Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τη στάση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος απέναντι στη δουλεία. Στην περίπτωση αυτή θα πάρουμε τον Αριστοτέλη σαν τον εκφραστή της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Ας δούμε, λοιπόν, τι θέση παίρνει ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος απέναντι στη δουλεία. Στο έργο του «Πολιτικά» (Α 1253 b30 - 1254 α5) γράφει:
«Αφού λοιπόν το να αποκτήσει κανείς κάτι είναι μέρος από τα αναγκαία πράγματα του σπιτιού, γι’ αυτό και η τέχνη να το αποκτήσει είναι μέρος της οικιακής οικονομίας (γιατί χωρίς απαραίτητα μέσα ) για τη ζωή δεν μπορεί κανείς ούτε να ευτυχήσει ούτε να ζήσει απλά» και καθώς για ορισμένες τέχνες είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει κανείς κατάλληλα εργαλεία, έτσι είναι ανάγκη και για την οικιακή οικονομία να υπάρχουν τα κατάλληλα όργανα για να ολοκληρωθεί το έργο. Και από τα όργανα αυτά, άλλα είναι άψυχα και άλλα έμψυχα, όπως π.χ. για τον καπετάνιο του πλοίου το πηδάλιο είναι άψυχο όργανο, ενώ ο πρωρέας[1] είναι το έμψυχο όργανο. Γιατί ο άνθρωπος που προσφέρει τις υπηρεσίες του είναι είδος εργαλείου στην τεχνική. Έτσι, λοιπόν, και στην τέχνη της οικιακής οικονομίας το κτήμα (δηλαδή ένα οποιοδήποτε υλικό μέσο) είναι όργανο για να ζήσει κανείς, και τα υλικά αγαθά (δηλαδή ο πλούτος) δεν είναι τίποτε άλλο από πολλά τέτοια όργανα, και ο δούλος είναι ένα ζωντανό κτήμα. Με τη διαφορά, ότι ο κάθε υπηρέτης είναι πιο σπουδαίος από τα άψυχα όργανα. Γιατί, αν κάθε όργανο είχε την ικανότητα να αποτελειώνει την ορισμένη του δουλειά, είτε ύστερα από διαταγή που του δίνεται, είτε από κάποια δική του αυθόρμητη διάθεση, όπως λένε ότι γινόταν με τα ανδρείκελα του Δαίδαλου ή τους τρίποδες του Ήφαιστου, για τους οποίους λέει ο Όμηρος ότι έκαναν αυτόματα τις δουλειές τους στο εργαστήρι του θεού, και έτσι, με τον ίδιο τρόπο, αν είχαν και οι σαΐτες στα υφαντήρια την ιδιότητα να υφαίνουν μόνες τους, και τα πλήκτρα να παίζουν μόνα τους την κιθάρα, τότε οι αρχιτεχνίτες δεν θα χρειάζονταν εργάτες ούτε και τα αφεντικά θα χρειάζονταν δούλους...».Βλέπουμε εδώ, ότι ο Αριστοτέλης αντικρύζει τη ζωή ιεραρχημένη σε μια νομοτέλεια μηχανική με στόχο ένα έργο. Δεν εξετάζει τον παράγοντα «άνθρωπο» με ψυχικά και ηθικά προβλήματα. Ωστόσο, όμως, προφητεύει, με τον τρόπο του, ότι η δουλεία θα μπορούσε να καταργηθεί, αν η τεχνική έφτανε στην τελειότητα εκείνη που είχε επινοήσει η μυθική φαντασία των Ελλήνων με τα εργαλεία του Δαίδαλου[2] και τους τρίποδες του Ήφαιστου.[3] Η σκέψη αυτή του Αριστοτέλη είναι ολότελα θεωρητική και γίνεται με καθαρά αντικειμενική αιτιολογία της κατάστασης, που παρουσίαζε η κοινωνική σύνθεση της εποχής του μέσα σε μια οργανωμένη πολιτεία. Για την ηθική, όμως, αιτιολόγηση της δουλείας γράφει στην αρχή των «Πολιτικών» (1254 b5 κ.ε.):
«...η ψυχή εξουσιάζει το σώμα, όπως ένας δεσπότης το δούλο, και ο νους ασκεί εξουσία που μοιάζει σαν εξουσία πολιτικού... Αναγκαστικά, ο κανόνας αυτός ισχύει και για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Όσοι λοιπόν διαφέρουν από τους άλλους, όπως η ψυχή από το σώμα, και ο άνθρωπος από το θηρίο... αυτοί είναι από τη φύση τους δούλοι, για τους οποίους είναι καλύτερο να υποτάσσονται... Γιατί δούλος είναι από την ίδια του τη φύση εκείνος που μπορεί να βρίσκεται κάτω από την εξουσία ενός άλλου, γι’ αυτό και είναι κτήμα του άλλου. Και τέτοιος είναι όποιος έχει τόσο μόνο λογικό, όσο αρκεί για να αισθάνεται, αλλά να μη μπορεί να έχει ολοκληρωμένο το λογικό του. Αλήθεια, τα άλλα ζώα προσφέρουν υπηρεσίες όχι από συνειδητή ενέργεια του λογικού τους, αλλά από υποταγή παθητική. Γι’ αυτό και η διαφορά στη χρησιμότητά τους (ανάμεσα σ’ αυτά και τους δούλους) δεν διαφέρει πολύ, γιατί η βοήθεια για την απόκτηση των αγαθών της ζωής προσφέρεται εξίσου και από τα ήρεμα ζώα και από τους δούλους. Και η φύση θέλει να κάνει τα σώματα των δούλων και των ελεύθερων διαφορετικά, έτσι ώστε, των δούλων να είναι δυνατά και κατάλληλα για βαριές δουλειές και των ελεύθερων να είναι όρθια και άχρηστα για δουλικές εργασίες, χρήσιμα όμως για τον πολιτικό βίο... Συμβαίνει όμως πολλές φορές και το αντίθετο: Δηλαδή, οι δούλοι να έχουν σώματα ελεύθερων ανθρώπων και οι ελεύθεροι να έχουν δουλικές ψυχές. Μα το βέβαιο είναι ότι, αν κάποιοι άνθρωποι διαφέρουν από τους άλλους, όσο διαφέρουν μόνο στη σωματική διάπλαση τα αγάλματα των θεών από τους ανθρώπους, τότε όλοι αυτοί θα δέχονταν πρόθυμα να θεωρούν τους άλλους που υστερούν ικανούς να είναι είναι δούλοι τους. Κι αν αυτό αληθεύει για το σώμα, είναι πολύ πιο σωστό να αληθεύει εφαρμοζόμενο στην ψυχή. Μα δεν είναι το ίδιο εύκολο να διακρίνει κανείς της ψυχής την ομορφιά, όπως διακρίνει την ομορφιά του κορμιού. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι είναι ολοφάνερο, πως άλλοι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ελεύθεροι και άλλοι δούλοι. Και γι’ αυτούς τους τελευταίους το δίκαιο και το συμφέρον τους είναι να παραμένουν δούλοι».
Εκείνο που μας κάνει εντύπωση εδώ, είναι ο πολύ αφελής τρόπος με τον οποίον προεξοφλεί ο αρχαίος φιλόσοφος τις βαθύτερες ψιχικές ανάγκες του δούλου, σαν να ήταν ανύπαρκτες για έναν δούλο, κι αυτός ο δούλος κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Βέβαια, ψυχική καλλιέργεια, όπως την ξέρουμε σήμερα, με τη συνδρομή της θρησκείας, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε στην εποχή εκείνη.
Μόνον όσοι είχαν διανοητική δύναμη και μπορούσαν να βάλλουν τάξη στη ζωή τους, ανακάλυπταν τη σημασία της δικαιοσύνης και της εντιμότητας στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, ώστε να φτάσουν στη διάπλαση ηθικού χαρακτήρα, ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά τους με δική τους ευθύνη. Και όσοι είχαν καλλιεργηθεί έτσι, είχαν φτάσει, ύστερα από τη θεοποίηση κάθε μεμονωμένης αρετής, στην αντίληψη ότι πάνω από όλα κυριαρχεί μια δύναμη υπερκόσμια και θαυμαστή, που κυβερνά το σύμπαν και τον άνθρωπο.
Όλα αυτά, όμως, ήταν μια σωστή κατεύθυνση ενός φωτισμένου μυαλού, που μπορούσε, διαθέτοντας ευσέβεια, να φτάσει μέχρι το σκαλοπάτι του ουρανού. Από εκεί και πέρα, όμως, ο μύθος και η φιλοσοφία περιπλέκουν τα πράγματα, ώστε να μένει άγνωστος ο τρόπος της ηθικής λύτρωσης. Κάθε θρησκευτική προσπάθεια και κάθε φιλοσοφικός ακροβατισμός έμοιαζαν με τη λαχτάρα που νιώθει κανείς, όταν χάνει κάτι ακριβό μέσα από τα χέρια του.
Η μόνη λύτρωση που καταλάβαιναν οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εκείνη που ένιωθαν μέσα στο θέατρο. Ήταν μια αιχμή αυτογνωσίας, που όμως ύστερα από κάθε παράσταση τους άφηνε αβοήθητους. Με τα δεδομένα αυά, καταλαβαίνει κανείς τι μπορούσε να περιμένει από έναν δούλο της εποχής εκείνης.
Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο να δεχτούμε σαν μια αντικειμενική διαπίστωση ότι η δουλεία που μεταδιδόταν κληρονομικά, είχε τόσο εξαθλιώσει την ανθρώπινη προσωπικότητα, ώστε να διαπλάθει ανθρώπους που διέφεραν από τα ζώα (όπως λέει ο Αριστοτέλης), μόνο στο ότι οι ενέργειές τους ήταν συνειδητές και όχι παθητικά μηχανικές, όπως των ζώων.
Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απόλυτο και δεν είχε εφαρμογή στην τύχη όλων των δούλων. Το παραδέχεται και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όταν γράφει: «Συμβαίνει όμως πολλές φορές και το αντίθετο: Δηλαδή, οι δούλοι να έχουν σώματα ελεύθερων ανθρώπων και οι ελεύθεροι να έχουν δουλικές ψυχές».
Το ότι έγιναν επανειλημμένα επαναστάσεις των δούλων, για να ελευθερωθούν από το καθεστώς που τους υποβίβαζε σαν ανθρώπους, είναι μια ιστορική απόδειξη που διαψεύδει το δόγμα του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι «φύσει δούλοι». Εκτός αν στην έκφραση του Αριστοτέλη δώσουμε διαφορετική ερμηνεία: Αν, δηλαδή, γενικεύοντας το «φύσει δούλοι» θεωρήσουμε τους ανθρώπους που δεν έχουν αρκετή πρωτοβουλία στη ζωή, και βρίσκουν κάποιον να προσκολληθούν στον κύκλο της δραστηριότητάς του, όντας πρόθυμοι να λένε και να πιστεύουν ό,τι κι αυτός, φτάνει έτσι να έχουν λύσει κάθε πρόβλημα της ζωής τους. Και φυσικά τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα και ίσως θα υπάρχουν πάντα. Αλλά δεν είναι δούλοι.
Άλλο γεγονός που διαψεύδει την άποψη της ύπαρξης «φύσει δούλων» είναι ότι οι πρώτοι δούλοι ήταν κάποτε ελεύθεροι, που ηττήθηκαν σε πόλεμο και υποδουλώθηκαν από άλλους, που ήταν δυνατότεροί τους.
Ακόμα το γεγονός ότι στην αρχαιότητα, αλλά και αργότερα, πολλοί γονείς για οικονομικούς λόγους πουλούσαν τα παιδιά τους για να γίνουν δούλοι, αποδεικνύει πολύ διαφορετική την αιτία της δουλείας.
Έπειτα, υπήρχαν δούλοι πνευματικά ανεπτυγμένοι και πολύ ανώτεροι από τα αφεντικά τους, που τους μεταχειρίζονταν σαν δασκάλους των παιδιών τους.
Αλλά και περιστασιακή αναγνώριση της απελευθέρωσης των δούλων είναι και αυτό μια άλλη ιστορική αιχμή που προσβάλλει το «φύσει δούλοι».[4]
Στα νεώτερα χρόνια, όταν άρχισαν να δημιουργούνται ισχυρά κράτη, οι δούλοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την οικονομία και την ασφάλειά τους, ώστε κατάντησε να έχουν σαν αφεντικό το ίδιο το κράτος. Έτσι, η υπόσταση των δούλων απέκτησε κοινωνική σημασία, και δεν ήταν απλά όργανα, που διέφεραν από τα ζώα, γιατί καταλάβαιναν τη δουλειά που τους ανέθεταν, αλλά λαμβάνονταν υπόψη σαν μέλη της ίδιας κοινωνίας, έστω και αν αποτελούσαν μια παρακατιανή κοινωνική τάξη ανθρώπων. Η κακή όμως μεταχείρηση από τα αφεντικά τους έδωσε την αφορμή να σχηματιστεί η «ταξική συνείδηση» των δούλων. Με αυτήν ξεκίνησαν ζητώντας δικαιοσύνη και ισότητα.
Στη ρωμαϊκή εποχή, τα στρατεύματα του Μάριου και του Σύλλα (2ος αιώνας π.Χ.) αποτελούνταν από δούλους. Από τότε οι Ρωμαίοι άρχισαν να παραχωρούν δικαιώματα στους δούλους, που δεν τα είχαν άλλοτε. Έτσι, ο θεσμός της δουλείας είχε αρχίσει να εξασθενεί και πολλές ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούσαν σ’ αυτό τους Ρωμαίους.
Το Μεσαίωνα, όταν οι γερμανικοί λαοί χρειάστηκαν εργατικά χέρια, επιτέθηκαν στους Σλάβους που κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Έλβα και Όντερ και τους ανάγκασαν να γίνουν δούλοι τους.[5] Από τότε, την άννοια «δούλος» αντικαθιστά η έννοια «σκλάβος». Οι αρχαίοι Έλληνες «δούλους» έλεγαν εκείνους που είχαν αγορασμένους, κι αυτούς που γεννιόνταν από δούλους,[6] ενώ οι υποδουλωμένοι ύστερα από αιχμαλωσία λέγονταν «ανδράποδα».
Όπως βλέπουμε, εκείνο που δημιούργησε την κακή τύχη του ανθρώπου, που καταντούσε δούλος ή σκλάβος (ανδράποδο) ήταν η σκληρότητα και η απληστία των ισχυρών, που δεν δίσταζαν σε όλες τις εποχές να στερούν την ελευθερία των πιο αδύνατων.
Η διαπίστωση όμως του Αριστοτέλη, ότι υπάρχουν «δούλοι με σώματα ελεύθερων ανθρώπων και ελεύθεροι που έχου δουλικές ψυχές», είναι μια ομολογία που απαιτεί περισσότερη διερεύνηση. Ωστόσο όμως, ο αρχαίος σοφός περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση. Και ο λόγος ασφαλώς είναι η πολύ διαφορετική αντίληψη που έχει ο αρχαίος Έλληνας σοφός για το σώμα και την ψυχή από εκείνη της Καινής Διαθήκης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Δηλαδή, ο ναύτης ή αξιωματικός που στέκεται στην πλώρη και δίνει σήματα στον τιμονιέρη για να κατευθύνει ανάλογα το πλοίο.
[2] «Και τούτα (τα αγάλματα του Δαίδαλου), αν δεν είναι δεμένα, το σκάνε και φεύγουν. Όταν όμως είναι δεμένα μένουν άπραγα» (Πλάτωνος Μένων 97D).
[3] «...ο κουτσοπόδαρος (ο Ήφαιστος)...
είκοσι μαστόρευε μονιφοράς τριπόδια.
Μαλαματένιες ρόδες άρμοζε στου καθενός τον πάτο
μες στων θεών μοναχασάλευτα τη σύναξη να μπαίνουν
και πίσω να γυρνούν στο σπίτι του-που να σαστίζει ο νους σου» (Ομήρου, Ιλιάδα Σ 371, 373, 375-378, Μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή).
[4] Και ο ίδιος ο Αριστοτέλης με απόλυτα δική του πρωτοβουλία ελευθέρωσε πολλούς από τους δικούς του δούλους.
[5] Έτσι, από το εθνικό όνομα Σλάβος (ή Σλαύος και Σθλάβος ή Σκλαβηνός) προήρθε στην ελληνική το προσηγορικό σκλάβος (δούλος αιχμαλωτισμένος). Από τότε και το λατινικό servus (δούλος), που έχει από τη γλωσσική του ρίζα τις αντίστοιχες έννοιες στις ευρωπαϊκές γλώσσες, υποχώρησε στους όρους slave (αγγλικά), esclave (γαλλικά), Sklave (γερμανικά).
[6] Υποστηρίζεται ότι, ετυμολογικά, ο «δούλος» είναι παράγωγο του «δέω-δω» που σημαίνει «δένω». Άλλοι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η λέξη έχει μικρασιατική προέλευση. Ίσως γιατί οι περισσότεροι δούλοι προέρχονται από εκεί.