26/6/09

Ομοφυλικό κίνημα: Διακρίσεις και διάκριση

Η ομοφυλοφιλία ήταν πάντοτε ένα φαινόμενο που συνυπήρχε με τους ανθρώπους. Συνήθως θεωρείτο κάτι το αφύσικο και το κακό, και γι’ αυτό οι ομοφυλόφιλοι ήταν σχεδόν πάντα σε δυσμένεια, άλλοτε υπό την ανοχή και άλλοτε υπό τον διωγμό της κοινωνίας. Μεταπολεμικά, μέσα στο πνεύμα της χορήγησης ανθρώπινων δικαιωμάτων σταμάτησαν στις Δυτικές χώρες οι διακρίσεις εναντίον τους. Παράλληλα όμως, αρχικά στις ΗΠΑ και μετά στη Δ. Ευρώπη (Αγγλία, Ολλανδία), με την «κοινωνική απελευθέρωση» στη δεκαετία του ’60, άρχισε να αναπτύσσεται και το αυτο-αποκαλούμενο «απελευθερωτικό κίνημα» των ομοφυλόφιλων. Αυτό το κίνημα, από την αρχή μέχρι και σήμερα, δεν έχει σαν σκοπό μόνο την κατάργηση των σε βάρος τους διακρίσεων ή διωγμών, κάτι που είναι απόλυτα σεβαστό, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: τη διαμόρφωση μιας ομοφυλοφιλικής ιδεολογίας στη θεωρία, και την καθιέρωση ενός νέου τρόπου ζωής στην πράξη μέσω θεσμών, όπως ο γάμος μεταξύ ομοφυλόφιλων και η υιοθεσία παιδιών από αυτούς. Αυτή η ιδεολογική, θεσμική και κοινωνική καταξίωση της ομοφυλοφιλίας είναι κάτι το πρωτοφανές στην ανθρώπινη Ιστορία και ως τέτοιο φαινόμενο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολύ σοβαρότητα, προσοχή και διάκριση. Επειδή είναι άλλο πράγμα η ομοφυλοφιλία ως ψυχοσεξουαλική κατάσταση μέσα στον άνθρωπο και άλλο η ομοφυλοφιλική ιδεολογία, η προβολή του ομοφυλοφιλικού τρόπου ζωής που συνοδεύεται από την επισημοποίηση της συμβίωσης ομοφυλόφιλων ζευγαριών με γάμους και υιοθεσίες παιδιών.
Εξ αρχής ξεκαθαρίζουμε πως δεν πιστεύουμε σε οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων ή διωγμών (άμεσων ή έμμεσων) εναντίον των ομοφυλοφίλων ως ατόμων (στην εργασία, στην κοινωνία). Όχι μόνον παλαιότερες εποχές, αλλά και ο αιώνας μας υπήρξε μάρτυρας τέτοιων διωγμών (Ναζιστική Γερμανία, Σοβιετική Ένωση, κ.α.) Αυτοί οι διωγμοί χρησιμοποιούνται από την ομοφυλοφιλική ιδεολογία ως εφαλτήριο για τη διεκδίκηση της πλήρους αναγνώρισης, επισημοποίησης έως και επιβράβευσης της ομοφυλοφιλίας από το κοινωνικό σύνολο. Αλλά το να πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο δεν δείχνει παρά έλλειψη ισορροπίας, διάκρισης και σοφίας, και αν δεν γίνεται από άγνοια τότε γίνεται από πονηρά κίνητρα. Είναι η ομοφυλοφιλία ένα κοινωνικό ρεύμα ή μία σεξουαλική και ψυχολογική κατάσταση των ατόμων, και άρα δεν θα έπρεπε να ασχολείται η κοινωνία με αυτήν ως ένα κίνημα που διεκδικεί, αλλά ως μία αδυναμία που θα πρέπει να βοηθηθεί; Προσωπικά είμαι υπέρ της αποποινικοποίησης της χρήσης των ναρκωτικών (όλων των τύπων), αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εγκρίνω τη χρήση τους, αντίθετα την αποδοκιμάζω και τη θεωρώ επικίνδυνη για τους ανθρώπους, και όσοι έχουν πέσει σε τέτοιες καταστάσεις (όπως και στον αλκοολισμό) έχουν ανάγκη τη βοήθεια, τη συμπαράστασή και την αγάπη μας, και όχι διωγμούς ή διακρίσεις σε βάρος τους – αλλά σε καμία περίπτωση η κοινωνία δεν πρέπει να δεχτεί τη διαφήμιση των ναρκωτικών ουσιών (φανταστείτε να διαφημίζονται ελεύθερα, όπως τα τσιγάρα ή τα ποτά!). Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσουμε εδώ να εξετάσουμε το θέμα της προώθησης της ομοφυλοφιλικής ιδεολογίας μέσα στην κοινωνία – ή μάλλον να προσφέρουμε γενικές κατευθύνσεις σχετικά με αυτό το θέμα, γιατί η πλήρης εξέτασή του απαιτεί συγγραφή βιβλίου.
Το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα επείγον τον τελευταίο καιρό λόγω της καθιέρωσης του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της ανάλογης προσπάθειας στο Ελληνικό κράτος. Η απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων και της δυνατότητας υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, θεωρείται από πολλούς ως κοινωνική διάκριση σε βάρος των ομοφυλόφιλων, ένα είδος σεξουαλικού ρατσισμού. Πολλοί παράγοντες από την άλλη πλευρά αντιδρούν, παράγοντες όχι μόνο θρησκευτικοί, αλλά και νομικοί και πολιτικοί – όχι μόνο συντηρητικών (δεξιών) αποχρώσεων (είναι χαρακτηριστική η άρνηση βουλευτών του ΚΚΕ να δεχτούν τον ομοφυλοφιλικό γάμο). Ποια είναι η αλήθεια και η δικαιοσύνη στο θέμα αυτό; Είναι άραγε ρατσισμός η άρνηση στους ομοφυλόφιλους να συνάπτουν γάμους μεταξύ τους και να υιοθετούν παιδιά; Σίγουρα είναι ένα είδος διακρίσεων το να απαγορεύεται ο γάμος μεταξύ ομοφυλόφιλων και η υιοθεσία παιδιών από αυτούς. Αλλά είναι οι διακρίσεις κατά των ομοφυλόφιλων μόνο μία στείρα και συντηρητική στάση οπισθοδρομικών ανθρώπων, όπως κατηγορούν συνήθως οι εκπρόσωποι του ομοφυλοφιλικού κινήματος ή μήπως υπάρχουν βαθύτερα αίτια;
Προτού οι πολιτικοί και κοινωνικοί ηγέτες και νομοθέτες ασχοληθούν με τις διακρίσεις από κοινωνικής και νομικής πλευράς, θα πρέπει να ασχοληθούν με τη διάκριση, την πνευματική ικανότητα του να διακρίνουμε το σωστό, το δίκαιο, το αληθινό. Για να φτάσουμε όμως στην πνευματική διάκριση σχετικά με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας (όπως και με κάθε ζήτημα), θα πρέπει να αρχίσουμε από τη φυσική διάκριση, τη διάκριση που αναπτύσσεται στον άνθρωπο μέσω της φυσικής παρατήρησης του περιβάλλοντος κόσμου και να συνεχίσουμε με την ιστορική διάκριση, την παρατήρηση της ανθρώπινης ιστορίας των λαών, των θρησκειών, των πολιτισμών κλπ.
Τί μας λέει η φυσική παρατήρηση; Ότι παντού υπάρχουν δύο αντίθετες και ταυτόχρονα συμπληρωματικές καταστάσεις: δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό στα ζώα και τα φυτά, θετικό και αρνητικό στον ηλεκτρομαγνητισμό, αρσενικές και θηλυκές ιδιότητες στην ανθρώπινη ψυχή (δύναμη στο αρσενικό – συναίσθημα στο θηλυκό). Οι αρχαίοι σοφοί διέκριναν το θηλυκό και αρσενικό στοιχείο σε πολλά πράγματα, ή τουλάχιστον τα παρομοίαζαν ως τέτοια: για παράδειγμα η γη θεωρείτο θηλυκό στοιχείο, ενώ ο ουρανός αρσενικό, το βουνό αρσενικό, η θάλασσα θηλυκό, η γη που δέχεται το σπόρο και αυξάνει το φυτό αντιστοιχεί στη γυναικεία μήτρα που δέχεται το σπέρμα και αυξάνει το έμβρυο κ.α. Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο της φυσικής παρατήρησης είναι ότι όλες αυτές οι διακρίσεις αρσενικού-θηλυκού σε ζώα, φυτά, δυνάμεις υπάρχουν για την αναπαραγωγή, τη δημιουργία: η ένωση των αντιθέτων πάντα παράγει, δημιουργεί νέα ζωή. Δεν είναι μόνο στον άνθρωπο και στα ζώα, αλλά και στα φυτά (όπου το αρσενικό και το θηλυκό έρχονται σε επαφή με την επικονίαση μέσω των εντόμων) που η ένωση αρσενικού-θηλυκού γεννάει νέα ζωή, δημιουργεί και παράγει νέες οντότητες του κάθε είδους. Ακόμα και στο μικρόκοσμο των σωματιδίων του ηλεκτρομαγνητισμού ή των μορίων και των πυρήνων η ένωση θετικών με αρνητικά προκαλεί εκκενώσεις, εκρήξεις, δηλαδή παραγωγή ενέργειας. Γι’ αυτό ακριβώς βλέπουμε ιδιαίτερα στον κόσμο των θηλαστικών το πόσο σοφά σχεδιασμένα είναι τα χρωματοσώματα στο DNA των αρσενικών και θηλυκών, πόσο εκπληκτικά μελετημένα γίνεται η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο, οι μηχανισμοί ορμονών και αύξησης του εμβρύου κλπ. Ακόμα και μια απλή εξωτερική παρατήρηση των γεννητικών οργάνων των θηλαστικών μας οδηγεί σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: τα γεννητικά μόρια των αρσενικών είναι σχεδιασμένα να λειτουργούν ακριβώς μέσα στους αντίστοιχους κόλπους-υποδοχείς των θηλυκών τα οποία και έχουν μηχανισμούς για ανάλογη έκκριση υγρών για την κίνηση των αρσενικών οργάνων μέσα τους. Αντίθετα οι παρά φύση σεξουαλικές πράξεις που επινόησαν τα ανθρώπινα μυαλά (ή ίσως κάποιοι ανώτεροι διαστροφείς της δημιουργίας) δεν μπορούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά μέσα στο σώμα, προξενώντας βλάβες διάφορων μορφών (για παράδειγμα η πρωκτική σεξουαλική επαφή δημιουργεί κακώσεις, αιμορραγίες, και συχνά καρκίνο παχέως εντέρου), ενώ η φυσιολογική (κολπική) σεξουαλική επαφή μεταξύ αρσενικού και θηλυκού δε δημιουργεί κανένα σωματικό πρόβλημα. Και φυσικά αυτές οι φυσικές παρατηρήσεις στους σεξουαλικούς μηχανισμούς των ζώων και του ανθρώπου, που δείχνουν ξεκάθαρα τη διαστρέβλωση των παρά φύση σεξουαλικών πράξεων αφορούν όχι μόνο τους ομοφυλόφιλους, αλλά και τους ετεροφυλόφιλους που ακολουθούν τέτοιου είδους πρακτικές.
[1]
Υπάρχει εδώ ένα ανόητο επιχείρημα εκ μέρους των υποστηρικτών της ομοφυλοφιλίας, ότι παρατηρούνται σε ορισμένα θηλαστικά παρά φύση σεξουαλικές πράξεις, ενώ αυτές πρόκειται για σπάνιες από λάθος κινήσεις των ζώων και όχι από συνειδητή επιδίωξη όπως συμβαίνει στους ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ζώα δεν αναγνωρίζουν το θηλυκό με την όραση αλλά με την όσφρηση, και κάποιες φορές μπορεί να μπερδευτούν. Αλλά ακόμη και αν σε κάποια είδη ζώων υπήρχε μηχανισμός ομοφυλοφιλικού σεξ αυτή η σπάνια εξαίρεση θα μας έδινε το παράδειγμα που πρέπει να μιμηθούμε; Υπάρχουν τρομερά κακά παραδείγματα-εξαιρέσεις στο ζωικό βασίλειο, όπως κάποια που ζώα που σκοτώνουν ή τρώνε τα νεογνά τους ή τα θηλυκά σκοτώνουν το αρσενικό μετά τη συνεύρεση ή αντίστροφα τα αρσενικά σκοτώνουν τα θηλυκά μετά τη γέννα – μπορεί αυτά να αποτελέσουν παράδειγμα; Υπάρχει ένα είδος σκορπιού όπου το θηλυκό σκοτώνει το αρσενικό μετά τη συνεύρεση και μέσα στο νεκρό του σώμα γεννάει τα αυγά του, ενώ στη συνέχεια οι μικροί σκορπιοί που γεννιούνται τρέφονται από το σώμα του πατέρα τους (!)... Από τη φύση λοιπόν παίρνουμε την πλειοψηφία των καταστάσεων και προσπαθούμε να βρούμε κανόνες ζωής και συμπεριφοράς, κανόνες όμως και όχι εξαιρέσεις. Έτσι απαντιέται και ένα βασικό επιχείρημα της ομοφυλοφιλικής ιδεολογίας, πώς υπάρχουν και στα ζώα ομοφυλοφιλικά φαινόμενα. Ναι, υπάρχουν μεν, αλλά είναι εξαιρέσεις, περιορίζονται σε ελάχιστα είδη, και κυρίως δεν είναι συνειδητές επιλογές όπως στον άνθρωπο, αλλά ασυνείδητες κατά λάθος κινήσεις. Και σε τελική ανάλυση, αν κάποια ζώα κατά λάθος προβούν σε παρά φύση σεξουαλική πράξη αυτό δε σημαίνει πως θα συναντήσουμε ποτέ αρσενικά ζώα που έλκονται από αρσενικά και ζουν μαζί. Ας μην γελιόμαστε, δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλα ζευγάρια σε κανένα είδος ζώων !
Ας συνεχίσουμε όμως με την παρατήρηση σε επίπεδο ανθρώπινης κοινωνίας. Αν και το θέμα αυτό απαιτεί, για όποιον ενδιαφέρεται λεπτομερή ιστορική μελέτη, εμείς εδώ θα περιγράψουμε τη γενική κατεύθυνση. Η ομοφυλοφιλική ιδεολογία προσπαθεί και εδώ να παίξει με τη λογική, ισχυριζόμενη πως πάντοτε και παντού υπήρχε ομοφυλοφιλία. Αυτό είναι βέβαιο, γιατί όπως είπαμε από την αρχή είναι μία κατάσταση που συνοδεύει την ανθρώπινη φύση, αλλά το ζήτημα από ιστορικής και κοινωνικής πλευράς είναι αν η ομοφυλοφιλία πάντοτε και παντού ήταν αποδεκτή και επισημοποιημένη ή αντίθετα ήταν καταδικαστέα. Όπως μαρτυρούν τα αρχαιότερα ευρήματα, από τις σπηλιές μέχρι τις θαμμένες πόλεις, πάντοτε και παντού δίνεται έμφαση στη διάκριση των δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού, η ύπαρξη ανδρών και γυναικών με πάντα διακριτούς ρόλους, ενδύματα, συνήθειες, κλπ. Οι αρχαιότερες μυθολογίες (Βαβυλωνιακές, Σουμεριακές, Αιγυπτιακές) που μιλούν ακόμη και για θεούς αρσενικούς και θηλυκούς, ενώ μιλάνε για γάμους μεταξύ αρσενικών και θηλυκών θεών ποτέ δεν μιλάνε για γάμους μεταξύ θεών του ιδίου φύλου. Ποτέ δεν υπήρχαν τέτοιοι θεσμοί, σε καμία κοινωνία πρωτόγονη ή πολιτισμένη, υπαρκτή ή μυθική (λ.χ. Άτλαντες). Η ομοφυλοφιλία, αντίθετα, ως κατάσταση καταδικαστέα υπάρχει σε πολλούς μύθους και ακόμη και όταν αφορά θεούς (βλέπε Ελληνική μυθολογία) είναι παράδειγμα προς αποφυγή και όχι προς μίμηση. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό από άποψη ιστορική για κάθε ζήτημα, δεν είναι οι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις, ούτε κάποια μυθολογικά ποιήματα, γιατί όλα αυτά αντανακλούν περισσότερο τις ατομικές απόψεις των δημιουργών τους, όσο οι νομοθεσίες και η κοινή πρακτική από το σύνολο των κοινωνιών. Και στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας έχουμε μια ομοφωνία των νομοθεσιών – όλες καταδίκαζαν την ομοφυλοφιλία και μάλιστα με απέχθεια, προέβλεπαν δε ακόμη και θανατική ποινή. Από τους αρχαίους Σουμέριους και Βαβυλώνιους, Ινδούς και Κινέζους, μέχρι τους νεώτερους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους. Αναφέρουμε ιδιαίτερα τους δύο τελευταίους πολιτισμούς, επειδή αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, οι νομοθεσίες στην αρχαία Ρώμη και σε όλες τις Ελληνικές Πόλεις ήταν πολύ αυστηρή (και προέβλεπε εξορίες, δημεύσεις περιουσιών ακόμη και θανατώσεις).
Εδώ πρέπει να κάνουμε μία απλή διάκριση, που οι υποστηρικτές της ομοφυλοφιλίας τείνουν απλουστευτικά να παραλείπουν: άλλο το τι συμβαίνει στην πράξη μιας κοινωνίας και άλλο το τι θεωρείται σωστό ή λάθος. Η αρχαία ρωμαϊκή και ελληνική (στις ύστερες περιόδους τους και όχι από την αρχή) ήταν πολύ χαλαρές και είχαν μεγάλο αριθμό ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων ανδρών και γυναικών, αλλά θεωρητικά, στις διδασκαλίες των φιλοσόφων (τουλάχιστον των περισσότερων) και κυρίως στη νομοθεσία θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία καταδικαστέα και αφύσικη κατάσταση και βέβαια ο γάμος μεταξύ ομοφυλόφιλων ανδρών ή λεσβίων γυναικών θεωρείτο ανήκουστη σκέψη. Αυτή η στάση βέβαια – άλλο στη θεωρία και άλλο στην πράξη – είναι υποκριτική, και δυστυχώς το ίδιο συνεχιζόταν στη μετέπειτα ρωμαϊκή κοινωνία, τόσο στην ορθόδοξη βυζαντινή όσο και στη μεσαιωνική καθολική. Μοναχοί και κληρικοί μικροί και μεγάλοι, επίσκοποι, καρδινάλιοι και πατριάρχες μαστίζονταν από ομοφυλοφιλικά πάθη, κυρίως λόγω της αγαμίας τους και της αποχής από γυναίκες. Ωστόσο ποτέ δεν διανοούνταν να μιλήσουν για αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας, αλλαγή της νομοθεσίας γάμων, όχι μόνο γιατί φοβόνταν αλλά και γιατί βαθειά μέσα στη συνείδησή τους αισθάνονταν ότι δεν επρόκειτο για μια σωστή κατάσταση ζωής που θα έπρεπε να δικαιωθεί, αλλά για μία αδυναμία, ένα πάθος που θα έπρεπε να νικηθεί. Η χριστιανική παραδοσιακή στάση των Πατέρων από τότε μέχρι και σήμερα ήταν συμπάθεια για τον άνθρωπο που είναι δούλος ενός πάθους (σεξουαλικού ή μη), και συμπαράσταση στον αγώνα του εναντίον αυτού, απέχθεια όμως για το πάθος. Πολλές φορές οι άνθρωποι που υπέφεραν από ομοφυλοφιλικές τάσεις κουράζονταν και εγκατέλειπαν τον αγώνα παραδιδόμενοι παθητικά στις επιθυμίες τους, ωστόσο όμως πάντα ομολογούσαν το λανθασμένο της κατάστασής τους. Μόνο πολύ πρόσφατα στη μοντέρνα Δύση, Αγγλία, Β. Ευρώπη και Αμερική μετά το ’70 άρχισαν κάποιοι κληρικοί από Προτεσταντικές εκκλησίες να συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισης των ομοφυλοφίλων μέσα στην εκκλησίες, της χειροτονίας τους σε κληρικούς, των ομοφυλοφιλικών γάμων, επηρεασμένοι από το γενικό κοινωνικό κλίμα.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πως τα 6.000 χρόνια καταγεγραμμένης ανθρώπινης ιστορίας, και ίσως 10.000 (σύμφωνα με κάποιες μυθολογίες), όχι μόνο δεν δείχνουν καμία κοινωνία να έχει αναγνωρίσει την ομοφυλοφιλία ή να έχει θεσμούς ομοφυλοφιλικού γάμου, ή υιοθεσίας παιδιών από ομοφυλόφιλους, αλλά αντίθετα, υπάρχει πάντα μια σαφής διάκριση φύλων, μια σαφής διάκριση ρόλων άνδρα και γυναίκας, πατέρα και μητέρας, σε όλα τα επίπεδα. Πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι στο σημείο αυτό θα αντιταχθούν και θα πουν ότι ο Δυτικός κόσμος με τις αξίες του Διαφωτισμού και της Επιστήμης έφτασε σε μεγαλύτερη πρόοδο και απελευθέρωση, και άρα δεν χρειαζόμαστε τα μοντέλα όλων των προηγούμενων κοινωνιών. Μπορούν όμως τόσο εύκολα να ισχυριστούν κάτι τέτοιο όταν βλέπουν την αποσύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας και την εξάλειψη όλων των αξιών; Οι κοινωνίες αυτές, όμως όσο και αν πολλοί τις θεωρούν πρωτόγονες ή οπισθοδρομικές μπόρεσαν να διατηρηθούν, και η αυστηρότητα και οι αξίες με βάση τις οποίες λειτουργούσαν τις συγκράτησαν επί χιλιάδες χρόνια. Εμείς οι Δυτικοί αν θέλουμε να σταματήσουμε την κοινωνική διάλυση που αυξάνει στις μέρες μας (τα διαζύγια αυξάνουν αλματωδώς) θα πρέπει να μελετήσουμε τις αξίες των παραδοσιακών κοινωνιών που αντέχουν επί αιώνες μέχρι σήμερα, και να διδαχτούμε από αυτές, αντί να τις περιφρονούμε ως δήθεν «απολίτιστες»: Για παράδειγμα, την παραδοσιακή ινδουιστική κοινωνία (μια κοινωνία που με την αυστηρή οικογενειακή και κοινωνική ηθική της λειτουργεί πάνω από 3.000 χρόνια).
Η σύγχρονη Δυτική κοινωνία παρουσιάζει μια τελείως καινούργια στάση στο θέμα της ομοφυλοφιλίας: δεν πρόκειται απλώς για την αναγνώριση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους (ίσα δικαιώματα στην εργασία, ζωή, ελευθερία κλπ) κάτι με το οποίο το αίσθημα της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς συμφωνεί, αλλά για κάτι πολύ περισσότερο, την επικύρωση και θεσμοθέτηση της ομοφυλοφιλίας. Πώς; Με την ελεύθερη διακίνηση όχι απλά των ομοφυλόφιλων, κάτι στο οποίο βέβαια δεν μπορούμε να αντιταχθούμε, αλλά της ιδεολογίας της ομοφυλοφιλίας, τη διαφήμιση του ομοφυλόφιλου τρόπου ζωής. Οι ομοφυλόφιλοι θεώρησαν πως δεν ήταν αρκετή η αποποινικοποίηση των ομοφυλοφιλικών πράξεων, ούτε και η παροχή ίσων δικαιωμάτων σε επίπεδο εργασίας, ελευθερίας, κλπ. Θεώρησαν απαραίτητο ότι θα έπρεπε να οργανώσουν ένα ιδεολογικό σύστημα που να προωθεί μέσα στην κοινωνία την ομοφυλοφιλία ως έναν τελείως φυσιολογικό τρόπο ζωής, τη σχέση μεταξύ δύο ανδρών ή δύο γυναικών ως μία εναλλακτική μορφή γάμου, και ίσως ακόμη χειρότερα, ως μια πιο προοδευτική στάση ζωής από την «παραδοσιακή σχέση άνδρα-γυναίκας». Αυτό που προσπαθεί να κάνει η ομοφυλοφιλική ιδεολογία (με έντυπα, εκδηλώσεις όπως η «Ημέρα Ομοφυλόφιλης Υπερηφάνειας», κ.α.) είναι η προώθηση της ομοφυλοφιλίας ακόμη και ως καλύτερης κατάστασης από την ετεροφυλοφιλία, σαν πιο «προχωρημένος» τρόπος ζωής! Δηλαδή αυτό που δεν είναι «κατά φύση», αλλά «παρά φύση», προσπαθεί να προωθηθεί ως ανώτερο από το φυσιολογικό, ως «υπέρ φύση»! Και εδώ απαιτείται σοβαρή διάκριση, διότι αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι κάτι καινούργιο. Πολλές πολιτικές και θρησκευτικές/μεταφυσικές ιδεολογίες προσπαθούν να περάσουν τον παραλογισμό τους ως «υπερ-λογισμό», και εύκολα οι πολλοί άνθρωποι, που δεν σκέπτονται αλλά παρασύρονται από συνθήματα και δημαγωγίες που κολακεύουν τις επιθυμίες τους, μένουν έκθαμβοι μπροστά σε παράλογες σκέψεις, θεωρώντας τις ανώτερες από τη σκέψη της πραγματικότητας, που είναι και η πιο ισορροπημένη.
Η ολοκλήρωση του αγώνα της ομοφυλόφιλης ιδεολογίας είναι βέβαια η αναγνώριση του ομοφυλοφιλικού γάμου και της υιοθεσίας από ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Μέσα από αυτή την κρατική και σε κάποιες χώρες θρησκευτική αναγνώριση (Αγγλικανική, Λουθηρανική Εκκλησία), στην πραγματικότητα γίνεται μια επικύρωση της ομοφυλοφιλίας και μια θεσμοθέτησή της για τις μελλοντικές γενιές: η ομοφυλοφιλία δεν είναι αδυναμία, ασθένεια, πρόβλημα που χρειάζεται κάποιου είδους θεραπευτική αντιμετώπιση, αλλά ένας εναλλακτικός τρόπος ζωής, που τώρα πλέον γίνεται επίσημος θεσμός. Έτσι, για τα παιδιά των επόμενων γενεών η ομοφυλοφιλική σχέση θα είναι απλά ένα άλλο είδος σεξουαλικής και ερωτικής σχέσης, και ο ομοφυλοφιλικός γάμος ένα άλλο είδους γάμος, ο οποίος μέσω της υιοθεσίας θα δημιουργεί και ένα άλλο είδος οικογένειας!
Όλες αυτές τις κοινωνικές προεκτάσεις, ή μάλλον διαστρεβλώσεις, και τις ολέθριες συνέπειες για το μέλλον, τις έχουν άραγε αναλογιστεί οι πολιτικοί και κοινωνικοί ηγέτες; Μάλλον όχι, γιατί για τους περισσότερους αυτό που έχει σημασία είναι να ευχαριστούν και να κολακεύουν το λαό – και όχι να τον καθοδηγούν σωστά, όχι το να οικοδομούν έναν δίκαιο και σοφό μελλοντικό κόσμο πάνω σε διαχρονικές αξίες που διδάχτηκαν από σοφούς ανθρώπους και διατήρησαν κοινωνίες επί χιλιάδες χρόνια. Η έλλειψη σοφίας στους σημερινούς πολιτικούς, νομικούς και θρησκευτικούς ηγέτες είναι τεράστια σε σχέση με το παρελθόν – όχι πως τότε ήταν οι περισσότεροι σοφοί και αγαθοί, αλλά η επιδίωξη, ο στόχος, το ιδανικό, ήταν οι ηγέτες να είναι και φιλόσοφοι και άνθρωποι αυταπάρνησης και υπηρεσίας, αφιερωμένοι σε, και εμπνεόμενοι από, ανώτερες αξίες. Αυτοί οι στόχοι έχουν εκλείψει από τους σημερινούς ηγέτες και νομοθέτες, που στην καλύτερη περίπτωση ως στόχο έχουν μόνον την οικονομική βελτίωση της κοινωνίας.
Βέβαια δεν λείπουν και οι ειλικρινείς πολιτικοί που θέλουν να υπηρετήσουν το δίκαιο και το σωστό, και αυτοί ιδιαίτερα καλούνται να προσέξουν και να διακρίνουν, ότι μετά από τη νομοθετική αναγνώριση και επισημοποίηση της ομοφυλοφιλίας ακολουθεί μία ολέθρια μετάλλαξη, όχι μόνο της κοινωνίας και της οικογένειας, αλλά και του ανθρώπινου είδους. Ίσως αυτό σήμερα να ακούγεται υπερβολικό, αλλά η τεχνολογία μάς παρέχει φανταστικές (ή μάλλον εφιαλτικές) δυνατότητες. Όπως στα μεταλλαγμένα φυτά και ζώα έχουμε τερατογενέσεις, έτσι και στο ανθρώπινο είδος η Ιατρική και η Χημεία δημιουργούν εδώ και δεκαετίες ερμαφρόδιτους ανθρώπους: με τη βοήθεια θηλυκών ορμονών και της πλαστικής χειρουργικής δημιουργούνται οι «τραβεστί», που (ως άλλα μυθικά τέρατα) είναι από τη μέση και πάνω τέλειες γυναίκες, ενώ από τη μέση και κάτω παραμένουν τέλειοι άνδρες. Κι’ όμως, ακόμη κι’ αυτή η κατηγορία αξιολύπητων ανθρώπων, φαντάζουν παρελθόν μπροστά στην καινούργια μόδα: τους «τρανσέξουαλς», που νομίζουν ότι αφαιρώντας τα ανδρικά τους γεννητικά όργανα (αρνούμενοι το δώρο που η φύση τους έκανε για να δημιουργούν ανθρώπους) γίνονται γυναίκες, χωρίς να καταλαβαίνουν πως το μεγαλείο της γυναίκας δεν είναι τόσο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματός της, αλλά το εσωτερικό εργαστήριο παραγωγής ζωής, τα πολύπλοκα γεννητικά όργανα και οι μηχανισμοί του γυναικείου σώματος που κανένας άνδρας δε θα μπορέσει ποτέ να αποκτήσει. Μπορεί κάποιοι στο σημείο αυτό να συμφωνήσουν πως όντως είναι τραγικό και τερατώδες ιατρικό επίτευγμα η δημιουργία τραβεστί ή τρανσέξουαλς, αλλά δεν αποτελεί και απειλή για το ανθρώπινο είδος, γιατί πρόκειται για πολύ μικρό αριθμό. Και τί θα γίνει μετά από πενήντα ή εκατό χρόνια; Όταν η ιατρική θα έχει κάνει πολύ πιο απλές τις διαδικασίες «μετατροπής», όταν θα έχει γίνει μόδα και θα θεωρείται «in» το να είσαι τρανσέξουαλ, όπως έχει ήδη αρχίσει να γίνεται; Πραγματικά εφιαλτικά σενάρια, χειρότερα και από εκείνα των μεταλλαγμένων ζώων και φυτών.
Σκεπτόμενοι το παρόν και μέλλον της κοινωνίας, και όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να φανταστούμε πώς θα είναι ο κόσμος στο μέλλον. Θα πρέπει, αν είμαστε υπεύθυνοι, να φανταστούμε το τέλος της διαδρομής που έχουμε αρχίσει. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στην Αμερική και τη Δ. Ευρώπη μεταφέρεται παντού, αλλού βαθμιαία (Τρίτος Κόσμος) και αλλού γρήγορα (Α. Ευρώπη): η κοινωνική αποσύνθεση, όπου οι αξίες ανατρέπονται στο όνομα της προόδου και της ελευθερίας, έχει οδηγήσει στην καταστροφή του κοινωνικού κυττάρου, της οικογένειας. Ζευγάρια που χωρίζουν, παιδιά χωρίς γονείς, πλήρης έλλειψη σεβασμού και αλληλεγγύης μεταξύ γονιών και παιδιών, μονογονεϊκές οικογένειες, γυναίκες που κάνουν παιδιά χωρίς να θέλουν καν σχέση με άνδρα, ομοφυλοφιλικές συμβιώσεις που ζητάνε νομιμοποίηση γάμου, άνδρες που μεταλλάσσονται σε γυναίκες με τη βοήθεια της τεχνολογίας, και άλλα πρωτοφανή στην ιστορία της ανθρωπότητας, δημιουργούν όχι ένα άλμα προόδου, αλλά μια κακή μετάλλαξη του ανθρώπινου γένους προς το χειρότερο. Άνδρες και γυναίκες μαθαίνουν πώς να είναι ελεύθεροι, χωρίς καμία δέσμευση και υπευθυνότητα απέναντι πρώτα απ’ όλα στο σώμα τους: ο άνθρωπος έχει λογική όχι για να επινοεί πώς θα ικανοποιήσει κάθε επιθυμία που του έρχεται (σεξουαλική ή μη), αλλά για το πως θα γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, θα διακρίνει το σωστό και το λάθος, το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό, και πως θα υπηρετήσει τους σωστούς και αγαθούς σκοπούς. Αν δεν μάθουμε να σεβόμαστε το σώμα μας και να το διαχειριζόμαστε υπεύθυνα, δεν μπορούμε να μάθουμε να σεβόμαστε ούτε και το γάμο μας ούτε και τις σχέσεις φιλίας τις οποίες θα βλέπουμε μέσα από ένα σεξουαλικό πρίσμα, είτε πρόκειται για σχέσεις φιλίας και γάμου μεταξύ ανδρών και γυναικών, είτε για σχέσεις φιλίας μεταξύ του ίδιου φύλου.
[2]
Άνθρωποι με σεξουαλικές εμμονές κυριαρχούν στο δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό χώρο, δίνοντας λανθασμένες κατευθύνσεις στην κοινωνία και ιδιαίτερα στη νεολαία, πως δήθεν μπορεί κάποιος να κάνει ό,τι θέλει με το σώμα του. Υπάρχουν όμως κανόνες λειτουργίας για όλα τα πράγματα, και πολύ περισσότερο για το ανθρώπινο σώμα, και η παραβίαση των κανόνων αυτών φέρνει δυσλειτουργίες όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στη ψυχή με την οποία είναι άρρηκτα δεμένο το σώμα. Οι απαγορεύσεις σεξουαλικών παραβάσεων δεν ήταν ανόητα ταμπού που εξυπηρετούσαν κοινωνικά συμφέροντα. Αν εμβαθύνουμε λίγο στην ανθρώπινη φύση, με ειλικρίνεια και όχι διάθεση δικαιολόγησης των επιθυμιών και αδυναμιών μας, θα δούμε ότι ήταν αυτοί ακριβώς οι κανόνες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος, στο σύνολό τους βέβαια, γιατί υπήρχαν και ολέθριοι κανόνες. Όλοι αυτοί οι κανόνες ορθής σεξουαλικής και κοινωνικής συμπεριφοράς που στην αρχαιότητα οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι έλαβαν από ανώτερες οντότητες, ενώ μετέπειτα προέκυψαν και με φιλοσοφική ανάλυση και αιτιολόγηση, αντανακλούν την ορθή διαχείριση του ψυχοσωματικού συστήματος που αποκαλείται «άνθρωπος».
Πώς θα πρέπει τελικά η οικογένεια και η κοινωνία να αντιμετωπίσει την ομοφυλοφιλία; Όχι βέβαια με διωγμό, διακρίσεις, περιφρόνηση. Αλλά πώς; Με αναγνώριση, επιβράβευση, επικύρωση γάμων και γαμήλιες δεξιώσεις συγχαρητηρίων, και με τους γονείς να καμαρώνουν για την ευτυχία των γιων τους; Ούτε το ένα άκρο είναι σωστό ούτε το άλλο. Χρειάζεται να αναπτύξουμε διάκριση, η οποία ασφαλώς οδηγεί σε αναγνώριση του ότι η ομοφυλοφιλία είναι μία λανθασμένη κατάσταση από φυσική άποψη και μία αδυναμία από ψυχική άποψη (οποιεσδήποτε δικαιολογημένες αιτίες και αν έχει), όπως ανάλογα συμβαίνει με τα ναρκωτικά και τον αλκοολισμό. Η αναγνώριση αυτή οδηγεί σε ισορροπία, δηλαδή στην αντιμετώπιση των ψυχοσεξουαλικών αυτών τάσεων με συμπαράσταση από τους οικείους (οικογένεια, φίλους) και από ειδικούς (ψυχολόγους) με αγάπη και υπομονή και ενθάρρυνση. Έχουμε πολλά παραδείγματα, ομοφυλόφιλων που (ακόμη και στο προχωρημένο στάδιο του τραβεστί) ελευθερώθηκαν από τις λανθασμένες έλξεις και επέστρεψαν στην αρχική τους φύση, συνάπτοντας υγιείς σχέσεις με γυναίκες, γάμους και δημιουργώντας οικογένειες. Αυτή είναι και η αληθινή «απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων», απελευθέρωση όχι από κοινωνικές διακρίσεις, αλλά από το εσωτερικό πρόβλημα. Προς τα εκεί θα πρέπει να στραφεί και το Κράτος με τους μηχανισμούς βοήθειας και υποστήριξης που θα πρέπει να παρέχει.
Αν και το θέμα του παρόντος άρθρου, δεν ήταν τόσο η ομοφυλοφιλία και η αντιμετώπισή της, αλλά η κοινωνική αντιμετώπιση του ομοφυλοφιλικού κινήματος, και ιδιαίτερα των παράλογων διεκδικήσεων περί καθιέρωσης ομοφυλοφιλικού γάμου, υιοθεσίας, κλπ. Οι πολιτικοί, τα κόμματα, οι νομοθέτες, οι δημοσιογράφοι, όλοι όσοι αποφασίζουν ή επηρεάζουν την κοινωνία, θα πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά και ώριμα. Δεν χρειάζεται βιασύνη, επιπολαιότητα, κολακεία και διάθεση ευαρέστησης ψηφοφόρων, πελατών, πολιτικών. Ακόμη, θα πρέπει να τονίσουμε ως υπεύθυνοι άνθρωποι, ότι στείρα επιχειρήματα που προέρχονται από θρησκευτικές ή εθνικές παραδόσεις (του τύπου ότι «εμείς οι Ορθόδοξοι δεν δεχόμαστε τέτοιες καταστάσεις γιατί είναι ξένες με την παράδοσή μας», ή «εμείς δεν δεχόμαστε να χάσουμε τον ανδρισμό μας») όχι μόνο δεν βοηθούν τη λήψη αποφάσεων, αλλά κάνουν και πολύ κακό δείχνοντας ότι οι ετεροφυλόφιλοι είναι αλαζόνες και στενόμυαλοι.
Θα πρέπει, λοιπόν, οι υπεύθυνοι αφενός να μελετήσουν τα επιχειρήματα της φύσης, της ιστορίας των κοινωνιών, τις απόψεις φιλοσόφων και θρησκειών, και αφετέρου να αναλογιστούν τις συνέπειες για τις μελλοντικές κοινωνίες, επειδή το μέλλον του ανθρώπινου είδους δεν εξαρτάται μόνον από την εξεύρεση υλικών πόρων και ενέργειας και την παρεμπόδιση της καταστροφής του περιβάλλοντος, αλλά και από την εξασφάλιση της ψυχικής υγείας και σεξουαλικής ισορροπίας των ατόμων, της αρμονίας της σχέσεων των δύο φύλων, την ανάπτυξη της οικογένειας, της φιλίας, της σεμνότητας, του σεβασμού, της αγάπης και όλων των αιώνιων αξιών.
Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να πέσουμε στην παγίδα της διπολικής λογικής: απαγόρευση – επιβράβευση, που ωθεί σε μια άκριτη κατάργηση όλων των καλώς εννοουμένων διακρίσεων, των διακρίσεων που μας παρουσιάζει η ίδια η φύση, μέσα στην οποία γεννιόμαστε. Αντίθετα πρέπει να αναπτύξουμε τη διάκριση εννοιών και αξιών, και στην προκειμένη περίπτωση τη διάκριση αρσενικού-θηλυκού – χωρίς να θεωρούμε το ένα ανώτερο ή καλύτερο από το άλλο, αλλά διαφορετικής λειτουργίας που συμπληρώνει αρμονικά το ένα το άλλο. Η διάκριση αυτή αρσενικού-θηλυκού θα πρέπει πάντα να υπάρχει επειδή ο κόσμος μας θεμελιώνεται πάνω στη διαφορετικότητα και συμπληρωματικότητα, όχι στην κατάργηση των διαφορετικών λειτουργιών και ισοπέδωση των νόμων και αξιών που τον διέπουν.

Μιχαήλ Κατρίτσης

[1] Θα πρέπει ίσως να αναφέρουμε ότι ακόμη και ο αυνανισμός πρέπει να εντάσσεται στις παρά φύση σεξουαλικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τη φυσική παρατήρηση.
[2] Μπορεί να υπάρχει φιλία και αγάπη μεταξύ του ίδιου φύλου, χωρίς να συνεπάγεται κάποια σεξουαλική έλξη.

19/6/09

Χριστιανικός Οικουμενισμός: Αφομοίωση ή συμφιλίωση;

Πολλές φορές ακούμε από χριστιανικούς κύκλους να καταδικάζεται κάθε προσπάθεια διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ χριστιανικών ή μη χριστιανικών δογμάτων, θεωρώντας ότι είναι μια συνωμοτική κατάσταση που ετοιμάζει την παγκόσμια υπερ-θρησκεία, πρόδρομο του Αντίχριστου. Οι απόψεις αυτές είναι σοβαρές και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον. Πριν από το μέλλον όμως θα πρέπει να αναρωτηθούμε τί γίνεται με το παρόν ή, πράγμα που αγνοείται από όλες τις προειδοποιήσεις κινδυνολογίας, τι έχει γίνει στο παρελθόν μεταξύ των δογμάτων και θρησκειών;
Θα αρχίσουμε ξεκαθαρίζοντας τις έννοιες: «Χριστιανικός Οικουμενισμός» είναι ένα κίνημα θεολόγων και κληρικών για το διάλογο και γνωριμία μεταξύ των Χριστιανικών Ομολογιών σε πρώτη φάση (και μεταξύ των 3 μονοθεϊστικών θρησκειών σε δεύτερη φάση) με σκοπό τον τερματισμό των θρησκευτικών διακρίσεων, συγκρούσεων, πολέμων, μισαλλοδοξιών, και την τελική επίτευξη ειρηνικής συνύπαρξης όλων των δογμάτων και θρησκειών. Στόχος δεν είναι η συνένωση κι αφομοίωση σε μία παγκόσμια κοινή θρησκεία, αλλά η διατήρηση της ταυτότητας κάθε ομολογίας με σεβασμό προς την άλλη.
Δεν πρέπει να συγχέουμε τον Χριστιανικό Οικουμενισμό με τον Οικουμενισμό του Κινήματος της Νέας Εποχής, που παλαιότερα εκπροσωπείτο από τον Οικουμενισμό του Τεκτονισμού (Μασονίας), που πράγματι έχει σαν δηλωμένο σκοπό να δημιουργήσει μία παγκόσμια κοινή θρησκεία. Μια τέτοιου είδους προσπάθεια προσπαθεί να συνενώσει τα εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά στοιχεία από όλες τις θρησκείες και να φτιάξει μία κοινή πανθεϊστική θρησκεία. Με μια τέτοια επιδίωξη ο Χριστιανικός Οικουμενισμός δεν μπορεί να έχει καμία σχέση, όπως θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια, γιατί ξεκινάει από τελείως διαφορετικό προβληματισμό και από τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, όπως εκείνους των εσωτεριστών αποκρυφιστών δασκάλων της Νέας Εποχής και των Ινδουιστικών και Βουδιστικών θρησκειών.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τις αιτίες δημιουργίας του Χριστιανικού Οικουμενισμού, θα αφηγηθώ μερικά στοιχεία από την προσωπική μου χριστιανική στάση απέναντι σε άλλα δόγματα και θρησκείες και ειδικότερα απέναντι στον Χριστιανικό Οικουμενισμό.
Προσωπικά, πριν είκοσι πέντε χρόνια, ξεκίνησα, διαβάζοντας πολλά συνωμοσιολογικά βιβλία, με αυτήν τη στάση του φόβου πως ο Οικουμενισμός θα οδηγήσει στην παγκόσμια θρησκεία, που όχι μόνο θα καταργήσει τις υπάρχουσες θρησκείες, αλλά και θα προετοιμάσει το έδαφος για μια κοινή θρησκεία ψεύδους που θα έχει έναν κοινό Θεό, αόριστο και γενικό, όχι της Βίβλου και της ιουδαίο-χριστιανικής παράδοσης, αλλά μάλλον έναν πανθεϊστικού τύπου Θεό της Νέας Εποχής, που θα επιβληθεί από τον παγκόσμιο δικτάτορα, τον Αντίχριστο. Ο φόβος αυτός και ο κίνδυνος είναι βάσιμος, γιατί υπάρχουν τέτοιες σαφείς διακηρύξεις και σχέδια της Νέας Εποχής για κατάργηση όλων των θρησκειών και δημιουργία μία κοινής παγκόσμιας θρησκείας. Πριν όμως φτάσουμε να αναλογιζόμαστε το μέλλον των θρησκειών, δε θα έπρεπε να γνωρίζουμε το παρελθόν τους; Και όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν, δεν εννοούμε τι πίστευαν θεολογικά και πώς άλλαξαν από θρησκευτική άποψη, αλλά πώς έζησαν και συμπεριφέρθηκαν μέσα στις κοινωνίες που υπήρξαν, δηλαδή πως πορεύθηκαν από ιστορική και κοινωνική άποψη – και πώς φτάνουν να επηρεάζουν άτομα και κοινωνίες και έθνη σήμερα. Για οποιοδήποτε ζήτημα του μέλλοντος, πρέπει να ξεκινάμε από το παρελθόν, να συνεχίζουμε με το παρόν, και να καταλήγουμε στο μέλλον. Δεν μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για την εξέλιξη των παγκόσμιων θρησκειών στο μέλλον, αγνοώντας το παρελθόν και το παρόν τους.
Δυστυχώς, οι περισσότεροι Χριστιανοί, ακόμη και οι πιο μορφωμένοι θεολογικά, δεν διαθέτουν ιστορική γνώση, ή και αν διαθέτουν δεν τη συσχετίζουν με το δόγμα τους, ή βλέπουν την ιστορία παραμορφωμένα μέσα από το πρίσμα του δόγματός τους. Κάπως έτσι, σκεφτόμουν και εγώ, που αν και είχα ιδιαίτερη αγάπη για την Ιστορία από μικρός, και είχα αρκετές γνώσεις, αδιαφορούσα για το παρελθόν δογμάτων και θρησκειών, τα πρώτα χρόνια της χριστιανικής μου πορείας. Αργότερα όμως, μέσα από την έρευνα μου για την ιστορία του Χριστιανισμού, ήρθα σε επαφή με μια φρικτή πραγματικότητα: μίσος θεολογικό και αφορισμός με τις χειρότερες κατάρες των θεωρούμενων «αιρετικών», μίσος απύθμενο και τυφλό, εκ μέρους αξιοσέβαστων εκκλησιαστικών συγγραφέων, που πολλοί από αυτούς θεωρούνται «Πατέρες» των εκκλησιών, μίσος που πήγαζε από υπέρμετρη δογματική υπερηφάνεια (αυτό που η κοινωνιολογία θα ονόμαζε συλλογική ιδεολογική αλαζονεία) – που κάνει έναν πολύ ταπεινό άνθρωπο του Θεού, να μετατρέπεται σε θηρίο όταν πρόκειται να υπερασπίσει την «πίστη» του (τη θρησκευτική ιδεολογία του). Ένας τέτοιος, άγιος κατά τα άλλα άνθρωπος, θεωρεί ότι προσφέρει υπηρεσία στον Θεό όταν σκοτώνει – λεκτικά ή κυριολεκτικά – τους αιρετικούς, αποστάτες, ετερόδοξους, αλλόθρησκους, όπως είπε πολύ χαρακτηριστικά ο Ιησούς Χριστός «θα σας φονεύουν νομίζοντας πως προσφέρουν υπηρεσία στον Θεό». Δεν χρειάζεται βαθειά γνώση της Ιστορίας του Χριστιανισμού, αρκεί να θυμηθούμε πως οι Ορθόδοξοι Πατέρες υποκίνησαν τους διωγμούς των Αρειανών με τη βοήθεια των Αυτοκρατόρων, ή ξεσήκωναν με τα πύρινα κηρύγματά τους τούς όχλους, που στη συνέχεια έκαιγαν και σκότωναν τους αιρετικούς (Παυλικιανούς, Βογόμιλους), τους Ιουδαίους, κλπ. Για τους Καθολικούς Πατέρες και Αγίους δεν έχουμε να πούμε πολλά, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι άγιοι σαν τον Ακινάτη, Δομήνικο δημιούργησαν τις τερατογενέσεις, όπως την περιβόητη Ιερά Εξέταση, τις σφαγές των Σταυροφοριών (που αφάνιζαν συνοικίες ολόκληρες Εβραίων και πόλεις ολόκληρες Αλβιγέσιων Χριστιανών). Και για να μην κατηγορούμε συνεχώς τους Καθολικούς, πρέπει να αναφέρουμε πως και στο Ορθόδοξο Βυζάντιο υπήρχε Ιερά Εξέταση που βασάνιζε και θανάτωνε αιρετικούς, αν και ηπιότερης μορφής από την Καθολική, και περισσότερο Κρατικής μορφής παρά εκκλησιαστικής.
Οι «Πατέρες» της Διαμαρτύρησης, Λούθηρος, Καλβίνος, Ζβίγγλιος, δεν υστερούν σε τίποτα των Καθολικών θεολόγων υπέρμαχων της πυράς των αντιφρονούντων: ο Καλβίνος έκαψε «αιρετικούς» όπως τον αντιτριαδικό Σερβέτο, ο Ζβίγγλιος έπνιξε στη λίμνη τους Αναβαπτιστές, και ο Λούθηρος πρότρεπε με τα γραπτά του τους Γερμανούς ηγεμόνες να φυλακίζουν τους αιρετικούς, να εκτελούν τους επαναστάτες χωρικούς και να απελαύνουν όλους τους Εβραίους. Η Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία της Αγγλίας φυλάκιζε κάτω από φρικτές συνθήκες καθέναν που θεωρούσε αιρετικό (ακόμη και χριστιανούς που η μόνη διαφορά τους από την επίσημη εκκλησία ήταν ότι ήθελαν εκκλησία μη κρατική, που να αποτελείται μόνον από τους πιστούς σε κάθε τοπική κοινωνία και όχι από όλη την κοινωνία υποχρεωτικά). Τί να πούμε για το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ Διαμαρτυρόμενων και Καθολικών Χριστιανών; Τριακονταετής Πόλεμος, Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, κάψιμο στην πυρά ακόμα και των ξεθαμμένων οστών των αντιφρονούντων… Μίσος και πόλεμοι μεταξύ Ορθοδόξων-Καθολικών, Ορθοδόξων-Μονοφυσιτών, Αρμένιων, Νεστοριανών.
Και όλα αυτά εκτός από το μίσος μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Γι’ αυτό το μίσος, τη θεολογική καταδίκη στην κόλαση του ενός από τον άλλο, την εκπροσώπηση του Σατανά του ενός απέναντι στον άλλο, ο απλός άνθρωπος νοιώθει τέτοια φρίκη και αηδία, και εμετικές τάσεις όταν τα διαβάζει, που παθαίνει ισχυρό ψυχολογικό και πνευματικό σοκ. Και όταν λέμε πνευματικό σοκ, εννοούμε, ότι μπορείς να χάσεις και την πίστη σου στον Χριστό ή και στον Θεό γενικότερα. Έτσι, τον 16ο και 17ο αιώνα, πολλοί μορφωμένοι απογοητευμένοι κατέληξαν στον αθεϊσμό, αλλά και εγώ προσωπικά κινδύνεψα να χάσω την πίστη μου, παρ’ όλες τις υπερφυσικές εμπειρίες προσωπικές και συλλογικές, με τον Θεό που με διαβεβαίωναν για την ύπαρξή του. Οι περισσότεροι Χριστιανοί, συνειδητοί ή μη, αρκούνται στη γνώση της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής τους παράδοσης, και ακόμη και οι θεολόγοι δεν διδάσκονται αυτές τις ιστορικές πραγματικότητες, και όταν τις ακούν από κατήγορους της θρησκείας, αντί να ζητήσουν συγγνώμη, προσπαθούν να διαψεύσουν ή να ωραιοποιήσουν ή να δικαιολογήσουν. Λαμπρό παράδειγμα και εξαίρεση σ’ αυτό είναι η σύγχρονη Καθολική Εκκλησία (ιδιαίτερα μετά τη Β' Σύνοδο του Βατικανού) που συνεχώς μετανοεί και συμφιλιώνεται με αυτούς που έβλαψε στο παρελθόν, Χριστιανούς Διαμαρτυρόμενους, Ιουδαίους, Μουσουλμάνους, Ινδιάνους, κλπ.)
Αργότερα, στην έρευνά μου για τις ρίζες του Χριστιανισμού, ήρθα σε επαφή με την εβραϊκότητα του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, και της Κ. Διαθήκης, και κατά συνέπεια με την μετά-αποστολική πορεία της Εκκλησίας αποκοπής από τις ιουδαϊκές ρίζες, που την οδήγησε (όπως προειδοποίησε ο Απόστολος Παύλος) στην υπεροψία έναντι του εβραϊκού λαού, στη συνέχεια στο μίσος, και τέλος στον κάθε μορφής διωγμό (Ιερά Εξέταση, γκέτο, συκοφαντίες, απελάσεις, φυλακίσεις, μέχρι και ανηλεείς σφαγές) που φτάνει μέχρι τον αιώνα μας στη Τσαρική Ορθόδοξη Ρωσία με τα αιματηρά πογκρόμ των Ρώσο-Εβραίων. Ο αντισημιτισμός του Χριστιανισμού, υπήρξε και μία πηγή έμπνευσης για τους μη-χριστιανούς ρατσιστές αντισημίτες του 19ου και 20ου αιώνα, όπως για παράδειγμα ο Χίτλερ, που χρησιμοποιούσε το αντισημιτικό δηλητήριο του Λούθηρου για να δικαιολογήσει τις αρρωστημένες εμμονές του εναντίον των Εβραίων.
Αυτή η ιστορική αναδρομή δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει - όπως έκανε και σε μένα - θλίψη, απογοήτευση, απορία, σοκ. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν σκέφτηκα αρχικά, και σίγουρα ο καθένας που τα ακούει για πρώτη φορά κάνει αυτή τη σκέψη.
Αλλά να που στη δεκαετία του ’90 έλαβαν χώρα γεγονότα, και ήρθαν στην αντίληψη μου πληροφορίες για το παρόν, που μου έδειξαν ότι κάτω από ορισμένες περιστάσεις τα θρησκευτικά μίση και πόλεμοι μπορούν εύκολα να αναπαραχθούν: πόλεμος Βοσνίας, όπου πρώην γείτονες και φίλοι σκότωναν ο ένας τον άλλο γιατί ήταν Μουσουλμάνος ή Ορθόδοξος ή Καθολικός (φανταστείτε ότι στα τέλη του 20ου αιώνα, σε μία Ευρωπαϊκή χώρα, με πολίτες μορφωμένους και μάλιστα με άθρησκη και άθεη παιδεία, φούντωσε τόσο πολύ η εθνικιστική και θρησκευτική υπερηφάνεια που άρχισαν να πολεμούν Ορθόδοξοι με Καθολικούς!) Τι να πούμε για τη Β. Ιρλανδία, μια άλλη σύγχρονη Ευρωπαϊκή χώρα, όπου συνεχίζει το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός Καθολικών-Διαμαρτυρόμενων… Να μιλήσουμε για τους πολέμους μεταξύ Χριστιανών της Αφρικής με Μουσουλμάνους; Στη Νιγηρία, Προτεστάντες Χριστιανοί πολεμούν με Μουσουλμάνους, ενώ στην Αιθιοπία, Ορθόδοξοι (Κόπτες) πολεμούν με Μουσουλμάνους της Ερυθραίας. Στο Σουδάν οι Μουσουλμάνοι του βορρά σφαγιάζουν τους Χριστιανούς του νότου.
Για τη Μ. Ανατολή δεν χρειάζεται να πούμε σχεδόν τίποτα γιατί ακούμε καθημερινά τις βιαιότητες μεταξύ Μουσουλμάνων-Ισραηλινών. Οι Παλαιστίνιοι από εθνικό απελευθερωτικό κίνημα έχουν μετατραπεί σε εντελώς ισλαμικό (π.χ. η επικράτηση της ισλαμικής οργάνωσης Χαμάς έναντι της αριστερής/πατριωτικής PLO) και έτσι ο πόλεμος έχει γίνει πρώτιστα θρησκευτικός: Ισλάμ εναντίον Ιουδαϊσμού. Φυσικά σε όλη την Ασία (από Αίγυπτο μέχρι Πακιστάν) δεν έχουν πάψει ποτέ το μίσος και οι διαμάχες μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών. Και αν πάμε λίγο πιο ανατολικά θα φρίξουμε με τις αγριότητες που γίνονται μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών στην Ινδία, που δεν ακούγονται συχνά στις ειδήσεις. Στο σημείο αυτό, μιας και μιλάμε για Μουσουλμάνους, πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε μία εύκολη και βολική απλούστευση που κάνουμε ως Δυτικοί Χριστιανοί: ότι πρόκειται για μία άγρια και πολεμική θρησκεία και άρα αυτά είναι αναμενόμενα. Αλλά δεν είναι τόσο απλό το φαινόμενο του θρησκευτικού μίσους, αφού και ο Ινδουισμός, που υποτίθεται πως είναι ειρηνική θρησκεία, έχει φανατικούς πολεμιστές σήμερα στην Ινδία, που θέλουν να εξαφανίσουν τους Μουσουλμάνους ακόμη και με πυρηνικά όπλα. Και επίσης πολλοί δεν γνωρίζουν ότι γίνονται εδώ και πολλά χρόνια μάχες στην Κεϋλάνη μεταξύ των Βουδιστών και των Ινδουιστών (άλλο παράδειγμα ειρηνικών θρησκειών που ωθούν σε πόλεμο). Ή μήπως δεν είναι πολλές Ευαγγελικές Εκκλησίες στην Αμερική που σπρώχνουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε πόλεμο εναντίον του Ισλάμ και προσεύχονται για τη νίκη των Χριστιανικών Δυνάμεων (επαναλαμβάνοντας ακόμη μία φορά τις Σταυροφορίες εναντίον των απίστων Μουσουλμάνων). Πού είναι η ειρηνική θρησκεία του Χριστιανισμού; Μήπως είναι μόνο στα κηρύγματα και στα βιβλία, και όταν απογοητευτούμε από την άρνηση των Μουσουλμάνων απέναντι στο Ευαγγέλιο, αρχίζουμε και στέλνουμε βομβαρδιστικά αεροπλάνα να ανοίξουν τον δρόμο;
Έχοντας όλη αυτήν την Ιστορία υπόψη μας, δηλαδή την πραγματικότητα του παρελθόντος και του παρόντος (ιδιαίτερα του παρόντος, καθώς δεν πίστευα ότι μπορεί να διαιωνίζονται τα θρησκευτικά μίση μέχρι του σημείου του πολέμου) κατέληξα στο συμπέρασμα (μετά από περίοδο μετάνοιας και πένθους γι’ αυτήν την οικτρή κατάσταση) ότι η ρίζα του μίσους είναι η υπερηφάνεια της δογματικής πίστης, η συλλογική και πιο ύπουλη μορφή υπερηφάνειας, που οι συνήθεις διδασκαλίες αγιασμού και βίοι αγίων αγνοούν, ή και επαινούν ως ζήλο. Επίσης αποφάσισα να μην καταφερθώ ξανά ποτέ εναντίον κανενός δόγματος όσο και αιρετικού να είναι, γιατί φοβάμαι μήπως με κάποιο τρόπο τα λόγια μου συμβάλλουν σε κάποια μορφή ανθρωποκτονίας. Έτσι έγινε και στο παρελθόν: κάποιος άγιος κήρυξε μια φορά ή έγραψε μια επιστολή καταδικάζοντας με τα μελανότερα χρώματα κάποια αντίπαλη θρησκευτική ομάδα. Χρόνια, ή και αιώνες αργότερα, κάποιοι άλλοι φανατικοί, χρησιμοποίησαν τα λόγια για να εκτελέσουν αποτρόπαια εγκλήματα…
Όποιος γνωρίσει την Ιστορία δεν μπορεί παρά να έρθει σε μετάνοια για το παρελθόν, προσοχή και σύνεση για το παρόν, και κυρίως μια διάθεση συμφιλίωσης και αποκατάστασης που αναπόφευκτα ακολουθεί την ειλικρινή μετάνοια. Αυτό που έχει σημασία για τη σχέση μας με μία θρησκευτική ομάδα δεν είναι αν είναι πλάνη ή αλήθεια, αλλά αν εμείς προξενούμε κακό και αμαρτάνουμε εναντίον της με τα λόγια ή τις πράξεις μας. Προσέξτε: δεν έχει σημασία για τη σχέση μας (όχι για την πίστη μας) το τι πιστεύουμε. Και βέβαια πρέπει να είμαστε απόλυτοι σε αυτό που πιστεύουμε (αφού πρώτα έχουμε ερευνήσει όσο μπορούμε καλύτερα, πριν γίνουμε απόλυτοι και έχουμε ζητήσει την οδηγία του Θεού).
Όμως η ορθή πίστη μας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας γεμίζει με μίσος, υπερηφάνεια, και υπεροψία απέναντι στην ομάδα με τη λανθασμένη πίστη. Το αντίθετο, η ευγένεια και ο σεβασμός που συνοδεύουν την αληθινή αγάπη, πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της στάσης μας απέναντι σε κάθε πίστη που θεωρούμε αίρεση ή ακόμη και δαιμονική θρησκεία (ειδωλολατρική). Ας μιμηθούμε τον Απόστολο Παύλο στη γεμάτη είδωλα πόλη των Αθηνών που παροξυνόταν στο πνεύμα του για την ειδωλολατρία, αλλά μίλησε με ευγένεια: «θεωρούσα τα σεβάσματά σας...» και με πόνο ψυχής κάλεσε τους ειδωλολάτρες να ακούσουν το μήνυμα του μονοθεϊσμού και της ανάστασης. Πόσο μάλλον, ως Χριστιανοί, όταν έχουμε να κάνουμε με πιστούς μονοθεϊστικών θρησκειών, όπως οι Εβραίοι ή οι Μουσουλμάνοι, ακόμα δε περισσότερο με Χριστιανούς άλλων δογμάτων, που πρέπει να τους βλέπουμε ως αδελφούς εν Χριστώ (γιατί πέρα από τις όποιες πλάνες τους έχουμε συγγένεια μέσω του Ιησού Χριστού).
Καλά ως εδώ, αλλά τι γίνεται με τη σύγχρονη κίνηση του Χριστιανικού Οικουμενισμού, στις διάφορες μορφές της, πιο γνωστή από τις οποίες είναι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών;
Όπως ανέφερα για την προσωπική μου αλλαγή στάσης, μέσω της Ιστορίας, απέναντι σε δόγματα και θρησκείες που θεωρώ αιρέσεις και πλάνες, αλλά έμαθα να σέβομαι, και να μετανοώ για τις πληγές που προκάλεσε η θρησκεία μου, ο Χριστιανισμός, σ’ αυτούς, και να προσπαθώ να επανορθώσω όσο είναι δυνατόν, ανάλογα συνέβη και με πολλούς άλλους ειλικρινείς Χριστιανούς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο πολύ γνωστός για το μαρτύριό του επί Ναζισμού, ποιμένας Dietrich Bonhoeffer της Γερμανικής Λουθηρανικής Εκκλησίας, ο οποίος από τη δεκαετία του 1920 υπήρξε από τους πρωτεργάτες για την ενότητα και τον διάλογο μεταξύ των Διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών και μεταξύ Διαμαρτυρόμενων και Καθολικών και Ορθοδόξων. Ο Bonhoeffer, ήταν ένας πολύ μορφωμένος Χριστιανός της εποχής του, που έφερε το φορτίο του αίματος και της αδελφοκτονίας μέσα από την εκκλησιαστική ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά, και έτσι παρακινήθηκε και συμμετείχε στην οργάνωση μιας κοινωνίας μεταξύ Εκκλησιών που αποτέλεσε πρόδρομο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Παρόμοιες κινήσεις άρχισαν και από πολλούς ειλικρινείς Καθολικούς ιερείς, μοναχούς και μοναχές, και ολόκληρα μοναχικά τάγματα αφιερώθηκαν σ’ αυτόν τον σκοπό, την ενότητα και τη συμφιλίωση πρώτα μεταξύ των Χριστιανών, Ορθόδοξων, Καθολικών και Διαμαρτυρόμενων. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Καθολικοί, συγκλονισμένοι από το Ολοκαύτωμα των 6.000.000 Εβραίων από τους Ναζί (στο οποίο είχε βοηθήσει έμμεσα και ο προϋπάρχων αντισημιτισμός, που είχε καλλιεργηθεί στις λαϊκές μάζες από τις Εκκλησίες), πίεσαν στη Β' Σύνοδο του Βατικανού (1960-1964) να κάνει ιστορικής σημασίας διακηρύξεις σχετικά με την επανόρθωση των σχέσεων της Εκκλησίας με τον Ιουδαϊσμό (καθώς και με τις Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες και το Ισλάμ). Η στάση αυτή της Καθολικής Εκκλησίας, πρέπει να είναι πολύ αξιέπαινη και αξιομίμητη από τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες, και όχι όπως πολλές φορές συμβαίνει, από άγνοια και προκατάληψη, να συκοφαντείται ότι πρόκειται για ύπουλο σχέδιο άλωσης των θρησκειών από το Βατικανό. Προσωπικά έχω εκπλαγεί από τον πόνο και το βάρος της θλίψης που έχουν πολλοί υψηλόβαθμοι Καθολικοί θεολόγοι, επίσκοποι, καρδινάλιοι, ακόμη και Πάπες των τελευταίων δεκαετιών (όπως ο εκλιπών Ιωάννης Παύλος στις εγκυκλίους υπέρ των Εβραίων, τους οποίους είχε συμπονέσει από την εποχή του Ναζισμού στην Πολωνία, όταν είχε διασώσει πολλούς), καθώς και από τη γενναιότητα που τους διακρίνει να ομολογούν τα εγκλήματα της Εκκλησίας τους. Παρόμοια στάση ομολογίας ενοχής και μετάνοιας, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό έχουν δείξει κάποιες από τις μεγάλες Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες (Λουθηρανική, Πρεσβυτεριανή, Αγγλικανική). Αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα το ότι οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών που προάγουν την ενότητα, συμφιλίωση και συνεργασία, δεν κινούνται από κάποια ύπουλα, συνωμοτικά σχέδια για παγκόσμια θρησκεία, αλλά από διάθεση επανόρθωσης για το αιματηρό παρελθόν των εκκλησιών τους και από αγωνία να σταματήσουν οι θρησκευτικές συγκρούσεις και εχθρότητες που συνεχίζουν να μαίνονται στον πλανήτη μας.
Σ’ αυτό το κίνημα μετάνοιας και συμφιλίωσης, δύο μεγάλες κατηγορίες Χριστιανών φαίνονται να υστερούν, ή καλύτερα θα λέγαμε να αντιστέκονται: οι φονταμενταλιστές Προτεστάντες (και οι αποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά), και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Έλληνες, Ρώσοι, Σέρβοι). Όλοι αυτοί, στους οποίους κάποτε ανήκα και εγώ, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά στη στάση τους εναντίον του Χριστιανικού Οικουμενισμού: πρώτον την άγνοια της Ιστορίας και δεύτερον την άρνηση της συμμετοχής και ευθύνης στα αμαρτήματα του παρελθόντος. Η πρώτη κατηγορία Χριστιανών, επειδή είναι σχετικά πρόσφατο πνευματικό δημιούργημα, ακόμη και αν τους αναφερθεί το τραγικό παρελθόν της Εκκλησίας, που συνήθως παντελώς αγνοούν, θυμώνουν και εξοργίζονται τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα τους, και λέγοντας όπως ο Πέτρος «δεν γνωρίζω τον άνθρωπο», δηλαδή δεν έχουμε καμία σχέση με εκείνους τους θεωρούμενους πλανημένους Χριστιανούς του Μεσαίωνα. Αλλά τι έχουν να πουν, ιδιαίτερα οι Ευαγγελικοί, για τους «Πατέρες» τους, όπως ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος; Όπως και οι Ορθόδοξοι, όταν κατηγορηθούν οι Πατέρες για μισαλλοδοξία, αρχίζουν τις μύριες δικαιολογίες: ήταν σκληρές εποχές, όλοι έτσι συνήθιζαν να κάνουν σ’ αυτούς που θεωρούσαν αιρετικούς, το έκαναν από αίσθημα ευθύνης, φόβου για τις πλάνες που θα αλλοίωναν την πίστη και θα έσβηναν την Αλήθεια...
Όμως, όχι! Αυτό που επιβάλλεται να κάνουμε, αν είμαστε ειλικρινείς και γενναίοι, είναι να παραδεχτούμε τις ενοχές μας, να σκύψουμε το κεφάλι ταπεινά και να ζητήσουμε συγγνώμη από όλους όσους βλάψαμε, προσευχόμενοι στον Κύριο Ιησού Χριστό να μας συγχωρήσει, όπως Εκείνος συγχώρεσε και αγάπησε τους σταυρωτές του. Και βέβαια να σταματήσουμε να κατηγορούμε τους αλλόδοξους, να τους συκοφαντούμε και να τους στιγματίζουμε, γιατί η ίδια περιφρόνηση και απέχθεια που έχουμε σήμερα μέσα στην καρδιά μας γι’ αυτούς που πιστεύουμε ότι είναι αιρετικοί, ήταν που γέννησε τις φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις σε παλαιότερες και κοινωνικά σκληρότερες εποχές, και είναι η ίδια που οδηγεί σε θρησκευτικούς πολέμους σήμερα.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλοι οι Χριστιανοί πως είναι τελείως άλλο πράγμα το να πιστεύουμε απόλυτα στο δόγμα μας (κάτι που είναι απαραίτητο) και τελείως άλλο πράγμα να είμαστε υπερήφανοι και αλαζονικοί, επειδή έχουμε την Αλήθεια, και κατά συνέπεια απεχθανόμαστε όλους τους άλλους, θεωρώντας τους όργανα του Διαβόλου που θέλουν να σπείρουν πλάνες και να καταφάνε τα αγνά πρόβατα ως λύκοι. Οι εύκολοι χαρακτηρισμοί «λύκοι με ένδυμα προβάτου», «αιρετικοί, πλάνοι», «όργανα του Σατανά», δεν οδήγησαν τους ανθρώπους στη σωτηρία, αλλά στην πυρά, στη φυλακή, στις εξορίες και στους θρησκευτικούς πολέμους.
Φτάνει πια με τον φόβο των αιρέσεων! Ποιμένες ανήσυχοι για τη σωτηρία των ποιμνίων σας, προσευχηθείτε καλύτερα και αναζητείστε την Αλήθεια, ερευνώντας και μελετώντας όχι μόνο το δικό σας δόγμα, αλλά και τις απόψεις των άλλων, έτσι ώστε να αποδειχτεί αληθινό και γνήσιο και δοκιμασμένο αυτό που πιστεύετε. Και κυρίως, μην αγωνιάτε: θα έρθει μια Ημέρα που η Αλήθεια θα λάμψει, και αυτήν την Ημέρα θα την φέρει ο Θεός και ο Βασιλιάς Χριστός Ιησούς, και όχι εμείς με τα γραπτά μας και τις συκοφαντίες των αιρετικών. Και το πιο σημαντικό: όποιος αναζητάει την Αλήθεια και τη σωτηρία και τη γνώση του Αληθινού Θεού, Εκείνος θα τον ελκύσει προς τον εαυτό Του με κάθε τρόπο, και όχι οι δικές μας ανθρώπινες ανησυχίες και προστασίες από τους πλάνους που φτάνουν μέχρι να ζητάνε βοήθεια από την αστυνομία και τα δικαστήρια (όπως παλαιότερα από τον αυτοκράτορα).
Έχοντας αυτά τα λίγα υπόψη, θα μπορέσουμε ευκολότερα να κατανοήσουμε από ποιες ανάγκες προέκυψε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, οι διαθρησκευτικοί διάλογοι, και ο Χριστιανικός Οικουμενισμός: Προέκυψαν από τη γνώση της Ιστορίας και τη βίωση των δεινών του αιώνα μας (Δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, θρησκευτικές συγκρούσεις στον Τρίτο Κόσμο) και έχουν σαν σκοπό την ειρήνευση και τον τερματισμό της έχθρας, καθώς και την καλλιέργεια ενός κλίματος σεβασμού και ευγένειας – αν όχι αγάπης. Και αυτό είναι κάτι πολύ αναγκαίο, γιατί επιτέλους πρέπει να σταματήσουν όχι μόνον οι θρησκευτικές συγκρούσεις, αλλά και το μίσος που υπάρχει για τον αιρετικό γείτονα, αιρετικό συνάδελφο στη δουλειά μας, ή ακόμη και αιρετικό συγγενή μας, μίσος που συνεχίζει ακόμη και σήμερα, και στην καλύτερη περίπτωση διαλύει ζευγάρια και οικογένειες.
Πέραν αυτού, δεν μπορούμε να βρούμε αποδείξεις για την κατηγορία ότι οι Χριστιανικές Οικουμενικές Κινήσεις εργάζονται βάσει ενός συνωμοτικού σχεδίου για τη δημιουργία παγκόσμιας υπερ-θρησκείας, γιατί όλες οι διακηρύξεις και τα συνέδρια δηλώνουν πως δεν θέλουν την κατάργηση δογμάτων και θρησκειών, αλλά την ειρηνική συνύπαρξη, που έρχεται μέσω της αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού. Ο Χριστιανικός Οικουμενισμός δεν πρέπει να συγχέεται σκόπιμα ή από άγνοια με τον Οικουμενισμό της Νέας Εποχής, ή παλαιότερα τον πρόδρομο της Νέας Εποχής, τον Τεκτονισμό (Μασονία), που στηρίζεται σε θρησκευτικό συγκρητισμό και αποκρυφισμό, και προσπαθεί να αποδείξει ότι όλες οι θρησκείες και τα πιστεύω είναι στην ουσία ίδια, και μάλιστα ίδια με εκείνα του πανθεϊσμού, και κυρίως των ανατολικών θρησκειών.
Πολλοί κληρικοί, σχεδόν όλων των χριστιανικών δογμάτων, ανήκαν σε Τεκτονικές Στοές, ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα, και πίστευαν σε κάποιο είδος κοινής θρησκείας και ίσως εργάζονταν προς αυτό, αλλά η αλήθεια είναι, και αυτό εύκολα κανείς μπορεί να το διαπιστώσει από τα βιβλία και τα περιοδικά του Χριστιανικού Οικουμενισμού, ότι οι πρωτεργάτες του κινήματος αυτού ήταν θεολόγοι και κληρικοί κοινωνικής κατεύθυνσης (και σε μεγάλο μέρος σοσιαλιστικής κατεύθυνσης), δηλαδή Χριστιανοί που δεν είχαν και δεν ήθελαν σχέσεις όχι μόνον με τον αποκρυφισμό (όπως έχουν οι Τέκτονες και η Νέα Εποχή), αλλά ούτε καν και με το υπερφυσικό/θαυματουργικό στοιχείο που υπάρχει στις χριστιανικές παραδόσεις. Ήταν κυρίως φιλελεύθεροι θεολόγοι, και σήμερα πολλοί από αυτούς δεν πιστεύουν στη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής – χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι άθεοι, αλλά μόνον ορθολογιστές. Αυτό είναι και το μεγάλο μειονέκτημα της Οικουμενικής Κίνησης, ότι αν και άρχισε προπολεμικά από πιστούς Χριστιανούς σήμερα κυριαρχείται από λιγότερο ένθερμους πιστούς, ίσως και από μη πιστούς κληρικούς που απλά βλέπουν τον Χριστιανισμό μόνο σαν κοινωνικό θεσμό, που μπορεί να συνεισφέρει στην καλυτέρευση του ηθικού χαρακτήρα της ανθρωπότητας, αλλά τίποτα περισσότερο. Προσωπικά δεν μπορώ να ανήκω στον Χριστιανικό Οικουμενισμό γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, την έλλειψη ζωντανής πίστης στο θαυματουργικό χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης και στην Αγία Γραφή. Αλλά εκτιμώ την προσπάθεια που κάνουν αυτοί οι Χριστιανοί για την καλυτέρευση των σχέσεων μεταξύ Χριστιανών καθώς και μεταξύ Χριστιανών-Μουσουλμάνων και Χριστιανών-Εβραίων, και όχι μόνο δεν μπορώ να τη συκοφαντώ, αλλά ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτήν και προσεύχομαι να ευοδωθεί και να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση, και σε συλλογικό εκκλησιαστικό, αλλά και σε ατομικό επίπεδο (επικοινωνίας μεταξύ πιστών διαφορετικών Ομολογιών).
Για τις τελευταίες δύο κατηγορίες σχέσεων έχω να πω τα εξής: Επειδή έχω επικοινωνήσει και ταξιδέψει σε μουσουλμανικούς και εβραϊκούς τόπους, είναι αδύνατος ο διάλογος και η επικοινωνία με τους φανατικούς αυτών των μονοθεϊστικών θρησκειών, ενώ θα έπρεπε να νοιώθουμε πνευματικά συγγενείς, όντας πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, του Μωυσή και όλων των Προφητών του Ισραήλ. Ο Χριστιανικός Οικουμενισμός μάς ανοίγει ένα δρόμο και δημιουργεί μια γέφυρα πάνω από το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά μας, και το οποίο έχει διευρυνθεί μέσα στην Ιστορία από τα κακά που έχουμε επιφέρει ο ένας στον άλλο, και το μίσος που καλλιεργείται.
Πιστεύω πως αν ο Οικουμενισμός αποκτήσει κληρικούς και θεολόγους πιο πιστούς και πιο πνευματικούς (στην υπερφυσική εμπειρία), θα μπορέσει να γίνει ακουστός και από τους φονταμενταλιστές κάθε δόγματος και θρησκείας. Και αυτό γιατί θα αποκτήσει πιο πνευματικά επιχειρήματα, που σήμερα στερείται, βασιζόμενος μόνο στην αγάπη και ειρήνη. Για παράδειγμα θα μπορούσε να τονίσει μέσα από την Αγία Γραφή, το πόσο βαρύ αμάρτημα είναι η αδελφοκτονία και το αθώο χυμένο αίμα, ανθρώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο, επειδή πίστευαν διαφορετικά (άσχετα αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι για τον Θεό) – ενώ ο αυστηρότερος νόμος της θανατικής ποινής, που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, ποτέ δεν καταδίκαζε κάποιον σε θάνατο γι’ αυτό που πίστευε (λάθος ή πλάνη) για οποιοδήποτε θέμα, εκτός από το να καταραστεί ή να βλασφημήσει τον Θεό. Για παράδειγμα: Το αν κάποιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, είναι σε πλάνη, όπως είπε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους, αλλά αυτό δεν τιμωρείται από τον Μωσαϊκό Νόμο, δηλαδή το τι πιστεύουμε για τη μεταθανάτια ζωή, ή και αν δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει καν, ή ότι υπάρχει μετεμψύχωση ή αιώνια ζωή στον ουρανό ή αιώνια ζωή στη γη, ή οτιδήποτε άλλο. Κι όμως, γι’ αυτά τα διαφορετικά πιστεύω Χριστιανοί καταδίκασαν σε θάνατο και φυλάκισαν άλλους Χριστιανούς, και ακόμη και σήμερα μισούμε και δεν μιλάμε ο ένας στον άλλο αν πιστεύει διαφορετικά σε αυτό το θέμα. Ο Μωσαϊκός Νόμος, που οι Χριστιανοί Πατέρες τον θεωρούσαν πολύ σκληρό, δεν καταδίκαζε ανθρώπους για αίρεση, όπως αυτοί έκαναν στη συνέχεια.
Όλα αυτά τα λέμε για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του παραλογισμού και της κακίας που υποκρύπτεται πίσω από τον φανατισμό του θρησκευτικού «ζήλου», και ότι αυτός τελικά πρέπει να εκλείψει χάριν της ειρήνης και της καλής μαρτυρίας που πρέπει να δώσουμε σε έναν άπιστο και άθεο κόσμο, που απογοητευμένος από τη μεταξύ μας εχθρότητα στρέφεται σε μία «πνευματικότητα χωρίς θρησκεία» στη «γνώση χωρίς πίστη», που εύκολα πλασάρει η Νέα Εποχή οδηγώντας στα επικίνδυνα μονοπάτια του αποκρυφισμού και των εσωτεριστικών τεχνικών που απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον κόσμο και την πραγματικότητα. Ή, ακόμα χειρότερα, η απογοήτευση μπορεί να οδηγήσει πολλούς, όπως έκανε και στο παρελθόν, στον πλήρη αθεϊσμό, την ολοκληρωτική άρνηση νοήμονος Δημιουργού και σκοπού στη δημιουργία και στόχου στην προσωπική ζωή, πράγματα που καθιστούν τον σημερινό μοναχικό άνθρωπο αβοήθητο ψυχολογικά και τον οδηγούν σε σεξουαλικά πάθη, αλκοολισμό, ψυχοφάρμακα, ναρκωτικά, και αυτοκτονία. Γνωρίζω και έχω ακούσει πολλές ιστορίες, κυρίως νέων, που απογοητεύτηκαν και σκανδαλίστηκαν, χάνοντας την πίστη τους, εξαιτίας του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας σε μικρό και μεγάλο επίπεδο (πολέμων αλλά και κοινωνικών διακρίσεων, συγγενικών καυγάδων και διαζυγίων, εξαιτίας θρησκευτικών διαφορών) και κατέληξαν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στα ψυχοφάρμακα ή σε σεξουαλικά πάθη.
Και τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο ο Οικουμενισμός, με την καλλιέργεια ανεκτικότητας και σεβασμού μεταξύ των Ομολογιών και θρησκειών, να διευκολύνει την παγκοσμιοποίηση και τη δημιουργία υπερ-θρησκείας που θα χρησιμοποιηθεί από ένα παγκόσμιο δικτάτορα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

α) Είναι βεβαίως ενδεχόμενο αυτό, όπως και η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος να χρησιμοποιηθεί από τον Αντίχριστο, αλλά αυτό δεν μας σταματάει από το να χρησιμοποιούμε για καλό σκοπό την επιστήμη, επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποτε και για κακό σκοπό.
β) Είναι καλύτερα να φέρουμε την ειρήνη μεταξύ χριστιανικών δογμάτων και μη χριστιανικών θρησκειών, και τον σεβασμό και την ελευθερία λατρείας, παρά να μείνουμε στο μίσος, στον διωγμό (άμεσο και έμμεσο) και τον πόλεμο, γιατί η αλήθεια του Ευαγγελίου. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν έρχεται σίγουρα όσο υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις και ούτε η αλήθεια διατηρείται με τα όπλα, με το μίσος, με τις γραπτές και προφορικές κατηγορίες των αντιπάλων της. Ο Ιησούς, που είπε ότι είναι η Αλήθεια του Θεού, δεν μας έδωσε καθόλου τέτοιο παράδειγμα αντιμετώπισης των αντιφρονούντων, αντίθετα συνομίλησε και βοήθησε και σπλαχνίστηκε και με τους αιρετικούς της ιουδαϊκής πίστης (τους Σαμαρείτες) και με τους αλλόθρησκους ειδωλολάτρες (Ρωμαίους, Συροφοίνισσα), χωρίς να αλλοιώσει την αλήθεια και την πίστη. Δεν κράτησε την αλήθεια με μίσος και αποστροφή των ετεροδόξων, γιατί δε φοβόταν ότι με το να τους αγαπήσει, βοηθήσει και μιλήσει θα χάσει τη ζωντανή σχέση που είχε με τον Πατέρα του: δεν κινδύνευε η πίστη και η ζωή του. Αυτό ακριβώς το παράδειγμα του Κυρίου και Δασκάλου μας πρέπει να μιμηθούμε και εμείς σήμερα: χωρίς φόβο μη χάσουμε την αλήθεια και τη σωτηρία, και χωρίς υπεροψία, μίσος και περιφρόνηση προς τους ετεροδόξους Χριστιανούς ή αλλόδοξους Εβραίους ή Μουσουλμάνους, μπορούμε να μπούμε σε διάλογο ζωής και λόγου, ειρηνικής συνύπαρξης και σεβασμού, εκτίμησης της εικόνας του Θεού που φέρει ο θρησκευόμενος οπαδός της άλλης πίστεως (όσο λάθος κι αν είναι).
Και πρώτα από όλα, πρέπει να έχουμε μετάνοια για το χριστιανικό παρελθόν μας, γιατί όλοι είμαστε μέλη του διαχρονικού σώματος της Εκκλησίας, και αν δεν μετανοήσουμε και θρηνήσουμε για τις αμαρτίες των Πατέρων μας, είτε θα τις επαναλάβουμε, είτε θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε τις κακές συνέπειες του αίματος που έχει χυθεί και είναι ακόμη επάνω μας. Αυτό είναι και το ουσιαστικό μήνυμα του Χριστιανικού Οικουμενισμού: Όχι να μπούμε σε μία οργάνωση που προσπαθεί να οργανώσει μία θρησκευτική ομοσπονδία, αλλά να μπούμε σε ένα κλίμα μετάνοιας, συμφιλίωσης για το χθες, καθώς και αγάπης και ειρήνης για το αύριο, μέχρις ότου έρθει ο Άρχων της Ειρήνης από τον ουρανό, ο Ιησούς, και κάνει την πλήρη και οριστική και σε όλα τα επίπεδα αποκατάσταση, μέχρις ότου φέρει τη Βασιλεία του Θεού στη γη.


Μιχάλης Κατρίτσης

18/6/09

Πρωτοβουλία για χριστιανική οικολογία

Είμαστε μία μικρή ομάδα φίλων Χριστιανών – ανθρώπων που πιστεύουν συνειδητά στον Θεό, τον Χριστό και την Αγία Γραφή. Αν και προερχόμαστε από διαφορετικά δόγματα, είμαστε ενωμένοι μέσω της αγάπης που θέλει ο Ιησούς να έχουν οι μαθητές Του, και θέλουμε να εργαστούμε για έναν κοινό σκοπό: τη φροντίδα και διατήρηση της υλικής δημιουργίας του Ουράνιου Πατέρα μας.
Μία πρωτοβουλία για την προστασία της φύσης, μια οικολογική πρωτοβουλία, από μέρους Χριστιανών μπορεί να ηχεί περίεργα στα αυτιά πολλών, όμως αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι η πρώτη υπευθυνότητα του ανθρώπου πάνω στη γη: σύμφωνα με την Αγία Γραφή ο Θεός όταν δημιούργησε τον πρώτο άνθρωπο του έδωσε την εντολή «να εργάζεται και να φυλάει τον παράδεισο (κήπο)» με τα θαυμάσια είδη δέντρων, λουλουδιών, ζώων και πουλιών που υπήρχαν μέσα σ’ αυτόν. Στη συνέχεια, όπως όλοι γνωρίζουμε, η πολυετής κατασκευή της Κιβωτού από τον Νώε δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία επιχείρηση διάσωσης και διατήρησης των ειδών των ζώων από την επερχόμενη καταστροφή του κατακλυσμού.
Η ίδια ευθύνη – και ταυτόχρονα φροντίδα από αγάπη για την υλική δημιουργία – εξακολουθεί να ισχύει και για την εποχή μας, και ιδιαίτερα για τους ανθρώπους του Θεού. Μάλιστα σήμερα που η τεχνολογία έχει οπλίσει τις εγωιστικές φιλοδοξίες και επιθυμίες του ανθρώπου με τα πιο εξελιγμένα μέσα και έτσι η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος προχωράει με ανεξέλεγκτους ρυθμούς, γίνεται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη για οικολογικές πρωτοβουλίες διατήρησης της δημιουργίας: του αέρα, του νερού, της γης, των ζώων που εξαφανίζονται και του ανθρώπου που μεταλλάσσεται σωματικά και ψυχικά.
Πιστεύουμε όμως ότι πριν από την οικολογική δράση πρέπει να προηγηθεί όχι απλά μία ενημέρωση-πληροφόρηση όπως συνήθως κάνουν οι περισσότερες οικολογικές οργανώσεις, αλλά μία καλλιέργεια χριστιανικής οικολογικής συνείδησης που αρχίζει από την εκτίμηση, τον θαυμασμό και την αγάπη προς την υλική δημιουργία του Θεού. Ως άνθρωποι πρέπει από μικρά παιδιά να μάθουμε να εκτιμάμε και να αγαπάμε τα φυσικά τοπία, τα είδη των ζώων, πτηνών, ψαριών, κλπ, αλλά περισσότεροι ακόμη όσοι ακολουθούν συνειδητά τον Χριστιανισμό και πιστεύουν ειλικρινά στον Δημιουργό πρέπει να δουν τη φύση ως ένα δώρο, έναν ασύγκριτο θησαυρό, που τους εμπιστεύθηκε ο Ουράνιος Πατέρας τους, και θα πρέπει να κατανοήσουν με ποιο τρόπο θα είναι «καλοί οικονόμοι», καλοί διαχειριστές αυτού του θησαυρού.
Έτσι, ένας βασικός στόχος μίας χριστιανικής οικολογικής πρωτοβουλίας είναι να καλλιεργήσει την αναγνώριση, την εκτίμηση, την αγάπη για την υλική δημιουργία και να δώσει την κατεύθυνση της υπεύθυνης διαχείρισης – και όχι εγωιστικής εκμετάλλευσης όπως συνήθως συμβαίνει – του θησαυρού αυτού για τον οποίο θα δώσουμε λόγο για το πως τον διαχειριστήκαμε ως άτομα και ως εκκλησίες. Μελετώντας τη Βίβλο και τη Βιβλική Παράδοση βρίσκουμε υπέροχα κομμάτια που ιδιαίτερα υμνούν το μεγαλείο της Δημιουργίας (Ψαλμοί, Ιώβ, Προφήτες, Ενώχ, κ.α.), ποίηση, ύμνους και προσευχές. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με άρθρα (με φωτογραφικό υλικό) για είδη ζώων, πτηνών, βουνά, λίμνες, ποτάμια, κλπ) καλλιεργούν την αγάπη, τον θαυμασμό και την εκτίμηση για τη Δημιουργία και τον υπέροχα σοφό, δυνατό, καλλιτεχνικό και σπλαχνικό Δημιουργό της. Η καλλιέργεια αγάπης για τη Δημιουργία του Ουράνιου Πατέρα μας είναι μία μεγάλη έλλειψη και στις οικολογικές ομάδες που δρουν σήμερα μέσα στην κοινωνία (όπως η Greenpeace, WWF, κ.α.) και αυτό είναι φυσικό μιας και οι ομάδες αυτές δεν έχουν κανένα θρησκευτικό υπόβαθρο(ή μπορεί να έχουν και αθεϊστικό υπόβαθρο). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έντυπα των οικολογικών οργανώσεων αποπνέουν έναν αρνητισμό, γιατί συνήθως είναι γεμάτα από καταστροφές και προβλήματα που μας καλούν σε δράση, αλλά λείπει το κίνητρο της αγάπης και του θαυμασμού για τη δημιουργία. Έτσι αν και επιτελούν αξιοθαύμαστο έργο – και όλοι οι θρησκευόμενοι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν το έργο αυτό και να το μιμηθούν – έχουν αυτή τη θεμελιώδη έλλειψη, την οποία μόνο μία οικολογική πρωτοβουλία που έχει θρησκευτικές βάσεις μπορεί να καλύψει.
Από την άλλη, υπάρχουν και «πνευματικές» οικολογικές πρωτοβουλίες προερχόμενες από ομάδες της Νέας Εποχής που προσπαθούν να βλέπουν τη φύση ως πνευματικό σύστημα και να ανακαλύψουν μυστήρια και δυνάμεις με τις οποίες πρέπει να εναρμονιστεί ο άνθρωπος, αλλά έτσι το μόνο που κάνουν είναι να ωθούν σε πνευματική υπερηφάνεια τα μέλη τους και να αναπτύσσουν έναν οικολογικό ατομισμό (πώς ο καθένας θα ζήσει μία υγιεινή/αρμονική ζωή) αδιαφορώντας για τις κοινωνικές μεγάλες καταστροφές και μη έχοντας καμία κοινωνική δράση αποτροπής της καταστροφής. Περιοριζόμενες σε ατελείωτα σεμινάρια αυτο-βελτίωσης, χαλάρωσης, σωματικής υγείας, μακροζωίας, κλπ, οι ομάδες αυτές όχι μόνο αδιαφορούν για την καταστροφή του περιβάλλοντος που κάνουν οι βιομηχανίες, τα πυρηνικά εργοστάσια, και οι πολυεθνικές, αλλά απεναντίας αποτρέπουν και τα μέλη τους από κάθε κοινωνική δράση θεωρώντας την αντίθετη με την «πνευματικότητα». Κάποιοι προσπαθούν να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα μεταξύ της «εσωτερικής» οικολογίας της Νέας Εποχής και της κοινωνικής οικολογίας των αριστερών κινημάτων, αλλά και αν αυτό γίνει, ο Δημιουργός Θεός και οι αιώνιες αξίες/Νόμοι Του θα μένουν πάντα απέξω και οι οικολόγοι θα αγωνίζονται πάντα μόνοι, πολλές φορές με λάθος στόχους ή προτεραιότητες, ή ακόμη και σωστά να αγωνίζονται, θα απογοητεύονται και θα απελπίζονται – όπως πολλές φορές έχει συμβεί – χωρίς τη χριστιανική ελπίδα για την ανάσταση της κτίσης στην ερχόμενη βασιλεία του Χριστού επί γης.
Τελευταία έχουν παρουσιαστεί στο οικολογικό προσκήνιο και οι νεο-παγανιστές που καλούν σε μια λατρεία και θεοποίηση της φύσης κατά τα αρχαία πρότυπα. Η ιστορία όμως της αρχαιότητας δεν δείχνει κανένα σεβασμό των ειδωλολατρών προς τη φύση, τα ζώα και τους ανθρώπους όταν θίγονταν τα συμφέροντά τους: έκαιγαν και σκότωναν ανηλεώς δέντρα και ζώα και ανθρώπους, και μόνο όταν ήθελαν να ικανοποιήσουν τις ατομιστικές επιθυμίες τους έκαναν θυσίες στους θεούς των ποταμών, των δασών, των θαλασσών, κλπ Το μέτρο με το οποίο μετρούσαν τη φύση ήταν, και τότε όπως και τώρα, το ατομιστικό συμφέρον του ανθρώπου (μίας φυλής ή μίας πόλης) και πολύ εύκολα έκαιγαν τα δάση των εχθρών τους, σκότωναν τα ζώα τους ή ακόμη και τα δικά τους παιδιά (ακόμη και στην αρχαία Ρώμη, Αθήνα, κ.α.) όταν τους φαίνονταν εμπόδια.
Αυτό λοιπόν που καλούμαστε εμείς οι Χριστιανοί Οικολόγοι να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο οικολογικό ρεύμα που δε θα έχει μόνον «πνευματικά» και κοινωνικά θεμέλια, αλλά χριστιανικά, με την έννοια θεοκεντρικά, προς δόξα του Δημιουργού και όχι του ανθρώπου ή την ειδωλολατρία της φύσης. Είναι πολύ απλό να καταλάβουμε πως άλλο είναι να αγαπάς, να εκτιμάς, να θαυμάζεις, να βοηθάς, να υπηρετείς τον άνθρωπο ή τη φύση ως δημιούργημα του Θεού - και μάλιστα δημιούργημα που μοιράζεσαι τον ίδιο κόσμο - και άλλο είναι να θεοποιείς τον άνθρωπο ή τη φύση και να αντικαθιστάς έτσι τον Ύψιστο και Υπέρτατο Δημιουργό του ανθρώπου και της φύσης με τα δημιουργήματά Του. Αν και τα θεμέλια του οικολογικού χριστιανικού οικοδομήματος είναι πνευματικά, αυτό δε σημαίνει ότι δε θα έχει δράση, παρουσία και ενέργεια μέσα στον υλικό κόσμο. Έτσι θα καταλήγει, σε υλική δράση, με εργαλεία υλικά (οικονομικά, έντυπα, πράξεις) και πνευματικά (όπως προσευχή/μεσιτεία για τα οικολογικά προβλήματα).
Όμως, από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας, προσωπική και εκκλησιαστική, έχουμε κατανοήσει πως η ανάπτυξη μίας τέτοιας συνείδησης μέσα στον Χριστιανισμό είναι ένα πολύ δύσκολο έργο, γιατί υπάρχουν ποικίλα εμπόδια/τείχη που εμποδίζουν να λάμψει η απλή αλήθεια της δημιουργίας και του Δημιουργού. Συσσωρευμένα από αιώνες, από εκκλησιαστικές παραδόσεις και αυθεντίες, από παρανοήσεις της Καινής Διαθήκης, και από προσωπικές στάσεις ζωής «αγίων» που έδειχναν χαρακτηριστική απάθεια και περιφρόνηση για τον υλικό κόσμο, τα εμπόδια αυτά πρέπει ένα - ένα να αφαιρεθούν για να ανοίξει ο δρόμος προς την ευαισθητοποίηση και την αγάπη της δημιουργίας. Ιδιαίτερο εμπόδιο του 20ου αιώνα και όσο περνάει ο καιρός, είναι οι εσχατολογικές προσδοκίες πολλών χριστιανών ότι έφτασε το τέλος του κόσμου, και άρα κάθε προσπάθεια είναι μάταιη. Η θεώρηση αυτή είναι τελείως λανθασμένη - όχι τόσο από άποψη χρόνου όσο από άποψη έννοιας - μιας και βασίζεται στην πλάνη ότι «τέλος του κόσμου» σημαίνει «τέλος της γης», ενώ όπως πραγματικά το εννοούν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και ο Χριστός, πρόκειται για το τέλος της κυριαρχίας του κακού και της αδικίας,[1] και την πλήρη αποκατάσταση της ειρήνης και της ευλογίας πάνω στη γη με την έλευση της Βασιλείας του Θεού, όταν θα επιστρέψει ο αναστημένος Ιησούς Χριστός στη γη μας.
Έτσι το έργο της Χριστιανικής Οικολογικής Πρωτοβουλίας αρχίζει αναγκαστικά από την αποκατάσταση της διδασκαλίας σχετικά με τον υλικό κόσμο: τη διατύπωση μιας αληθινής θεολογίας περί του Θεού-Δημιουργού, δηλαδή τον Θεό που πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα απ’ όλα ως Δημιουργό, και της θέσης του ανθρώπου μέσα στην υλική δημιουργία, τώρα και στην αιωνιότητα. Θεμελιώνοντας πάνω στις πολύτιμες διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης σχετικά με τη Δημιουργία και τις εντολές του Νόμου γι’ αυτήν, και οικοδομώντας με την αναστάσιμη ελπίδα της αποκατάστασης της Κτίσης, που μας δίνει η Καινή Διαθήκη, χρησιμοποιώντας και οικοδομικά υλικά από την Παράδοση των Απολογητών των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού (περί αγαθού Δημιουργού, αξίας της ύλης, ανάστασης και επίγειας Βασιλείας του Χριστού) και τη σημερινή πραγματικότητα (φυσική και υπερφυσική), θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια χριστιανική-οικολογική συνείδηση.
Η Χριστιανική Οικολογική Πρωτοβουλία αρχίζει από κάτι πολύ βαθύτερο, από τη λογική και την ανάγκη για προστασία του περιβάλλοντος - κάτι που άλλωστε το ακούμε καθημερινά τώρα πλέον, όχι μόνον από οικολογικές οργανώσεις αλλά και από επίσημους κυβερνητικούς φορείς και παγκόσμιες συνδιασκέψεις. Η Χριστιανική Οικολογία αρχίζει από την υπερφυσική αποκάλυψη του Πνεύματος του Θεού μέσα στις καρδιές κάποιων πιστών για την αξία της υλικής δημιουργίας, από εμπειρίες προσευχής που έφεραν λόγους για τη σημασία της δημιουργίας και των αιώνιων σκοπών του Δημιουργού για τη γη μας. Αυτό το λέμε όχι από υπερηφάνεια, αλλά για να δείξουμε πόσο σημαντικά είναι αυτά τα ζητήματα για τον Ουράνιο κόσμο, και άρα θα πρέπει να είναι και για εμάς. Δεν αγωνιζόμαστε για πρόσκαιρα πράγματα, όπως εσφαλμένα θεωρεί τη φύση και τον υλικό κόσμο η «ανώτερη πνευματικότητα» του παραδοσιακού Χριστιανισμού, σχεδόν όλων των αποχρώσεων. Αγωνιζόμαστε για αιώνια πράγματα, για αιώνιους σκοπούς του Δημιουργού, («η γη θα διαμείνει αιώνια» - «ο Υιός του Ανθρώπου θα επιστρέψει στη γη» - «η σκηνή του Θεού μαζί με τους ανθρώπους»), σκοπούς που τους υπηρετούν αγγελικά όντα εδώ και πολλούς αιώνες.
Θέλουμε να αναπτύξουμε αυτήν την εκτίμηση και την αγάπη για τη δημιουργία και τον Δημιουργό μας όχι μόνο με γραπτή και προφορική διδασκαλία, αλλά και με οικολογικές πράξεις (εκπαιδευτικές επισκέψεις-εκδρομές, δραστηριότητες, όπως αναδασώσεις, φροντίδα ζώων), επειδή πολλές φορές ο άνθρωπος ευαισθητοποιείται στην πράξη και διδάσκεται καλύτερα από τη θεωρία, αλλά και αγγίζεται και από το Πνεύμα του Θεού πιο ζωντανά και διδάσκεται πιο άμεσα.
Τέλος, πιστεύουμε ότι μία τέτοια προσπάθεια θα είναι χρήσιμη όχι μόνο για εκκλησίες και πιστούς (κληρικούς και λαϊκούς), αλλά θα αποτελέσει και ένα είδος ευαγγελισμού για ειλικρινείς ανθρώπους που έχουν μέσα τους ευαίσθητη συνείδηση απέναντι στη δημιουργία, αλλά χρειάζονται να γνωρίσουν τις θεϊκές αιώνιες αξίες και τον σοφό και αγαθό Δημιουργό και Πατέρα μας.
Έτσι καλούμε όλους τους ειλικρινείς Χριστιανούς και ανθρώπους που πιστεύουν στις Βιβλικές αξίες του Δημιουργού, της Δημιουργίας, της Δικαιοσύνης, του Ελέους (προς ανθρώπους, ζώα, φύση) και της Ειρήνης να συμβάλλουν στην προσπάθεια για την ανάπτυξη μίας Χριστιανικής Οικολογίας στην πατρίδα μας.

Χριστιανική Οικολογική Πρωτοβουλία

[1] «Κόσμος» της αμαρτίας με την κακή έννοια και όχι ο κόσμος, η Δημιουργία, που «τόσο αγάπησε ο Θεός ώστε να στείλει τον Υιό Του...» (Ιωάννης 3:16).

Χριστιανική πρωτοβουλία κατά του ρατσισμού

Είναι αλήθεια ότι ως Χριστιανοί ζούμε ως επί το πλείστον μια ατομική πνευματικότητα που, ακόμα και συλλογική/εκκλησιαστική να είναι, περιορίζεται σε προσευχές, τελετουργίες και μελέτες-διδασκαλίες-συζητήσεις, και δεν ασχολείται με τα μεγάλα και βασανιστικά προβλήματα της ανθρωπότητας, στην οποία και εμείς ανήκουμε, και από τα οποία κι εμείς υποφέρουμε. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ο ρατσισμός (ή φυλετισμός) δηλαδή η τεχνητά επινοούμενη διάκριση ανθρώπινων ομάδων με βάση την εθνική/φυλετική καταγωγή ή τη θρησκεία τους.
Ο ρατσισμός υπήρχε πάντα σε όλες τις κοινωνίες λίγο-πολύ, και έχει τη ρίζα του στην αλαζονεία του ανθρώπου που πιστεύει ότι αυτός είναι καλύτερος από τους άλλους, και η ομάδα στην οποία ανήκει είναι ανώτερη από τις άλλες. Λέγοντας «ομάδα» ο νους πηγαίνει στον ποδοσφαιρικό φανατισμό, αλλά η μισαλλοδοξία στις χειρότερες μορφές παρουσιάζεται σε εθνικές ομάδες – εθνότητες – και φυσικά σε θρησκευτικές ομάδες, που μισούν όχι μόνον τις άλλες θρησκείες, αλλά και τις διαφορετικές αποκλίσεις μέσα στη δική τους θρησκεία, τις οποίες περιφρονητικά αποκαλούν «αιρέσεις». Με δύο λόγια ο ρατσισμός είναι το μίσος για το διαφορετικό, αλλά αυτό το μίσος δεν είναι παρά η απόρροια της υπερηφάνειας της ομάδας στην οποία ανήκουμε.
Με αυτόν τον τρόπο, σε κάθε εποχή, ο ρατσισμός εκφραζόταν ως αυθόρμητο συναίσθημα και αντίδραση, χωρίς να έχει ιδιαίτερο φιλοσοφικό/ιδεολογικό υπόβαθρο. Αλλά από τον 19ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται ο φυλετισμός ως φιλοσοφία περί ανωτερότητας των Λευκών/Ευρωπαίων, και αυτό έφερε πολλά δεινά, από κοινωνικές αναταραχές, μέχρι και εμφυλίους πολέμους (Βορείων και Νοτίων στην Αμερική, που θεωρούσαν τους Μαύρους κατώτερη φυλή) αλλά και παγκόσμιους (Β' Πόλεμος – Χίτλερ και Ναζιστική ιδεολογία Άριας Φυλής). Πριν τον 19ο αιώνα η μόνη θεωρητική μορφή ρατσισμού ήταν ο θεολογικός ρατσισμός από τον Μεσαίωνα, που θεωρούσε ανώτερους τους Χριστιανούς και ανθρώπους του Διαβόλου όλους τους άλλους, και εκφραζόταν ιδιαίτερα ως αντισημιτισμός, θεωρώντας τον εβραϊκό λαό στο σύνολό του ως «γένος Διαβόλου», και ως αντι-μουσουλμανισμός, θεωρώντας το Ισλάμ ως θρησκεία του Σατανά (η πεποίθηση αυτή οδήγησε στις μαζικές σφαγές αραβικών λαών από Σταυροφόρους, κλπ).
Δυστυχώς τα ιστορικά αυτά παραδείγματα δεν έχουν ευαισθητοποιήσει αρκετά ή και καθόλου τις Εκκλησίες (εκτός κάποιων εξαιρέσεων, όπως η Καθολική Εκκλησία) οι οποίες συνεχίζουν να προτρέπουν τους πιστούς τους να αδιαφορούν ή και να υπακούν στις γενικότερες κοινωνικές ρατσιστικές τάσεις (όπως έκαναν οι εκκλησίες στην προπολεμική Γερμανία). Το Πνεύμα του Θεού όμως ευαισθητοποιεί τις καρδιές κάποιων πιστών και τους ωθεί πρώτα σε μετάνοια για το αμαρτωλό παρελθόν της Χριστιανοσύνης, που στο όνομα του Χριστού, καταδίωξε ανηλεώς τον εβραϊκό λαό, εξαφάνισε άσπλαχνα τους Ινδιάνους (Νότιας και Βόρειας Αμερικής) και εκμεταλλεύθηκε τους Αφρικανούς χειρότερα από ζώα. Μετάνοια χρειάζεται όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το παρόν, επειδή μέχρι σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το θράσος να ονομάζονται Χριστιανοί και να διαδίδουν ρατσιστικές απόψεις μίσους και υπερηφάνειας εναντίον ανθρώπων άλλων θρησκειών (ιδιαίτερα κατά των Εβραίων, όπως κάνουν πολλοί Ορθόδοξοι διεθνώς, ή/και Μουσουλμάνων, όπως κάνουν πολλοί Προτεστάντες διεθνώς) ή εναντίον των εγχρώμων (όπως κάνουν πολλοί Αμερικανοί Προτεστάντες) ή άλλων εθνικοτήτων (όπως κάνουν πολλοί Ρώσοι Ορθόδοξοι).
Η τραγικότητα αυτών των καταστάσεων παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις αν αναλογιστούμε ότι ο Θεός στην Αγία Γραφή, το βιβλίο που ομολογούν ως θεόπνευστο οι Χριστιανοί, ξανά και ξανά λέει ότι αγαπάει και φροντίζει προσωπικά τους ξένους και δίνει εντολή στους Ισραηλίτες να αγαπούν τον ξένο και να του φέρονται ισότιμα. Ούτε η παραβολή του καλού Σαμαρείτη ούτε η διακήρυξη του Παύλου ότι «ο Θεός έπλασε από ένα αίμα όλα τα έθνη της γης» δεν επηρέασαν τους «Χριστιανούς» ρατσιστές. Ούτε και οι διακηρύξεις της θρησκευτικής ελευθερίας που έκανε ο Ιησούς Χριστός «όποιος θέλει ας με ακολουθήσει» - «όπως θέλετε οι άνθρωποι να πράττουν σε εσάς έτσι και εσείς να πράττετε σε αυτούς» λήφθηκαν υπόψη από τις διάφορες «Ιερές Εξετάσεις» (που δεν είχε μόνο η Καθολική Εκκλησία, αλλά και η Ορθόδοξη, και σε πολλές περιπτώσεις και οι Προτεσταντικές). Γι’ αυτό όμως αισθανόμαστε ότι ο αγώνας ενάντια στον ρατσισμό οποιασδήποτε μορφής αποτελεί και ένα χρέος απέναντι στον Θεό, χρέος στο να υπακούσουμε τους νόμους Του και να εφαρμόσουμε το θέλημά Του επί γης, μέχρις ότου έλθει ξανά στη γη ο Άρχοντας της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, ο Ιησούς Χριστός, και καταργήσει κάθε αλαζονεία και μισαλλοδοξία από την ανθρώπινη καρδιά.
Κάθε Χριστιανική πρωτοβουλία ενάντια στον ρατσισμό πρέπει να βασίζεται στις αξίες της δικαιοσύνης που υπάρχουν μέσα στην Παλαιά και στην ισοτιμία του χρυσού κανόνα («όπως θέλετε να πράττουν σε εσάς οι άνθρωποι έτσι και εσείς να πράττετε σε αυτούς») της Καινής Διαθήκης. Πολλές φορές οι Χριστιανοί δεν ανέχονται την ύπαρξη ετεροδόξων (άλλου χριστιανικού δόγματος) στην περιοχή τους ή και ακόμα πιο δύσκολα, άλλης θρησκείας (Εβραίων, Μουσουλμάνων), αλλά δεν σκέφτονται, πως αν αυτοί βρίσκονταν σε άλλη χώρα δε θα ήθελαν να τους καταδιώκουν, αλλά να τους αφήνουν να λατρεύουν ελεύθερα όπως αυτοί πιστεύουν. Κάποιοι πιο «προοδευτικοί» κληρικοί έχουν φτάσει να ανέχονται την ύπαρξη λατρευτικών οίκων άλλων δογμάτων, αλλά για κανένα λόγο δε δέχονται την ελεύθερη διακίνηση θρησκευτικών ιδεών αποκαλώντας την περιφρονητικά «προσηλυτισμό». Αυτοί όμως οι ίδιοι θα ήθελαν σε μία άλλη χώρα να απαγορεύονταν τα κηρύγματά τους ή τα βιβλία τους;
Γι’ αυτό κατανοούμε ότι είναι έντονη η ανάγκη για αγώνα ενάντια στον θρησκευτικό ρατσισμό, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, στην Ελλάδα, αγώνας, όμως, που για να είναι πιο αποδεκτός από τους κληρικούς, άρα και πιο αποτελεσματικός, θα πρέπει να γίνεται από πιστούς και συνειδητούς χριστιανούς και όχι από κοινωνικούς ακτιβιστές των οποίων τα ουμανιστικά επιχειρήματα περί ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν έχουν καμία απήχηση σε θρησκευόμενους που υπολογίζουν σοβαρά μόνον την Αγία Γραφή και την Παράδοση.
Κάθε χριστιανική πρωτοβουλία, όμως, ενάντια στον ρατσισμό θα πρέπει να αρχίζει τις δραστηριότητές της με βαθειά μετάνοια και προσευχή εξομολόγησης των αμαρτιών του παρελθόντος και έπειτα να συνεχίζει με πράξεις αποκατάστασης.
Είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πολλά βιβλία και άρθρα σε χριστιανικά περιοδικά στην Ευρώπη και την Αμερική και διεθνή θεολογικά συνέδρια έχουν σαν σκοπό τους αυτήν την κατεύθυνση, της μετάνοιας και της επανόρθωσης. Στη χώρα μας δυστυχώς δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στον τομέα αυτό, ενώ αντίθετα παρουσιάζονται αυξημένα προβλήματα ρατσισμού με διάφορες ύπουλες μορφές εθνικισμού και «εθνικής ανωτερότητας» αφενός, και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας αφετέρου, όπου «πας μη ορθόδοξος» θεωρείται αιρετικός, ύπουλος «λύκος με ένδυμα προβάτου», «όργανο του διαβόλου» κλπ. Γι’ αυτό, μερικοί Χριστιανοί φίλοι, νοιώθοντας ευθύνη ως μαθητές του Ιησού Χριστού μέσα στον κόσμο, και σταματώντας να κλείνουμε τα μάτια στο κακό γύρω μας, αποφασίσαμε να υπακούσουμε έμπρακτα στην εντολή του Πατέρα μας «να αγαπάμε τον ξένο», τον ξένο από εθνική και από θρησκευτική άποψη, και να πάρουμε κάποιες πρωτοβουλίες ενάντια στον ρατσισμό. Ως πρώτιστο καθήκον μας θεωρούμε την ενημέρωση των Χριστιανών από όλα τα δόγματα σχετικά με την ιστορική ευθύνη των δογμάτων στην ανάπτυξη και επέκταση της φοβερής αυτής αμαρτίας σε «χριστιανικές κοινωνίες» της Δύσης, και που σήμερα στην Ελλάδα παίρνει τη μορφή του αντισημιτισμού, και της φοβίας κατά των αιρετικών, της διαβολής κάθε μη ορθόδοξου χριστιανού ή μη χριστιανού. Αυτήν την ενημέρωση, με άρθρα και βιβλία, πρέπει να ακολουθήσει ένα πνεύμα μετάνοιας, εξομολόγησης, ταπείνωσης και προσευχής. Τέλος ο αγώνας ενάντια στο δαιμονικό αυτό κακό θα ολοκληρωθεί με πράξεις-δραστηριότητες (υπεράσπιση προσφύγων/μεταναστών, συκοφαντημένων θρησκευτικών μειονοτήτων όπως οι Εβραίοι ή και έμμεσα διωκόμενων όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, κ.α.). Καλούμε όλους τους ευσυνείδητους Χριστιανούς, να ερευνήσουν τις ιστορικές ευθύνες μας, αντί υποκριτικά να αρνούνται κάθε σχέση με τα ιστορικά δεινά που συνέβησαν σε Ορθόδοξες, Καθολικές και Προτεσταντικές κοινωνίες περασμένων και σύγχρονων εποχών, και να προχωρήσουν σε μετάνοια και επανόρθωση όσο το δυνατόν αυτών των κακών, που βλέπουμε να συνεχίζονται και στον 21ο αιώνα. Θα δώσουμε λόγο όχι μόνο στην Ιστορία, αλλά και στον Δίκαιο Κριτή για την αδιαφορία μας ή την ασυνείδητη ενθάρρυνση του εθνικού και θρησκευτικού ρατσισμού και θα τιμωρηθούμε ανάλογα. Ενώ, αντίθετα, εργαζόμενοι στη σωστή κατεύθυνση μπορούμε να ακούσουμε το «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ», «Τον καλό αγώνα αγωνίστηκες, τώρα σου μένει το στεφάνι της Δικαιοσύνης».
Χριστιανική Αντι-Ρατσιστική Πρωτοβουλία

15/6/09

Κοινωνικός Χριστιανισμός: Κάλεσμα για αφύπνιση

Ο Κοινωνικός Χριστιανισμός (Social Christianity) είναι ένας όρος που εξέφραζε τις αρχές του 19ου αιώνα από το κίνημα του Χριστιανικού Ουμανισμού. Το κίνημα αυτό, που προερχόταν από Χριστιανούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ορισμένων Διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ήταν μία απάντηση στο κίνημα του Κοσμικού Ουμανισμού που προερχόταν από τον αθεϊστικό Ουμανισμό του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Ο Κοσμικός Ουμανισμός είχε ως αφετηρία και τέρμα τον άνθρωπο – ο Χριστιανικός είχε ως αφετηρία τον Θεό και ως τέρμα τον άνθρωπο. Με βάση τις βιβλικές αρχές ζωής για τον άνθρωπο, της ελεημοσύνης, της αγάπης και της δικαιοσύνης, πρότεινε όχι μόνο φιλανθρωπικά έργα, που άλλωστε πάντοτε διδάσκονταν και πράττονταν από τους Χριστιανούς, αλλά και λόγους και πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης – κάτι σχεδόν άγνωστο στην ιστορία της Χριστιανοσύνης (με εξαίρεση κάποιους κοινωνικούς κήρυκες - προφήτες δικαιοσύνης, όπως ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλα τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία).

Το πνεύμα του Ιωάννη του Βαπτιστή ξανάζησε, και οι Χριστιανοί του Κοινωνικού Ευαγγελίου (που πίστευαν ότι οι αρχές της δικαιοσύνης και αγάπης του Ευαγγελίου έπρεπε να εφαρμοστούν και στην κοινωνία) άρχισαν δράση. Ελέγχοντας τις κοινωνικές αδικίες, προσευχόμενοι, κηρύττοντας, και αγωνιζόμενοι ενεργά ενάντια σε άσχημες κοινωνικές καταστάσεις, όπως τη δουλεία και το δουλεμπόριο. Στην Αμερική σταμάτησε το δουλεμπόριο των Μαύρων από την Αφρική και οι φρικτές συνθήκες εκμετάλλευσης στο Νότο, χάρη στους αγώνες φωτισμένων Χριστιανών που ξεκίνησαν από κάποιους Κουάκερους και κατέληξαν στον Πόλεμο Βορείων-Νοτίων και στην τελική απελευθέρωση των δούλων και ισότιμη αναγνώριση των Μαύρων με τους Λευκούς ως ανθρώπων και πολιτών. Στην Αγγλία η οικονομική εκμετάλλευση των παιδιών (όπου μικρά παιδιά δούλευαν ως ανθρακωρύχοι και καπνοδοχοκαθαριστές κάτω από άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες ζωής) τερματίστηκε χάρη στους αγώνες των Χριστιανών Ουμανιστών, όταν φτιάχτηκε δίκαιη νομοθεσία και τελικά απαγορεύτηκαν αυτές οι απάνθρωπες καταστάσεις.

Σε άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, όπου η Εκκλησία συνέχισε να κοιμάται (ναρκωμένη από τις ατέρμονες «πνευματικές δραστηριότητες» της ατομικιστικής προσευχής, της θεολογικής μελέτης, του κηρύγματος, των εκκλησιαστικών τελετουργικών, κλπ) και να αδιαφορεί σκανδαλωδώς για την οικονομική εκμετάλλευση των φτωχών (που άλλοι ήταν δουλοπάροικοι στους γαιοκτήμονες και άλλοι πέθαιναν μέσα στα εργοστάσια) το ρόλο των προφητών κατά της κοινωνικής αδικίας ανέλαβαν κατ’ αποκλειστικότητα οι μαρξιστές επαναστάτες. Τα αποτελέσματα είναι σε όλους γνωστά... Το χειρότερο αποτέλεσμα της αδιαφορίας για τα «γήινα», τα «εγκόσμια» (η κακώς εννοούμενη αποχή από τον κόσμο – αποχή από την αμαρτία, την αδικία και το κακό του κοσμικού συστήματος, όχι από τις θλίψεις και τα δεινά των ανθρώπων του κόσμου που χρειάζονται το ενδιαφέρον και τη βοήθεια των Χριστιανών) δεν ήταν οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, που ίσως ήταν απαραίτητα σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά η δυσφήμηση της χριστιανικής πίστης και κάθε θρησκείας από τους άθεους κοινωνικούς επαναστάτες: η θρησκεία δυσφημίστηκε, με βάση την ιστορική της πορεία και επίδραση στην κοινωνία (από την εποχή της επισημοποίησης του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο και τον Θεοδόσιο και τη μετατροπή της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης σε χριστιανικές κοινωνίες): ήταν μια ιδεολογία στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορη προς τα βάσανα των ανθρώπων (δουλεία, φτώχεια, εκμετάλλευση αδυνάτων, παιδιών, γυναικών) – στη χειρότερη περίπτωση ήταν σύμμαχος/κόλακας αυτοκρατόρων, βασιλέων, ευγενών και πλουσίων κάθε τόπου και εποχής.

Είναι αλήθεια πως ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις των Χριστιανών εκείνων που διαμαρτυρήθηκαν, έστω και μόνο με το λόγο τους, για τις απάνθρωπες κοινωνικές αδικίες που λάμβαναν χώρα σε «χριστιανικές κοινωνίες». Οι πιο ευαίσθητοι συναισθηματικά άνδρες και γυναίκες είχαν αποκλειστεί στις μυστικιστικές εμπειρίες μέσω προσευχής, λατρείας, ενώ οι πιο διανοούμενοι είχαν απορροφηθεί από θεολογικές ενατενίσεις, φιλοσοφικούς στοχασμούς και μελέτες. Όλοι πάντως οι θεωρούμενοι μεγάλοι «πνευματικοί» Πατέρες, μυστικιστές, θεολόγοι, και άγιοι, (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) ενώ τρόμαζαν από τις προσωπικές σαρκικές αμαρτίες και τα ατομικά πάθη, θεωρώντας ότι απειλούν με αιώνια κόλαση τους ανθρώπους, δεν φαίνεται από τα κείμενά τους και τη ζωή τους, να ανησυχούν για την εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους, των δούλων από τους αφέντες τους, των γυναικών από τους άνδρες τους, δικαιολογώντας τα ως κακά που πάντοτε υπήρχαν και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τα αλλάξουμε.

Το ερώτημα που προκύπτει, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω για τους σύγχρονους πιστούς, είναι πώς και δεν ενοχλείτο η συνείδησή τους από τα φρικτά βασανιστήρια (μερικά από τα οποία γίνονταν για λόγους δογματικής πίστης στους «αιρετικούς»), από τις μαζικές σφαγές πληθυσμών (που γίνονταν για οικονομικά συμφέροντα των βασιλέων που οι ίδιοι εκθειάζουν ως προστάτες της πίστης) ή για οποιαδήποτε κοινωνική αδικία (όταν κάποιοι λίγοι γλεντούσαν σε παλάτια, οι πιο πολλοί πέθαιναν από πείνα και αρρώστιες, σαπίζοντας μέσα στις πληγές τους, και οι «άγιοι» ήταν απορροφημένοι στις προσευχές και την λεπτομερή τήρηση τελετουργικών κανόνων ή σε θεολογικές μελέτες και συζητήσεις περί της θεότητας του Χριστού!). Η μετάνοια περιοριζόταν σε αυστηρώς προσωπικά θέματα συμπεριφοράς (π.χ. αν θυμώνουμε με την οικογένειά μας, τους συγγενείς μας, και πώς θα αποκτήσουμε «πραότητα») και δεν έχει καμία σχέση με την αποδοχή (ή τη συμμετοχή) των πιστών Χριστιανών των φρικτών κοινωνικών αδικιών, των άδικων πολέμων, την τρομερών ανισοτήτων.

Οι κατηγορίες των επικριτών της θρησκείας ήταν και είναι τόσες πολλές που υποχρέωσαν μεγάλες παραδοσιακές Εκκλησίες, όπως η Ρωμαιοκαθολική, να αλλάξουν στάση απέναντι στην κοινωνική αδικία : η Β' Σύνοδος του Βατικανού και οι Πάπες άρχισαν να προτρέπουν σε ευαισθητοποίηση των πιστών, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, όπου η δικαιοσύνη είχε γίνει αποκλειστικό προνόμιο των Κομμουνιστών. Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης», που αναπτύχθηκε εκεί από Καθολικούς κληρικούς, είναι ένα δείγμα της στροφής της Καθολικής Εκκλησίας προς τον κόσμο, όχι με την κακή έννοια της συμμαχίας με αυτόν, όπως τόσους αιώνες ασυνείδητα έκανε και κάνουν και οι άλλες εκκλησίες, αλλά της διαμαρτυρίας και του αγώνα για τα κοινωνικά δεινά που υφίστανται απλοί και ανυπεράσπιστοι άνθρωποι. Επίσης βιβλία, Συνέδρια, Παπικές Εγκύκλιοι συνεχίζουν να αναζωπυρώνουν αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστική ήταν η Εγκύκλιος του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΒ' «Τρίτη Χιλιετία Ερχόμενη», όπου τόνιζε ότι η στάση των Χριστιανών για κοινωνική δικαιοσύνη δεν εμπνέεται από κοσμικές ουμανιστικές φιλοσοφίες, όπως ο Μαρξισμός, αλλά έχει τις ρίζες της στις εντολές της Πεντατεύχου, στο μήνυμα των Προφητών του Ισραήλ, και τέλος στο κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ιησού περί δικαιοσύνης.

Παρόμοια, κάποιες παραδοσιακές Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες έχουν αναπτύξει κοινωνική δράση (όπως η Αγγλικανική στη Ν. Αφρική πάλεψε έντονα κατά των ρατσιστικών διακρίσεων), και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εκκλησιών προτρέπουν σε αγώνες κατά του ρατσισμού, της οικονομικής εκμετάλλευσης των φτωχών του Τρίτου Κόσμου, των θρησκευτικών διακρίσεων και απαγορεύσεων, της δουλείας και του δουλεμπορίου, της καταπίεσης των γυναικών, της οικολογικής καταστροφής του περιβάλλοντος (μία αδικία προς τα ζώα, τα φυτά, και όλη τη δημιουργία του Θεού) και άλλων καταστάσεων αδικίας. Επίσης οι φονταμενταλιστικές Διαμαρτυρόμενες εκκλησίες των ΗΠΑ (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί) δίνουν αγώνες κατά των προσωπικών (όχι συλλογικών) αδικιών, όπως οι εκτρώσεις (ίσως η πιο φοβερή μορφή αδικίας εναντίον αθώων υπάρξεων, που περνάει «απαρατήρητη» από τις μη θρησκευτικές ουμανιστικές οργανώσεις), της πορνογραφίας (ύπουλη εκμετάλλευση και διαστρέβλωση της γυναίκας), των γενετικών πειραμάτων σε έμβρυα που δημιουργούνται για τον σκοπό αυτό, κλπ.

Μέσα από αυτή τη μικρή «ιστορική αναδρομή» και γενικά από το θέμα «Κοινωνικός Χριστιανισμός» γεννιούνται μεγάλα ερωτηματικά: είναι ο αγώνας για την αδικία κάτι που προτείνεται από τις Άγιες Γραφές και την Παράδοση; Αν είναι κάτι το σημαντικό, μήπως αυτό αποβεί στην πράξη ο κύριος σκοπός της Χριστιανικής ζωής και παραμεληθεί ο αγώνας για την αιώνια σωτηρία, ατομική και συλλογική;

Πρώτα από όλα, πρέπει να γίνει μία απαραίτητη διευκρίνηση: ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι πρώτιστα να αφυπνίσει, να ευαισθητοποιήσει τις συνειδήσεις μας απέναντι στις κοινωνικές αδικίες/αμαρτίες – δεν είναι να προτρέψει σε δράση, αν και η δράση πάντα ακολουθεί τη γνήσια αφύπνιση. Όταν ευαισθητοποιηθούμε, θα ανταποκριθούμε πρώτα με πνευματικούς τρόπους: προσευχή, δεήσεις, μεσιτεία, νηστεία. Μετά θα περάσουμε σε πρακτική δράση, λόγου προφορικού, γραπτού, πράξεων, κλπ. Το ζητούμενο είναι να καταλάβουμε τη σημασία της ευαισθητοποίησης σε κοινωνικές αδικίες, την αναγκαιότητα να αναπτύξουμε αισθήματα και κριτήρια δικαιοσύνης, και πολύ μετέπειτα θα ακολουθήσει η κοινωνική δράση. Πρέπει να μη βιαστούμε, αλλά να θεμελιώσουμε καλά μέσα μας τις αξίες αυτές του ελέους και της δικαιοσύνης, και να καταλάβουμε πόσο ρόλο παίζουν όχι μόνο για την ηθική καλυτέρευση του κόσμου που ζούμε (που σε πολλές περιπτώσεις δεν θα γίνει), αλλά πιο πολύ του Σώματος του Χριστού, και σε τελική ανάλυση της προσωπικής μας διαμόρφωσης του χαρακτήρα του Ιησού Χριστού και της αιώνιας θέσης μας κοντά σε Αυτόν, τον Άρχοντα της Ειρήνης, τον Δίκαιο Κριτή, τον Βασιλιά που θα βασιλέψει με κρίση και δικαιοσύνη.

Αναπολώντας την προσωπική μου πορεία θυμάμαι πως η μελέτη της Αγίας Γραφής και της Παράδοσης, τα εκκλησιαστικά κηρύγματα και οι θεολογικές συζητήσεις και αναζητήσεις πάντα με πρότρεπαν στον αγώνα του Χριστιανού με βάση το τετράπτυχο: μελέτη (ανάπτυξη πίστης), προσευχή (καλλιέργεια σχέσης με τον Θεό), κήρυγμα της αλήθειας (μετάδοση του Ευαγγελίου της σωτηρίας στους ανθρώπους), ελεημοσύνη (εφαρμογή της αγάπης) – αλλά ποτέ προς τη δικαιοσύνη. Αν και μελέτησα και έζησα (είτε προσωπικά είτε γνωρίζοντας από κοντά πιστούς) πολλές Χριστιανικές παραδόσεις, την Ορθόδοξη, τη Ρωμαιοκαθολική και διάφορες Διαμαρτυρόμενες (Λουθηρανική, Καλβινιστική, Πεντηκοστιανή, Χαρισματική, Αναβαπτιστική, Αγιαστική, Αντβεντιστική, Χιλιαστική, Μεσσιανική, Ιουδαϊκή) ένα στοιχείο μόνιμα απουσίαζε από τη χριστιανική μου ζωή: η ευαισθησία απέναντι στο κακό που συμβαίνει στον κόσμο, ή για να το πούμε αλλιώς, η αδιαφορία μου απέναντι σε καταστάσεις συλλογικής αδικίας. Ενώ όταν άκουγα για προσωπικές αδικίες στρεφόμουν σε προσευχή, όταν μάθαινα είτε για σύγχρονες καταστάσεις αδικίας (πολέμων, βασανιστηρίων, σφαγών, διωγμών, δουλεμπορίου, εκμετάλλευσης παιδιών και γυναικών, καταστροφής της φύσης, εξάλειψης ειδών, γενετικής αλλοίωσης) δεν με ενδιέφερε καθόλου και δικαιολογούσα τις ενοχλήσεις της συνείδησής μου με το αιτιολογικό ότι το κακό πάντα υπήρχε και θα υπάρχει στον κόσμο, αφού κυβερνάει ο Άρχοντας του Κακού, και έτσι και αλλιώς πλησιάζουμε στο τέλος. Όσο για τα κακά που συνέβησαν μέσα στην Ιστορία από τη συμβολή σπουδαίων Χριστιανών (εκκλησιαστικών δασκάλων όπως ο Αθανάσιος, ο Χρυσόστομος, ο Δομήνικος, ο Ακινάτης, ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος, κ.α.) ή από ολόκληρα εκκλησιαστικά δόγματα, αυτά με στενοχωρούσαν πολύ λίγο μπροστά στις προσωπικές μου πτώσεις και την πορεία τελειοποίησης: με άλλα λόγια, το αν θύμωσα, αν είχα πικρία, υπερηφάνεια, επιθυμία πορνείας, λαιμαργία, αν δεν ομολόγησα τον Χριστό, αν δεν προσευχήθηκα για κάποιο διάστημα, αν δεν πήγα εκκλησία κάποιες Κυριακές, ήταν πιο ανησυχητικά και στενόχωρα για μένα από ιστορικές και σύγχρονες καταστάσεις αδικίας και εγκληματικής καταστροφής. Άκουγα σε ρεπορτάζ για σύγχρονο δουλεμπόριο γυναικών και παιδιών, με φυλάκιση, ξυλοδαρμούς, βιασμούς γυναικών στις διπλανές πολυκατοικίες μας, αλλά ποτέ δεν το άκουσα στα κηρύγματα και ποτέ δεν το έθεσα θέμα προσευχής – άκουγα για εξάλειψη χιλιάδων ειδών του φυτικού και ζωικού βασιλείου, για εκατομμύρια θύματα εκτρώσεων, για άνοδο εγκληματικών εθνικιστικών ιδεολογιών ναζισμού, ελληνικού φυλετισμού, αλλά δεν ανησυχούσα τόσο όσο για τη σωτηρία μου, και το ίδιο συνέβαινε και με τους ποιμένες, κήρυκες, πνευματικούς οδηγούς των εκκλησιών όπου πήγαινα: ανησυχία καμία, προσευχή καμία, λόγος και κήρυγμα ανύπαρκτο.

Αυτά τα αναφέρω προσωπικά, αλλά είναι ενδεικτικά της πορείας που έχει ακολουθήσει ο Χριστιανισμός, ο οποίος αν και αποτέλεσε την πλειοψηφία στην κοινωνία παλαιότερων εποχών δεν έσπειρε στις καρδιές θρησκευόμενων και μη, την πείνα και τη δίψα για τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη για την πάσχουσα ανθρωπότητα, για τους βασανιζόμενους φτωχούς και αβοήθητους. Αντίθετα, αυτό που πέρασε και περνάει ακόμη από όλες τις θεωρούμενες «πνευματικές» παραδόσεις και «πνευματικούς» ανθρώπους είναι η ατομική και μάλιστα ατομιστική πνευματικότητα: πώς εγώ να σωθώ, πώς εγώ να έχω σχέση και εμπειρία Θεού, πώς εγώ να φτάσω στην τελείωση, και τέλος πώς εγώ να μεταφέρω στους άλλους το ίδιο μήνυμα σωτηρίας με αυτήν που εγώ θα απολαύσω μετά θάνατον.

Ίσως κάποιοι αντιδράσουν εδώ και αντιτάξουν πως η παράδοση που ακολουθούν αναπτύσσει συλλογική συνείδηση, συλλογικότητα. Αυτό είναι αλήθεια σ’ έναν πολύ μικρό βαθμό όμως, γιατί η συλλογική συνείδηση που αναπτύσσουν έχει να κάνει μόνο με τη δογματική ομάδα (εκκλησιαστική ομολογία) στην οποία ανήκουν: ο Ορθόδοξος αναπτύσσει συλλογική ευαισθησία μόνο γι’ αυτά που υποφέρουν οι Ορθόδοξοι και όχι για ετερόδοξους Χριστιανούς, ο Ιουδαίος μόνον για Ιουδαίους, ο Μάρτυρας του Ιεχωβά το ίδιο, ποτέ δεν νοιάζεται για ετερόδοξους, άθεους, ειδωλολάτρες, βλέποντας την ανθρωπότητα να ανήκει σε κάποιες κατηγορίες αντίθετες από το κοσμολογικό του πιστεύω. Έτσι ο πιστός, ακόμη κι αν ανήκει σε δόγματα συλλογικής σωτηρίας, μαθαίνει να μην ενδιαφέρεται για τον κόσμο, να μην έχει καμία σχέση με τον κόσμο: όχι μόνον καμία σχέση με τις αμαρτωλές συνήθειες και σχέσεις του κόσμου, αλλά και με τις αδικίες και το κακό που υφίσταται ο κόσμος και ο ίδιος ως μέρος του κόσμου. Δεν μιλάμε για ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα γενικά και αόριστα, αλλά για συγκεκριμένες καταστάσεις του κακού που συμβαίνουν στις κοινωνίες και εποχές που ζούμε, με την ανοχή (και ευλογία καμία φορά) της Εκκλησίας και των «πνευματικών» χριστιανών.

Θα αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα για να φανεί καλύτερα ότι η μη ενασχόληση με τα κακά του κόσμου δεν είναι ένδειξη αγιότητας και πνευματικότητας, όπως συνήθως νομίζουμε, αλλά αντίθετα, είναι ένδειξη υποκρισίας, δειλίας, τεμπελιάς, αποφυγής ευθυνών, και το χειρότερο αλαζονείας και πνευματικής υπερηφάνειας απέναντι στους «ανθρώπους του κόσμου» που δεν είναι πιστοί και μάλιστα του δόγματός μας, (είτε γιατί δε γεννήθηκαν σε ανάλογο περιβάλλον, είτε γιατί αν και άκουσαν δεν πείστηκαν). Η πνευματική υπερηφάνεια έχει οδηγήσει στο παρελθόν και οδηγεί στο παρόν σε καταστάσεις πλήρους έλλειψης βοήθειας σε πληθυσμούς που θεωρούμε πλανεμένους (ειδωλολατρικούς, μουσουλμανικούς, κλπ), έστω και αν πάσχουν από αποικιοκρατική εκμετάλλευση, υφίστανται πολέμους και δεινά από κατ’ όνομα «χριστιανικούς λαούς».

Όλα αυτά στο βάθος ξεκινούν από την παντελή έλλειψη στο εξωτερικό τυπικό των χριστιανικών δογμάτων (στο κήρυγμα, τη λειτουργία, προσευχή, παράδειγμα ζωής πνευματικών ηγετών) και στο εσωτερικό της καρδιάς και συνείδησής μας μίας θεμελιώδους αξίας του Δημιουργού Θεού μας : της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.
Τι είναι η Δικαιοσύνη και γιατί λείπει από μέσα μας, και τι κακό μας κάνει η έλλειψή της προσωπικά, εκκλησιαστικά και κοινωνικά;

Αλλά ας δούμε τα πράγματα από την αρχή.
Τί λέει η Αγία Γραφή; Η Παλαιά Διαθήκη βρίθει αναφορών περί Δικαιοσύνης. Ο Νόμος που δόθηκε από τον Θεό στον Μωυσή περιέχει τόσες πολλές εντολές δικαιοσύνης (καθώς και ελεημοσύνης προς τους φτωχούς, ξένους, χήρες, ορφανά), που ο Μωυσής ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη. Το περίφημο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής» θέτει τη βάση της δικαιοσύνης ως αρχής εξισορρόπησης του κακού, όχι εκδικητικότητας, αλλά ισορροπίας: ο Δημιουργός δεν προτρέπει τους ανθρώπους του να εκδικούνται, αλλά να αποδίδουν ισότιμη δικαιοσύνη, τιμωρία ισότιμη με το κακό που έγινε, και έτσι να ισορροπούν το κακό. Αυτή η πνευματική αρχή εξισορρόπησης που ήταν γνωστή και σε ειδωλολατρικούς λαούς και νομοθεσίες (στην αρχαία Ελλάδα η θεά της δικαιοσύνης απεικονιζόταν με μια ζυγαριά, δηλαδή δικαιοσύνη και ισορροπία είναι έννοιες ταυτόσημες) αποκαλύφθηκε ακόμη περισσότερο στους Προφήτες του Ισραήλ (Δαβίδ, Ησαΐας) όπου η δικαιοσύνη/ισορροπία φανερώνεται ότι έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του υλικού σύμπαντος και στη συντήρησή του (με τη δικαιοσύνη [ισορροπία] έπλασε τους ουρανούς – οι ουρανοί αναγγέλλουν τη δικαιοσύνη Του).

Δεν προσπαθούμε να κάνουμε θεολογική ανάλυση της δικαιοσύνης, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε πως η θανατική ποινή και οι άλλες σκληρές τιμωρίες του Θεϊκού Νόμου δεν θα πρέπει να παρερμηνεύονται ή να κατηγορούνται υπό το πρόσχημα της αγάπης και της συγχώρεσης. Πολλοί Χριστιανοί που ασχολούνται με κοινωνικά προβλήματα δεν κινούνται από δικαιοσύνη, αλλά μόνον από αγάπη, με συνέπεια να θεωρούν κακή και άδικη τη θανατική ποινή των δικαστηρίων (για εγκλήματα) και να αγωνίζονται για την κατάργησή της. Αυτό οφείλεται στην παντελή έλλειψη κατανόησης της αξίας της δικαιοσύνης και της συνακόλουθης τιμωρίας της αδικίας: ο δίκαιος στην Π. Διαθήκη πρέπει να φέρεται δίκαια ακόμη και στα ζώα, και στα δέντρα, να ελεεί τους φτωχούς, να υπερασπίζεται τους αδύνατους, αλλά και να τιμωρεί τους άδικους και να αφανίζει τους κακούς που προάγουν την αδικία («εξολόθρευα τους εργάτες της ανομίας από τη γη των ζώντων», λέει ο Δαβίδ). Αυτός είναι ο δίκαιος ισορροπημένος άνθρωπος του Θεού: δεν είναι κακός, είναι γεμάτος αγάπη και έλεος για όλα τα πλάσματα του Θεού – αλλά είναι δίκαιος, δεν παραβλέπει το κακό, και ξέρει ότι όπως ο δικαστής απονέμει το δίκαιο και δεν θεωρείται σκληρός και άσπλαχνος γι’ αυτό, έτσι κι αυτός απονέμει τη δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα όχι όταν αδικείται προσωπικά, αλλά όταν βλέπει να αδικούνται οι συνάνθρωποί του.

Στην Κ. Διαθήκη, συνεχίζοντας ο Ιησούς Χριστός στο πνεύμα των Προφητών μιλάει συνεχώς για δικαιοσύνη και δίκαιους, εργάτες της αδικίας, τιμωρία των αδίκων, υπερασπίζεται συνεχώς τους φτωχούς και αδυνάτους και στηλιτεύει τους πλούσιους πλεονέκτες, φιλάργυρους, τους βασιλείς που εξουσιάζουν και καταδυναστεύουν τους λαούς αντί να τους υπηρετούν. Το μήνυμά του προς τους πλούσιους που πιστεύουν στον Θεό και στη βασιλεία Του είναι να δώσουν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, αλλιώς θα τιμωρηθούν και δεν θα μπουν στη Βασιλεία, όσο θρησκευόμενοι κι αν είναι. Στους Μακαρισμούς, που αποτελούν χαρακτηριστική επιτομή της διδασκαλίας Του, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μακάρισε τους φτωχούς (π.χ. Λουκάς 14) σε σχέση με τους πλούσιους, αλλά επίσης και όσους πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί ο Θεός θα τους ανταποδώσει στη μελλοντική βασιλεία άξια της ζωής τους.

Είναι αλήθεια πως η πρώτη εκκλησία που σχηματίστηκε από τους Αποστόλους δεν είχε τόσο έντονο χαρακτήρα δικαιοσύνης, όσο η διδασκαλία του Χριστού, και μάλιστα όσο απομακρύνεται από την διδασκαλία του βιβλικού/προφητικού Ιουδαϊσμού, που έχει έντονο χαρακτήρα δικαιοσύνης (π.χ. Επιστολή Ιακώβου) και μετακινείται προς την ελληνιστικού τύπου ιουδαϊκή θεολογία και μετέπειτα στην καθαρά ελληνιστική φιλοσοφία, χάνεται ο χαρακτήρας της δικαιοσύνης (και μένει μόνον της ελεημοσύνης για την οποία βέβαια είναι διάσημοι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων). Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι που δεν κυριαρχεί η κοινωνική δικαιοσύνη στο κήρυγμα αποστόλων, όπως του Παύλου και αποστολικών Πατέρων (π.χ. δεν στιγματίζεται η απάνθρωπη ρωμαϊκή δουλεία, και μάλιστα γίνεται ανεκτή και μεταξύ Χριστιανών, αν και με πολύ καλύτερους όρους): είναι ο διωγμός που υφίσταται η νεοσύστατη πρώτη εκκλησία, αρχικά απόρριψη από τη Συναγωγή, μετά περιφρόνηση από τους Εθνικούς, και στη συνέχεια διωγμός από τη ρωμαϊκή εξουσία, καταστάσεις που απαιτούν συσπείρωση της χριστιανικής κοινότητας (όπου δεν μπορούν να ελεγχθούν οι πλούσιοι και ιδιοκτήτες δούλων Χριστιανοί για να μην υπάρξει διάσπαση) και σιωπή για τα κοινωνικά κακά (εφόσον διώκονται για μονοθεϊστική λατρεία και για πίστη στον Βασιλιά Ιησού Χριστό, δεν μπορούν να δημιουργήσουν και άλλες αιτίες διωγμού, με το να έχουν αντίθετη κοινωνική στάση σε διάφορα κακά της ρωμαϊκής κοινωνίας). Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και σεβαστό, και εμείς σήμερα δε θα είχαμε το θάρρος να κάνουμε ή να διδάξουμε κάτι περισσότερο σε σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη, κάτω από τέτοιες απειλητικές συνθήκες.

Το πρόβλημα είναι πως η έλλειψη διδασκαλίας περί δικαιοσύνης στην Εκκλησία της εποχής των διωγμών, συνεχίστηκε ακόμη πιο έντονη στην Εκκλησία που προέκυψε μετά τους διωγμούς: παρόλο που αυτή αναγνωρίστηκε επίσημα και απέκτησε κοινωνική δύναμη, έχασε τελείως τον χαρακτήρα της δικαιοσύνης και απέκτησε το χαρακτήρα του συμβιβασμού με τους βασιλείς, ευγενείς, πλούσιους, σοφούς (δηλαδή την άδικη εξουσία της εποχής). Η συνέχεια της Εκκλησίας είναι πολύ θλιβερή, αν και υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις, ατομικές και ομαδικές, που είχαν το πνεύμα του Ιησού Χριστού και των Προφητών (που και πάλι συκοφαντήθηκαν ως αιρετικές και αποκλείστηκε έτσι η επιρροή τους στην κοινωνία). Αυτό που έχει να μας διηγηθεί η επίσημη ιστορία είναι ότι η Εκκλησία συμμάχησε στην κυριολεξία με τους ισχυρούς κάθε τόπου και κάθε εποχής, και όχι μόνο δεν στηλίτευσε τους πλούσιους για την εκμετάλλευση των φτωχών/δούλων ή τους πολεμοχαρείς ηγέτες για τις σφαγές εχθρικών λαών (και στρατιωτών της πατρίδας τους), αλλά ή αδιαφόρησε, ασχολούμενη με τα «πνευματικά» (κυρίως στο Βυζάντιο), ή συμμετείχε ενεργά σε πολέμους και στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ευρώπη). Εξαιρέσεις όπως ο «Άγιος των Φτωχών», ο Φραγκίσκος της Ασίζης, είναι πολύ φωτεινές αλλά και πολύ σπάνιες. Οι πιο πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί (αλλά και Διαμαρτυρόμενοι) όπως και οι Ορθόδοξοι αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι (πολλοί από τους οποίους έχουν ανακηρυχτεί «Άγιοι») ήταν κόλακες των πλούσιων και ισχυρών για να έχουν την εύνοιά τους. Ο άγιος Ευσέβιος Καισαρείας πλέκει εγκώμια στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον οποίο η Εκκλησία αναγνωρίζει άγιο και ισαπόστολο (έναν αρχιερέα του Ήλιου, που δολοφόνησε τη γυναίκα και το γιο του για να μην του πάρουν την εξουσία!). Επίσης, ένα άγνωστο περιστατικό σε πολλούς Χριστιανούς Διαμαρτυρόμενους (που θεωρούν ότι οι «Πατέρες» της Διαμαρτύρησης δεν επανέλαβαν τις φρίκες των Ρωμαιοκαθολικών) είναι η αντίδραση στην Επανάσταση των καταπιεσμένων Χωρικών, που ξεσήκωσε ο κήρυκας της δικαιοσύνης Θωμάς Μύνστερ: ο Λούθηρος είπε στους ευγενείς να καταπνίξουν στο αίμα την επανάσταση των χωρικών!

Όταν διαβάζει κάποιος εκκλησιαστική και γενική ιστορία απορεί πώς οι εκπρόσωποι Εκείνου που ήταν προστάτης των φτωχών και αδικημένων και αυστηρός κριτής των πλούσιων και ισχυρών, μπορούσαν να κηρύττουν και να πράττουν τα τελείως αντίθετα. Πολλοί σύγχρονοι λόγιοι και αναλυτές της εκκλησιαστικής ιστορίας/θεολογίας πιστεύουν ότι η αιτία είναι η αναχώρηση της χριστιανικής θεολογίας από το προφητικό πρότυπο των ελεγκτών της αδικίας και υπέρμαχων της δικαιοσύνης. Και μάλλον πρέπει να συμφωνήσουμε μαζί τους, γιατί το ίδιο βλέπουμε και σήμερα: κάποιος που μελέτησε από θεματική άποψη τους ψαλμούς του Δαβίδ, έκπληκτος έβγαλε το συμπέρασμα πως στην πλειονότητά τους το θέμα δεν ήταν η λατρεία ή η δέηση (όπως συνήθως τονίζεται στα κηρύγματα και στη λατρεία), αλλά ο Νόμος, η Κρίση και η Δικαιοσύνη!

Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη στάση της αποστολικής και μεταποστολικής Εκκλησίας, μέσα από το παράδειγμα της προσωπικής πορείας ενός ανθρώπου που μεταστρέφεται στον Χριστιανισμό, αφού ό,τι συμβαίνει σε ατομική κλίμακα μεταφέρεται στη συλλογική. Ο φυσικός άνθρωπος που μετανοεί και επιστρέφει στον Θεό, ενοχλεί το περιβάλλον του (συγγενείς, φίλους, εργασία, γειτονιά) γιατί αλλάζει τρόπο ζωής και δεν κάνει τα ίδια με αυτούς, και γιατί πιστεύει στον Χριστό (αν ζει σε μη Χριστιανική κοινωνία θεωρείται αλλόθρησκος/αιρετικός, αν ζει σε κατ’ όνομα χριστιανική κοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι πρακτικά είναι άθεοι και ειδωλολάτρες, θεωρείται φανατικός/θρησκόληπτος). Η ενόχληση φέρνει την περιφρόνηση, την απόρριψη, τον διωγμό (άμεσο ή έμμεσο). Τότε ο νέος Χριστιανός, που λόγω της προσωπικής του μετάνοιας συνειδητοποιεί πως πολλές καταστάσεις, που θεωρούνται «φυσιολογικές» στην κοινωνία του, είναι άδικες κι αντίθετες με το θέλημα του Θεού, δεν τολμάει να μιλήσει γι’ αυτές, επειδή ήδη έχει άλλες αιτίες για τις οποίες διώκεται ή περιφρονείται. Όταν διώκεται ή απορρίπτεται από τη γειτονιά του, την εργασία του, την οικογένειά του γι’ αυτό που πιστεύει, πώς μπορεί να τους ελέγξει για τα κακά που εκείνοι κάνουν; Το πολύ - πολύ σε προσωπική και μόνον συζήτηση να θίξει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας παρουσιάζοντάς τα σαν απομάκρυνση από το Νόμο του Θεού.

Και δεν είναι μόνον ο φόβος του περαιτέρω διωγμού, είναι και κάτι άλλο που θυμάμαι από τον εαυτό μου και έχω παρατηρήσει σε πολλούς αφιερωμένους και ζηλωτές Χριστιανούς: θεωρείται αποπροσανατολισμός από τον στόχο του έργου του Θεού, η ενασχόληση με τα κοινωνικά προβλήματα και η δράση γύρω από αυτά. Θεωρούμε ότι όχι μόνο θα γίνει πιο εύκολα αποδεκτό το μήνυμα της σωτηρίας του Ευαγγελίου από έναν κοσμικό άνθρωπο, αν δεν του θίξουμε τα κοινωνικά κακά στα οποία και αυτός ενδέχεται λίγο-πολύ να συμμετέχει (π.χ. στη χώρα μας ποιος δε συμμετέχει στο κλίμα του εθνικισμού και της εθνικής υπερηφάνειας/αλαζονείας για το μεγαλείο και την αποκλειστικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού «που έδωσε το φως σε όλο τον κόσμο»;). Αυτή η στάση αν και είναι δικαιολογημένη, σε προσωπικό επίπεδο, όπου δεν μπορούν να γίνουν και πιο πολλά πράγματα, δεν δικαιολογείται καθόλου σε συλλογικό επίπεδο εκκλησίας.

Τί γίνεται όταν οι Χριστιανοί δεν είναι μόνον ένας, αλλά εκατοντάδες ή και χιλιάδες σε μία κοινωνία ή πολλά εκατομμύρια μέσα στον κόσμο, οπότε θα μπορούσαν να μιλήσουν ενάντια στις αδικίες και να κάνουν πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει κάποιος μόνος του; Δε θα πρέπει οι εκκλησίες να στρέψουν τα ποίμνια τους προς τα εκεί; Θα πρέπει να μείνουν στη ψυχολογία του φόβου, της προστασίας της μικρής κοινότητας; Και μάλιστα όταν οι Εκκλησίες πάψουν να διώκονται, αναγνωριστούν επίσημα και δεν έχουν προβλήματα με το κράτος, τί έχουν να φοβηθούν; Βέβαια μπορεί να συρθούν στα δικαστήρια, να καταδικαστούν σε μεγάλα πρόστιμα, ίσως ακόμη και σε φυλάκιση, αλλά τελικά δεν είναι και αυτό μέρος της χριστιανικής ζωής και αποστολής: «Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θα διωχθούν» λέει ο Απόστολος Παύλος σε μία εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου ρωμαϊκοί διωγμοί της χριστιανικής πίστης. Αλλά ο Απόστολος δεν μιλάει καθόλου εδώ για πίστη, μιλάει για ευσεβή ζωή, που προκαλεί διωγμό (η ευσεβής ζωή δημιουργεί ενόχληση στους συγγενείς, γείτονες, συνεργάτες, φίλους και ακολουθεί ένας έμμεσος διωγμός απόρριψης, ειρωνείας ή απώλεια εργασίας και προνομίων).

Πάντως, ο φόβος ή η δειλία που οδηγεί σε συμβιβασμό και σιωπή σχετικά με τις κοινωνικές αμαρτίες, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της προσωπικής πορείας του Χριστιανού είτε της συλλογικής πορείας της εκκλησίας, δε θα πρέπει να μην καταδικάζουμε, να μην ελέγχουμε, αυτά που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει «άκαρπα έργα του σκότους». Θυμόμαστε εδώ τον Παύλο δέσμιο που κλήθηκε σε απολογία και έλεγξε τους άρχοντες περί δικαιοσύνης και τους μίλησε για την απειλή της αιώνιας κρίσης, με αποτέλεσμα να μην τον αφήσουν ελεύθερο αλλά να τον καταδικάσουν ξανά σε φυλακή. Ο Ιωάννης Βαπτιστής καταδικάστηκε σε θάνατο εξαιτίας του ελέγχου προς τον Ηρώδη (όχι μόνο για την παραβίαση του Νόμου, να παντρευτεί τη γυναίκα του αδελφού του, αλλά και για όλες τις αδικίες που έκανε – και όπως αναφέρει ο Ιώσηπος ήταν πολύ σκληρός και άδικος ηγεμόνας).

Υπάρχει μια ιστορία στην ιουδαϊκή παράδοση, που όταν τη διάβασα με προβλημάτισε πολύ: ένας μεγάλος ραβίνος που είχε διδάξει πολλά σοφά πράγματα και είχε πολλούς μαθητές όταν πέθαινε άρχισε να κλαίει με λυγμούς και οι μαθητές του που βρίσκονταν γύρω από το κρεβάτι του τον ρώτησαν γιατί; «Φοβάμαι και τρέμω πως θα παρουσιαστώ μπροστά στο βήμα της Κρίσης» τους απάντησε. Και τότε εκείνοι γεμάτοι απορία τον ξαναρώτησαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο άγιος άνθρωπος με τέτοια πνευματική διδασκαλία που έχεις να νοιώθεις ελλιπής και να φοβάσαι την κρίση;» Και εκείνος τους απάντησε: «Νοιώθω ότι έχω μία μεγάλη έλλειψη από τις αρετές του Θεού, μου λείπει η δικαιοσύνη, και με τρώνε οι τύψεις γιατί όταν κάποτε μου ζήτησαν από την κοινότητα να γίνω δικαστής των υποθέσεων του λαού, αρνήθηκα να μπλέξω με βιοτικές υποθέσεις για να μην αποσπαστώ από τη μελέτη της Τορά και την προσευχή, και έτσι έχασα την ευκαιρία να βιώσω την δικαιοσύνη, την ιδιότητα αυτού που είναι Κριτής [Δικαστής]». Αυτή η ιστορία μας λέει πως η αποχή από βιοτικές υποθέσεις, που είναι όχι δικές μας επιδιώξεις (να κάνουμε επιχειρήσεις ή επιστημονικές σπουδές), αλλά υποθέσεις προβλημάτων συνανθρώπων μας που απαιτούν ενασχόληση δική μας (άρα ελάττωση των πνευματικών δραστηριοτήτων της προσευχής και μελέτης), είναι όχι μόνον ωφέλιμη για τους άλλους, αλλά πρώτιστα για εμάς, αφού έτσι βιώνουμε πρακτικά τις ιδιότητες του Θεού (δικαιοσύνη, έλεος, τιμωρία, χάρη, πιστότητα, δύναμη, σοφία, διάκριση, σύνεση) και αυτές διαμορφώνουν αντίστοιχα τον χαρακτήρα μας. Πώς αλλιώς μπορούμε να αποκτήσουμε τον χαρακτήρα του Ιησού Χριστού;

Η Παράδοση και η εμπειρία μάς λένε πως μέσω της προσωπικής προσευχής και συλλογικής λατρείας στην εκκλησία μπορούμε να έχουμε μεταμορφωτικές αλλαγές στην καρδιά μας και στο πνεύμα μας, αλλά αυτές δεν μπορούν να «ριζώσουν» πραγματικά αν δε βιωθούν, αν δεν τις ζήσουμε στην πράξη. Για παράδειγμα, μπορούμε να έχουμε εμπειρία της χάρης του Θεού, όταν νοιώθουμε ειρήνη και συγχώρεση μετά από μετάνοια και εξομολόγηση της αμαρτίας, αλλά ποτέ δε θα γίνει η χάρη μέρος του χαρακτήρα μας, αν εμείς οι ίδιοι δεν κάνουμε χάρη σε κάποιους που μας βλάπτουν (συγχωρέσουμε την αμαρτία τους, αφήσουμε το χρέος τους προς εμάς, χρέος ψυχικό από προσβολή που υποστήκαμε ή οικονομικό από αδικία ή κλοπή). Μπορεί να μελετάμε στην Αγία Γραφή για κρίσεις και δικαιοσύνη που απέδωσε ο Θεός στο παρελθόν ή θα κάνει στο έσχατο μέλλον, αλλά ποτέ η διάκριση καλού/κακού, ο πόλεμος ενάντια στο κακό, η δίκαιη κρίση και τιμωρία του κακού, δε θα αποτελέσουν μέρος του χαρακτήρα μας αν δε βιώσουμε πρακτικά τέτοιες καταστάσεις είτε στην προσωπική μας ζωή είτε στη ζωή των άλλων (επίπεδο προσωπικής ψυχολογίας σχέσεων) είτε σε κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις αδικιών, πολέμων (επίπεδο συλλογικής ψυχολογίας). Απέχοντας από τα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων (οικονομικές διαφορές, προβλήματα γάμου, γονέων-παιδιών) αλλά και από κοινωνικές υποθέσεις (αδικίες των φτωχών, εκμετάλλευση γυναικών/παιδιών, καταστροφές, πόλεμοι, επιστημονικές εξελίξεις με επιπτώσεις στην ηθική: γενετικές μεταλλάξεις σε ανθρώπους και ζώα) δε θα μπορέσουμε, όσες υπερφυσικές εμπειρίες κι αν έχουμε και όσες διδασκαλίες κι αν ακούσουμε, να αποκτήσουμε στον χαρακτήρα μας την ιδιότητα της δίκαιης κρίσης, της σύνεσης και διάκρισης καλού/κακού, της τιμωρίας και του ελέους, της αγαθοεργίας και του ελέγχου της αδικίας, ιδιότητες που θα μας κάνουν ισορροπημένους («να μην είμαστε σε τίποτα ελλιπείς») πνευματικούς ανθρώπους του Θεού.

Όταν ασχολούμαστε με τα κοινωνικά προβλήματα και τις δύσκολες υποθέσεις των ανθρώπων, και καλούμαστε να διακρίνουμε και να αποφασίσουμε ποιος έχει δίκιο σε μία οικογενειακή διαφορά ή σε έναν πόλεμο, θα χρειαστούμε σίγουρα την αποκάλυψη και τη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις την υπερφυσική και θαυματουργική δύναμη του Θεού, και όλα αυτά δεν έρχονται παρά μέσω προσευχής και μελέτης. Αλλά δεν είναι η προσευχή και η μελέτη που θα οικοδομήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της κρίσης μέσα μας, αλλά η ενασχόληση μέσω πληροφορίας (βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, τηλεόραση), σκέψης, συναισθημάτων, επικοινωνίας με ανθρώπους, πράξεων και δραστηριότητας. Πρέπει να τονίσουμε ότι στην κοινωνική δραστηριότητα (φιλανθρωπία, δικαιοσύνη) είναι πολύ εύκολο ο Χριστιανός να ξεχάσει την πνευματική ζωή, και να απορροφηθεί σε ανθρώπινη δραστηριότητα και σε τρόπους σκέψης για την επίλυση των προβλημάτων και όχι μόνο να χάσει τη θεία οδηγία και διδασκαλία, αλλά και την ίδια την επαφή και σχέση με τον Θεό. Αυτός είναι ένας μεγάλος κίνδυνος και φόβος, που πολλές φορές τον επικαλούνται οι πνευματικοί χριστιανοί για να απέχουν από κοινωνική δραστηριότητα, αλλά δεν μπορεί ο κίνδυνος να μας σταματάει από τη ζωή, δηλ. από του να δράσουμε και να πράξουμε το δίκαιο και την Αλήθεια μέσα στον κόσμο που μας έβαλε ο Θεός να ζήσουμε, και ο Χριστός μας θέλει να είμαστε (όχι από τον κόσμο – της κακής κοσμικής και εγωιστικής νοοτροπίας της επιθυμίας, φιλοδοξίας – αλλά μέσα στον κόσμο, στα προβλήματα και τα βάσανα του κόσμου που είναι και δικά μας). Ο Χριστός όταν είπε ότι οι μαθητές του πρέπει να μείνουν μέσα στον κόσμο δεν αναφερόταν σε αναχωρητισμό ασκητών, γιατί τέτοιο θέμα δεν υπήρχε στο Ισραήλ, αλλά αναφερόταν στη δήθεν πνευματική στάση πολλών ραβίνων που ήθελαν μόνο τη μελέτη της Τορά και την προσευχή και ήταν σαν να ζούσαν εκτός του κόσμου.

Επειδή το θέμα μας δεν είναι ο κοινωνικός Χριστιανισμός ως τρόπος δράσης, αλλά η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητάς του και της αξίας του, θα πρέπει να απαντήσουμε σε
μερικές συνήθεις ενστάσεις.

Ο Χριστιανισμός είναι πνευματική θρησκεία και πίστη αιωνιότητας, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ασχολείται με αυτόν τον κόσμο, που είναι υλικός και τα προβλήματά του που είναι πρόσκαιρα.
Εδώ θα απαντήσουμε πρώτα με ένα ερώτημα: Ο Χριστιανός στη διάρκεια της επίγειας ζωής του δεν ασχολείται με τον κόσμο αυτόν, δηλαδή δεν ασχολείται με τα καλά που έχει να προσφέρει ο κόσμος και ούτε υποφέρει από τα κακά που υποφέρει ο κόσμος; Δεν χρησιμοποιούσε πάντα ο Χριστιανός και η Εκκλησία αυτά που ο πολιτισμός και η τεχνολογία κάθε εποχής και τόπου του πρόσφερε; Π.χ. η γραφή, που εφευρέθηκε από ειδωλολάτρες (Αιγύπτιους, Σουμέριους) ή η τυπογραφία, δε χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση του Θείου Λόγου; Οι μεταφορές, που βασίστηκαν στη ναυπηγική και τη ναυσιπλοΐα, δε χρησιμοποιήθηκαν για το κήρυγμα των Αποστόλων, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός στα έθνη; Και γενικά ποια ανακάλυψη της τεχνολογίας δεν χρησιμοποιείται από εκκλησίες και μοναστήρια (που θεωρούνται ότι απέχουν από τον κόσμο); Μόνον κάποιοι ελάχιστοι ερημίτες θα μπορούσαν να πουν ότι δεν ωφελούνται σε τίποτα από τον κόσμο. Αλλά και αυτοί γεννήθηκαν από κάποιους γονείς και μεγάλωσαν σε κάποια κοινωνία που τους έμαθαν βασικά πράγματα για να μπορούν να επιβιώσουν ως ερημίτες, και μάλιστα διδάχτηκαν γραφή και ανάγνωση και μπόρεσαν να μάθουν τις Γραφές. Αυτονόητα θα πει κάποιος, αλλά όταν μιλάμε για περιφρόνηση των επίγειων, του κόσμου, γιατί δε θυμόμαστε εμείς οι «πνευματικοί» που δε θέλουμε καμία σχέση με τον κόσμο, πόσα μας έχει προσφέρει ο κόσμος αυτός που τόσο τον υποτιμούμε; Μήπως έχουμε μεγάλη πνευματική υπερηφάνεια; Αν η ταπεινοφροσύνη έχει να κάνει με την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση της προσφοράς των άλλων και την μη περιφρόνησή τους, τότε σίγουρα έχουμε διδαχτεί από τα κείμενα αγίων και ασκητών πώς να είμαστε πνευματικά υπερήφανοι. Τότε πώς θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας που ζουν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο με τέτοιες συμβουλές, να απέχουν από τα γήινα και τα εγκόσμια, χωρίς να κάνουμε διάκριση των καλών πραγμάτων και ιδιοτήτων που υπάρχουν στον κόσμο; Έστω κι αν οι άνθρωποι είναι άθεοι, ειδωλολάτρες, αλλόθρησκοι, αιρετικοί, δεν έχουν τίποτα καλό να μας προσφέρουν, κάποιο καλό παράδειγμα, κάποια αρετή προς μίμηση, είναι όλοι και όλα για τα σκουπίδια; Δυστυχώς όλα τα χριστιανικά δόγματα και σήμερα αλλά και παλαιότερα εμφορούνται από έναν τέτοιον τρόπο σκέψης, και φυσικά είναι επόμενο να οδηγούν σε γκετοποίηση τους πιστούς, ακόμα και αν αυτοί αποτελούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ο περιθωριακός τρόπος που αισθάνονται τα πράγματα και ο εχθρικός τρόπος απέναντι σε ιδεολογίες και φιλοσοφίες και αγώνες των κοσμικών (όπου δεν βλέπουν τίποτα καλό) περνάει ως κληρονομιά από τη μια γενιά στην άλλη. Μου κάνει πολύ εντύπωση η επιπόλαιη χρήση περικοπών της Κ. Διαθήκης στα κηρύγματα και τις συζητήσεις πιστών, όπου όλα όσα αναφέρονται στην αποχή από τον κόσμο (ενώ τα συμφραζόμενα μιλούν για αποχή από αμαρτίες και αδικίες του κόσμου) εφαρμόζονται και για όλες τις καλές καταστάσεις του κόσμου: αγώνες κοινωνικοί και εθνικοί, φιλανθρωπικοί και οικολογικοί, από ανθρώπους που δεν είναι Χριστιανοί ή έστω θρησκευόμενοι, εκμηδενίζονται και απαξιώνονται, για να μην πούμε ότι πολλές φορές συκοφαντούνται ότι γίνονται από κακά κίνητρα. Κι όμως βλέπουμε νέους ανθρώπους από τη Δύση να ρισκάρουν την υγεία και τη ζωή τους για να προσφέρουν μια ακτίνα ανακούφισης σε δύστυχους του Τρίτου Κόσμου (είτε ως γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι, τεχνικοί, είτε φυλακιζόμενοι επειδή διαμαρτύρονται για τη στέρηση στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων σε χώρες σκληρής και απάνθρωπης τυραννίας).

Δεν είναι παραδείγματα αυτά για Χριστιανούς νέους και νέες; Ή μήπως τα μόνα παραδείγματα-πρότυπα ζωής που έχουν να προσφέρουν, οι μεν Διαμαρτυρόμενοι είναι οι ιεραπόστολοι που απλώς κηρύττουν το Ευαγγέλιο στον Τρίτο Κόσμο αδιαφορώντας τελείως για τα φρικτά που συμβαίνουν εκεί, οι δε Ορθόδοξοι έχουν να προβάλλουν τους ερημίτες πνευματικούς πατέρες που εγκατέλειψαν οικογένειες, εργασίες και πανεπιστήμια και αφιερώθηκαν στη θέα του άκτιστου φωτός με σκοπό τη θέωση; Δυστυχώς τέτοια υπήρξαν και εμένα επί πολλά χρόνια τα πρότυπα μου, μέχρις ότου άρχισα να διερωτώμαι: τι διακινδυνεύουν οι μοναχοί και οι ερημίτες πνευματικοί, όπως διακινδυνεύουν αυτοί που διαμαρτύρονται για τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και την εκμετάλλευση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και κινδυνεύουν να τους εξαφανίσουν σε ανήλια κελιά, αφού πρώτα βασανιστούν απίστευτα; Τι τους στενοχωρεί όσο αυτούς τους ανθρωπιστές που βλέπουν πληγιασμένους και λεπρούς και ανάπηρους κάθε μέρα και ρισκάρουν να κολλήσουν ΑΙDS και άλλες θανατηφόρες ασθένειες; Αισθάνομαι πολλές φορές πως είναι η αποφυγή ευθυνών και βασάνων, η δειλία και ο φόβος που μας σπρώχνουν μακριά από τα βάσανα του κόσμου, και όχι η πνευματικότητα και η επιθυμία μας για ένωση με τον Θεό. Ο Μωυσής και όλοι οι Προφήτες στην Π. Διαθήκη, όποτε είχαν εμπειρία του ζωντανού Θεού, είχαν ταυτόχρονα όχι μόνο τη δύναμη, την αγάπη και το φως να τους πλημμυρίζει, αλλά και λόγο προσωπικό από έναν προσωπικό Θεό δικαιοσύνης, που θύμωνε με το κακό και έδινε οδηγίες-εντολές για διοίκηση και κατεύθυνση που έπρεπε να έχει όλος ο λαός Του. Ποτέ δεν αποσύρονταν για να ζήσουν όλη τους τη ζωή σε βαθειά απομόνωση και μυστική ενατένιση. Αυτό άρχισε από τους ερημίτες μοναχούς της Αιγύπτου του 4ου αιώνα, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει στα παιδικά τους χρόνια μέσα σ’ ένα νεοπλατωνικό-γνωστικό περιβάλλον όπου θαύμαζαν το πνεύμα και περιφρονούσαν την ύλη, λαχταρούσαν τον Ουρανό και απεχθάνονταν τη γη, στενοχωριούνταν που ήταν ακόμη άνθρωποι και όχι ουράνιοι θεοί ... Είναι καιρός η εμπειρία μας με τον Θεό να αλλάξει: να ζητήσουμε από τον Θεό οδηγία και προφητική αποκάλυψη για τα κακά του κόσμου, για τη ζωή που πρέπει να ζήσουμε και για την πορεία της ανθρωπότητας (άσχετο αν μας ακούσουν ή αν το τέλος είναι κοντά).


Μιχάλης Κατρίτσης