4/12/11

Dietrich Bonhöffer

Αν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογηθεί η αντίσταση στην πολιτική εξουσία, αυτή θα ήταν η αντίσταση του Dietrich Bonhöffer. Αν θα μπορούσε ποτέ να δικαιωθεί η απόπειρα δολοφονίας του κυβερνήτη ενός έθνους, θα ήταν η απόπειρα του Bonhöffer και των συντρόφων του συνωμοτών. Ο Bonhöffer αντιστάθηκε στην τερατώδη ναζιστική Γερμανία. Ο ίδιος και οι σύντροφοί του συνωμότες έκαναν μια απόπειρα κατά της ζωής του ανθρώπου της αμαρτίας, του Φύρερ, του Αδόλφου Χίτλερ.
Πάνω σ’ αυτή την αντίσταση με αποκορύφωμα την απόπειρα της δολοφονίας του Χίτλερ, επικεντρώνεται ένα θαυμάσιο βιβλίο, που έγραψε ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Έρικ Μεταξάς με τίτλο, «Bonhöffer: Πάστορας, Μάρτυρας, Προφήτης, Κατάσκοπος» (το βιβλίο υπάρχει μόνο στα αγγλικά). Ο υπότιτλος είναι «Ένας Ενάρετος Χριστιανός ενάντια στο Γ' Ράιχ».
Ο Dietrich Bonhöffer ήταν ο Γερμανός Διαμαρτυρόμενος θεολόγος και κληρικός που εναντιώθηκε στον Χίτλερ και τη ναζιστική του Γερμανία ευθύς εξαρχής. Δυο μέρες αφού ο Χίτλερ έγινε ο «δημοκρατικά εκλεγμένος καγκελάριος της Γερμανίας» στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο Dietrich Bonhöffer έδωσε ένα ραδιοφωνικό μήνυμα στο οποίο διακήρυττε ότι η ιδέα της ηγεσίας που ήταν ενσωματωμένη στο αξίωμα του Χίτλερ ως Φύρερ (απόλυτη κυριαρχία) ήταν ειδωλολατρία.
Ο Bonhöffer μαζί με τον ποιμένα Martin Niemöller και άλλους, ίδρυσαν στη Γερμανία την «Ομολογούσα Εκκλησία», σε αντιδιαστολή κι αντίθεση με τους «Γερμανούς Χριστιανούς», τον κύριο όγκο της Γερμανικής Διαμαρτύρησης, που άνανδρα, αδιάντροπα και με ζήλο έπαιξαν το ρόλο πόρνης στην κτηνωδία του Χίτλερ.
Για τον Bonhöffer η μαθητεία στον Χριστό (το θέμα ενός από τα περίφημα βιβλία του «Το κόστος της Μαθητείας») απαιτούσε δράση ενάντια στον φαύλο Χίτλερ που κατέστρεφε τη Γερμανία, διέβρωνε την εκκλησία και εξόντωνε τους Εβραίους. Η δράση αυτή πήρε μορφή το 1944 στην απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ με την έκρηξη βόμβας κοντά στον Γερμανό ηγέτη. Με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ, οι γερμανικές αρχές εκτέλεσαν τον Bonhöffer με απαγχονισμό τον Απρίλιο του 1954.
Σήμερα, ουσιαστικά όλη η Διαμαρτύρηση θεωρεί τον Bonhöffer ως ένα χριστιανό μάρτυρα, έναν που πέθανε τίμια για χάρη της ομολογίας του Ιησού Χριστού. Αυτή είναι η άποψη για τον Bonhöffer, σ' αυτήν την καλογραμμένη συναρπαστική βιογραφία από τον Έρικ Μεταξά.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Η ζωή του Bonhöffer είναι συναρπαστική για τον θεολόγο. Ο Bonhöffer σπούδασε κάτω από φημισμένους λόγιους: τον διακεκριμένο φιλελεύθερο Adolf von Harnack, τον μεγάλο λουθηρανό λόγιο Karl Holl και τον διάσημο Αμερικανό θεολόγο Reinhold Niebuhr. Όμως ο θεολόγος με τη μεγαλύτερη επιρροή στη θεολογική σκέψη του Bonhöffer ήταν ο Karl Barth. Οι δυο τους ήταν φίλοι. Ο Barth συνέγραψε την Barmen Declaration, διακήρυξη και επίσημη ομολογία της γερμανικής Ομολογούσας Εκκλησίας. Η διακήρυξη απέρριπτε «τη λαθεμένη θεωρία ότι η Πολιτεία, πάνω και πέρα από την ειδική της αποστολή, θα έπρεπε και θα μπορούσε να γίνει ο μόνος και ολοκληρωτικός κανόνας της ανθρώπινης ζωής, εκπληρώνοντας έτσι και τη θεϊκή κλήση της εκκλησίας». Απέρριπτε επίσης την άποψη ότι η εκκλησία θα έπρεπε να γίνει «όργανο της Πολιτείας».
Αν και το βιβλίο δεν παρέχει καμιά κριτική πάνω στη θεολογία του Bonhöffer, είναι προφανές ότι η θεολογία αυτού του μαθητή του Karl Barth ήταν μια νέο-ορθοδοξία που απέρριπτε τον ορθολογιστικό φιλελευθερισμό του von Harnack στη Γερμανία και του Emerson Fosdick στην Αμερική. Ομολογούσε την ανάσταση του Ιησού από τους νεκρούς, επέμενε σε μια ζωή πολυδάπανης μαθητείας στον αναστημένο Ιησού, σε αντίθεση με τη «φτηνή χάρη» και ακόμα προτιμούσε το κήρυγμα των φονταμενταλιστών στην Αμερική από εκείνο των φιλελεύθερων, την εποχή της διαμάχης φονταμενταλιστών/μοντερνιστών.
Για ένα κήρυγμα του διαβόητου φιλελεύθερου Harry Emerson Fosdick στην Εκκλησία Riverside στη Νέα Υόρκη, έγραφε ο Bonhöffer: «Τελείως ανυπόφορο... Το σύνολο ήταν μια αξιοσέβαστη, μαλθακή, αυτάρεσκη θρησκευτική τελετουργία. Αυτό το είδος ειδωλολατρικής θρησκείας αναστατώνει τη σάρκα που είναι συνηθισμένη να παραμένει κάτω από τον έλεγχο του Λόγου του Θεού. Τέτοια κηρύγματα οδηγούν προς τον φιλελευθερισμό, την περιαυτολογία, την αδιαφορία. Δεν ξέρουν οι άνθρωποι ότι μπορεί κάποιος να τα καταφέρει το ίδιο καλά, ή ίσως και καλύτερα, χωρίς τη ‘θρησκεία’;... Ίσως οι Αγγλοσάξονες να είναι πραγματικά περισσσότερο θρησκευόμενοι από όσο εμείς, αλλά σίγουρα δεν είναι περισσότερο Χριστιανοί, τουλάχιστον, αν ακόμα έχουν τέτοια κηρύγματα».
Αργότερα, εκείνη την ίδια Κυριακή, ο Bonhöffer παρακολούθησε την ομιλία του φονταμενταλιστή McComb, στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία του Μπροντγουέη. Στο κήρυγμα αυτό ο Bonhöffer ανταποκρίθηκε θετικά. «Τώρα η μέρα είχε καλό τέλος... Το κήρυγμα ήταν εκπληκτικό, πάνω στην ‘ομοιότητά μας με τον Χριστό’. Ένα τελείως βιβλικό κήρυγμα».
Στη διάρκεια της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1930, για να σπουδάσει στο Union Theological Seminary, ο Bonhöffer πέρασε αυτήν την καταστροφική κριτική πάνω στη φιλελεύθερη θεολογία και κηρυγματική: «Στη Νέα Υόρκη κηρύττουν ουσιαστικά για το κάθε τι. Μόνο ένα πράγμα δεν αναφέρεται, ή αναφέρεται τόσο σπάνια που μέχρι τώρα δεν έχω κατορθώσει να το ακούσω και αυτό είναι το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, ο σταυρός, η αμαρτία και η συγχώρηση, ο θάνατος και η ζωή».
Χαρακτηριστική της τάσης του φιλελευθερισμού στο να παραβλέπει το κακό κατηγορώντας τους άλλους (ιδιαίτερα στις ΗΠΑ), ήταν η συνηγορία του Fosdick για τον Χίτλερ. Γράφει σχετικά ο Μεταξάς: «Ο Fosdick ήταν ένας από τους πιο εύγλωττους υποστηρικτές του Χίτλερ. Προασπιζόταν την ηθική ισοδυναμία που υποστήριζε ότι το φαινόμενο του Χίτλερ και του φασισμού ήρθε στην ύπαρξη εξαιτίας των λαθών της Αμερικής και της πολιτικής της».
Ο Bonhöffer ήταν ένας άνθρωπος θάρρους μέσα σ’ ένα έθνος και σε μια εκκλησία δειλών. Με τόλμη απέρριπτε τον Χίτλερ και τον Εθνικοσοσιαλισμό. Με τόλμη υπερασπιζόταν τους Εβραίους. Με τόλμη καλούσε την εκκλησία να είναι εκκλησία. Με τόλμη παρακινούσε τους αδύναμους συνεργάτες του, όχι μόνο μέσα στην κίβδηλη εκκλησία των «Γερμανών Χριστιανών», αλλά και μέσα στην Ομολογούσα Εκκλησία, να πάρουν θέση. Με τόλμη επέστρεψε στη Γερμανία από ένα ασφαλές καταφύγιο στο εξωτερικό για να εργαστεί για λογαριασμό της Ομολογούσας Εκκλησίας και να υποφέρει μαζί της. Με τόλμη συνδέθηκε με τη συνωμοσία για τη δολοφονία του Χίτλερ και με γενναιότητα προχώρησε προς τον θάνατό του, νωρίς ένα πρωινό του Απρίλη του 1945. Καθώς οι εκτελεστές του τον οδηγούσαν πέρα προς την αγχόνη, είπε προς τους συγκρατούμενούς του: «Αυτό είναι το τέλος, για μένα η αρχή της ζωής».
Και ακόμα υπάρχει η στοιχειωμένη αγάπη του Bonhöffer για τη νέα με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος, την Maria von Wedemeyer, αλλά που ποτέ δεν θα την παντρευόταν. Τα ερωτικά του γράμματα από τη φυλακή είναι συγκινητικά.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ
Η στρατηγική τοποθέτηση του Bonhöffer στο κέντρο της πνευματικής εκκλησιαστικής και φυσικής εναντίωσης στον Χίτλερ, κάνει αυτόν τον απολογισμό της ζωής του πολύτιμο και ελκυστικό, και για τις ιδέες του για τον Χίτλερ, τα πρωτοπαλίκαρά του, τον Εθνικοσοσιαλισμό και το Γερμανικό έθνος που αψηφούσε τον Χίτλερ. Κάποιος που είχε εντρυφήσει αρκετά στη φιλολογία για τον Χίτλερ, τη ναζιστική Γερμανία και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μάθει περισσότερα από αυτό το βιβλίο.
Το κεφάλαιο («Το Αξίωμα του Χίτλερ») που αναφέρεται στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την έλευση της τρομοκρατικής βασιλείας των Ναζί είναι τόσο διεισδυτικό, όσο και κάθε άλλη περιγραφή που έχω διαβάσει: «Έτσι ο γερμανικός λαός βοούσε για τάξη και ηγεσία. Αλλά ήταν σαν μέσα στην ανοησία της κραυγής τους, να είχαν επικαλεστεί τον ίδιο τον διάβολο, γιατί τότε αναδύθηκε μέσα από το βαθύ τραύμα στην εθνική ψυχοσύνθεση κάτι αλλόκοτο και τρομακτικό και καταναγκαστικό... Ο Φύρερ δεν ήταν κοινός άνθρωπος ή κοινός πολιτικός. Ήταν κάτι τρομακτικό και απολυταρχικό, αυτάρκες και αυτοδικαιούμενο, ο ίδιος του ο πατέρας και θεός του εαυτού του. Ήταν ένα σύμβολο που συμβόλιζε τον εαυτό του, που είχε πουλήσει τον εαυτό του για το Πνεύμα της Εποχής».
Η περιγραφή του συγγραφέα για τον Χίτλερ και τον φιλόσοφό του, τον Φρειδερίκο Νίτσε, αξίζει να αναφερθεί ολόκληρη: «Ο Χίτλερ πρέπει να ονομάζεται Νιτσεϊκός, παρόλο που ίσως θα σηκωνόταν η τρίχα του με τον όρο, μια και υπονοούσε ότι πίστευε σε κάτι πέρα από τον εαυτό του. Αυτό συγκρουόταν με την ιδέα μια ανίκητης φιγούρας του Φύρερ, που κανένας δεν μπορούσε να βρεθεί πιο πάνω από αυτόν. Ωστόσο, ο Χίτλερ επισκέφτηκε το μουσείο του Νίτσε στη Βαϊμάρη πολλές φορές και υπάρχουν φωτογραφίες του που ποζάρει ατενίζοντας εκστατικά μια τεράστια προτομή του φιλοσόφου. Πίστευε ευλαβικά σ’ αυτό που ο Νίτσε έλεγε σχετικά με τη ‘δύναμη της θέλησης’. Ο Χίτλερ λάτρευε τη δύναμη, ενώ η αλήθεια ήταν ένα φάντασμα που ήθελε να αγνοεί. Και ο ορκισμένος εχθρός του δεν ήταν το ψέμα, αλλά η αδυναμία. Για τον Χίτλερ το να είναι αδίσταχτος ήταν μεγάλη αρετή και το έλεος μεγάλο αμάρτημα. Αυτή ήταν η μεγάλη δυσκολία του Χριστιανισμού, ότι παραδεχόταν την πραότητα. Ο Νίτσε ονόμαζε τον Χριστιανισμό ‘τη μία μεγάλη κατάρα, τη μία τεράστια και εσώτερη διαστροφή... τη μία αθάνατη κηλίδα της ανθρωπότητας’».
Ο Bonhöffer ήταν αποφασιστικά αντίθετος σε αυτή τη δαιμονική τοποθέτηση. Σε μια επιστολή του σε κάποιον οικουμενικό κληρικό εκτός Γερμανίας, τον οποίον ο Bonhöffer προέτρεπε δημόσια να εκφραστεί κατά του Χίτλερ και της ναζιστικής Γερμανίας για χάρη της αληθινής εκκλησίας στη Γερμανία, έγραφε: «Θα πρέπει να γίνει τελείως ξεκάθαρο (όσο τρομακτικό κι αν είναι) ότι βρισκόμαστε άμεσα αντιμέτωποι με την απόφαση: Εθνικοσοσιαλισμός ή Χριστιανισμός».
Ο Έρικ Μεταξάς είναι προικισμένος με ένα σπινθηροβόλο ύφος. Γράφει στο βιβλίο του: Η εκλογή του βάναυσου, μανιακού, ακόλαστου Johann Heinrich Ludwig ως επισκόπου των Ναζί της εκκλησίας των «Γερμανών Χριστιανών» ήταν σαν να «είχε γίνει ο Gomer Pyle αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι». Εκείνο το υπόδειγμα συμβιβασμού, ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, τελικά κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία, επειδή «κάποιος δάνεισε στον Τσάμπερλεν ένα σπόνδυλο». Για τον θάνατο του Reinhold Heydrich, δεύτερου μόλις μετά τον Χίτλερ στην ιεραρχία των Ναζί, σε μια εν ψυχρώ δολοφονία, ο Μεταξάς γράφει: «Ο Heydrich ήταν νεκρός... το ξανθό κουνάβι... ο αρχιτέκτονας της ‘Τελικής Λύσης’ έπεσε στα χέρια του Θεού του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ». Ο έξυπνος προπαγανδιστής του Χίτλερ, ο Ιωσήφ Γκέμπελς, περιγράφεται ως «το βαμπιρικό ανθρωπάκι».
ΜΑΡΤΥΡΑΣ;
Ωστόσο, σχετικά με τη θέση του βιβλίου, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: Ήταν η φυσική αντίσταση του Bonhöffer προς την κυβέρνηση της ναζιστικής Γερμανίας δικαιολογημένη; Ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ συγχωρητέα; Ήταν ο Dietrich Bonhöffer ένας μάρτυρας;
Το ερώτημα δεν είναι χωρίς πρακτική σημασία. Μπορούν οι Χριστιανοί σε παρόμοιες καταστάσεις σήμερα να χρησιμοποιούν τη δύναμη για να ανατρέψουν ένα ασεβές διωκτικό κράτος; Μπορούν οι Χριστιανοί, στο όνομα του Χριστού, μια μέρα να αποπειραθούν τη δολοφονία του Αντίχριστου; Μπορεί η αντίσταση στην πολιτική κυβέρνηση και μάλιστα στην πολιτική κυβέρνηση που έχει έρθει νόμιμα στην εξουσία, να αποτελεί υπακοή στον Χριστό (γνήσια μαθητεία) από τη μεριά των Χριστιανών πολιτών;
Η Γραφή το αρνείται: «Κάθε ψυχή ας υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες. Επειδή δεν υπάρχει εξουσία παρά μονάχα από τον Θεό. Και οι υπάρχουσες εξουσίες είναι ταγμένες από τον Θεό. Ώστε, εκείνος που εναντιώνεται στην εξουσία, εναντιώνεται στη διαταγή του Θεού. Και αυτοί που εναντιώνονται θα πάρουν επάνω τους καταδίκη» (Ρωμαίους 13:1-2). Η μόνη αναφορά που κάνει ο Μεταξάς σ’ αυτή τη σαφή απαγόρευση για αντίσταση στην πολιτεία, και κατά συνέπεια σίγουρα για δολοφονία της κεφαλής της πολιτείας, είναι μια απόρριψη του κλασικού κειμένου. Σύμφωνα με τον Μεταξά και προφανώς τον Bonhöffer, κάποιος που εφαρμόζει το κεφάλαιο 13 της επιστολής προς Ρωμαίους με τέτοιο τρόπο που να καταδικάζει την αντίσταση στην οποία ο Bonhöffer ήταν αναμειγμένος (την προφανή σημασία του κειμένου!) είναι ένοχος μιας «απλοϊκής κατανόησης του Ρωμαίους 13». Εδώ, η νέο-ορθόδοξη άρνηση του Bonhöffer για τη θεοπνευστία της Γραφής είναι καταφανής.
Ο ίδιος ο Bonhöffer έδειχνε την επίγνωσή του ότι η συνωμοσία κατά της ζωής του Χίτλερ ήταν αμαρτία. Νωρίτερα, ρώτησε τους ηγέτες της Ομολογούσας Εκκλησίας αν «θα πρόσφεραν άφεση για το φόνο ενός τυράννου». Η άφεση είναι αναγκαία μόνο για την αμαρτία. Η μαθητεία κοντά στον Χριστό ποτέ δεν χρειάζεται ούτε απαιτεί άφεση. Όμοια, ο Claus Schenk von Stauffenberg, ο Ρωμαιοκαθολικός που έβαλε τη βόμβα στα πόδια του Χίτλερ στη φωλιά των λύκων την 20η Ιουλίου του 1944, ρώτησε τον ιερέα του: «Μπορεί η εκκλησία να προσφέρει άφεση σ’ ένα δολοφόνο που πήρε τη ζωή ενός τυράννου;».
Το ότι ήταν αθέμιτη η αντίσταση του Bonhöffer στον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία είναι προφανές από τη μυστηκότητα και τη διπλοπροσωπία που απαιτούσε. Ο Μεταξάς σημειώνει ότι ο Bonhöffer ήταν βαθιά αναμειγμένος στο «μπερδεμένο σφιχταγκάλιασμα των μυστικών αποστολών». Ο δρόμος του Χριστού δεν είναι κάτι μπερδεμένο. Ο δρόμος του Χριστού είναι μια ανοιχτή, τολμηρή ομολογία και μια εξίσου ανοιχτή, τολμηρή καταγγελία. Είναι ο δρόμος, όχι να σκοτώνεις, αλλά να σκοτώνεσαι. Αυτός ήταν ο δρόμος του ίδιου του Χριστού μπροστά στον Πιλάτο, τον Ηρώδη και τον ασεβή καταδιωκτικό κόσμο της ρωμαϊκής κατοχής. Δεν υπήρχε προσφυγή στη δύναμη και τη βία (Ιωάννης 18:33-37). Η Α' επιστολή του Πέτρου (2:11-25) προβάλλει αυτόν το δρόμο για όλους τους Χριστιανούς, πάντοτε και παντού.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η αντίσταση του Bonhöffer και των άλλων απέτυχε παταγωδώς. Όταν η βόμβα δεν σκότωσε, ούτε καν τραυμάτισε σοβαρά τον Χίτλερ, εκείνος σκλήρυνε στην πεποίθησή του ότι ήταν ο άνθρωπος της Πρόνοιας (ο Μεσσίας) για τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα της αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας ήταν η εκτέλεση χιλιάδων, συμπεριλαμβανομένων ανδρών και γυναικών, που μόνο μακρινή σχέση είχαν με την απόπειρα. Όσοι αντιστέκονται στις εξουσίες δέχονται τη θεϊκή κρίση.
Ήταν δίκαιο ο Χίτλερ να μη χαθεί με δολοφονία. Έπρεπε ο Χίτλερ να ζήσει για να δει την τελική ήττα του και την πλήρη αποτυχία του χιλιόχρονου «Βασιλείου» του. Έπρεπε να πεθάνει με το ίδιο του το χέρι, όχι σαν ήρωας που άνανδρα «χτυπήθηκε πισώπλατα» από δολοφόνους, αλλά σαν ένας αξιοθρήνητος δειλός, όπως είναι όλοι οι θρασύδειλοι, που φοβόταν να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πονηρών του πράξεων.
Στην εκτέλεσή του με απαγχονισμό, ο Bonhöffer δεν ήταν μάρτυρας. Υπέφερε, μάλλον «ως φονιάς ή κλέφτης ή κακοποιός» (Α' Πέτρου 4:15). Τι κρίμα.
David J. Engelsma


Δεν υπάρχουν σχόλια: