκαν ως ιερά, ως θεόπνευστα και γι’ αυτό ως βιβλία που έχουν μια ειδική εξουσία στη διαμόρφωση και διατύπωση του δόγματος.
Στα βιβλία αυτά υπάρχει η αποκρυστάλλωση και αυθεντική καταγραφή της θείας αποκάλυψης. Η έννοια της «εγγεγραμμένης» αποκάλυψης είναι σύμφυτη με τη λειτουργία του κανόνα. Από νωρίς η έγγραφη καταγραφή της θείας αποκάλυψης χρησίμευε ως «μνημείο» (Έξοδος 17:14) και ως διαμένουσα «μαρτυρία» (Δευτερονόμιο 31:26) που θα διαρκούσε για τις ερχόμενες γενιές (Ψαλμός 102:18), μάλιστα αιώνια (Ησαΐας 30:8).
Η βασική θέση της μελέτης μας λοιπόν είναι ότι ο Ιησούς και η πρωτοχριστιανική εκκλησία είχε ως ιερή γραφή τον κλειστό ιουδαϊκό κανόνα. Η θέση αυτή περιλαμβάνει δύο ζητήματα που πρέπει στη συνέχεια να εξηγήσουμε και να τεκμηριώσουμε.
Α. Η Εκκλησία παρέλαβε έναν κλειστό κανόνα
Ο όρος «κλειστός» κανόνας περιγράφει την αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο κατάλογος των ιερών βιβλίων έχει ολοκληρωθεί και παγιωθεί ώστε να μην επιδέχεται προσθαφαιρέσεις. Αυτή ήταν η φύση των ιερών γραφών που είχε στη διάθεσή Του ο Ιησούς.
1. Ο πρόλογος της Σοφίας Σειράχ
Στον πρόλογο της μετάφρασης της Σοφίας Σειράχ στα ελληνικά, που χρονολογείται γύρω στο 132 π.Χ., γίνεται τρεις φορές αναφορά σ’ ένα σώμα κειμένων που αποτελείται από τρία μέρη τα οποία είναι ο νόμος, οι προφήτες και ένα τρίτο τμήμα που περιγράφεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους («των άλλων των κατ’ αυτούς ηκολουθηκότων», «των άλλων πατρίων βιβλίων», «τα λοιπά των βιβλίων»). Ο τριμερής αυτός χωρισμός συμπίπτει με τον παραδοσιακό χωρισμό που συναντάται στον ιουδαϊκό κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, την Τανάχ, δηλαδή τον Νόμο (Τορά), τους Προφήτες (Νεβιίμ) και τα Αγιόγραφα (Κεθουβίμ).[2] Σχετικά με την Τρίτη ομάδα βιβλίων παρατηρούμε μια ασάφεια αναφορικά με την τιτλοφόρησή τους. Ωστόσο δεν παύουν να θεωρούνται ως βιβλία αρχαία («πάτρια», προγονικά). Μάλιστα κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι η σαφήνεια με την οποία ο εγγονός του Σειράχ διευκρινίζει ότι το έργο που μεταφράζει έχει σκοπό «αυτοί που μένουν έξω από την Παλαιστίνη και θέλουν να διδαχτούν, να μπορούν να ρυθμίζουν τη διαγωγή τους και να ζουν σύμφωνα με τον Νόμο». Με άλλα λόγια, το έργο αυτό είναι «ερμηνευτικό» και όχι «αποκαλυπτικό». Δεν έρχεται να προστεθεί στο σώμα των ιερών κειμένων, αλλά να τα ερμηνεύσει και να βοηθήσει άλλους να τα εφαρμόσουν. Από ότι φαίνεται, λοιπόν, το 138 π.Χ. υπήρχε η αίσθηση ενός ολοκληρωμένου και κλειστού κανόνα ιερών κειμένων.
2. Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης
Δυο περικοπές της Καινής Διαθήκης έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη του κανόνα. Η πρώτη είναι ένα μετά-αναστάσιμο λόγιο του Ιησού προς τους μαθητές Του. Στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο (24:4) διαβάζουμε: «Και τους είπε: Αυτά είναι τα λόγια, που σας είχα μιλήσει, όταν ακόμα ήμουν μαζί σας, ότι πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους Ψαλμούς για μένα».
Αυτό το λόγιο φανερώνει ότι ο «νόμος του Μωυσή», «οι προφήτες» και «οι Ψαλμοί» είναι πια τίτλοι που αναφέρονται στα τρία μέρη του κανόνα.
Μια δεύτερη ακόμα πιο σημαντική περικοπή είναι ένα άλλο λόγιο του Ιησού. Αυτό δεν αναφέρεται μόνο στην τριμερή διάρθρωση του κανόνα αλλά και στα όριά του. Προειδοποιώντας τους μαθητές Του για επικείμενους διωγμούς ο Ιησούς στον Ματθαίο (23:35) και στο παράλληλό του στον Λουκά (11:51) λέει: «για να έρθει επάνω σας κάθε δίκαιο αίμα που χύνεται επάνω στη γη, από το αίμα του δικαίου Άβελ, μέχρι το αίμα του Ζαχαρία, του γιου του Βαραχία, που τον φονεύσατε ανάμεσα στον ναό και στο θυσιαστήριο».
Ποια η σημασία στην αναφορά του Άβελ και του Ζαχαρία; Ο Άβελ είναι ο πρώτος «μάρτυρας». Ποιος είναι όμως ο Ζαχαρίας; Ήταν ο τελευταίος μάρτυρας; Φυσικά δεν ήταν ο τελευταίος μάρτυρας όσον αφορά την ιστορία του Ισραήλ. Ήταν όμως ο τελευταίος μάρτυρας όσον αφορά τον κανόνα της ιερής βίβλου του Ισραήλ. Ο Ζαχαρίας αναφέρεται στο τέλος του τελευταίου βιβλίου του τριμερούς ιουδαϊκού κανόνα, δηλαδή του Β' Χρονικών (24:19-22). Η αναφορά στον Άβελ και στον Ζαχαρία έχει νόημα μόνο στα πλαίσια ενός κλειστού κανόνα που ξεκινά από τη Γένεση και καταλήγει στο Β' Χρονικών.
3. Η μαρτυρία του Φίλωνα και του Ιώσηπου
Έναν τέτοιο κλειστό κανόνα υποστηρίζουν και διάφορες αναφορές από το έργο του Φίλωνα και του Ιώσηπου.
Ο Φίλων, Αλεξανδρινός Ιουδαίος που ζει στις αρχές του 1ου αιώνα, κάνει αναφορά σε «νόμους και λόγια θεσπισθέντα δια προφητών και ύμνους». Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι πέρα από τον τριμερή χωρισμό του κανόνα χρησιμοποιεί για το τρίτο μέρος παρόμοιο τίτλο με αυτόν που είδαμε παραπάνω στο λόγιο του Ιησού στον Λουκά (24:44). Το ονομάζει «ύμνοι».
Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που δρα στην Παλαιστίνη στο τέλος του 1ου αιώνα, κάνει μια ιδιαίτερα σημαντική αναφορά για το θέμα του κανόνα στο έργο του «Κατ’ Απίωνος» (1:8). Γράφει: «όσο για μας, δεν έχουμε ένα τεράστιο αριθμό βιβλίων που διαφωνούν και μάχονται ανάμεσά τους. Έχουμε μόνο 22,[3] που περιλαμβάνουν την ιστορία όλου του χρόνου και δικαίως τα πιστεύουμε». Ο Ιώσηπος ακολουθεί κι αυτός την τριμερή διάρθρωση του κανόνα μιλώντας για τα βιβλία του Μωυσή, για τους προφήτες και τα υπόλοιπα που περιλαμβάνουν ύμνους και πρακτικές συμβουλές. Δύο σημεία αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο είναι ότι ο Ιώσηπος θεωρεί ότι ο κανόνας είναι κλειστός. Τα όποια άλλα βιβλία πέρα από τα 22, γράφει, «δεν θεωρήθηκαν ίσης αξίας με εκείνα που είχαν προηγηθεί γιατί είχε πάψει η ακριβής διαδοχή των προφητών. Η εμπιστοσύνη όμως που δώσαμε στα βιβλία μας γίνεται φανερή από τη συμπεριφορά μας, γιατί αν και έχει διαρρεύσει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, κανείς δεν τόλμησε να προσθέσει ή να αφαιρέσει ή να τροποποιήσει έστω και μια συλλαβή. Αλλά είναι ένστικτο σε όλους τους Ιουδαίους να τα θεωρούν σαν εντολές του Θεού». Δεν υπάρχει πιο σαφής τρόπος για να περιγράψεις έναν κλειστό κανόνα και να αντιδιαστείλεις βιβλία που ανήκουν σ’ αυτόν από άλλα που δεν ανήκουν.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο κανόνας αυτός ήταν «κλειστός» για αρκετό καιρό. Ο Ιώσηπος αναφέρει την περίοδο του Αρταξέρξη, διαδόχου του Ξέρξη, δηλαδή γύρω στο 460-430 π.Χ., ως τη χρονική στιγμή που κλείνει ο κανόνας. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το πόσο σοβαρά πρέπει να λάβουμε τη μαρτυρία του Ιώσηπου σχετικά με τη χρονολόγηση του κλεισίματος του κανόνα. Η θέση μας είναι ότι ο Ιώσηπος προφανώς αναφέρεται στη συγγραφή του τελευταίου προφητικού βιβλίου (του Μαλαχία). Το 460-430 π.Χ. ολοκληρώνεται ο κανόνας. Το πότε «κλείνει», με την έννοια της οριοθέτησης ενός κλειστού καταλόγου, είναι μια άλλη υπόθεση. Σίγουρα όμως, αυτό το κλείσιμο έγινε πολύ πριν τον Ιώσηπο, πολύ πριν δηλαδή το τέλος του 1ου αιώνα, όπως διάφοροι υποστηρίζουν.[4]
4. Η σύνοδος της Ιαμνείας
Πριν ολοκληρώσουμε το πρώτο μέρος της μελέτης μας αξίζει να αναφερθούμε σε μια αρκετά διαδεδομένη και δημοφιλή άποψη που υποστηρίζει ότι ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης «έκλεισε» γύρω στο 90 μ.Χ. στην Ιάμνεια, πολλά χρόνια δηλαδή μετά την ίδρυση της εκκλησίας και την αρχική της εξάπλωση. Μια τέτοια θέση οδηγούσε στην αντίληψη ότι η γραφή που διάβαζε ο Ιησούς ήταν μια αρκετά ασαφής και ανοικτή συλλογή βιβλίων. Αν λοιπόν ήταν το 90 μ.Χ. που οριοθετήθηκε ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης από Ιουδαίους ραβίνους, τότε ίσως η Παλαιά Διαθήκη, όπως την ξέρουμε σήμερα, να είναι όντως ένα καθαρά ιουδαϊκό βιβλίο, χωρίς άμεση σχέση με τη χριστιανική εκκλησία.
Αυτό που μπορούμε να πούμε πια με βεβαιότητα είναι ότι η συζήτηση στην Ιάμνεια δεν αφορούσε το ποια βιβλία πρέπει να «μπουν», αλλά για το αν κάποια βιβλία έπρεπε να παραμείνουν στον κανόνα. Μετά την καταστροφή του ιουδαϊκού κράτους το 70 μ.Χ., αρκετοί ραβίνοι κάτω από την ηγεσία του Γιοχανάν μπεν Ζακάι μαζεύτηκαν για να συζητήσουν την αναδιαμόρφωση της θρησκευτικής ζωής της ιουδαϊκής κοινότητας. Μέσα στο πρόγραμμα αυτό τέθηκε και το ζήτημα των Ιερών Γραφών. Οι συζητήσεις τους δεν αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση του κανόνα, αλλά στην εξέταση της εγκυρότητας των παραδόσεων που έλαβαν. Ήταν ο κανόνας των Ιερών Κειμένων όπως τον έλαβαν αυθεντικός και έγκυρος; Ιδιαίτερα εξέτασαν τις ερωτήσεις που συνδέονταν με ορισμένα «αντιλεγόμενα» βιβλία. Έτσι, για παράδειγμα, το βιβλίο του Ιεζεκιήλ έμοιαζε να μιλά για την «ατομική» ευθύνη του ανθρώπου με έναν τρόπο που αντιβαίνει με τη διδασκαλία της Πεντατεύχου περί συλλογικής ευθύνης. Αυτό που έγινε στην Ιάμνεια, ήταν η εξέταση των αντιρρήσεων και η τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους ο Ιεζεκιήλ, όπως και τα υπόλοιπα βιβλία, καλώς περιλήφθηκαν στον κανόνα.
Β. Η εκκλησία παρέλαβε τον ιουδαϊκό κανόνα
Ο δεύτερος άξονας της τοποθέτησής μας είναι ότι η εκκλησία όχι μόνο παρέλαβε έναν κλειστό κανόνα, αλλά επίσης τον ιουδαϊκό κανόνα. Αυτή η θέση έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή έχει υποστηριχθεί η ύπαρξη ενός άλλου ευρύτερου κανόνα που συχνά ονομάζεται ελληνικός, λόγω της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα τα βιβλία που τον απαρτίζουν, ή Αλεξανδρινός, από τον τόπο προέλευσής του. Αυτός ο ευρύτερος κανόνας είναι αποτυπωμένος στα βιβλία που αποτελούν τη μετάφραση των Ο'. Χωρίς να μειώνουμε στο ελάχιστο τη σημασία της μετάφρασης την Ο' για τη μελέτη της Παλαιάς αλλά και της Καινής Διαθήκης, υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί την αυθεντική έκφραση του Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Σταύρος Καλαντζάκης, στην εξαίρετη εισαγωγή του στην Παλαιά Διαθήκη, υποστηρίζει ότι «σαφείς ενδείξεις πείθουν ότι η προτίμηση, κυρίως από μέρους των αποστόλων (όπως άλλωστε και των μετέπειτα Χριστιανών) έκλεινε υπέρ του ευρύτερου (κανόνα), ο οποίος φαίνεται ότι υπήρξε και ο κανόνας της πρώτης εκκλησίας, ο αποκαλούμενος εφεξής και ‘χριστιανικός’» (σελ.90).
Οι Διαμαρτυρόμενοι, από τη Μεταρρύθμιση και μετά, τάχθηκαν υπέρ του «στενού», «ιουδαϊκού» κανόνα. Η συζήτηση είναι πλατιά και πολύπλοκη. Θα αναφερθούμε μόνο σε 2-3 στοιχεία τεκμηριώνοντας τη θέση μας.
1. Η χρήση της μετάφρασης των Ο' στην Καινή Διαθήκη
Συχνά, για να υποστηριχθεί η αποδοχή ενός ευρύτερου κανόνα, γίνεται αναφορά στο γεγονός της ευρείας χρήσης των Ο' (που περιλαμβάνει τον ευρύτερο κανόνα) από την Καινή Διαθήκη. Στην πραγματικότητα η μελέτη της χρήσης των Ο' είναι το καλύτερο επιχείρημα για την υποστήριξη του στενού κανόνα. Είναι αλήθεια ότι οι ευαγγελιστές και οι απόστολοι αξιοποίησαν τη μετάφραση των Ο' χρησιμοποιώντας την όταν δεν προτίμησαν να μεταφράσουν οι ίδιοι κατευθείαν από το εβραϊκό. Το θέμα, όμως, είναι αν μας έδωσαν ικανές ενδείξεις ότι αποδέχονταν ως κανονικά όλα τα βιβλία που περιλαμβάνονταν σ’ αυτήν. Η αλήθεια είναι ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αναφέρουν ως «γραφή», ως κανονικό βιβλίο, μόνο τμήματα που ανήκουν στο στενό, ιουδαϊκό κανόνα. Στην πραγματικότητα, κάθε αναφορά τους στην Παλαιά Διαθήκη έρχεται από τα βιβλία εκείνα που ανήκουν στον στενό κανόνα. Αν και γνώριζαν και είχαν μπροστά τους όλα τα βιβλία, διέκριναν σαφώς τα βιβλία που θεωρούσαν ιερά και κατά συνέπεια κανονικά.
2. Η σιωπή του Φίλωνα
Ο Φίλων ζει και γράφει στην Αλεξάνδρεια, στο κέντρο του υποτιθέμενου Αλεξανδρινού κανόνα. Στα γραπτά του κάνει πάνω από 2.000 αναφορές στα ιερά κείμενα. Επίσης συχνά κάνει αναφορά σε έργα στην ελληνική γλώσσα. Ποτέ όμως δεν κάνει την παραμικρή νύξη σε κάποιο από τα Απόκρυφα έργα. Φυσικά η περίπτωση του Φίλωνα μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρημα εκ της σιωπής. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν παύει όμως να προκαλεί απορία ότι η μόνη ιουδαϊκή πηγή που έχουμε από την Αλεξάνδρεια μοιάζει να μη γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτό που παρουσιάζεται ως «Αλεξανδρινός κανόνας».
3. Ο προβληματισμός των Πατέρων
Αξίζει τέλος να αναφερθούμε στις μαρτυρίες διαφόρων Πατέρων σχετικά με την έκταση του κανόνα. Θα σταθούμε στον Ωριγένη, επειδή είναι από τους πιο πρώιμους (περίπου 185-254 μ.Χ.) και επειδή εκπαιδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια και έδρασε για ένα μεγάλο διάστημα εκεί. Στα συγγράμματά του κάνει χρήση των «Απόκρυφων». Όταν όμως έρχεται να περιγράψει τον κανόνα κι αυτός διαπιστώνει ότι είναι ο στενός ιουδαϊκός. Κάνει λοιπόν μια χρήσιμη διάκριση μεταξύ βιβλίων που εί9ναι χρήσιμα, αλλά όχι μέρος του κανόνα και βιβλίων που είναι ιερά.
Λίγο αργότερα, ο Μ. Αθανάσιος στην «Πασχάλιο Επιστολή» του δέχεται κι αυτός τον στενό ιουδαϊκό κανόνα. Τα βιβλία που ανήκουν στον κανόνα τα αντιδιαστέλλει από τα Απόκρυφα, τα οποία θεωρεί ως «έξωθεν, ου κανονιζόμενα». Παρόμοια ήταν η θέση και του μεταρρυθμιστή Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι (1572-1638). Φυσικά, όπως είναι γνωστό, άλλοι Πατέρες υποστήριξαν τον ευρύτερο κανόνα. Έτσι, ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη εκκλησία, δημιουργήθηκε μια ασάφεια σχετικά με το αν ο κανόνας περιλαμβάνει τα Απόκρυφα ή όχι. Εμείς, για όλους τους παραπάνω λόγους, ακολουθούμε την άποψη του Μ. Αθανασίου θεωρώντας τα Απόκρυφα βιβλία ως χρήσιμα για ανάγνωση, αλλά όχι ισότιμα και ισάξια με τις Άγιες Γραφές.
Γ. Ο ιουδαϊκός κανόνας ως αναγκαία θεολογική εισαγωγή για την Κ. Διαθήκη
Πριν κλείσουμε αξίζει να σημειώσουμε τη θεολογική σημασία που έχει η διάταξη του εβραϊκού κανόνα και ιδιαίτερα των «Αγιογράφων» για τη χριστιανική πίστη. Η διάταξη των βιβλίων του εβραϊκού κανόνα, σύμφωνα με την Ταλμουδική παράδοση (Baba Bartha 14b), καταλήγει με τα βιβλία του Δανιήλ, του Έσδρα και Νεεμία και τέλος των Α' και Β' Χρονικών. Η διάταξη αυτή δεν οφείλεται σε κάποια χρονολογική αλληλουχία. Μετά τον Νεεμία, ο χρονικογράφος ξεκινά την αφήγησή του με τον Αδάμ! Η σειρά των βιβλίων έχει μια ιδιαίτερη θεολογική βαρύτητα, σημαντική για μας τους Χριστιανούς.
Το προφητικό βιβλίο του Δανιήλ, επαναλαμβάνει την προφητεία του Ιερεμία σχετικά με την αποκατάσταση του Ισραήλ. Ενώ όμως ο Ιερεμίας μίλησε για 70 χρόνια (Ιερεμίας 25:15-38), ο Δανιήλ καταλαβαίνει εξ αποκαλύψεως ότι αυτό που εννοούσε ήταν 70 επταετίες, δηλαδή 490 χρόνια (Δανιήλ, κεφάλαιο 9). Στη συνέχεια ακολουθούν τα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία. Στο ξεκίνημα του βιβλίου του Έσδρα διαβάζουμε για το διάταγμα του Κύρου, το οποίο επιτρέπει την επιστροφή των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη και την ανοικοδόμηση του Ναού (Έσδρας 1:2-4). Αν ο εβραϊκός κανόνας σταματούσε εκεί τότε το μήνυμά του θα ήταν ότι με το διάταγμα του Κύρου εκπληρώνεται η προσδοκία του Δανιήλ (και του Ιερεμία) για αποκατάσταση και κατά συνέπεια θα ήταν ένα κλειστό βιβλίο με μια ολοκληρωμένη αφήγηση.
Όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του εβραϊκού κανόνα, μετά από τα βιβλία του Έσδρα-Νεεμία ακολουθεί το Α'-Β' Χρονικών. Το βιβλίο αυτό κλείνει επαναλαμβάνοντας το διάταγμα του Κύρου που ήδη είδαμε στον Έσδρα. Αυτή τη φορά όμως είναι συντομευμένο ώστε να καταλήγει με τη φράση «ας ανέβει» (Β' Χρονικών 36:23). Το υποκείμενο της πρότασης είναι «αυτός που ο Θεός είναι μαζί του», μια περιγραφή που έχει μεσσιανικές αναφορές (δες Α' Χρονικών 17:12, επίσης το όνομα «Εμμανουήλ» στον Ματθαίο 1:22-23). Το διάταγμα λοιπόν, όπως είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο των Χρονικών, καταλήγει με τη δήλωση: «αυτός που ο Θεός είναι μαζί του ας ανέβει». Για να κλείσει το διάταγμα με τη φράση αυτή ο Χρονικογράφος παραλείπει σχεδόν δύο εδάφια από το κείμενο, όπως το έχουμε στο βιβλίο του Έσδρα-Νεεμία. Είναι αυτά τα εδάφια που το συνδέουν με τα ιστορικά γεγονότα της επιστροφής από την εξορία. Αφαιρώντας τα η εκπλήρωση της προφητείας περί αποκατάστασης μένει ανοιχτή για το μέλλον. Η διάταξη λοιπόν των βιβλίων από μόνη της δίνει την εντύπωση ότι η επιστροφή του Ισραήλ μετά από τη Βαβυλωνιακή εξορία είναι μια πρώτη ιστορική εκπλήρωση της προσδοκίας της αποκατάστασης. Η προσδοκία αυτή όμως μένει ανοιχτή και για το μέλλον. Η διάταξη του εβραϊκού κανόνα δείχνει προς την κατεύθυνση ενός «νέου έργου» που ο Θεός θα κάνει με το λαό Του. Αν και ιουδαϊκός, ο κανόνας της Παλαιάς Διαθήκης είναι στην πραγματικότητα η αναγκαία εισαγωγή για τον ερχομό «αυτού που ο Θεός είναι μαζί του», που για μας τους Χριστιανούς είναι ο Ιησούς Χριστός.
του Παναγιώτη Κανταρτζή
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μια ενδιαφέρουσα γλωσσολογική παρατήρηση είναι ότι η λέξη «κανών» είναι στη γλώσσα μας ένα σημιτικό δάνειο, καθώς προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «κανέ», που σημαίνει «καλάμι, ράβδος».
[2] Η διάρθρωση του ιουδαϊκού κανόνα έχει ως εξής: Ο Νόμος: Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, οι Προφήτες: οι προγενέστεροι: Ιησούς του Ναυή, Κριτές, Α' και Β' Σαμουήλ (ένα βιβλίο), Α' και Β' Βασιλέων (ένα βιβλίο) και οι μεταγενέστεροι: Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, το βιβλίο των 12 μικρών προφητών, τα Αγιόγραφα: Ψαλμοί, Παροιμίες, Ιώβ, Άσμα Ασμάτων, Ρουθ, Θρήνοι, Εκκλησιαστής, Εσθήρ, Δανιήλ, Έσδρας-Νεεμίας (ένα βιβλίο), Α' και Β' Χρονικών (ένα βιβλίο).
[3] Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η διαφορά στον αριθμό των βιβλίων του κανόνα οφείλεται σε διαφορετική αρίθμηση των ίδιων βιβλίων. Έτσι, τα 12 βιβλία των «μικρών προφητών» εκλαμβάνονται ως ένα βιβλίο. Επίσης τα βιβλία Α' και Β' Σαμουήλ εκλαμβάνονται ως ένα βιβλίο. Το ίδιο και το Α' και Β' Βασιλέων, Α' και Β' Χρονικών, Έσδρας και Νεεμίας. Συχνά θεωρούνταν ένα βιβλίο οι Κριτές με τη Ρουθ καθώς επίσης ο Ιερεμίας με τους Θρήνους.
[4] Η δική μας θέση είναι ότι πιθανόν ο κανόνας να «έκλεισε» με έναν πιο επίσημο τρόπο γύρω στο 150 π.Χ. την περίοδο των Μακκαβαϊκών πολέμων. Σύμφωνα με το Β' Μακκαβαίων 2:14 «ο Ιούδας συγκέντρωσε τα βιβλία που είχαν διασπαρθεί λόγω του πολέμου, κι έτσι τώρα τα έχουμε εμείς». Είναι σε περιόδους κρίσεων που αυτό που είναι αυτονόητο καταγράφεται και διασφαλίζεται. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν ότι η «συγκέντρωση» των βιβλίων να έχει το νόημα της συγκρότησης ενός κανόνα βιβλίων που θεωρούνται ιερά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Καλαντζάκη Σταύρου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1999.
Χατζηαντωνίου Γεωργίου, Ιστορική Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, Αθήνα.
Beckwith Roger, The Old Testament Canon of the New Testament Church, Grand Rapids 1985.
Kaizer Walter, The Old Testament Documents, Leicester 2001.
Leiman Sid, The Canonization of the Hebrew Scripture, Connecticut 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου