Θα αρχίσουμε ξεκαθαρίζοντας τις έννοιες: «Χριστιανικός Οικουμενισμός» είναι ένα κίνημα θεολόγων και κληρικών για το διάλογο και γνωριμία μεταξύ των Χριστιανικών Ομολογιών σε πρώτη φάση (και μεταξύ των 3 μονοθεϊστικών θρησκειών σε δεύτερη φάση) με σκοπό τον τερματισμό των θρησκευτικών διακρίσεων, συγκρούσεων, πολέμων, μισαλλοδοξιών, και την τελική επίτευξη ειρηνικής συνύπαρξης όλων των δογμάτων και θρησκειών. Στόχος δεν είναι η συνένωση κι αφομοίωση σε μία παγκόσμια κοινή θρησκεία, αλλά η διατήρηση της ταυτότητας κάθε ομολογίας με σεβασμό προς την άλλη.
Δεν πρέπει να συγχέουμε τον Χριστιανικό Οικουμενισμό με τον Οικουμενισμό του Κινήματος της Νέας Εποχής, που παλαιότερα εκπροσωπείτο από τον Οικουμενισμό του Τεκτονισμού (Μασονίας), που πράγματι έχει σαν δηλωμένο σκοπό να δημιουργήσει μία παγκόσμια κοινή θρησκεία. Μια τέτοιου είδους προσπάθεια προσπαθεί να συνενώσει τα εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά στοιχεία από όλες τις θρησκείες και να φτιάξει μία κοινή πανθεϊστική θρησκεία. Με μια τέτοια επιδίωξη ο Χριστιανικός Οικουμενισμός δεν μπορεί να έχει καμία σχέση, όπως θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια, γιατί ξεκινάει από τελείως διαφορετικό προβληματισμό και από τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, όπως εκείνους των εσωτεριστών αποκρυφιστών δασκάλων της Νέας Εποχής και των Ινδουιστικών και Βουδιστικών θρησκειών.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τις αιτίες δημιουργίας του Χριστιανικού Οικουμενισμού, θα αφηγηθώ μερικά στοιχεία από την προσωπική μου χριστιανική στάση απέναντι σε άλλα δόγματα και θρησκείες και ειδικότερα απέναντι στον Χριστιανικό Οικουμενισμό.
Προσωπικά, πριν είκοσι πέντε χρόνια, ξεκίνησα, διαβάζοντας πολλά συνωμοσιολογικά βιβλία, με αυτήν τη στάση του φόβου πως ο Οικουμενισμός θα οδηγήσει στην παγκόσμια θρησκεία, που όχι μόνο θα καταργήσει τις υπάρχουσες θρησκείες, αλλά και θα προετοιμάσει το έδαφος για μια κοινή θρησκεία ψεύδους που θα έχει έναν κοινό Θεό, αόριστο και γενικό, όχι της Βίβλου και της ιουδαίο-χριστιανικής παράδοσης, αλλά μάλλον έναν πανθεϊστικού τύπου Θεό της Νέας Εποχής, που θα επιβληθεί από τον παγκόσμιο δικτάτορα, τον Αντίχριστο. Ο φόβος αυτός και ο κίνδυνος είναι βάσιμος, γιατί υπάρχουν τέτοιες σαφείς διακηρύξεις και σχέδια της Νέας Εποχής για κατάργηση όλων των θρησκειών και δημιουργία μία κοινής παγκόσμιας θρησκείας. Πριν όμως φτάσουμε να αναλογιζόμαστε το μέλλον των θρησκειών, δε θα έπρεπε να γνωρίζουμε το παρελθόν τους; Και όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν, δεν εννοούμε τι πίστευαν θεολογικά και πώς άλλαξαν από θρησκευτική άποψη, αλλά πώς έζησαν και συμπεριφέρθηκαν μέσα στις κοινωνίες που υπήρξαν, δηλαδή πως πορεύθηκαν από ιστορική και κοινωνική άποψη – και πώς φτάνουν να επηρεάζουν άτομα και κοινωνίες και έθνη σήμερα. Για οποιοδήποτε ζήτημα του μέλλοντος, πρέπει να ξεκινάμε από το παρελθόν, να συνεχίζουμε με το παρόν, και να καταλήγουμε στο μέλλον. Δεν μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις για την εξέλιξη των παγκόσμιων θρησκειών στο μέλλον, αγνοώντας το παρελθόν και το παρόν τους.
Δυστυχώς, οι περισσότεροι Χριστιανοί, ακόμη και οι πιο μορφωμένοι θεολογικά, δεν διαθέτουν ιστορική γνώση, ή και αν διαθέτουν δεν τη συσχετίζουν με το δόγμα τους, ή βλέπουν την ιστορία παραμορφωμένα μέσα από το πρίσμα του δόγματός τους. Κάπως έτσι, σκεφτόμουν και εγώ, που αν και είχα ιδιαίτερη αγάπη για την Ιστορία από μικρός, και είχα αρκετές γνώσεις, αδιαφορούσα για το παρελθόν δογμάτων και θρησκειών, τα πρώτα χρόνια της χριστιανικής μου πορείας. Αργότερα όμως, μέσα από την έρευνα μου για την ιστορία του Χριστιανισμού, ήρθα σε επαφή με μια φρικτή πραγματικότητα: μίσος θεολογικό και αφορισμός με τις χειρότερες κατάρες των θεωρούμενων «αιρετικών», μίσος απύθμενο και τυφλό, εκ μέρους αξιοσέβαστων εκκλησιαστικών συγγραφέων, που πολλοί από αυτούς θεωρούνται «Πατέρες» των εκκλησιών, μίσος που πήγαζε από υπέρμετρη δογματική υπερηφάνεια (αυτό που η κοινωνιολογία θα ονόμαζε συλλογική ιδεολογική αλαζονεία) – που κάνει έναν πολύ ταπεινό άνθρωπο του Θεού, να μετατρέπεται σε θηρίο όταν πρόκειται να υπερασπίσει την «πίστη» του (τη θρησκευτική ιδεολογία του). Ένας τέτοιος, άγιος κατά τα άλλα άνθρωπος, θεωρεί ότι προσφέρει υπηρεσία στον Θεό όταν σκοτώνει – λεκτικά ή κυριολεκτικά – τους αιρετικούς, αποστάτες, ετερόδοξους, αλλόθρησκους, όπως είπε πολύ χαρακτηριστικά ο Ιησούς Χριστός «θα σας φονεύουν νομίζοντας πως προσφέρουν υπηρεσία στον Θεό». Δεν χρειάζεται βαθειά γνώση της Ιστορίας του Χριστιανισμού, αρκεί να θυμηθούμε πως οι Ορθόδοξοι Πατέρες υποκίνησαν τους διωγμούς των Αρειανών με τη βοήθεια των Αυτοκρατόρων, ή ξεσήκωναν με τα πύρινα κηρύγματά τους τούς όχλους, που στη συνέχεια έκαιγαν και σκότωναν τους αιρετικούς (Παυλικιανούς, Βογόμιλους), τους Ιουδαίους, κλπ. Για τους Καθολικούς Πατέρες και Αγίους δεν έχουμε να πούμε πολλά, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι άγιοι σαν τον Ακινάτη, Δομήνικο δημιούργησαν τις τερατογενέσεις, όπως την περιβόητη Ιερά Εξέταση, τις σφαγές των Σταυροφοριών (που αφάνιζαν συνοικίες ολόκληρες Εβραίων και πόλεις ολόκληρες Αλβιγέσιων Χριστιανών). Και για να μην κατηγορούμε συνεχώς τους Καθολικούς, πρέπει να αναφέρουμε πως και στο Ορθόδοξο Βυζάντιο υπήρχε Ιερά Εξέταση που βασάνιζε και θανάτωνε αιρετικούς, αν και ηπιότερης μορφής από την Καθολική, και περισσότερο Κρατικής μορφής παρά εκκλησιαστικής.
Οι «Πατέρες» της Διαμαρτύρησης, Λούθηρος, Καλβίνος, Ζβίγγλιος, δεν υστερούν σε τίποτα των Καθολικών θεολόγων υπέρμαχων της πυράς των αντιφρονούντων: ο Καλβίνος έκαψε «αιρετικούς» όπως τον αντιτριαδικό Σερβέτο, ο Ζβίγγλιος έπνιξε στη λίμνη τους Αναβαπτιστές, και ο Λούθηρος πρότρεπε με τα γραπτά του τους Γερμανούς ηγεμόνες να φυλακίζουν τους αιρετικούς, να εκτελούν τους επαναστάτες χωρικούς και να απελαύνουν όλους τους Εβραίους. Η Διαμαρτυρόμενη Εκκλησία της Αγγλίας φυλάκιζε κάτω από φρικτές συνθήκες καθέναν που θεωρούσε αιρετικό (ακόμη και χριστιανούς που η μόνη διαφορά τους από την επίσημη εκκλησία ήταν ότι ήθελαν εκκλησία μη κρατική, που να αποτελείται μόνον από τους πιστούς σε κάθε τοπική κοινωνία και όχι από όλη την κοινωνία υποχρεωτικά). Τί να πούμε για το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό μεταξύ Διαμαρτυρόμενων και Καθολικών Χριστιανών; Τριακονταετής Πόλεμος, Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, κάψιμο στην πυρά ακόμα και των ξεθαμμένων οστών των αντιφρονούντων… Μίσος και πόλεμοι μεταξύ Ορθοδόξων-Καθολικών, Ορθοδόξων-Μονοφυσιτών, Αρμένιων, Νεστοριανών.
Και όλα αυτά εκτός από το μίσος μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Γι’ αυτό το μίσος, τη θεολογική καταδίκη στην κόλαση του ενός από τον άλλο, την εκπροσώπηση του Σατανά του ενός απέναντι στον άλλο, ο απλός άνθρωπος νοιώθει τέτοια φρίκη και αηδία, και εμετικές τάσεις όταν τα διαβάζει, που παθαίνει ισχυρό ψυχολογικό και πνευματικό σοκ. Και όταν λέμε πνευματικό σοκ, εννοούμε, ότι μπορείς να χάσεις και την πίστη σου στον Χριστό ή και στον Θεό γενικότερα. Έτσι, τον 16ο και 17ο αιώνα, πολλοί μορφωμένοι απογοητευμένοι κατέληξαν στον αθεϊσμό, αλλά και εγώ προσωπικά κινδύνεψα να χάσω την πίστη μου, παρ’ όλες τις υπερφυσικές εμπειρίες προσωπικές και συλλογικές, με τον Θεό που με διαβεβαίωναν για την ύπαρξή του. Οι περισσότεροι Χριστιανοί, συνειδητοί ή μη, αρκούνται στη γνώση της Αγίας Γραφής και της εκκλησιαστικής τους παράδοσης, και ακόμη και οι θεολόγοι δεν διδάσκονται αυτές τις ιστορικές πραγματικότητες, και όταν τις ακούν από κατήγορους της θρησκείας, αντί να ζητήσουν συγγνώμη, προσπαθούν να διαψεύσουν ή να ωραιοποιήσουν ή να δικαιολογήσουν. Λαμπρό παράδειγμα και εξαίρεση σ’ αυτό είναι η σύγχρονη Καθολική Εκκλησία (ιδιαίτερα μετά τη Β' Σύνοδο του Βατικανού) που συνεχώς μετανοεί και συμφιλιώνεται με αυτούς που έβλαψε στο παρελθόν, Χριστιανούς Διαμαρτυρόμενους, Ιουδαίους, Μουσουλμάνους, Ινδιάνους, κλπ.)
Αργότερα, στην έρευνά μου για τις ρίζες του Χριστιανισμού, ήρθα σε επαφή με την εβραϊκότητα του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, και της Κ. Διαθήκης, και κατά συνέπεια με την μετά-αποστολική πορεία της Εκκλησίας αποκοπής από τις ιουδαϊκές ρίζες, που την οδήγησε (όπως προειδοποίησε ο Απόστολος Παύλος) στην υπεροψία έναντι του εβραϊκού λαού, στη συνέχεια στο μίσος, και τέλος στον κάθε μορφής διωγμό (Ιερά Εξέταση, γκέτο, συκοφαντίες, απελάσεις, φυλακίσεις, μέχρι και ανηλεείς σφαγές) που φτάνει μέχρι τον αιώνα μας στη Τσαρική Ορθόδοξη Ρωσία με τα αιματηρά πογκρόμ των Ρώσο-Εβραίων. Ο αντισημιτισμός του Χριστιανισμού, υπήρξε και μία πηγή έμπνευσης για τους μη-χριστιανούς ρατσιστές αντισημίτες του 19ου και 20ου αιώνα, όπως για παράδειγμα ο Χίτλερ, που χρησιμοποιούσε το αντισημιτικό δηλητήριο του Λούθηρου για να δικαιολογήσει τις αρρωστημένες εμμονές του εναντίον των Εβραίων.
Αυτή η ιστορική αναδρομή δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει - όπως έκανε και σε μένα - θλίψη, απογοήτευση, απορία, σοκ. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν σκέφτηκα αρχικά, και σίγουρα ο καθένας που τα ακούει για πρώτη φορά κάνει αυτή τη σκέψη.
Αλλά να που στη δεκαετία του ’90 έλαβαν χώρα γεγονότα, και ήρθαν στην αντίληψη μου πληροφορίες για το παρόν, που μου έδειξαν ότι κάτω από ορισμένες περιστάσεις τα θρησκευτικά μίση και πόλεμοι μπορούν εύκολα να αναπαραχθούν: πόλεμος Βοσνίας, όπου πρώην γείτονες και φίλοι σκότωναν ο ένας τον άλλο γιατί ήταν Μουσουλμάνος ή Ορθόδοξος ή Καθολικός (φανταστείτε ότι στα τέλη του 20ου αιώνα, σε μία Ευρωπαϊκή χώρα, με πολίτες μορφωμένους και μάλιστα με άθρησκη και άθεη παιδεία, φούντωσε τόσο πολύ η εθνικιστική και θρησκευτική υπερηφάνεια που άρχισαν να πολεμούν Ορθόδοξοι με Καθολικούς!) Τι να πούμε για τη Β. Ιρλανδία, μια άλλη σύγχρονη Ευρωπαϊκή χώρα, όπου συνεχίζει το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός Καθολικών-Διαμαρτυρόμενων… Να μιλήσουμε για τους πολέμους μεταξύ Χριστιανών της Αφρικής με Μουσουλμάνους; Στη Νιγηρία, Προτεστάντες Χριστιανοί πολεμούν με Μουσουλμάνους, ενώ στην Αιθιοπία, Ορθόδοξοι (Κόπτες) πολεμούν με Μουσουλμάνους της Ερυθραίας. Στο Σουδάν οι Μουσουλμάνοι του βορρά σφαγιάζουν τους Χριστιανούς του νότου.
Για τη Μ. Ανατολή δεν χρειάζεται να πούμε σχεδόν τίποτα γιατί ακούμε καθημερινά τις βιαιότητες μεταξύ Μουσουλμάνων-Ισραηλινών. Οι Παλαιστίνιοι από εθνικό απελευθερωτικό κίνημα έχουν μετατραπεί σε εντελώς ισλαμικό (π.χ. η επικράτηση της ισλαμικής οργάνωσης Χαμάς έναντι της αριστερής/πατριωτικής PLO) και έτσι ο πόλεμος έχει γίνει πρώτιστα θρησκευτικός: Ισλάμ εναντίον Ιουδαϊσμού. Φυσικά σε όλη την Ασία (από Αίγυπτο μέχρι Πακιστάν) δεν έχουν πάψει ποτέ το μίσος και οι διαμάχες μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών. Και αν πάμε λίγο πιο ανατολικά θα φρίξουμε με τις αγριότητες που γίνονται μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών στην Ινδία, που δεν ακούγονται συχνά στις ειδήσεις. Στο σημείο αυτό, μιας και μιλάμε για Μουσουλμάνους, πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε μία εύκολη και βολική απλούστευση που κάνουμε ως Δυτικοί Χριστιανοί: ότι πρόκειται για μία άγρια και πολεμική θρησκεία και άρα αυτά είναι αναμενόμενα. Αλλά δεν είναι τόσο απλό το φαινόμενο του θρησκευτικού μίσους, αφού και ο Ινδουισμός, που υποτίθεται πως είναι ειρηνική θρησκεία, έχει φανατικούς πολεμιστές σήμερα στην Ινδία, που θέλουν να εξαφανίσουν τους Μουσουλμάνους ακόμη και με πυρηνικά όπλα. Και επίσης πολλοί δεν γνωρίζουν ότι γίνονται εδώ και πολλά χρόνια μάχες στην Κεϋλάνη μεταξύ των Βουδιστών και των Ινδουιστών (άλλο παράδειγμα ειρηνικών θρησκειών που ωθούν σε πόλεμο). Ή μήπως δεν είναι πολλές Ευαγγελικές Εκκλησίες στην Αμερική που σπρώχνουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε πόλεμο εναντίον του Ισλάμ και προσεύχονται για τη νίκη των Χριστιανικών Δυνάμεων (επαναλαμβάνοντας ακόμη μία φορά τις Σταυροφορίες εναντίον των απίστων Μουσουλμάνων). Πού είναι η ειρηνική θρησκεία του Χριστιανισμού; Μήπως είναι μόνο στα κηρύγματα και στα βιβλία, και όταν απογοητευτούμε από την άρνηση των Μουσουλμάνων απέναντι στο Ευαγγέλιο, αρχίζουμε και στέλνουμε βομβαρδιστικά αεροπλάνα να ανοίξουν τον δρόμο;
Έχοντας όλη αυτήν την Ιστορία υπόψη μας, δηλαδή την πραγματικότητα του παρελθόντος και του παρόντος (ιδιαίτερα του παρόντος, καθώς δεν πίστευα ότι μπορεί να διαιωνίζονται τα θρησκευτικά μίση μέχρι του σημείου του πολέμου) κατέληξα στο συμπέρασμα (μετά από περίοδο μετάνοιας και πένθους γι’ αυτήν την οικτρή κατάσταση) ότι η ρίζα του μίσους είναι η υπερηφάνεια της δογματικής πίστης, η συλλογική και πιο ύπουλη μορφή υπερηφάνειας, που οι συνήθεις διδασκαλίες αγιασμού και βίοι αγίων αγνοούν, ή και επαινούν ως ζήλο. Επίσης αποφάσισα να μην καταφερθώ ξανά ποτέ εναντίον κανενός δόγματος όσο και αιρετικού να είναι, γιατί φοβάμαι μήπως με κάποιο τρόπο τα λόγια μου συμβάλλουν σε κάποια μορφή ανθρωποκτονίας. Έτσι έγινε και στο παρελθόν: κάποιος άγιος κήρυξε μια φορά ή έγραψε μια επιστολή καταδικάζοντας με τα μελανότερα χρώματα κάποια αντίπαλη θρησκευτική ομάδα. Χρόνια, ή και αιώνες αργότερα, κάποιοι άλλοι φανατικοί, χρησιμοποίησαν τα λόγια για να εκτελέσουν αποτρόπαια εγκλήματα…
Όποιος γνωρίσει την Ιστορία δεν μπορεί παρά να έρθει σε μετάνοια για το παρελθόν, προσοχή και σύνεση για το παρόν, και κυρίως μια διάθεση συμφιλίωσης και αποκατάστασης που αναπόφευκτα ακολουθεί την ειλικρινή μετάνοια. Αυτό που έχει σημασία για τη σχέση μας με μία θρησκευτική ομάδα δεν είναι αν είναι πλάνη ή αλήθεια, αλλά αν εμείς προξενούμε κακό και αμαρτάνουμε εναντίον της με τα λόγια ή τις πράξεις μας. Προσέξτε: δεν έχει σημασία για τη σχέση μας (όχι για την πίστη μας) το τι πιστεύουμε. Και βέβαια πρέπει να είμαστε απόλυτοι σε αυτό που πιστεύουμε (αφού πρώτα έχουμε ερευνήσει όσο μπορούμε καλύτερα, πριν γίνουμε απόλυτοι και έχουμε ζητήσει την οδηγία του Θεού).
Όμως η ορθή πίστη μας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας γεμίζει με μίσος, υπερηφάνεια, και υπεροψία απέναντι στην ομάδα με τη λανθασμένη πίστη. Το αντίθετο, η ευγένεια και ο σεβασμός που συνοδεύουν την αληθινή αγάπη, πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της στάσης μας απέναντι σε κάθε πίστη που θεωρούμε αίρεση ή ακόμη και δαιμονική θρησκεία (ειδωλολατρική). Ας μιμηθούμε τον Απόστολο Παύλο στη γεμάτη είδωλα πόλη των Αθηνών που παροξυνόταν στο πνεύμα του για την ειδωλολατρία, αλλά μίλησε με ευγένεια: «θεωρούσα τα σεβάσματά σας...» και με πόνο ψυχής κάλεσε τους ειδωλολάτρες να ακούσουν το μήνυμα του μονοθεϊσμού και της ανάστασης. Πόσο μάλλον, ως Χριστιανοί, όταν έχουμε να κάνουμε με πιστούς μονοθεϊστικών θρησκειών, όπως οι Εβραίοι ή οι Μουσουλμάνοι, ακόμα δε περισσότερο με Χριστιανούς άλλων δογμάτων, που πρέπει να τους βλέπουμε ως αδελφούς εν Χριστώ (γιατί πέρα από τις όποιες πλάνες τους έχουμε συγγένεια μέσω του Ιησού Χριστού).
Καλά ως εδώ, αλλά τι γίνεται με τη σύγχρονη κίνηση του Χριστιανικού Οικουμενισμού, στις διάφορες μορφές της, πιο γνωστή από τις οποίες είναι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών;
Όπως ανέφερα για την προσωπική μου αλλαγή στάσης, μέσω της Ιστορίας, απέναντι σε δόγματα και θρησκείες που θεωρώ αιρέσεις και πλάνες, αλλά έμαθα να σέβομαι, και να μετανοώ για τις πληγές που προκάλεσε η θρησκεία μου, ο Χριστιανισμός, σ’ αυτούς, και να προσπαθώ να επανορθώσω όσο είναι δυνατόν, ανάλογα συνέβη και με πολλούς άλλους ειλικρινείς Χριστιανούς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο πολύ γνωστός για το μαρτύριό του επί Ναζισμού, ποιμένας Dietrich Bonhoeffer της Γερμανικής Λουθηρανικής Εκκλησίας, ο οποίος από τη δεκαετία του 1920 υπήρξε από τους πρωτεργάτες για την ενότητα και τον διάλογο μεταξύ των Διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών και μεταξύ Διαμαρτυρόμενων και Καθολικών και Ορθοδόξων. Ο Bonhoeffer, ήταν ένας πολύ μορφωμένος Χριστιανός της εποχής του, που έφερε το φορτίο του αίματος και της αδελφοκτονίας μέσα από την εκκλησιαστική ιστορία, που γνώριζε πολύ καλά, και έτσι παρακινήθηκε και συμμετείχε στην οργάνωση μιας κοινωνίας μεταξύ Εκκλησιών που αποτέλεσε πρόδρομο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Παρόμοιες κινήσεις άρχισαν και από πολλούς ειλικρινείς Καθολικούς ιερείς, μοναχούς και μοναχές, και ολόκληρα μοναχικά τάγματα αφιερώθηκαν σ’ αυτόν τον σκοπό, την ενότητα και τη συμφιλίωση πρώτα μεταξύ των Χριστιανών, Ορθόδοξων, Καθολικών και Διαμαρτυρόμενων. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Καθολικοί, συγκλονισμένοι από το Ολοκαύτωμα των 6.000.000 Εβραίων από τους Ναζί (στο οποίο είχε βοηθήσει έμμεσα και ο προϋπάρχων αντισημιτισμός, που είχε καλλιεργηθεί στις λαϊκές μάζες από τις Εκκλησίες), πίεσαν στη Β' Σύνοδο του Βατικανού (1960-1964) να κάνει ιστορικής σημασίας διακηρύξεις σχετικά με την επανόρθωση των σχέσεων της Εκκλησίας με τον Ιουδαϊσμό (καθώς και με τις Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες και το Ισλάμ). Η στάση αυτή της Καθολικής Εκκλησίας, πρέπει να είναι πολύ αξιέπαινη και αξιομίμητη από τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες, και όχι όπως πολλές φορές συμβαίνει, από άγνοια και προκατάληψη, να συκοφαντείται ότι πρόκειται για ύπουλο σχέδιο άλωσης των θρησκειών από το Βατικανό. Προσωπικά έχω εκπλαγεί από τον πόνο και το βάρος της θλίψης που έχουν πολλοί υψηλόβαθμοι Καθολικοί θεολόγοι, επίσκοποι, καρδινάλιοι, ακόμη και Πάπες των τελευταίων δεκαετιών (όπως ο εκλιπών Ιωάννης Παύλος στις εγκυκλίους υπέρ των Εβραίων, τους οποίους είχε συμπονέσει από την εποχή του Ναζισμού στην Πολωνία, όταν είχε διασώσει πολλούς), καθώς και από τη γενναιότητα που τους διακρίνει να ομολογούν τα εγκλήματα της Εκκλησίας τους. Παρόμοια στάση ομολογίας ενοχής και μετάνοιας, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό έχουν δείξει κάποιες από τις μεγάλες Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες (Λουθηρανική, Πρεσβυτεριανή, Αγγλικανική). Αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα το ότι οι εκπρόσωποι των Εκκλησιών που προάγουν την ενότητα, συμφιλίωση και συνεργασία, δεν κινούνται από κάποια ύπουλα, συνωμοτικά σχέδια για παγκόσμια θρησκεία, αλλά από διάθεση επανόρθωσης για το αιματηρό παρελθόν των εκκλησιών τους και από αγωνία να σταματήσουν οι θρησκευτικές συγκρούσεις και εχθρότητες που συνεχίζουν να μαίνονται στον πλανήτη μας.
Σ’ αυτό το κίνημα μετάνοιας και συμφιλίωσης, δύο μεγάλες κατηγορίες Χριστιανών φαίνονται να υστερούν, ή καλύτερα θα λέγαμε να αντιστέκονται: οι φονταμενταλιστές Προτεστάντες (και οι αποκαλούμενοι Μάρτυρες του Ιεχωβά), και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Έλληνες, Ρώσοι, Σέρβοι). Όλοι αυτοί, στους οποίους κάποτε ανήκα και εγώ, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά στη στάση τους εναντίον του Χριστιανικού Οικουμενισμού: πρώτον την άγνοια της Ιστορίας και δεύτερον την άρνηση της συμμετοχής και ευθύνης στα αμαρτήματα του παρελθόντος. Η πρώτη κατηγορία Χριστιανών, επειδή είναι σχετικά πρόσφατο πνευματικό δημιούργημα, ακόμη και αν τους αναφερθεί το τραγικό παρελθόν της Εκκλησίας, που συνήθως παντελώς αγνοούν, θυμώνουν και εξοργίζονται τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα τους, και λέγοντας όπως ο Πέτρος «δεν γνωρίζω τον άνθρωπο», δηλαδή δεν έχουμε καμία σχέση με εκείνους τους θεωρούμενους πλανημένους Χριστιανούς του Μεσαίωνα. Αλλά τι έχουν να πουν, ιδιαίτερα οι Ευαγγελικοί, για τους «Πατέρες» τους, όπως ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος; Όπως και οι Ορθόδοξοι, όταν κατηγορηθούν οι Πατέρες για μισαλλοδοξία, αρχίζουν τις μύριες δικαιολογίες: ήταν σκληρές εποχές, όλοι έτσι συνήθιζαν να κάνουν σ’ αυτούς που θεωρούσαν αιρετικούς, το έκαναν από αίσθημα ευθύνης, φόβου για τις πλάνες που θα αλλοίωναν την πίστη και θα έσβηναν την Αλήθεια...
Όμως, όχι! Αυτό που επιβάλλεται να κάνουμε, αν είμαστε ειλικρινείς και γενναίοι, είναι να παραδεχτούμε τις ενοχές μας, να σκύψουμε το κεφάλι ταπεινά και να ζητήσουμε συγγνώμη από όλους όσους βλάψαμε, προσευχόμενοι στον Κύριο Ιησού Χριστό να μας συγχωρήσει, όπως Εκείνος συγχώρεσε και αγάπησε τους σταυρωτές του. Και βέβαια να σταματήσουμε να κατηγορούμε τους αλλόδοξους, να τους συκοφαντούμε και να τους στιγματίζουμε, γιατί η ίδια περιφρόνηση και απέχθεια που έχουμε σήμερα μέσα στην καρδιά μας γι’ αυτούς που πιστεύουμε ότι είναι αιρετικοί, ήταν που γέννησε τις φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις σε παλαιότερες και κοινωνικά σκληρότερες εποχές, και είναι η ίδια που οδηγεί σε θρησκευτικούς πολέμους σήμερα.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουν όλοι οι Χριστιανοί πως είναι τελείως άλλο πράγμα το να πιστεύουμε απόλυτα στο δόγμα μας (κάτι που είναι απαραίτητο) και τελείως άλλο πράγμα να είμαστε υπερήφανοι και αλαζονικοί, επειδή έχουμε την Αλήθεια, και κατά συνέπεια απεχθανόμαστε όλους τους άλλους, θεωρώντας τους όργανα του Διαβόλου που θέλουν να σπείρουν πλάνες και να καταφάνε τα αγνά πρόβατα ως λύκοι. Οι εύκολοι χαρακτηρισμοί «λύκοι με ένδυμα προβάτου», «αιρετικοί, πλάνοι», «όργανα του Σατανά», δεν οδήγησαν τους ανθρώπους στη σωτηρία, αλλά στην πυρά, στη φυλακή, στις εξορίες και στους θρησκευτικούς πολέμους.
Φτάνει πια με τον φόβο των αιρέσεων! Ποιμένες ανήσυχοι για τη σωτηρία των ποιμνίων σας, προσευχηθείτε καλύτερα και αναζητείστε την Αλήθεια, ερευνώντας και μελετώντας όχι μόνο το δικό σας δόγμα, αλλά και τις απόψεις των άλλων, έτσι ώστε να αποδειχτεί αληθινό και γνήσιο και δοκιμασμένο αυτό που πιστεύετε. Και κυρίως, μην αγωνιάτε: θα έρθει μια Ημέρα που η Αλήθεια θα λάμψει, και αυτήν την Ημέρα θα την φέρει ο Θεός και ο Βασιλιάς Χριστός Ιησούς, και όχι εμείς με τα γραπτά μας και τις συκοφαντίες των αιρετικών. Και το πιο σημαντικό: όποιος αναζητάει την Αλήθεια και τη σωτηρία και τη γνώση του Αληθινού Θεού, Εκείνος θα τον ελκύσει προς τον εαυτό Του με κάθε τρόπο, και όχι οι δικές μας ανθρώπινες ανησυχίες και προστασίες από τους πλάνους που φτάνουν μέχρι να ζητάνε βοήθεια από την αστυνομία και τα δικαστήρια (όπως παλαιότερα από τον αυτοκράτορα).
Έχοντας αυτά τα λίγα υπόψη, θα μπορέσουμε ευκολότερα να κατανοήσουμε από ποιες ανάγκες προέκυψε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, οι διαθρησκευτικοί διάλογοι, και ο Χριστιανικός Οικουμενισμός: Προέκυψαν από τη γνώση της Ιστορίας και τη βίωση των δεινών του αιώνα μας (Δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, θρησκευτικές συγκρούσεις στον Τρίτο Κόσμο) και έχουν σαν σκοπό την ειρήνευση και τον τερματισμό της έχθρας, καθώς και την καλλιέργεια ενός κλίματος σεβασμού και ευγένειας – αν όχι αγάπης. Και αυτό είναι κάτι πολύ αναγκαίο, γιατί επιτέλους πρέπει να σταματήσουν όχι μόνον οι θρησκευτικές συγκρούσεις, αλλά και το μίσος που υπάρχει για τον αιρετικό γείτονα, αιρετικό συνάδελφο στη δουλειά μας, ή ακόμη και αιρετικό συγγενή μας, μίσος που συνεχίζει ακόμη και σήμερα, και στην καλύτερη περίπτωση διαλύει ζευγάρια και οικογένειες.
Πέραν αυτού, δεν μπορούμε να βρούμε αποδείξεις για την κατηγορία ότι οι Χριστιανικές Οικουμενικές Κινήσεις εργάζονται βάσει ενός συνωμοτικού σχεδίου για τη δημιουργία παγκόσμιας υπερ-θρησκείας, γιατί όλες οι διακηρύξεις και τα συνέδρια δηλώνουν πως δεν θέλουν την κατάργηση δογμάτων και θρησκειών, αλλά την ειρηνική συνύπαρξη, που έρχεται μέσω της αμοιβαίας κατανόησης και σεβασμού. Ο Χριστιανικός Οικουμενισμός δεν πρέπει να συγχέεται σκόπιμα ή από άγνοια με τον Οικουμενισμό της Νέας Εποχής, ή παλαιότερα τον πρόδρομο της Νέας Εποχής, τον Τεκτονισμό (Μασονία), που στηρίζεται σε θρησκευτικό συγκρητισμό και αποκρυφισμό, και προσπαθεί να αποδείξει ότι όλες οι θρησκείες και τα πιστεύω είναι στην ουσία ίδια, και μάλιστα ίδια με εκείνα του πανθεϊσμού, και κυρίως των ανατολικών θρησκειών.
Πολλοί κληρικοί, σχεδόν όλων των χριστιανικών δογμάτων, ανήκαν σε Τεκτονικές Στοές, ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα, και πίστευαν σε κάποιο είδος κοινής θρησκείας και ίσως εργάζονταν προς αυτό, αλλά η αλήθεια είναι, και αυτό εύκολα κανείς μπορεί να το διαπιστώσει από τα βιβλία και τα περιοδικά του Χριστιανικού Οικουμενισμού, ότι οι πρωτεργάτες του κινήματος αυτού ήταν θεολόγοι και κληρικοί κοινωνικής κατεύθυνσης (και σε μεγάλο μέρος σοσιαλιστικής κατεύθυνσης), δηλαδή Χριστιανοί που δεν είχαν και δεν ήθελαν σχέσεις όχι μόνον με τον αποκρυφισμό (όπως έχουν οι Τέκτονες και η Νέα Εποχή), αλλά ούτε καν και με το υπερφυσικό/θαυματουργικό στοιχείο που υπάρχει στις χριστιανικές παραδόσεις. Ήταν κυρίως φιλελεύθεροι θεολόγοι, και σήμερα πολλοί από αυτούς δεν πιστεύουν στη θεοπνευστία της Αγίας Γραφής – χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι άθεοι, αλλά μόνον ορθολογιστές. Αυτό είναι και το μεγάλο μειονέκτημα της Οικουμενικής Κίνησης, ότι αν και άρχισε προπολεμικά από πιστούς Χριστιανούς σήμερα κυριαρχείται από λιγότερο ένθερμους πιστούς, ίσως και από μη πιστούς κληρικούς που απλά βλέπουν τον Χριστιανισμό μόνο σαν κοινωνικό θεσμό, που μπορεί να συνεισφέρει στην καλυτέρευση του ηθικού χαρακτήρα της ανθρωπότητας, αλλά τίποτα περισσότερο. Προσωπικά δεν μπορώ να ανήκω στον Χριστιανικό Οικουμενισμό γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, την έλλειψη ζωντανής πίστης στο θαυματουργικό χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης και στην Αγία Γραφή. Αλλά εκτιμώ την προσπάθεια που κάνουν αυτοί οι Χριστιανοί για την καλυτέρευση των σχέσεων μεταξύ Χριστιανών καθώς και μεταξύ Χριστιανών-Μουσουλμάνων και Χριστιανών-Εβραίων, και όχι μόνο δεν μπορώ να τη συκοφαντώ, αλλά ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτήν και προσεύχομαι να ευοδωθεί και να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση, και σε συλλογικό εκκλησιαστικό, αλλά και σε ατομικό επίπεδο (επικοινωνίας μεταξύ πιστών διαφορετικών Ομολογιών).
Για τις τελευταίες δύο κατηγορίες σχέσεων έχω να πω τα εξής: Επειδή έχω επικοινωνήσει και ταξιδέψει σε μουσουλμανικούς και εβραϊκούς τόπους, είναι αδύνατος ο διάλογος και η επικοινωνία με τους φανατικούς αυτών των μονοθεϊστικών θρησκειών, ενώ θα έπρεπε να νοιώθουμε πνευματικά συγγενείς, όντας πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ, του Μωυσή και όλων των Προφητών του Ισραήλ. Ο Χριστιανικός Οικουμενισμός μάς ανοίγει ένα δρόμο και δημιουργεί μια γέφυρα πάνω από το χάσμα που υπάρχει ανάμεσά μας, και το οποίο έχει διευρυνθεί μέσα στην Ιστορία από τα κακά που έχουμε επιφέρει ο ένας στον άλλο, και το μίσος που καλλιεργείται.
Πιστεύω πως αν ο Οικουμενισμός αποκτήσει κληρικούς και θεολόγους πιο πιστούς και πιο πνευματικούς (στην υπερφυσική εμπειρία), θα μπορέσει να γίνει ακουστός και από τους φονταμενταλιστές κάθε δόγματος και θρησκείας. Και αυτό γιατί θα αποκτήσει πιο πνευματικά επιχειρήματα, που σήμερα στερείται, βασιζόμενος μόνο στην αγάπη και ειρήνη. Για παράδειγμα θα μπορούσε να τονίσει μέσα από την Αγία Γραφή, το πόσο βαρύ αμάρτημα είναι η αδελφοκτονία και το αθώο χυμένο αίμα, ανθρώπων που καταδικάστηκαν σε θάνατο, επειδή πίστευαν διαφορετικά (άσχετα αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι για τον Θεό) – ενώ ο αυστηρότερος νόμος της θανατικής ποινής, που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, ποτέ δεν καταδίκαζε κάποιον σε θάνατο γι’ αυτό που πίστευε (λάθος ή πλάνη) για οποιοδήποτε θέμα, εκτός από το να καταραστεί ή να βλασφημήσει τον Θεό. Για παράδειγμα: Το αν κάποιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, είναι σε πλάνη, όπως είπε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους, αλλά αυτό δεν τιμωρείται από τον Μωσαϊκό Νόμο, δηλαδή το τι πιστεύουμε για τη μεταθανάτια ζωή, ή και αν δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει καν, ή ότι υπάρχει μετεμψύχωση ή αιώνια ζωή στον ουρανό ή αιώνια ζωή στη γη, ή οτιδήποτε άλλο. Κι όμως, γι’ αυτά τα διαφορετικά πιστεύω Χριστιανοί καταδίκασαν σε θάνατο και φυλάκισαν άλλους Χριστιανούς, και ακόμη και σήμερα μισούμε και δεν μιλάμε ο ένας στον άλλο αν πιστεύει διαφορετικά σε αυτό το θέμα. Ο Μωσαϊκός Νόμος, που οι Χριστιανοί Πατέρες τον θεωρούσαν πολύ σκληρό, δεν καταδίκαζε ανθρώπους για αίρεση, όπως αυτοί έκαναν στη συνέχεια.
Όλα αυτά τα λέμε για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του παραλογισμού και της κακίας που υποκρύπτεται πίσω από τον φανατισμό του θρησκευτικού «ζήλου», και ότι αυτός τελικά πρέπει να εκλείψει χάριν της ειρήνης και της καλής μαρτυρίας που πρέπει να δώσουμε σε έναν άπιστο και άθεο κόσμο, που απογοητευμένος από τη μεταξύ μας εχθρότητα στρέφεται σε μία «πνευματικότητα χωρίς θρησκεία» στη «γνώση χωρίς πίστη», που εύκολα πλασάρει η Νέα Εποχή οδηγώντας στα επικίνδυνα μονοπάτια του αποκρυφισμού και των εσωτεριστικών τεχνικών που απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον κόσμο και την πραγματικότητα. Ή, ακόμα χειρότερα, η απογοήτευση μπορεί να οδηγήσει πολλούς, όπως έκανε και στο παρελθόν, στον πλήρη αθεϊσμό, την ολοκληρωτική άρνηση νοήμονος Δημιουργού και σκοπού στη δημιουργία και στόχου στην προσωπική ζωή, πράγματα που καθιστούν τον σημερινό μοναχικό άνθρωπο αβοήθητο ψυχολογικά και τον οδηγούν σε σεξουαλικά πάθη, αλκοολισμό, ψυχοφάρμακα, ναρκωτικά, και αυτοκτονία. Γνωρίζω και έχω ακούσει πολλές ιστορίες, κυρίως νέων, που απογοητεύτηκαν και σκανδαλίστηκαν, χάνοντας την πίστη τους, εξαιτίας του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας σε μικρό και μεγάλο επίπεδο (πολέμων αλλά και κοινωνικών διακρίσεων, συγγενικών καυγάδων και διαζυγίων, εξαιτίας θρησκευτικών διαφορών) και κατέληξαν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, στα ψυχοφάρμακα ή σε σεξουαλικά πάθη.
Και τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο ο Οικουμενισμός, με την καλλιέργεια ανεκτικότητας και σεβασμού μεταξύ των Ομολογιών και θρησκειών, να διευκολύνει την παγκοσμιοποίηση και τη δημιουργία υπερ-θρησκείας που θα χρησιμοποιηθεί από ένα παγκόσμιο δικτάτορα, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
α) Είναι βεβαίως ενδεχόμενο αυτό, όπως και η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος να χρησιμοποιηθεί από τον Αντίχριστο, αλλά αυτό δεν μας σταματάει από το να χρησιμοποιούμε για καλό σκοπό την επιστήμη, επειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάποτε και για κακό σκοπό.
β) Είναι καλύτερα να φέρουμε την ειρήνη μεταξύ χριστιανικών δογμάτων και μη χριστιανικών θρησκειών, και τον σεβασμό και την ελευθερία λατρείας, παρά να μείνουμε στο μίσος, στον διωγμό (άμεσο και έμμεσο) και τον πόλεμο, γιατί η αλήθεια του Ευαγγελίου. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν έρχεται σίγουρα όσο υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις και ούτε η αλήθεια διατηρείται με τα όπλα, με το μίσος, με τις γραπτές και προφορικές κατηγορίες των αντιπάλων της. Ο Ιησούς, που είπε ότι είναι η Αλήθεια του Θεού, δεν μας έδωσε καθόλου τέτοιο παράδειγμα αντιμετώπισης των αντιφρονούντων, αντίθετα συνομίλησε και βοήθησε και σπλαχνίστηκε και με τους αιρετικούς της ιουδαϊκής πίστης (τους Σαμαρείτες) και με τους αλλόθρησκους ειδωλολάτρες (Ρωμαίους, Συροφοίνισσα), χωρίς να αλλοιώσει την αλήθεια και την πίστη. Δεν κράτησε την αλήθεια με μίσος και αποστροφή των ετεροδόξων, γιατί δε φοβόταν ότι με το να τους αγαπήσει, βοηθήσει και μιλήσει θα χάσει τη ζωντανή σχέση που είχε με τον Πατέρα του: δεν κινδύνευε η πίστη και η ζωή του. Αυτό ακριβώς το παράδειγμα του Κυρίου και Δασκάλου μας πρέπει να μιμηθούμε και εμείς σήμερα: χωρίς φόβο μη χάσουμε την αλήθεια και τη σωτηρία, και χωρίς υπεροψία, μίσος και περιφρόνηση προς τους ετεροδόξους Χριστιανούς ή αλλόδοξους Εβραίους ή Μουσουλμάνους, μπορούμε να μπούμε σε διάλογο ζωής και λόγου, ειρηνικής συνύπαρξης και σεβασμού, εκτίμησης της εικόνας του Θεού που φέρει ο θρησκευόμενος οπαδός της άλλης πίστεως (όσο λάθος κι αν είναι).
Και πρώτα από όλα, πρέπει να έχουμε μετάνοια για το χριστιανικό παρελθόν μας, γιατί όλοι είμαστε μέλη του διαχρονικού σώματος της Εκκλησίας, και αν δεν μετανοήσουμε και θρηνήσουμε για τις αμαρτίες των Πατέρων μας, είτε θα τις επαναλάβουμε, είτε θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε τις κακές συνέπειες του αίματος που έχει χυθεί και είναι ακόμη επάνω μας. Αυτό είναι και το ουσιαστικό μήνυμα του Χριστιανικού Οικουμενισμού: Όχι να μπούμε σε μία οργάνωση που προσπαθεί να οργανώσει μία θρησκευτική ομοσπονδία, αλλά να μπούμε σε ένα κλίμα μετάνοιας, συμφιλίωσης για το χθες, καθώς και αγάπης και ειρήνης για το αύριο, μέχρις ότου έρθει ο Άρχων της Ειρήνης από τον ουρανό, ο Ιησούς, και κάνει την πλήρη και οριστική και σε όλα τα επίπεδα αποκατάσταση, μέχρις ότου φέρει τη Βασιλεία του Θεού στη γη.
Μιχάλης Κατρίτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου