Στα λατινικά, το ρήμα «labo» σημαίνει κάνω σφάλμα, ταλαντεύομαι, πέφτω, χάνομαι. Από το ρήμα αυτό προέρχεται ο «lapsus», αυτός που γλίστρησε, που έπεσε, αυτός που έπεσε σε παράπτωμα.
Ως Lapsi (πληθυντικός αριθμός) χαρακτηρίζονταν, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, οι Χριστιανοί που ξαναγύριζαν στην ειδωλολατρία, εκείνοι που, κατά τη διάρκεια των διωγμών, έδειχναν έλλειψη θάρρους μπροστά στο μαρτύριο και αρνούνταν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, προσφέροντας θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς ή κάνοντας άλλες πράξεις που δήλωναν την αποστασιοποίησή τους από τη λατρεία του Χριστού και την επανένταξή τους στη λατρεία «των πατρώων θεών». Πολλοί από τους Lapsi, στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των πολυάριθμων περιπτώσεων, θύματα των μεγάλων διωγμών περί τα μέσα του 3ου αιώνα, δεν επέστρεψαν στην ειδωλολατρία από πεποίθηση. Απλά, δεν είχαν το θάρρος να μείνουν ακλόνητοι στην πίστη του Χριστού, όταν η απειλή της εξορίας, των καταναγκαστικών έργων και αυτού ακόμα του θανάτου κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνη τη στιγμή η μοναδική επιθυμία τους ήταν να ξεφύγουν από την επικείμενη τιμωρία. Εξαναγκάζονταν λοιπόν να εκτελέσουν μια τελετουργική πράξη, δηλωτική εξωτερικά της αποστασιοποίησής τους από τον Χριστιανισμό, για να σώσουν την ιδιοκτησία, την ελευθερία και τη ζωή τους. Η υποχρέωση της ομολογίας της πίστης στον Χριστό, μέσα σε οποιαδήποτε περίσταση, και της αποφυγής κάθε πράξης άρνησης της πίστης προς Αυτόν είχε καθιερωθεί σταθερά στην εκκλησία από τους αποστολικούς ήδη χρόνους. Στην πρώτη του επιστολή (1:6-7 και 4:16-17), ο Απόστολος Πέτρος προτρέπει τους πιστούς να παραμείνουν ακλόνητοι μέσα στις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Στην επιστολή του προς τον Τραϊανό, ο Πλίνιος γράφει, ότι εκείνοι που είναι αληθινοί Χριστιανοί, δεν θα προσφέρουν ποτέ οποιαδήποτε θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς, ούτε θα εκστομίσουν ύβρη εναντίον του Χριστού. Όμως, μαθαίνουμε από τον «Ποιμένα του Ερμά» και από άλλες αφηγήσεις διώξεων και μαρτυριών, μερικοί Χριστιανοί, μετά το 2ο αιώνα, έδειξαν έλλειψη σθένους και εξέπεσαν της πίστης.
Η τιμωρία των Χριστιανών, με τη λήψη εναντίον τους μέτρων αστικής και ποινικής φύσης, όπως συνεπάγεται από το διάταγμα του Τραϊανού, το οποίο μας μεταφέρει ο Πλίνιος, είχε στόχο να οδηγηθούν αυτοί στην αποστασία. Όσοι Χριστιανοί εκτελούσαν θρησκευτικές πράξεις σύμφωνα με το ειδωλολατρικό λατρευτικό τυπικό, κηρύσσονταν αθώοι. Σ’ αυτούς που έμεναν ακλόνητοι, επιβάλλονταν σκληρές τιμωρίες. Στο «Μαρτύριο του Αγίου Πολύκαρπου»,[1] διαβάζουμε για κάποιον Κουίντο από τη Φρυγία, ο οποίος με τη θέλησή του ομολόγησε τη χριστιανική πίστη, έδειξε όμως αδυναμία στη θέα των άγριων θηρίων στο αμφιθέατρο και πείστηκε από το Διοικητή να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς. Η επιστολή των Χριστιανών της Λυών, με θέμα τη δίωξη της τοπικής εκκλησίας το 177 μ.Χ., αναφέρεται στους δέκα εν Χριστώ αδελφούς, που έδειξαν αδυναμία και αποστάτησαν. Έχοντας όμως ως παράδειγμα άλλους Χριστιανούς που έμειναν στέρεοι στην πίστη, αρκετοί από αυτούς μετανόησαν για την αποστασία τους και στη δεύτερη δίκη, κατά την οποία θα απαλλάσσονταν από τις ποινές, ομολόγησαν και πάλι γεμάτοι πίστη τον Χριστό και κέρδισαν το στεφάνι των μαρτύρων.[2]
Γενικά, είχε καθιερωθεί στην εκκλησία του 2ου και των αρχών του 3ου αιώνα η αρχή, ότι ένας αποστάτης που μετανοούσε για την αποστασία του, δεν ήταν αποδεκτός πλέον από τη χριστιανική κοινότητα και δεν του επιτρεπόταν να λάβει μέρος στο Δείπνο. Η ειδωλολατρία ήταν ένα από τα πιο σοβαρά αμαρτήματα, που συνεπαγόταν τον αποκλεισμό από την εκκλησία. Από τα μέσα όμως του 3ου αιώνα και μετά, το θέμα της αποδοχής ή μη των Lapsi δημιούργησε σοβαρές διαφωνίες στις χριστιανικές κοινότητες. Για πρώτη φορά που το θέμα της επιστροφής των Lapsi δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην εκκλησία και οδήγησε τελικά σε σχίσμα, ήταν την εποχή του μεγάλου διωγμού του Δεκίου (250-1 μ.Χ.). Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα, που είχε στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψη του Χριστιανισμού, επέβαλε σε κάθε Χριστιανό να εκτελέσει πράξη ειδωλολατρικού τυπικού. Εκείνος που δε θα συμμορφωνόταν, θα αντιμετώπιζε αυστηρότατες ποινές. Οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι λάμβαναν ειδική εκπαίδευση στην αναζήτηση των Χριστιανών και στον εξαναγκασμό τους να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Είχαν δε εντολές να τιμωρούν τους απειθείς στις διαταγές τους με τη μέγιστη σκληρότητα. Οι συνέπειες αυτού του πρώτου διατάγματος για γενικό διωγμό ήταν φοβερές για την εκκλησία. Κατά τη μακροχρόνια ειρήνη που είχε προηγηθεί, οι Χριστιανοί είχαν μολυνθεί από το κοσμικό πνεύμα. Ένας μεγάλος αριθμός απλών Χριστιανών, αλλά και μέλη των πρεσβυτερίων, που ήταν ασθενείς στην πίστη, μόλις εκδόθηκε το διάταγμα, προσήλθαν αμέσως στους βωμούς και τα είδωλα για να προσφέρουν θυσία. Είμαστε ιδιαίτερα καλά πληροφορημένοι γι’ αυτά τα γεγονότα που συνέβηκαν στη Αφρική και τη Ρώμη, από την αλληλογραφία του Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνας, και από τις πραγματείες του «Περί μιας Καθολικής Εκκλησίας» και «Περί των Πεπτωκότων (De Lapsis)».[3] Οι Lapsi κατατάχθηκαν σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με το ειδωλολατρικό ολίσθημα στο οποίο είχαν πέσει:
- Οι Sacrificati (από το sacrifico=θυσιάζω) ήταν εκείνοι που είχαν θυσιάσει στην κυριολεξία στα είδωλα.
- Οι Thuruficati ήταν εκείνοι που είχαν κάψει θυμίαμα στο βωμό, μπροστά στα αγάλματα των θεών.
- Οι Libellatici ήταν εκείνοι που είχαν υπογράψει δήλωση, βεβαίωση (libellus) αποκήρυξης του Χριστιανισμού ή αυτοί που, κατόπιν δωροδοκίας των αρχών, είχαν αποσπάσει πιστοποιητικά, που βεβαίωναν ότι είχαν προσφέρει θυσία, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συμβεί αυτό.
Μέχρι σήμερα, πέντε από αυτά τα libelli μας είναι γνωστά: Ένα βρίσκεται στην Οξφόρδη, ένα στο Βερολίνο, δύο στη Βιέννη και ένα στην Αλεξάνδρεια.[4]
Σε μερικούς Χριστιανούς επιτράπηκε να παραδώσουν (trado=παραδίδω, εγχειρίζω) μια γραπτή δήλωση στις αρχές (libellum tradere), με την οποία δήλωναν ότι είχαν προσφέρει τις καθορισμένες θυσίες στους θεούς και ζητούσαν να τους χορηγηθεί πιστοποιητικό που θα πιστοποιούσε αυτή την πράξη τους. Με βάση αυτή τη δήλωση, οι δηλωσίες λάμβαναν (accipio=λαμβάνω, παραλαμβάνω) βεβαίωση (libellum accipere), που πιστοποιούσε τη συμμόρφωσή τους και τους απάλλασσε από τις συνέπειες του νόμου. Εκείνοι που είχαν θυσιάσει πραγματικά (οι Sacrificati και οι Thuruficati), λάμβαναν και αυτοί ανάλογο πιστοποιητικό, που πιστοποιούσε την πράξη τους. Οι Libellatici ήταν κυρίως εκείνοι που έλαβαν τα πιστοποιητικά, χωρίς πραγματικά να έχουν θυσιάσει. Οι ενυπόγραφες δηλώσεις σχετικά με τις πραγματικές ή υποτιθέμενες θυσίες μερικών Libellatici, τις οποίες αυτοί διαβίβαζαν στις αρχές, ονομάζονταν acta facientes.
Τα ονόματα των Χριστιανών, που είχαν αποστατήσει με μια από τις μεθόδους που προαναφέραμε, γράφονταν στα αρχεία των δικαστηρίων. Έτσι, αυτοί οι αδύνατοι στην πίστη Χριστιανοί, έχοντας λάβει τις βεβαιώσεις τους και γνωρίζοντας ότι τα ονόματά τους είχαν καταγραφεί στους ειδικούς καταλόγους, αισθάνονταν εξασφαλισμένοι από περαιτέρω ταλαιπωρίες και διωγμούς. Η πλειοψηφία των Lapsi είχε υποκύψει στο διάταγμα του Δεκίου από αδυναμία, για να αποφύγει τις συνέπειες. Στα εσώψυχά τους όμως επιθυμούσαν να παραμείνουν Χριστιανοί. Όταν εξασφάλισαν ότι δε θα τους καταδίωκαν πλέον και αισθάνθηκαν ασφαλείς, θέλησαν να επανενταχθούν στην κοινωνία της εκκλησίας και να λάβουν ξανά μέρος στη χριστιανική λατρεία, αλλά αυτή η επιθυμία τους ήταν αντίθετη προς τη θέση που επικρατούσε τότε μέσα στην εκκλησία. Οι Lapsi της Καρχηδόνας, στην προσπάθειά τους για επανένταξη, πέτυχαν να προσεταιριστούν ορισμένους Χριστιανούς που είχαν εμμείνει στην πίστη και είχαν υποστεί βασανιστήρια και φυλακίσεις. Αυτοί οι μάρτυρες της πίστης έστειλαν επιστολές (pacis libella), με τις οποίες ζητούσαν από τον επίσκοπο τη συνδιαλλαγή και την αποδοχή των αποστατών, στο όνομα των νεκρών μαρτύρων. Με βάση αυτές τις «επιστολές ειρήνης», οι Lapsi επιδίωξαν την επανένωσή τους με την εκκλησία.
Παρόμοια προβλήματα προέκυψαν και στη Ρώμη. Ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνας, αποφάνθηκε ότι καμιά απόφαση δεν πρέπει να ληφθεί για το θέμα των Lapsi, μέχρι να τελειώσει ο διωγμός. Μόνον εκείνοι οι αποστάτες, που είχαν δείξει εμπράκτως ότι μετανόησαν και είχαν λάβει προσωπική συστατική επιστολή (pacis libella) από έναν ομολογητή ή ένα μάρτυρα, γίνονταν αποδεκτοί από την εκκλησία και τους επιτρεπόταν να λάβουν μέρος στο Δείπνο και αυτό, μόνο στην περίπτωση που βρίσκονταν στο χείλος του θανάτου λόγω αρρώστιας. Στη Ρώμη επιπλέον αποφάσισαν, ότι οι αποστάτες πρέπει να επανορθώσουν, ομολογώντας ρητά την πίστη τους στον Χριστό μπροστά στις ειδωλολατρικές αρχές.
Ένα μέρος της Εκκλησίας της Καρχηδόνας δε δέχτηκε την απόφαση του Επισκόπου και επήλθε σχίσμα. Μετά την εκλογή του Κορνήλιου ως Επίσκοπου Ρώμης, ο Ρωμαίος ιερέας Νοβάτιαν αναγόρευσε τον εαυτό του στη Ρώμη ως Αντιπάπα και υποστήριζε ότι για κανένα λόγο δεν μπορούν να επανέλθουν στην εκκλησία αυτοί που ξέπεσαν. Έτσι, έγινε ο ιδρυτής του Νοβατιανισμού. Αμέσως μετά την επιστροφή του Κυπριανού στην Καρχηδόνα, την άνοιξη του 251, συνήλθαν σύνοδοι στη Ρώμη και την Αφρική, οι οποίες ρύθμισαν την υπόθεση των Lapsi με ενιαίο τρόπο. Αποφάσισαν ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενθαρρυνθούν να μετανοήσουν και να επανενταχθούν στη χριστιανική κοινότητα υπό ορισμένους όρους, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και αφού προηγηθεί δημόσια εξομολόγηση του σφάλματός τους. Η διάρκεια του χρόνου μετάνοιας εξαρτιόταν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο καθένας είχε αποστατήσει από τον Χριστό. Για παράδειγμα, αν αυτός που μετανόησε είχε προσφέρει θυσία αμέσως ή μετά από βασανιστήρια, αν είχε παρασύρει και την οικογένειά του στην αποστασία ή την είχε προφυλάξει από αυτήν, αν είχε λάβει πιστοποιητικό θυσίας στα είδωλα, χωρίς να την έχει πράγματι εκτελέσει, ή αν είχε πράγματι θυσιάσει κλπ. Εκείνοι που ανήκαν στην κατηγορία των Sacrificati και των Thuruficati (αυτοί που είχαν θυσιάσει και είχαν κάψει θυμίαμα στα είδωλα) συμφιλιώνονταν με την εκκλησία μόνο λίγο πριν το θάνατό τους. Αντίθετα, οι Libellatici, μετά από ένα χρονικό διάστημα μετάνοιας, θα μπορούσαν αμέσως να επανενταχθούν. Εν όψει κάποιου νέου σκληρού διωγμού, αποφασίστηκε σε μια μεταγενέστερη σύνοδο στην Καρχηδόνα, ότι όλοι οι Lapsi, που είχαν μετανοήσει και δημόσια εξομολογηθεί, έπρεπε να επανενταχθούν πλήρως στην εκκλησία. Ο Επίσκοπος Διονύσιος της Αλεξανδρείας υιοθέτησε την ίδια στάση απέναντι στους Lapsi με αυτήν που τήρησε ο πάπας Κορνήλιος, οι άλλοι Ιταλοί επίσκοποι, ο Κυπριανός και οι λοιποί Αφρικανοί επίσκοποι. Μερικές ομάδες Χριστιανών σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας υποστήριξαν τις απόψεις του Νοβάτιαν και αυτό επέτρεψε στον τελευταίο να σχηματίσει μικρές σχισματικές κοινότητες.
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού δημιουργήθηκαν παρόμοια προβλήματα, όπως και με το διωγμό του Δεκίου. Πολλοί πάλι φάνηκαν αδύναμοι και εξέπεσαν και, όπως στους προηγούμενους διωγμούς, εκτέλεσαν πράξεις λατρείας στους ειδωλολατρικούς θεούς ή προσπάθησαν με τεχνάσματα να αποφύγουν το διωγμό. Μερικοί, με τη συνέργεια ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων, έστελναν τους σκλάβους τους να τελέσουν ειδωλολατρικές θυσίες, αντί να πάνε οι ίδιοι, άλλοι δωροδοκούσαν τους ειδωλολάτρες κρατικούς λειτουργούς για να καταγράψουν τα ονόματά τους στον κατάλογο εκείνων που τέλεσαν τις καθορισμένες θυσίες στους θεούς.[5]
Στο διωγμό του Διοκλητιανού εμφανίστηκε μια νέα κατηγορία Lapsi αποκαλούμενη Traditores (οι προδότες, αυτοί που παραδίδουν). Αυτοί ήταν Χριστιανοί (συνήθως μέλη των πρεσβυτερίων), οι οποίοι, υπακούοντας στο σχετικό διάταγμα, παρέδιναν τα ιερά βιβλία στις αρχές. Ο όρος Traditores δόθηκε και σε εκείνους που παρέδιναν πράγματι τις ιερές γραφές, αλλά και σε εκείνους που παρέδιναν άλλου είδους άσχετα κοσμικά βιβλία, αντί για τις ιερές γραφές, ξεγελώντας τα αγράμματα όργανα της διοίκησης. Όπως στην προηγούμενη περίπτωση, οι Lapsi προσπάθησαν να επανενταχθούν στις χριστιανικές κοινότητες και δημιουργήθηκε εξαιτίας τους σχίσμα στην εκκλησία. Στην Αφρική το σχίσμα των Δονατιστών (Donatist) προέκυψε ύστερα από διαφωνίες σχετικά με τους Lapsi, ειδικά τους Traditores. Διάφοροι σύνοδοι του 4ου αιώνα συνέταξαν κανόνες για τη μεταχείριση των Lapsi, για παράδειγμα η Σύνοδος της Ελβίρας το 306, της Άρλ το 314, της Άγκυρας το 314 και η Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας. Πολλές από τις αποφάσεις αυτών των συνόδων αφορούσαν μόνο τα μέλη των πρεσβυτερίων που είχαν διαπράξει πράξεις αποστασίας τον καιρό των διωγμών.
Σαν επίλογος
Κατά τους αυτοκρατορικούς διωγμούς, στα μέσα και το τέλος του 3ου αιώνα, ο Σατανάς χρησιμοποίησε την κρατική εξουσία για να καταστρέψει την εκκλησία του Χριστού. Οι Χριστιανοί τότε κατηγοριοποιήθηκαν από τη μια μεριά στους Sacrificati, τους Thuruficati, τους Libellatici και τους Traditores και από την άλλη σε αυτούς που σήκωσαν με γενναιότητα, με θάρρος και με πίστη στον ερχόμενο Χριστό το σταυρό του μαρτυρίου.
Σήμερα η εκκλησία του Χριστού δέχεται μια ακόμα πιο τρομερή σατανική επίθεση: την επίθεση του κοσμικού πνεύματος, που νεκρώνει τις αλήθειες του αιώνιου Λόγου του Θεού, όπως αυτός αποκαλύπτεται μοναδικά μέσα στη Βίβλο.
Μέσα στις εκκλησίες υπάρχουν «πιστοί» που θυσιάζουν καθημερινά στα είδωλα της ηδονής, της πορνείας, των παρά φύση σεξουαλικών σχέσεων, της απληστίας, της πλεονεξίας. «Πιστοί» που καίνε θυμίαμα στους βωμούς των νέων θεών, του χρήματος και του πλούτου.
Μέσα στις εκκλησίες υπάρχουν «πιστοί» που δεν αναλαμβάνουν το κόστος της επιλογής τους. Ρίχνουν νερό στο κρασί τους, πορεύονται με τον κόσμο, χρησιμοποιούν τις μεθόδους του κόσμου, δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν, δεν έρχονται σε αντίθεση με κανέναν και για τίποτε, θέλοντας να διατηρήσουν την ησυχία τους. Ξεχνάμε ότι ο δρόμος του Θεού έχει κόστος.
Ολόκληρες εκκλησίες, όπως η Επισκοπική Εκκλησία των ΗΠΑ, παραδίδουν της αλήθειες του Ευαγγελίου στον Σατανά, υιοθετώντας απόψεις και δόγματα που ο Λόγος του Θεού απερίφραστα καταδικάζει.
Οι Lapsi δεν υπήρχαν μόνο τον 3ο αιώνα μ.Χ., υπάρχουν και σήμερα, μόνον που δεν είναι δηλωμένοι σε κάποια κρατική αρχή και ποτέ δεν εξοβελίστηκαν από την εκκλησία. Βρίσκονται και κινούνται μέσα σ’ αυτήν.
[1] «Αποστολικοί Πατέρες», εκδόσεις Φουνκ, 2η έκδοση, κεφάλαιο 1, σελίδα 319.
[2] Ευσέβιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», V, ii.
[3] «Άπαντα Κυπριανού του Καικιλίου», εκδόσεις Χάρτελ, I, II, Βιέννη, 1868-71.
[4] Βλέπε Κρεμπς, «Sitzungsberichte der kais. Akademie der Wissenschften in Wien», 1894, σελίδες 3-9, «Ανατολική Πατρολογία», IV, Παρίσι, 1907, Φράνκι ντε Καβαλιέρι, «Νέο Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογίας», 1895, σελίδες 68-73.
[5] Πέτρος Αλεξανδρινός, «Βίβλος περί μετανοίας», «Ιερά λείψανα», IV, δεύτερη έκδοση.
Ως Lapsi (πληθυντικός αριθμός) χαρακτηρίζονταν, κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, οι Χριστιανοί που ξαναγύριζαν στην ειδωλολατρία, εκείνοι που, κατά τη διάρκεια των διωγμών, έδειχναν έλλειψη θάρρους μπροστά στο μαρτύριο και αρνούνταν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, προσφέροντας θυσίες στους ειδωλολατρικούς θεούς ή κάνοντας άλλες πράξεις που δήλωναν την αποστασιοποίησή τους από τη λατρεία του Χριστού και την επανένταξή τους στη λατρεία «των πατρώων θεών». Πολλοί από τους Lapsi, στην πραγματικότητα η πλειοψηφία των πολυάριθμων περιπτώσεων, θύματα των μεγάλων διωγμών περί τα μέσα του 3ου αιώνα, δεν επέστρεψαν στην ειδωλολατρία από πεποίθηση. Απλά, δεν είχαν το θάρρος να μείνουν ακλόνητοι στην πίστη του Χριστού, όταν η απειλή της εξορίας, των καταναγκαστικών έργων και αυτού ακόμα του θανάτου κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους. Εκείνη τη στιγμή η μοναδική επιθυμία τους ήταν να ξεφύγουν από την επικείμενη τιμωρία. Εξαναγκάζονταν λοιπόν να εκτελέσουν μια τελετουργική πράξη, δηλωτική εξωτερικά της αποστασιοποίησής τους από τον Χριστιανισμό, για να σώσουν την ιδιοκτησία, την ελευθερία και τη ζωή τους. Η υποχρέωση της ομολογίας της πίστης στον Χριστό, μέσα σε οποιαδήποτε περίσταση, και της αποφυγής κάθε πράξης άρνησης της πίστης προς Αυτόν είχε καθιερωθεί σταθερά στην εκκλησία από τους αποστολικούς ήδη χρόνους. Στην πρώτη του επιστολή (1:6-7 και 4:16-17), ο Απόστολος Πέτρος προτρέπει τους πιστούς να παραμείνουν ακλόνητοι μέσα στις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Στην επιστολή του προς τον Τραϊανό, ο Πλίνιος γράφει, ότι εκείνοι που είναι αληθινοί Χριστιανοί, δεν θα προσφέρουν ποτέ οποιαδήποτε θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς, ούτε θα εκστομίσουν ύβρη εναντίον του Χριστού. Όμως, μαθαίνουμε από τον «Ποιμένα του Ερμά» και από άλλες αφηγήσεις διώξεων και μαρτυριών, μερικοί Χριστιανοί, μετά το 2ο αιώνα, έδειξαν έλλειψη σθένους και εξέπεσαν της πίστης.
Η τιμωρία των Χριστιανών, με τη λήψη εναντίον τους μέτρων αστικής και ποινικής φύσης, όπως συνεπάγεται από το διάταγμα του Τραϊανού, το οποίο μας μεταφέρει ο Πλίνιος, είχε στόχο να οδηγηθούν αυτοί στην αποστασία. Όσοι Χριστιανοί εκτελούσαν θρησκευτικές πράξεις σύμφωνα με το ειδωλολατρικό λατρευτικό τυπικό, κηρύσσονταν αθώοι. Σ’ αυτούς που έμεναν ακλόνητοι, επιβάλλονταν σκληρές τιμωρίες. Στο «Μαρτύριο του Αγίου Πολύκαρπου»,[1] διαβάζουμε για κάποιον Κουίντο από τη Φρυγία, ο οποίος με τη θέλησή του ομολόγησε τη χριστιανική πίστη, έδειξε όμως αδυναμία στη θέα των άγριων θηρίων στο αμφιθέατρο και πείστηκε από το Διοικητή να προσφέρει θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς. Η επιστολή των Χριστιανών της Λυών, με θέμα τη δίωξη της τοπικής εκκλησίας το 177 μ.Χ., αναφέρεται στους δέκα εν Χριστώ αδελφούς, που έδειξαν αδυναμία και αποστάτησαν. Έχοντας όμως ως παράδειγμα άλλους Χριστιανούς που έμειναν στέρεοι στην πίστη, αρκετοί από αυτούς μετανόησαν για την αποστασία τους και στη δεύτερη δίκη, κατά την οποία θα απαλλάσσονταν από τις ποινές, ομολόγησαν και πάλι γεμάτοι πίστη τον Χριστό και κέρδισαν το στεφάνι των μαρτύρων.[2]
Γενικά, είχε καθιερωθεί στην εκκλησία του 2ου και των αρχών του 3ου αιώνα η αρχή, ότι ένας αποστάτης που μετανοούσε για την αποστασία του, δεν ήταν αποδεκτός πλέον από τη χριστιανική κοινότητα και δεν του επιτρεπόταν να λάβει μέρος στο Δείπνο. Η ειδωλολατρία ήταν ένα από τα πιο σοβαρά αμαρτήματα, που συνεπαγόταν τον αποκλεισμό από την εκκλησία. Από τα μέσα όμως του 3ου αιώνα και μετά, το θέμα της αποδοχής ή μη των Lapsi δημιούργησε σοβαρές διαφωνίες στις χριστιανικές κοινότητες. Για πρώτη φορά που το θέμα της επιστροφής των Lapsi δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην εκκλησία και οδήγησε τελικά σε σχίσμα, ήταν την εποχή του μεγάλου διωγμού του Δεκίου (250-1 μ.Χ.). Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα, που είχε στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψη του Χριστιανισμού, επέβαλε σε κάθε Χριστιανό να εκτελέσει πράξη ειδωλολατρικού τυπικού. Εκείνος που δε θα συμμορφωνόταν, θα αντιμετώπιζε αυστηρότατες ποινές. Οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι λάμβαναν ειδική εκπαίδευση στην αναζήτηση των Χριστιανών και στον εξαναγκασμό τους να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Είχαν δε εντολές να τιμωρούν τους απειθείς στις διαταγές τους με τη μέγιστη σκληρότητα. Οι συνέπειες αυτού του πρώτου διατάγματος για γενικό διωγμό ήταν φοβερές για την εκκλησία. Κατά τη μακροχρόνια ειρήνη που είχε προηγηθεί, οι Χριστιανοί είχαν μολυνθεί από το κοσμικό πνεύμα. Ένας μεγάλος αριθμός απλών Χριστιανών, αλλά και μέλη των πρεσβυτερίων, που ήταν ασθενείς στην πίστη, μόλις εκδόθηκε το διάταγμα, προσήλθαν αμέσως στους βωμούς και τα είδωλα για να προσφέρουν θυσία. Είμαστε ιδιαίτερα καλά πληροφορημένοι γι’ αυτά τα γεγονότα που συνέβηκαν στη Αφρική και τη Ρώμη, από την αλληλογραφία του Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνας, και από τις πραγματείες του «Περί μιας Καθολικής Εκκλησίας» και «Περί των Πεπτωκότων (De Lapsis)».[3] Οι Lapsi κατατάχθηκαν σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με το ειδωλολατρικό ολίσθημα στο οποίο είχαν πέσει:
- Οι Sacrificati (από το sacrifico=θυσιάζω) ήταν εκείνοι που είχαν θυσιάσει στην κυριολεξία στα είδωλα.
- Οι Thuruficati ήταν εκείνοι που είχαν κάψει θυμίαμα στο βωμό, μπροστά στα αγάλματα των θεών.
- Οι Libellatici ήταν εκείνοι που είχαν υπογράψει δήλωση, βεβαίωση (libellus) αποκήρυξης του Χριστιανισμού ή αυτοί που, κατόπιν δωροδοκίας των αρχών, είχαν αποσπάσει πιστοποιητικά, που βεβαίωναν ότι είχαν προσφέρει θυσία, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συμβεί αυτό.
Μέχρι σήμερα, πέντε από αυτά τα libelli μας είναι γνωστά: Ένα βρίσκεται στην Οξφόρδη, ένα στο Βερολίνο, δύο στη Βιέννη και ένα στην Αλεξάνδρεια.[4]
Σε μερικούς Χριστιανούς επιτράπηκε να παραδώσουν (trado=παραδίδω, εγχειρίζω) μια γραπτή δήλωση στις αρχές (libellum tradere), με την οποία δήλωναν ότι είχαν προσφέρει τις καθορισμένες θυσίες στους θεούς και ζητούσαν να τους χορηγηθεί πιστοποιητικό που θα πιστοποιούσε αυτή την πράξη τους. Με βάση αυτή τη δήλωση, οι δηλωσίες λάμβαναν (accipio=λαμβάνω, παραλαμβάνω) βεβαίωση (libellum accipere), που πιστοποιούσε τη συμμόρφωσή τους και τους απάλλασσε από τις συνέπειες του νόμου. Εκείνοι που είχαν θυσιάσει πραγματικά (οι Sacrificati και οι Thuruficati), λάμβαναν και αυτοί ανάλογο πιστοποιητικό, που πιστοποιούσε την πράξη τους. Οι Libellatici ήταν κυρίως εκείνοι που έλαβαν τα πιστοποιητικά, χωρίς πραγματικά να έχουν θυσιάσει. Οι ενυπόγραφες δηλώσεις σχετικά με τις πραγματικές ή υποτιθέμενες θυσίες μερικών Libellatici, τις οποίες αυτοί διαβίβαζαν στις αρχές, ονομάζονταν acta facientes.
Τα ονόματα των Χριστιανών, που είχαν αποστατήσει με μια από τις μεθόδους που προαναφέραμε, γράφονταν στα αρχεία των δικαστηρίων. Έτσι, αυτοί οι αδύνατοι στην πίστη Χριστιανοί, έχοντας λάβει τις βεβαιώσεις τους και γνωρίζοντας ότι τα ονόματά τους είχαν καταγραφεί στους ειδικούς καταλόγους, αισθάνονταν εξασφαλισμένοι από περαιτέρω ταλαιπωρίες και διωγμούς. Η πλειοψηφία των Lapsi είχε υποκύψει στο διάταγμα του Δεκίου από αδυναμία, για να αποφύγει τις συνέπειες. Στα εσώψυχά τους όμως επιθυμούσαν να παραμείνουν Χριστιανοί. Όταν εξασφάλισαν ότι δε θα τους καταδίωκαν πλέον και αισθάνθηκαν ασφαλείς, θέλησαν να επανενταχθούν στην κοινωνία της εκκλησίας και να λάβουν ξανά μέρος στη χριστιανική λατρεία, αλλά αυτή η επιθυμία τους ήταν αντίθετη προς τη θέση που επικρατούσε τότε μέσα στην εκκλησία. Οι Lapsi της Καρχηδόνας, στην προσπάθειά τους για επανένταξη, πέτυχαν να προσεταιριστούν ορισμένους Χριστιανούς που είχαν εμμείνει στην πίστη και είχαν υποστεί βασανιστήρια και φυλακίσεις. Αυτοί οι μάρτυρες της πίστης έστειλαν επιστολές (pacis libella), με τις οποίες ζητούσαν από τον επίσκοπο τη συνδιαλλαγή και την αποδοχή των αποστατών, στο όνομα των νεκρών μαρτύρων. Με βάση αυτές τις «επιστολές ειρήνης», οι Lapsi επιδίωξαν την επανένωσή τους με την εκκλησία.
Παρόμοια προβλήματα προέκυψαν και στη Ρώμη. Ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνας, αποφάνθηκε ότι καμιά απόφαση δεν πρέπει να ληφθεί για το θέμα των Lapsi, μέχρι να τελειώσει ο διωγμός. Μόνον εκείνοι οι αποστάτες, που είχαν δείξει εμπράκτως ότι μετανόησαν και είχαν λάβει προσωπική συστατική επιστολή (pacis libella) από έναν ομολογητή ή ένα μάρτυρα, γίνονταν αποδεκτοί από την εκκλησία και τους επιτρεπόταν να λάβουν μέρος στο Δείπνο και αυτό, μόνο στην περίπτωση που βρίσκονταν στο χείλος του θανάτου λόγω αρρώστιας. Στη Ρώμη επιπλέον αποφάσισαν, ότι οι αποστάτες πρέπει να επανορθώσουν, ομολογώντας ρητά την πίστη τους στον Χριστό μπροστά στις ειδωλολατρικές αρχές.
Ένα μέρος της Εκκλησίας της Καρχηδόνας δε δέχτηκε την απόφαση του Επισκόπου και επήλθε σχίσμα. Μετά την εκλογή του Κορνήλιου ως Επίσκοπου Ρώμης, ο Ρωμαίος ιερέας Νοβάτιαν αναγόρευσε τον εαυτό του στη Ρώμη ως Αντιπάπα και υποστήριζε ότι για κανένα λόγο δεν μπορούν να επανέλθουν στην εκκλησία αυτοί που ξέπεσαν. Έτσι, έγινε ο ιδρυτής του Νοβατιανισμού. Αμέσως μετά την επιστροφή του Κυπριανού στην Καρχηδόνα, την άνοιξη του 251, συνήλθαν σύνοδοι στη Ρώμη και την Αφρική, οι οποίες ρύθμισαν την υπόθεση των Lapsi με ενιαίο τρόπο. Αποφάσισαν ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενθαρρυνθούν να μετανοήσουν και να επανενταχθούν στη χριστιανική κοινότητα υπό ορισμένους όρους, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα και αφού προηγηθεί δημόσια εξομολόγηση του σφάλματός τους. Η διάρκεια του χρόνου μετάνοιας εξαρτιόταν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο καθένας είχε αποστατήσει από τον Χριστό. Για παράδειγμα, αν αυτός που μετανόησε είχε προσφέρει θυσία αμέσως ή μετά από βασανιστήρια, αν είχε παρασύρει και την οικογένειά του στην αποστασία ή την είχε προφυλάξει από αυτήν, αν είχε λάβει πιστοποιητικό θυσίας στα είδωλα, χωρίς να την έχει πράγματι εκτελέσει, ή αν είχε πράγματι θυσιάσει κλπ. Εκείνοι που ανήκαν στην κατηγορία των Sacrificati και των Thuruficati (αυτοί που είχαν θυσιάσει και είχαν κάψει θυμίαμα στα είδωλα) συμφιλιώνονταν με την εκκλησία μόνο λίγο πριν το θάνατό τους. Αντίθετα, οι Libellatici, μετά από ένα χρονικό διάστημα μετάνοιας, θα μπορούσαν αμέσως να επανενταχθούν. Εν όψει κάποιου νέου σκληρού διωγμού, αποφασίστηκε σε μια μεταγενέστερη σύνοδο στην Καρχηδόνα, ότι όλοι οι Lapsi, που είχαν μετανοήσει και δημόσια εξομολογηθεί, έπρεπε να επανενταχθούν πλήρως στην εκκλησία. Ο Επίσκοπος Διονύσιος της Αλεξανδρείας υιοθέτησε την ίδια στάση απέναντι στους Lapsi με αυτήν που τήρησε ο πάπας Κορνήλιος, οι άλλοι Ιταλοί επίσκοποι, ο Κυπριανός και οι λοιποί Αφρικανοί επίσκοποι. Μερικές ομάδες Χριστιανών σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας υποστήριξαν τις απόψεις του Νοβάτιαν και αυτό επέτρεψε στον τελευταίο να σχηματίσει μικρές σχισματικές κοινότητες.
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού δημιουργήθηκαν παρόμοια προβλήματα, όπως και με το διωγμό του Δεκίου. Πολλοί πάλι φάνηκαν αδύναμοι και εξέπεσαν και, όπως στους προηγούμενους διωγμούς, εκτέλεσαν πράξεις λατρείας στους ειδωλολατρικούς θεούς ή προσπάθησαν με τεχνάσματα να αποφύγουν το διωγμό. Μερικοί, με τη συνέργεια ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων, έστελναν τους σκλάβους τους να τελέσουν ειδωλολατρικές θυσίες, αντί να πάνε οι ίδιοι, άλλοι δωροδοκούσαν τους ειδωλολάτρες κρατικούς λειτουργούς για να καταγράψουν τα ονόματά τους στον κατάλογο εκείνων που τέλεσαν τις καθορισμένες θυσίες στους θεούς.[5]
Στο διωγμό του Διοκλητιανού εμφανίστηκε μια νέα κατηγορία Lapsi αποκαλούμενη Traditores (οι προδότες, αυτοί που παραδίδουν). Αυτοί ήταν Χριστιανοί (συνήθως μέλη των πρεσβυτερίων), οι οποίοι, υπακούοντας στο σχετικό διάταγμα, παρέδιναν τα ιερά βιβλία στις αρχές. Ο όρος Traditores δόθηκε και σε εκείνους που παρέδιναν πράγματι τις ιερές γραφές, αλλά και σε εκείνους που παρέδιναν άλλου είδους άσχετα κοσμικά βιβλία, αντί για τις ιερές γραφές, ξεγελώντας τα αγράμματα όργανα της διοίκησης. Όπως στην προηγούμενη περίπτωση, οι Lapsi προσπάθησαν να επανενταχθούν στις χριστιανικές κοινότητες και δημιουργήθηκε εξαιτίας τους σχίσμα στην εκκλησία. Στην Αφρική το σχίσμα των Δονατιστών (Donatist) προέκυψε ύστερα από διαφωνίες σχετικά με τους Lapsi, ειδικά τους Traditores. Διάφοροι σύνοδοι του 4ου αιώνα συνέταξαν κανόνες για τη μεταχείριση των Lapsi, για παράδειγμα η Σύνοδος της Ελβίρας το 306, της Άρλ το 314, της Άγκυρας το 314 και η Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας. Πολλές από τις αποφάσεις αυτών των συνόδων αφορούσαν μόνο τα μέλη των πρεσβυτερίων που είχαν διαπράξει πράξεις αποστασίας τον καιρό των διωγμών.
Σαν επίλογος
Κατά τους αυτοκρατορικούς διωγμούς, στα μέσα και το τέλος του 3ου αιώνα, ο Σατανάς χρησιμοποίησε την κρατική εξουσία για να καταστρέψει την εκκλησία του Χριστού. Οι Χριστιανοί τότε κατηγοριοποιήθηκαν από τη μια μεριά στους Sacrificati, τους Thuruficati, τους Libellatici και τους Traditores και από την άλλη σε αυτούς που σήκωσαν με γενναιότητα, με θάρρος και με πίστη στον ερχόμενο Χριστό το σταυρό του μαρτυρίου.
Σήμερα η εκκλησία του Χριστού δέχεται μια ακόμα πιο τρομερή σατανική επίθεση: την επίθεση του κοσμικού πνεύματος, που νεκρώνει τις αλήθειες του αιώνιου Λόγου του Θεού, όπως αυτός αποκαλύπτεται μοναδικά μέσα στη Βίβλο.
Μέσα στις εκκλησίες υπάρχουν «πιστοί» που θυσιάζουν καθημερινά στα είδωλα της ηδονής, της πορνείας, των παρά φύση σεξουαλικών σχέσεων, της απληστίας, της πλεονεξίας. «Πιστοί» που καίνε θυμίαμα στους βωμούς των νέων θεών, του χρήματος και του πλούτου.
Μέσα στις εκκλησίες υπάρχουν «πιστοί» που δεν αναλαμβάνουν το κόστος της επιλογής τους. Ρίχνουν νερό στο κρασί τους, πορεύονται με τον κόσμο, χρησιμοποιούν τις μεθόδους του κόσμου, δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν, δεν έρχονται σε αντίθεση με κανέναν και για τίποτε, θέλοντας να διατηρήσουν την ησυχία τους. Ξεχνάμε ότι ο δρόμος του Θεού έχει κόστος.
Ολόκληρες εκκλησίες, όπως η Επισκοπική Εκκλησία των ΗΠΑ, παραδίδουν της αλήθειες του Ευαγγελίου στον Σατανά, υιοθετώντας απόψεις και δόγματα που ο Λόγος του Θεού απερίφραστα καταδικάζει.
Οι Lapsi δεν υπήρχαν μόνο τον 3ο αιώνα μ.Χ., υπάρχουν και σήμερα, μόνον που δεν είναι δηλωμένοι σε κάποια κρατική αρχή και ποτέ δεν εξοβελίστηκαν από την εκκλησία. Βρίσκονται και κινούνται μέσα σ’ αυτήν.
[1] «Αποστολικοί Πατέρες», εκδόσεις Φουνκ, 2η έκδοση, κεφάλαιο 1, σελίδα 319.
[2] Ευσέβιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», V, ii.
[3] «Άπαντα Κυπριανού του Καικιλίου», εκδόσεις Χάρτελ, I, II, Βιέννη, 1868-71.
[4] Βλέπε Κρεμπς, «Sitzungsberichte der kais. Akademie der Wissenschften in Wien», 1894, σελίδες 3-9, «Ανατολική Πατρολογία», IV, Παρίσι, 1907, Φράνκι ντε Καβαλιέρι, «Νέο Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογίας», 1895, σελίδες 68-73.
[5] Πέτρος Αλεξανδρινός, «Βίβλος περί μετανοίας», «Ιερά λείψανα», IV, δεύτερη έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου