15/6/09

Κοινωνικός Χριστιανισμός: Κάλεσμα για αφύπνιση

Ο Κοινωνικός Χριστιανισμός (Social Christianity) είναι ένας όρος που εξέφραζε τις αρχές του 19ου αιώνα από το κίνημα του Χριστιανικού Ουμανισμού. Το κίνημα αυτό, που προερχόταν από Χριστιανούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ορισμένων Διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, ήταν μία απάντηση στο κίνημα του Κοσμικού Ουμανισμού που προερχόταν από τον αθεϊστικό Ουμανισμό του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Ο Κοσμικός Ουμανισμός είχε ως αφετηρία και τέρμα τον άνθρωπο – ο Χριστιανικός είχε ως αφετηρία τον Θεό και ως τέρμα τον άνθρωπο. Με βάση τις βιβλικές αρχές ζωής για τον άνθρωπο, της ελεημοσύνης, της αγάπης και της δικαιοσύνης, πρότεινε όχι μόνο φιλανθρωπικά έργα, που άλλωστε πάντοτε διδάσκονταν και πράττονταν από τους Χριστιανούς, αλλά και λόγους και πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης – κάτι σχεδόν άγνωστο στην ιστορία της Χριστιανοσύνης (με εξαίρεση κάποιους κοινωνικούς κήρυκες - προφήτες δικαιοσύνης, όπως ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλα τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία).

Το πνεύμα του Ιωάννη του Βαπτιστή ξανάζησε, και οι Χριστιανοί του Κοινωνικού Ευαγγελίου (που πίστευαν ότι οι αρχές της δικαιοσύνης και αγάπης του Ευαγγελίου έπρεπε να εφαρμοστούν και στην κοινωνία) άρχισαν δράση. Ελέγχοντας τις κοινωνικές αδικίες, προσευχόμενοι, κηρύττοντας, και αγωνιζόμενοι ενεργά ενάντια σε άσχημες κοινωνικές καταστάσεις, όπως τη δουλεία και το δουλεμπόριο. Στην Αμερική σταμάτησε το δουλεμπόριο των Μαύρων από την Αφρική και οι φρικτές συνθήκες εκμετάλλευσης στο Νότο, χάρη στους αγώνες φωτισμένων Χριστιανών που ξεκίνησαν από κάποιους Κουάκερους και κατέληξαν στον Πόλεμο Βορείων-Νοτίων και στην τελική απελευθέρωση των δούλων και ισότιμη αναγνώριση των Μαύρων με τους Λευκούς ως ανθρώπων και πολιτών. Στην Αγγλία η οικονομική εκμετάλλευση των παιδιών (όπου μικρά παιδιά δούλευαν ως ανθρακωρύχοι και καπνοδοχοκαθαριστές κάτω από άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες ζωής) τερματίστηκε χάρη στους αγώνες των Χριστιανών Ουμανιστών, όταν φτιάχτηκε δίκαιη νομοθεσία και τελικά απαγορεύτηκαν αυτές οι απάνθρωπες καταστάσεις.

Σε άλλες χώρες, όπως η Ρωσία, όπου η Εκκλησία συνέχισε να κοιμάται (ναρκωμένη από τις ατέρμονες «πνευματικές δραστηριότητες» της ατομικιστικής προσευχής, της θεολογικής μελέτης, του κηρύγματος, των εκκλησιαστικών τελετουργικών, κλπ) και να αδιαφορεί σκανδαλωδώς για την οικονομική εκμετάλλευση των φτωχών (που άλλοι ήταν δουλοπάροικοι στους γαιοκτήμονες και άλλοι πέθαιναν μέσα στα εργοστάσια) το ρόλο των προφητών κατά της κοινωνικής αδικίας ανέλαβαν κατ’ αποκλειστικότητα οι μαρξιστές επαναστάτες. Τα αποτελέσματα είναι σε όλους γνωστά... Το χειρότερο αποτέλεσμα της αδιαφορίας για τα «γήινα», τα «εγκόσμια» (η κακώς εννοούμενη αποχή από τον κόσμο – αποχή από την αμαρτία, την αδικία και το κακό του κοσμικού συστήματος, όχι από τις θλίψεις και τα δεινά των ανθρώπων του κόσμου που χρειάζονται το ενδιαφέρον και τη βοήθεια των Χριστιανών) δεν ήταν οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, που ίσως ήταν απαραίτητα σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά η δυσφήμηση της χριστιανικής πίστης και κάθε θρησκείας από τους άθεους κοινωνικούς επαναστάτες: η θρησκεία δυσφημίστηκε, με βάση την ιστορική της πορεία και επίδραση στην κοινωνία (από την εποχή της επισημοποίησης του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο και τον Θεοδόσιο και τη μετατροπή της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης σε χριστιανικές κοινωνίες): ήταν μια ιδεολογία στην καλύτερη περίπτωση αδιάφορη προς τα βάσανα των ανθρώπων (δουλεία, φτώχεια, εκμετάλλευση αδυνάτων, παιδιών, γυναικών) – στη χειρότερη περίπτωση ήταν σύμμαχος/κόλακας αυτοκρατόρων, βασιλέων, ευγενών και πλουσίων κάθε τόπου και εποχής.

Είναι αλήθεια πως ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις των Χριστιανών εκείνων που διαμαρτυρήθηκαν, έστω και μόνο με το λόγο τους, για τις απάνθρωπες κοινωνικές αδικίες που λάμβαναν χώρα σε «χριστιανικές κοινωνίες». Οι πιο ευαίσθητοι συναισθηματικά άνδρες και γυναίκες είχαν αποκλειστεί στις μυστικιστικές εμπειρίες μέσω προσευχής, λατρείας, ενώ οι πιο διανοούμενοι είχαν απορροφηθεί από θεολογικές ενατενίσεις, φιλοσοφικούς στοχασμούς και μελέτες. Όλοι πάντως οι θεωρούμενοι μεγάλοι «πνευματικοί» Πατέρες, μυστικιστές, θεολόγοι, και άγιοι, (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) ενώ τρόμαζαν από τις προσωπικές σαρκικές αμαρτίες και τα ατομικά πάθη, θεωρώντας ότι απειλούν με αιώνια κόλαση τους ανθρώπους, δεν φαίνεται από τα κείμενά τους και τη ζωή τους, να ανησυχούν για την εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους, των δούλων από τους αφέντες τους, των γυναικών από τους άνδρες τους, δικαιολογώντας τα ως κακά που πάντοτε υπήρχαν και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τα αλλάξουμε.

Το ερώτημα που προκύπτει, όπως θα αναφέρουμε και παρακάτω για τους σύγχρονους πιστούς, είναι πώς και δεν ενοχλείτο η συνείδησή τους από τα φρικτά βασανιστήρια (μερικά από τα οποία γίνονταν για λόγους δογματικής πίστης στους «αιρετικούς»), από τις μαζικές σφαγές πληθυσμών (που γίνονταν για οικονομικά συμφέροντα των βασιλέων που οι ίδιοι εκθειάζουν ως προστάτες της πίστης) ή για οποιαδήποτε κοινωνική αδικία (όταν κάποιοι λίγοι γλεντούσαν σε παλάτια, οι πιο πολλοί πέθαιναν από πείνα και αρρώστιες, σαπίζοντας μέσα στις πληγές τους, και οι «άγιοι» ήταν απορροφημένοι στις προσευχές και την λεπτομερή τήρηση τελετουργικών κανόνων ή σε θεολογικές μελέτες και συζητήσεις περί της θεότητας του Χριστού!). Η μετάνοια περιοριζόταν σε αυστηρώς προσωπικά θέματα συμπεριφοράς (π.χ. αν θυμώνουμε με την οικογένειά μας, τους συγγενείς μας, και πώς θα αποκτήσουμε «πραότητα») και δεν έχει καμία σχέση με την αποδοχή (ή τη συμμετοχή) των πιστών Χριστιανών των φρικτών κοινωνικών αδικιών, των άδικων πολέμων, την τρομερών ανισοτήτων.

Οι κατηγορίες των επικριτών της θρησκείας ήταν και είναι τόσες πολλές που υποχρέωσαν μεγάλες παραδοσιακές Εκκλησίες, όπως η Ρωμαιοκαθολική, να αλλάξουν στάση απέναντι στην κοινωνική αδικία : η Β' Σύνοδος του Βατικανού και οι Πάπες άρχισαν να προτρέπουν σε ευαισθητοποίηση των πιστών, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, όπου η δικαιοσύνη είχε γίνει αποκλειστικό προνόμιο των Κομμουνιστών. Η «Θεολογία της Απελευθέρωσης», που αναπτύχθηκε εκεί από Καθολικούς κληρικούς, είναι ένα δείγμα της στροφής της Καθολικής Εκκλησίας προς τον κόσμο, όχι με την κακή έννοια της συμμαχίας με αυτόν, όπως τόσους αιώνες ασυνείδητα έκανε και κάνουν και οι άλλες εκκλησίες, αλλά της διαμαρτυρίας και του αγώνα για τα κοινωνικά δεινά που υφίστανται απλοί και ανυπεράσπιστοι άνθρωποι. Επίσης βιβλία, Συνέδρια, Παπικές Εγκύκλιοι συνεχίζουν να αναζωπυρώνουν αυτή την κατεύθυνση. Χαρακτηριστική ήταν η Εγκύκλιος του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΒ' «Τρίτη Χιλιετία Ερχόμενη», όπου τόνιζε ότι η στάση των Χριστιανών για κοινωνική δικαιοσύνη δεν εμπνέεται από κοσμικές ουμανιστικές φιλοσοφίες, όπως ο Μαρξισμός, αλλά έχει τις ρίζες της στις εντολές της Πεντατεύχου, στο μήνυμα των Προφητών του Ισραήλ, και τέλος στο κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ιησού περί δικαιοσύνης.

Παρόμοια, κάποιες παραδοσιακές Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες έχουν αναπτύξει κοινωνική δράση (όπως η Αγγλικανική στη Ν. Αφρική πάλεψε έντονα κατά των ρατσιστικών διακρίσεων), και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εκκλησιών προτρέπουν σε αγώνες κατά του ρατσισμού, της οικονομικής εκμετάλλευσης των φτωχών του Τρίτου Κόσμου, των θρησκευτικών διακρίσεων και απαγορεύσεων, της δουλείας και του δουλεμπορίου, της καταπίεσης των γυναικών, της οικολογικής καταστροφής του περιβάλλοντος (μία αδικία προς τα ζώα, τα φυτά, και όλη τη δημιουργία του Θεού) και άλλων καταστάσεων αδικίας. Επίσης οι φονταμενταλιστικές Διαμαρτυρόμενες εκκλησίες των ΗΠΑ (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί) δίνουν αγώνες κατά των προσωπικών (όχι συλλογικών) αδικιών, όπως οι εκτρώσεις (ίσως η πιο φοβερή μορφή αδικίας εναντίον αθώων υπάρξεων, που περνάει «απαρατήρητη» από τις μη θρησκευτικές ουμανιστικές οργανώσεις), της πορνογραφίας (ύπουλη εκμετάλλευση και διαστρέβλωση της γυναίκας), των γενετικών πειραμάτων σε έμβρυα που δημιουργούνται για τον σκοπό αυτό, κλπ.

Μέσα από αυτή τη μικρή «ιστορική αναδρομή» και γενικά από το θέμα «Κοινωνικός Χριστιανισμός» γεννιούνται μεγάλα ερωτηματικά: είναι ο αγώνας για την αδικία κάτι που προτείνεται από τις Άγιες Γραφές και την Παράδοση; Αν είναι κάτι το σημαντικό, μήπως αυτό αποβεί στην πράξη ο κύριος σκοπός της Χριστιανικής ζωής και παραμεληθεί ο αγώνας για την αιώνια σωτηρία, ατομική και συλλογική;

Πρώτα από όλα, πρέπει να γίνει μία απαραίτητη διευκρίνηση: ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι πρώτιστα να αφυπνίσει, να ευαισθητοποιήσει τις συνειδήσεις μας απέναντι στις κοινωνικές αδικίες/αμαρτίες – δεν είναι να προτρέψει σε δράση, αν και η δράση πάντα ακολουθεί τη γνήσια αφύπνιση. Όταν ευαισθητοποιηθούμε, θα ανταποκριθούμε πρώτα με πνευματικούς τρόπους: προσευχή, δεήσεις, μεσιτεία, νηστεία. Μετά θα περάσουμε σε πρακτική δράση, λόγου προφορικού, γραπτού, πράξεων, κλπ. Το ζητούμενο είναι να καταλάβουμε τη σημασία της ευαισθητοποίησης σε κοινωνικές αδικίες, την αναγκαιότητα να αναπτύξουμε αισθήματα και κριτήρια δικαιοσύνης, και πολύ μετέπειτα θα ακολουθήσει η κοινωνική δράση. Πρέπει να μη βιαστούμε, αλλά να θεμελιώσουμε καλά μέσα μας τις αξίες αυτές του ελέους και της δικαιοσύνης, και να καταλάβουμε πόσο ρόλο παίζουν όχι μόνο για την ηθική καλυτέρευση του κόσμου που ζούμε (που σε πολλές περιπτώσεις δεν θα γίνει), αλλά πιο πολύ του Σώματος του Χριστού, και σε τελική ανάλυση της προσωπικής μας διαμόρφωσης του χαρακτήρα του Ιησού Χριστού και της αιώνιας θέσης μας κοντά σε Αυτόν, τον Άρχοντα της Ειρήνης, τον Δίκαιο Κριτή, τον Βασιλιά που θα βασιλέψει με κρίση και δικαιοσύνη.

Αναπολώντας την προσωπική μου πορεία θυμάμαι πως η μελέτη της Αγίας Γραφής και της Παράδοσης, τα εκκλησιαστικά κηρύγματα και οι θεολογικές συζητήσεις και αναζητήσεις πάντα με πρότρεπαν στον αγώνα του Χριστιανού με βάση το τετράπτυχο: μελέτη (ανάπτυξη πίστης), προσευχή (καλλιέργεια σχέσης με τον Θεό), κήρυγμα της αλήθειας (μετάδοση του Ευαγγελίου της σωτηρίας στους ανθρώπους), ελεημοσύνη (εφαρμογή της αγάπης) – αλλά ποτέ προς τη δικαιοσύνη. Αν και μελέτησα και έζησα (είτε προσωπικά είτε γνωρίζοντας από κοντά πιστούς) πολλές Χριστιανικές παραδόσεις, την Ορθόδοξη, τη Ρωμαιοκαθολική και διάφορες Διαμαρτυρόμενες (Λουθηρανική, Καλβινιστική, Πεντηκοστιανή, Χαρισματική, Αναβαπτιστική, Αγιαστική, Αντβεντιστική, Χιλιαστική, Μεσσιανική, Ιουδαϊκή) ένα στοιχείο μόνιμα απουσίαζε από τη χριστιανική μου ζωή: η ευαισθησία απέναντι στο κακό που συμβαίνει στον κόσμο, ή για να το πούμε αλλιώς, η αδιαφορία μου απέναντι σε καταστάσεις συλλογικής αδικίας. Ενώ όταν άκουγα για προσωπικές αδικίες στρεφόμουν σε προσευχή, όταν μάθαινα είτε για σύγχρονες καταστάσεις αδικίας (πολέμων, βασανιστηρίων, σφαγών, διωγμών, δουλεμπορίου, εκμετάλλευσης παιδιών και γυναικών, καταστροφής της φύσης, εξάλειψης ειδών, γενετικής αλλοίωσης) δεν με ενδιέφερε καθόλου και δικαιολογούσα τις ενοχλήσεις της συνείδησής μου με το αιτιολογικό ότι το κακό πάντα υπήρχε και θα υπάρχει στον κόσμο, αφού κυβερνάει ο Άρχοντας του Κακού, και έτσι και αλλιώς πλησιάζουμε στο τέλος. Όσο για τα κακά που συνέβησαν μέσα στην Ιστορία από τη συμβολή σπουδαίων Χριστιανών (εκκλησιαστικών δασκάλων όπως ο Αθανάσιος, ο Χρυσόστομος, ο Δομήνικος, ο Ακινάτης, ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Ζβίγγλιος, κ.α.) ή από ολόκληρα εκκλησιαστικά δόγματα, αυτά με στενοχωρούσαν πολύ λίγο μπροστά στις προσωπικές μου πτώσεις και την πορεία τελειοποίησης: με άλλα λόγια, το αν θύμωσα, αν είχα πικρία, υπερηφάνεια, επιθυμία πορνείας, λαιμαργία, αν δεν ομολόγησα τον Χριστό, αν δεν προσευχήθηκα για κάποιο διάστημα, αν δεν πήγα εκκλησία κάποιες Κυριακές, ήταν πιο ανησυχητικά και στενόχωρα για μένα από ιστορικές και σύγχρονες καταστάσεις αδικίας και εγκληματικής καταστροφής. Άκουγα σε ρεπορτάζ για σύγχρονο δουλεμπόριο γυναικών και παιδιών, με φυλάκιση, ξυλοδαρμούς, βιασμούς γυναικών στις διπλανές πολυκατοικίες μας, αλλά ποτέ δεν το άκουσα στα κηρύγματα και ποτέ δεν το έθεσα θέμα προσευχής – άκουγα για εξάλειψη χιλιάδων ειδών του φυτικού και ζωικού βασιλείου, για εκατομμύρια θύματα εκτρώσεων, για άνοδο εγκληματικών εθνικιστικών ιδεολογιών ναζισμού, ελληνικού φυλετισμού, αλλά δεν ανησυχούσα τόσο όσο για τη σωτηρία μου, και το ίδιο συνέβαινε και με τους ποιμένες, κήρυκες, πνευματικούς οδηγούς των εκκλησιών όπου πήγαινα: ανησυχία καμία, προσευχή καμία, λόγος και κήρυγμα ανύπαρκτο.

Αυτά τα αναφέρω προσωπικά, αλλά είναι ενδεικτικά της πορείας που έχει ακολουθήσει ο Χριστιανισμός, ο οποίος αν και αποτέλεσε την πλειοψηφία στην κοινωνία παλαιότερων εποχών δεν έσπειρε στις καρδιές θρησκευόμενων και μη, την πείνα και τη δίψα για τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη για την πάσχουσα ανθρωπότητα, για τους βασανιζόμενους φτωχούς και αβοήθητους. Αντίθετα, αυτό που πέρασε και περνάει ακόμη από όλες τις θεωρούμενες «πνευματικές» παραδόσεις και «πνευματικούς» ανθρώπους είναι η ατομική και μάλιστα ατομιστική πνευματικότητα: πώς εγώ να σωθώ, πώς εγώ να έχω σχέση και εμπειρία Θεού, πώς εγώ να φτάσω στην τελείωση, και τέλος πώς εγώ να μεταφέρω στους άλλους το ίδιο μήνυμα σωτηρίας με αυτήν που εγώ θα απολαύσω μετά θάνατον.

Ίσως κάποιοι αντιδράσουν εδώ και αντιτάξουν πως η παράδοση που ακολουθούν αναπτύσσει συλλογική συνείδηση, συλλογικότητα. Αυτό είναι αλήθεια σ’ έναν πολύ μικρό βαθμό όμως, γιατί η συλλογική συνείδηση που αναπτύσσουν έχει να κάνει μόνο με τη δογματική ομάδα (εκκλησιαστική ομολογία) στην οποία ανήκουν: ο Ορθόδοξος αναπτύσσει συλλογική ευαισθησία μόνο γι’ αυτά που υποφέρουν οι Ορθόδοξοι και όχι για ετερόδοξους Χριστιανούς, ο Ιουδαίος μόνον για Ιουδαίους, ο Μάρτυρας του Ιεχωβά το ίδιο, ποτέ δεν νοιάζεται για ετερόδοξους, άθεους, ειδωλολάτρες, βλέποντας την ανθρωπότητα να ανήκει σε κάποιες κατηγορίες αντίθετες από το κοσμολογικό του πιστεύω. Έτσι ο πιστός, ακόμη κι αν ανήκει σε δόγματα συλλογικής σωτηρίας, μαθαίνει να μην ενδιαφέρεται για τον κόσμο, να μην έχει καμία σχέση με τον κόσμο: όχι μόνον καμία σχέση με τις αμαρτωλές συνήθειες και σχέσεις του κόσμου, αλλά και με τις αδικίες και το κακό που υφίσταται ο κόσμος και ο ίδιος ως μέρος του κόσμου. Δεν μιλάμε για ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα γενικά και αόριστα, αλλά για συγκεκριμένες καταστάσεις του κακού που συμβαίνουν στις κοινωνίες και εποχές που ζούμε, με την ανοχή (και ευλογία καμία φορά) της Εκκλησίας και των «πνευματικών» χριστιανών.

Θα αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα για να φανεί καλύτερα ότι η μη ενασχόληση με τα κακά του κόσμου δεν είναι ένδειξη αγιότητας και πνευματικότητας, όπως συνήθως νομίζουμε, αλλά αντίθετα, είναι ένδειξη υποκρισίας, δειλίας, τεμπελιάς, αποφυγής ευθυνών, και το χειρότερο αλαζονείας και πνευματικής υπερηφάνειας απέναντι στους «ανθρώπους του κόσμου» που δεν είναι πιστοί και μάλιστα του δόγματός μας, (είτε γιατί δε γεννήθηκαν σε ανάλογο περιβάλλον, είτε γιατί αν και άκουσαν δεν πείστηκαν). Η πνευματική υπερηφάνεια έχει οδηγήσει στο παρελθόν και οδηγεί στο παρόν σε καταστάσεις πλήρους έλλειψης βοήθειας σε πληθυσμούς που θεωρούμε πλανεμένους (ειδωλολατρικούς, μουσουλμανικούς, κλπ), έστω και αν πάσχουν από αποικιοκρατική εκμετάλλευση, υφίστανται πολέμους και δεινά από κατ’ όνομα «χριστιανικούς λαούς».

Όλα αυτά στο βάθος ξεκινούν από την παντελή έλλειψη στο εξωτερικό τυπικό των χριστιανικών δογμάτων (στο κήρυγμα, τη λειτουργία, προσευχή, παράδειγμα ζωής πνευματικών ηγετών) και στο εσωτερικό της καρδιάς και συνείδησής μας μίας θεμελιώδους αξίας του Δημιουργού Θεού μας : της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ.
Τι είναι η Δικαιοσύνη και γιατί λείπει από μέσα μας, και τι κακό μας κάνει η έλλειψή της προσωπικά, εκκλησιαστικά και κοινωνικά;

Αλλά ας δούμε τα πράγματα από την αρχή.
Τί λέει η Αγία Γραφή; Η Παλαιά Διαθήκη βρίθει αναφορών περί Δικαιοσύνης. Ο Νόμος που δόθηκε από τον Θεό στον Μωυσή περιέχει τόσες πολλές εντολές δικαιοσύνης (καθώς και ελεημοσύνης προς τους φτωχούς, ξένους, χήρες, ορφανά), που ο Μωυσής ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη. Το περίφημο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, ζωή αντί ζωής» θέτει τη βάση της δικαιοσύνης ως αρχής εξισορρόπησης του κακού, όχι εκδικητικότητας, αλλά ισορροπίας: ο Δημιουργός δεν προτρέπει τους ανθρώπους του να εκδικούνται, αλλά να αποδίδουν ισότιμη δικαιοσύνη, τιμωρία ισότιμη με το κακό που έγινε, και έτσι να ισορροπούν το κακό. Αυτή η πνευματική αρχή εξισορρόπησης που ήταν γνωστή και σε ειδωλολατρικούς λαούς και νομοθεσίες (στην αρχαία Ελλάδα η θεά της δικαιοσύνης απεικονιζόταν με μια ζυγαριά, δηλαδή δικαιοσύνη και ισορροπία είναι έννοιες ταυτόσημες) αποκαλύφθηκε ακόμη περισσότερο στους Προφήτες του Ισραήλ (Δαβίδ, Ησαΐας) όπου η δικαιοσύνη/ισορροπία φανερώνεται ότι έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του υλικού σύμπαντος και στη συντήρησή του (με τη δικαιοσύνη [ισορροπία] έπλασε τους ουρανούς – οι ουρανοί αναγγέλλουν τη δικαιοσύνη Του).

Δεν προσπαθούμε να κάνουμε θεολογική ανάλυση της δικαιοσύνης, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε πως η θανατική ποινή και οι άλλες σκληρές τιμωρίες του Θεϊκού Νόμου δεν θα πρέπει να παρερμηνεύονται ή να κατηγορούνται υπό το πρόσχημα της αγάπης και της συγχώρεσης. Πολλοί Χριστιανοί που ασχολούνται με κοινωνικά προβλήματα δεν κινούνται από δικαιοσύνη, αλλά μόνον από αγάπη, με συνέπεια να θεωρούν κακή και άδικη τη θανατική ποινή των δικαστηρίων (για εγκλήματα) και να αγωνίζονται για την κατάργησή της. Αυτό οφείλεται στην παντελή έλλειψη κατανόησης της αξίας της δικαιοσύνης και της συνακόλουθης τιμωρίας της αδικίας: ο δίκαιος στην Π. Διαθήκη πρέπει να φέρεται δίκαια ακόμη και στα ζώα, και στα δέντρα, να ελεεί τους φτωχούς, να υπερασπίζεται τους αδύνατους, αλλά και να τιμωρεί τους άδικους και να αφανίζει τους κακούς που προάγουν την αδικία («εξολόθρευα τους εργάτες της ανομίας από τη γη των ζώντων», λέει ο Δαβίδ). Αυτός είναι ο δίκαιος ισορροπημένος άνθρωπος του Θεού: δεν είναι κακός, είναι γεμάτος αγάπη και έλεος για όλα τα πλάσματα του Θεού – αλλά είναι δίκαιος, δεν παραβλέπει το κακό, και ξέρει ότι όπως ο δικαστής απονέμει το δίκαιο και δεν θεωρείται σκληρός και άσπλαχνος γι’ αυτό, έτσι κι αυτός απονέμει τη δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα όχι όταν αδικείται προσωπικά, αλλά όταν βλέπει να αδικούνται οι συνάνθρωποί του.

Στην Κ. Διαθήκη, συνεχίζοντας ο Ιησούς Χριστός στο πνεύμα των Προφητών μιλάει συνεχώς για δικαιοσύνη και δίκαιους, εργάτες της αδικίας, τιμωρία των αδίκων, υπερασπίζεται συνεχώς τους φτωχούς και αδυνάτους και στηλιτεύει τους πλούσιους πλεονέκτες, φιλάργυρους, τους βασιλείς που εξουσιάζουν και καταδυναστεύουν τους λαούς αντί να τους υπηρετούν. Το μήνυμά του προς τους πλούσιους που πιστεύουν στον Θεό και στη βασιλεία Του είναι να δώσουν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, αλλιώς θα τιμωρηθούν και δεν θα μπουν στη Βασιλεία, όσο θρησκευόμενοι κι αν είναι. Στους Μακαρισμούς, που αποτελούν χαρακτηριστική επιτομή της διδασκαλίας Του, ο Κύριος Ιησούς Χριστός μακάρισε τους φτωχούς (π.χ. Λουκάς 14) σε σχέση με τους πλούσιους, αλλά επίσης και όσους πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί ο Θεός θα τους ανταποδώσει στη μελλοντική βασιλεία άξια της ζωής τους.

Είναι αλήθεια πως η πρώτη εκκλησία που σχηματίστηκε από τους Αποστόλους δεν είχε τόσο έντονο χαρακτήρα δικαιοσύνης, όσο η διδασκαλία του Χριστού, και μάλιστα όσο απομακρύνεται από την διδασκαλία του βιβλικού/προφητικού Ιουδαϊσμού, που έχει έντονο χαρακτήρα δικαιοσύνης (π.χ. Επιστολή Ιακώβου) και μετακινείται προς την ελληνιστικού τύπου ιουδαϊκή θεολογία και μετέπειτα στην καθαρά ελληνιστική φιλοσοφία, χάνεται ο χαρακτήρας της δικαιοσύνης (και μένει μόνον της ελεημοσύνης για την οποία βέβαια είναι διάσημοι οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων). Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι που δεν κυριαρχεί η κοινωνική δικαιοσύνη στο κήρυγμα αποστόλων, όπως του Παύλου και αποστολικών Πατέρων (π.χ. δεν στιγματίζεται η απάνθρωπη ρωμαϊκή δουλεία, και μάλιστα γίνεται ανεκτή και μεταξύ Χριστιανών, αν και με πολύ καλύτερους όρους): είναι ο διωγμός που υφίσταται η νεοσύστατη πρώτη εκκλησία, αρχικά απόρριψη από τη Συναγωγή, μετά περιφρόνηση από τους Εθνικούς, και στη συνέχεια διωγμός από τη ρωμαϊκή εξουσία, καταστάσεις που απαιτούν συσπείρωση της χριστιανικής κοινότητας (όπου δεν μπορούν να ελεγχθούν οι πλούσιοι και ιδιοκτήτες δούλων Χριστιανοί για να μην υπάρξει διάσπαση) και σιωπή για τα κοινωνικά κακά (εφόσον διώκονται για μονοθεϊστική λατρεία και για πίστη στον Βασιλιά Ιησού Χριστό, δεν μπορούν να δημιουργήσουν και άλλες αιτίες διωγμού, με το να έχουν αντίθετη κοινωνική στάση σε διάφορα κακά της ρωμαϊκής κοινωνίας). Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό και σεβαστό, και εμείς σήμερα δε θα είχαμε το θάρρος να κάνουμε ή να διδάξουμε κάτι περισσότερο σε σχέση με την κοινωνική δικαιοσύνη, κάτω από τέτοιες απειλητικές συνθήκες.

Το πρόβλημα είναι πως η έλλειψη διδασκαλίας περί δικαιοσύνης στην Εκκλησία της εποχής των διωγμών, συνεχίστηκε ακόμη πιο έντονη στην Εκκλησία που προέκυψε μετά τους διωγμούς: παρόλο που αυτή αναγνωρίστηκε επίσημα και απέκτησε κοινωνική δύναμη, έχασε τελείως τον χαρακτήρα της δικαιοσύνης και απέκτησε το χαρακτήρα του συμβιβασμού με τους βασιλείς, ευγενείς, πλούσιους, σοφούς (δηλαδή την άδικη εξουσία της εποχής). Η συνέχεια της Εκκλησίας είναι πολύ θλιβερή, αν και υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις, ατομικές και ομαδικές, που είχαν το πνεύμα του Ιησού Χριστού και των Προφητών (που και πάλι συκοφαντήθηκαν ως αιρετικές και αποκλείστηκε έτσι η επιρροή τους στην κοινωνία). Αυτό που έχει να μας διηγηθεί η επίσημη ιστορία είναι ότι η Εκκλησία συμμάχησε στην κυριολεξία με τους ισχυρούς κάθε τόπου και κάθε εποχής, και όχι μόνο δεν στηλίτευσε τους πλούσιους για την εκμετάλλευση των φτωχών/δούλων ή τους πολεμοχαρείς ηγέτες για τις σφαγές εχθρικών λαών (και στρατιωτών της πατρίδας τους), αλλά ή αδιαφόρησε, ασχολούμενη με τα «πνευματικά» (κυρίως στο Βυζάντιο), ή συμμετείχε ενεργά σε πολέμους και στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην Ευρώπη). Εξαιρέσεις όπως ο «Άγιος των Φτωχών», ο Φραγκίσκος της Ασίζης, είναι πολύ φωτεινές αλλά και πολύ σπάνιες. Οι πιο πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί (αλλά και Διαμαρτυρόμενοι) όπως και οι Ορθόδοξοι αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι (πολλοί από τους οποίους έχουν ανακηρυχτεί «Άγιοι») ήταν κόλακες των πλούσιων και ισχυρών για να έχουν την εύνοιά τους. Ο άγιος Ευσέβιος Καισαρείας πλέκει εγκώμια στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον οποίο η Εκκλησία αναγνωρίζει άγιο και ισαπόστολο (έναν αρχιερέα του Ήλιου, που δολοφόνησε τη γυναίκα και το γιο του για να μην του πάρουν την εξουσία!). Επίσης, ένα άγνωστο περιστατικό σε πολλούς Χριστιανούς Διαμαρτυρόμενους (που θεωρούν ότι οι «Πατέρες» της Διαμαρτύρησης δεν επανέλαβαν τις φρίκες των Ρωμαιοκαθολικών) είναι η αντίδραση στην Επανάσταση των καταπιεσμένων Χωρικών, που ξεσήκωσε ο κήρυκας της δικαιοσύνης Θωμάς Μύνστερ: ο Λούθηρος είπε στους ευγενείς να καταπνίξουν στο αίμα την επανάσταση των χωρικών!

Όταν διαβάζει κάποιος εκκλησιαστική και γενική ιστορία απορεί πώς οι εκπρόσωποι Εκείνου που ήταν προστάτης των φτωχών και αδικημένων και αυστηρός κριτής των πλούσιων και ισχυρών, μπορούσαν να κηρύττουν και να πράττουν τα τελείως αντίθετα. Πολλοί σύγχρονοι λόγιοι και αναλυτές της εκκλησιαστικής ιστορίας/θεολογίας πιστεύουν ότι η αιτία είναι η αναχώρηση της χριστιανικής θεολογίας από το προφητικό πρότυπο των ελεγκτών της αδικίας και υπέρμαχων της δικαιοσύνης. Και μάλλον πρέπει να συμφωνήσουμε μαζί τους, γιατί το ίδιο βλέπουμε και σήμερα: κάποιος που μελέτησε από θεματική άποψη τους ψαλμούς του Δαβίδ, έκπληκτος έβγαλε το συμπέρασμα πως στην πλειονότητά τους το θέμα δεν ήταν η λατρεία ή η δέηση (όπως συνήθως τονίζεται στα κηρύγματα και στη λατρεία), αλλά ο Νόμος, η Κρίση και η Δικαιοσύνη!

Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη στάση της αποστολικής και μεταποστολικής Εκκλησίας, μέσα από το παράδειγμα της προσωπικής πορείας ενός ανθρώπου που μεταστρέφεται στον Χριστιανισμό, αφού ό,τι συμβαίνει σε ατομική κλίμακα μεταφέρεται στη συλλογική. Ο φυσικός άνθρωπος που μετανοεί και επιστρέφει στον Θεό, ενοχλεί το περιβάλλον του (συγγενείς, φίλους, εργασία, γειτονιά) γιατί αλλάζει τρόπο ζωής και δεν κάνει τα ίδια με αυτούς, και γιατί πιστεύει στον Χριστό (αν ζει σε μη Χριστιανική κοινωνία θεωρείται αλλόθρησκος/αιρετικός, αν ζει σε κατ’ όνομα χριστιανική κοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι πρακτικά είναι άθεοι και ειδωλολάτρες, θεωρείται φανατικός/θρησκόληπτος). Η ενόχληση φέρνει την περιφρόνηση, την απόρριψη, τον διωγμό (άμεσο ή έμμεσο). Τότε ο νέος Χριστιανός, που λόγω της προσωπικής του μετάνοιας συνειδητοποιεί πως πολλές καταστάσεις, που θεωρούνται «φυσιολογικές» στην κοινωνία του, είναι άδικες κι αντίθετες με το θέλημα του Θεού, δεν τολμάει να μιλήσει γι’ αυτές, επειδή ήδη έχει άλλες αιτίες για τις οποίες διώκεται ή περιφρονείται. Όταν διώκεται ή απορρίπτεται από τη γειτονιά του, την εργασία του, την οικογένειά του γι’ αυτό που πιστεύει, πώς μπορεί να τους ελέγξει για τα κακά που εκείνοι κάνουν; Το πολύ - πολύ σε προσωπική και μόνον συζήτηση να θίξει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας παρουσιάζοντάς τα σαν απομάκρυνση από το Νόμο του Θεού.

Και δεν είναι μόνον ο φόβος του περαιτέρω διωγμού, είναι και κάτι άλλο που θυμάμαι από τον εαυτό μου και έχω παρατηρήσει σε πολλούς αφιερωμένους και ζηλωτές Χριστιανούς: θεωρείται αποπροσανατολισμός από τον στόχο του έργου του Θεού, η ενασχόληση με τα κοινωνικά προβλήματα και η δράση γύρω από αυτά. Θεωρούμε ότι όχι μόνο θα γίνει πιο εύκολα αποδεκτό το μήνυμα της σωτηρίας του Ευαγγελίου από έναν κοσμικό άνθρωπο, αν δεν του θίξουμε τα κοινωνικά κακά στα οποία και αυτός ενδέχεται λίγο-πολύ να συμμετέχει (π.χ. στη χώρα μας ποιος δε συμμετέχει στο κλίμα του εθνικισμού και της εθνικής υπερηφάνειας/αλαζονείας για το μεγαλείο και την αποκλειστικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού «που έδωσε το φως σε όλο τον κόσμο»;). Αυτή η στάση αν και είναι δικαιολογημένη, σε προσωπικό επίπεδο, όπου δεν μπορούν να γίνουν και πιο πολλά πράγματα, δεν δικαιολογείται καθόλου σε συλλογικό επίπεδο εκκλησίας.

Τί γίνεται όταν οι Χριστιανοί δεν είναι μόνον ένας, αλλά εκατοντάδες ή και χιλιάδες σε μία κοινωνία ή πολλά εκατομμύρια μέσα στον κόσμο, οπότε θα μπορούσαν να μιλήσουν ενάντια στις αδικίες και να κάνουν πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει κάποιος μόνος του; Δε θα πρέπει οι εκκλησίες να στρέψουν τα ποίμνια τους προς τα εκεί; Θα πρέπει να μείνουν στη ψυχολογία του φόβου, της προστασίας της μικρής κοινότητας; Και μάλιστα όταν οι Εκκλησίες πάψουν να διώκονται, αναγνωριστούν επίσημα και δεν έχουν προβλήματα με το κράτος, τί έχουν να φοβηθούν; Βέβαια μπορεί να συρθούν στα δικαστήρια, να καταδικαστούν σε μεγάλα πρόστιμα, ίσως ακόμη και σε φυλάκιση, αλλά τελικά δεν είναι και αυτό μέρος της χριστιανικής ζωής και αποστολής: «Όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού θα διωχθούν» λέει ο Απόστολος Παύλος σε μία εποχή που δεν υπήρχαν καθόλου ρωμαϊκοί διωγμοί της χριστιανικής πίστης. Αλλά ο Απόστολος δεν μιλάει καθόλου εδώ για πίστη, μιλάει για ευσεβή ζωή, που προκαλεί διωγμό (η ευσεβής ζωή δημιουργεί ενόχληση στους συγγενείς, γείτονες, συνεργάτες, φίλους και ακολουθεί ένας έμμεσος διωγμός απόρριψης, ειρωνείας ή απώλεια εργασίας και προνομίων).

Πάντως, ο φόβος ή η δειλία που οδηγεί σε συμβιβασμό και σιωπή σχετικά με τις κοινωνικές αμαρτίες, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της προσωπικής πορείας του Χριστιανού είτε της συλλογικής πορείας της εκκλησίας, δε θα πρέπει να μην καταδικάζουμε, να μην ελέγχουμε, αυτά που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει «άκαρπα έργα του σκότους». Θυμόμαστε εδώ τον Παύλο δέσμιο που κλήθηκε σε απολογία και έλεγξε τους άρχοντες περί δικαιοσύνης και τους μίλησε για την απειλή της αιώνιας κρίσης, με αποτέλεσμα να μην τον αφήσουν ελεύθερο αλλά να τον καταδικάσουν ξανά σε φυλακή. Ο Ιωάννης Βαπτιστής καταδικάστηκε σε θάνατο εξαιτίας του ελέγχου προς τον Ηρώδη (όχι μόνο για την παραβίαση του Νόμου, να παντρευτεί τη γυναίκα του αδελφού του, αλλά και για όλες τις αδικίες που έκανε – και όπως αναφέρει ο Ιώσηπος ήταν πολύ σκληρός και άδικος ηγεμόνας).

Υπάρχει μια ιστορία στην ιουδαϊκή παράδοση, που όταν τη διάβασα με προβλημάτισε πολύ: ένας μεγάλος ραβίνος που είχε διδάξει πολλά σοφά πράγματα και είχε πολλούς μαθητές όταν πέθαινε άρχισε να κλαίει με λυγμούς και οι μαθητές του που βρίσκονταν γύρω από το κρεβάτι του τον ρώτησαν γιατί; «Φοβάμαι και τρέμω πως θα παρουσιαστώ μπροστά στο βήμα της Κρίσης» τους απάντησε. Και τότε εκείνοι γεμάτοι απορία τον ξαναρώτησαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας τόσο άγιος άνθρωπος με τέτοια πνευματική διδασκαλία που έχεις να νοιώθεις ελλιπής και να φοβάσαι την κρίση;» Και εκείνος τους απάντησε: «Νοιώθω ότι έχω μία μεγάλη έλλειψη από τις αρετές του Θεού, μου λείπει η δικαιοσύνη, και με τρώνε οι τύψεις γιατί όταν κάποτε μου ζήτησαν από την κοινότητα να γίνω δικαστής των υποθέσεων του λαού, αρνήθηκα να μπλέξω με βιοτικές υποθέσεις για να μην αποσπαστώ από τη μελέτη της Τορά και την προσευχή, και έτσι έχασα την ευκαιρία να βιώσω την δικαιοσύνη, την ιδιότητα αυτού που είναι Κριτής [Δικαστής]». Αυτή η ιστορία μας λέει πως η αποχή από βιοτικές υποθέσεις, που είναι όχι δικές μας επιδιώξεις (να κάνουμε επιχειρήσεις ή επιστημονικές σπουδές), αλλά υποθέσεις προβλημάτων συνανθρώπων μας που απαιτούν ενασχόληση δική μας (άρα ελάττωση των πνευματικών δραστηριοτήτων της προσευχής και μελέτης), είναι όχι μόνον ωφέλιμη για τους άλλους, αλλά πρώτιστα για εμάς, αφού έτσι βιώνουμε πρακτικά τις ιδιότητες του Θεού (δικαιοσύνη, έλεος, τιμωρία, χάρη, πιστότητα, δύναμη, σοφία, διάκριση, σύνεση) και αυτές διαμορφώνουν αντίστοιχα τον χαρακτήρα μας. Πώς αλλιώς μπορούμε να αποκτήσουμε τον χαρακτήρα του Ιησού Χριστού;

Η Παράδοση και η εμπειρία μάς λένε πως μέσω της προσωπικής προσευχής και συλλογικής λατρείας στην εκκλησία μπορούμε να έχουμε μεταμορφωτικές αλλαγές στην καρδιά μας και στο πνεύμα μας, αλλά αυτές δεν μπορούν να «ριζώσουν» πραγματικά αν δε βιωθούν, αν δεν τις ζήσουμε στην πράξη. Για παράδειγμα, μπορούμε να έχουμε εμπειρία της χάρης του Θεού, όταν νοιώθουμε ειρήνη και συγχώρεση μετά από μετάνοια και εξομολόγηση της αμαρτίας, αλλά ποτέ δε θα γίνει η χάρη μέρος του χαρακτήρα μας, αν εμείς οι ίδιοι δεν κάνουμε χάρη σε κάποιους που μας βλάπτουν (συγχωρέσουμε την αμαρτία τους, αφήσουμε το χρέος τους προς εμάς, χρέος ψυχικό από προσβολή που υποστήκαμε ή οικονομικό από αδικία ή κλοπή). Μπορεί να μελετάμε στην Αγία Γραφή για κρίσεις και δικαιοσύνη που απέδωσε ο Θεός στο παρελθόν ή θα κάνει στο έσχατο μέλλον, αλλά ποτέ η διάκριση καλού/κακού, ο πόλεμος ενάντια στο κακό, η δίκαιη κρίση και τιμωρία του κακού, δε θα αποτελέσουν μέρος του χαρακτήρα μας αν δε βιώσουμε πρακτικά τέτοιες καταστάσεις είτε στην προσωπική μας ζωή είτε στη ζωή των άλλων (επίπεδο προσωπικής ψυχολογίας σχέσεων) είτε σε κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις αδικιών, πολέμων (επίπεδο συλλογικής ψυχολογίας). Απέχοντας από τα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων (οικονομικές διαφορές, προβλήματα γάμου, γονέων-παιδιών) αλλά και από κοινωνικές υποθέσεις (αδικίες των φτωχών, εκμετάλλευση γυναικών/παιδιών, καταστροφές, πόλεμοι, επιστημονικές εξελίξεις με επιπτώσεις στην ηθική: γενετικές μεταλλάξεις σε ανθρώπους και ζώα) δε θα μπορέσουμε, όσες υπερφυσικές εμπειρίες κι αν έχουμε και όσες διδασκαλίες κι αν ακούσουμε, να αποκτήσουμε στον χαρακτήρα μας την ιδιότητα της δίκαιης κρίσης, της σύνεσης και διάκρισης καλού/κακού, της τιμωρίας και του ελέους, της αγαθοεργίας και του ελέγχου της αδικίας, ιδιότητες που θα μας κάνουν ισορροπημένους («να μην είμαστε σε τίποτα ελλιπείς») πνευματικούς ανθρώπους του Θεού.

Όταν ασχολούμαστε με τα κοινωνικά προβλήματα και τις δύσκολες υποθέσεις των ανθρώπων, και καλούμαστε να διακρίνουμε και να αποφασίσουμε ποιος έχει δίκιο σε μία οικογενειακή διαφορά ή σε έναν πόλεμο, θα χρειαστούμε σίγουρα την αποκάλυψη και τη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις την υπερφυσική και θαυματουργική δύναμη του Θεού, και όλα αυτά δεν έρχονται παρά μέσω προσευχής και μελέτης. Αλλά δεν είναι η προσευχή και η μελέτη που θα οικοδομήσουν την ιδιότητα της δικαιοσύνης και της κρίσης μέσα μας, αλλά η ενασχόληση μέσω πληροφορίας (βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, τηλεόραση), σκέψης, συναισθημάτων, επικοινωνίας με ανθρώπους, πράξεων και δραστηριότητας. Πρέπει να τονίσουμε ότι στην κοινωνική δραστηριότητα (φιλανθρωπία, δικαιοσύνη) είναι πολύ εύκολο ο Χριστιανός να ξεχάσει την πνευματική ζωή, και να απορροφηθεί σε ανθρώπινη δραστηριότητα και σε τρόπους σκέψης για την επίλυση των προβλημάτων και όχι μόνο να χάσει τη θεία οδηγία και διδασκαλία, αλλά και την ίδια την επαφή και σχέση με τον Θεό. Αυτός είναι ένας μεγάλος κίνδυνος και φόβος, που πολλές φορές τον επικαλούνται οι πνευματικοί χριστιανοί για να απέχουν από κοινωνική δραστηριότητα, αλλά δεν μπορεί ο κίνδυνος να μας σταματάει από τη ζωή, δηλ. από του να δράσουμε και να πράξουμε το δίκαιο και την Αλήθεια μέσα στον κόσμο που μας έβαλε ο Θεός να ζήσουμε, και ο Χριστός μας θέλει να είμαστε (όχι από τον κόσμο – της κακής κοσμικής και εγωιστικής νοοτροπίας της επιθυμίας, φιλοδοξίας – αλλά μέσα στον κόσμο, στα προβλήματα και τα βάσανα του κόσμου που είναι και δικά μας). Ο Χριστός όταν είπε ότι οι μαθητές του πρέπει να μείνουν μέσα στον κόσμο δεν αναφερόταν σε αναχωρητισμό ασκητών, γιατί τέτοιο θέμα δεν υπήρχε στο Ισραήλ, αλλά αναφερόταν στη δήθεν πνευματική στάση πολλών ραβίνων που ήθελαν μόνο τη μελέτη της Τορά και την προσευχή και ήταν σαν να ζούσαν εκτός του κόσμου.

Επειδή το θέμα μας δεν είναι ο κοινωνικός Χριστιανισμός ως τρόπος δράσης, αλλά η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητάς του και της αξίας του, θα πρέπει να απαντήσουμε σε
μερικές συνήθεις ενστάσεις.

Ο Χριστιανισμός είναι πνευματική θρησκεία και πίστη αιωνιότητας, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ασχολείται με αυτόν τον κόσμο, που είναι υλικός και τα προβλήματά του που είναι πρόσκαιρα.
Εδώ θα απαντήσουμε πρώτα με ένα ερώτημα: Ο Χριστιανός στη διάρκεια της επίγειας ζωής του δεν ασχολείται με τον κόσμο αυτόν, δηλαδή δεν ασχολείται με τα καλά που έχει να προσφέρει ο κόσμος και ούτε υποφέρει από τα κακά που υποφέρει ο κόσμος; Δεν χρησιμοποιούσε πάντα ο Χριστιανός και η Εκκλησία αυτά που ο πολιτισμός και η τεχνολογία κάθε εποχής και τόπου του πρόσφερε; Π.χ. η γραφή, που εφευρέθηκε από ειδωλολάτρες (Αιγύπτιους, Σουμέριους) ή η τυπογραφία, δε χρησιμοποιήθηκε για τη διάδοση του Θείου Λόγου; Οι μεταφορές, που βασίστηκαν στη ναυπηγική και τη ναυσιπλοΐα, δε χρησιμοποιήθηκαν για το κήρυγμα των Αποστόλων, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε Χριστιανισμός στα έθνη; Και γενικά ποια ανακάλυψη της τεχνολογίας δεν χρησιμοποιείται από εκκλησίες και μοναστήρια (που θεωρούνται ότι απέχουν από τον κόσμο); Μόνον κάποιοι ελάχιστοι ερημίτες θα μπορούσαν να πουν ότι δεν ωφελούνται σε τίποτα από τον κόσμο. Αλλά και αυτοί γεννήθηκαν από κάποιους γονείς και μεγάλωσαν σε κάποια κοινωνία που τους έμαθαν βασικά πράγματα για να μπορούν να επιβιώσουν ως ερημίτες, και μάλιστα διδάχτηκαν γραφή και ανάγνωση και μπόρεσαν να μάθουν τις Γραφές. Αυτονόητα θα πει κάποιος, αλλά όταν μιλάμε για περιφρόνηση των επίγειων, του κόσμου, γιατί δε θυμόμαστε εμείς οι «πνευματικοί» που δε θέλουμε καμία σχέση με τον κόσμο, πόσα μας έχει προσφέρει ο κόσμος αυτός που τόσο τον υποτιμούμε; Μήπως έχουμε μεγάλη πνευματική υπερηφάνεια; Αν η ταπεινοφροσύνη έχει να κάνει με την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση της προσφοράς των άλλων και την μη περιφρόνησή τους, τότε σίγουρα έχουμε διδαχτεί από τα κείμενα αγίων και ασκητών πώς να είμαστε πνευματικά υπερήφανοι. Τότε πώς θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας που ζουν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο με τέτοιες συμβουλές, να απέχουν από τα γήινα και τα εγκόσμια, χωρίς να κάνουμε διάκριση των καλών πραγμάτων και ιδιοτήτων που υπάρχουν στον κόσμο; Έστω κι αν οι άνθρωποι είναι άθεοι, ειδωλολάτρες, αλλόθρησκοι, αιρετικοί, δεν έχουν τίποτα καλό να μας προσφέρουν, κάποιο καλό παράδειγμα, κάποια αρετή προς μίμηση, είναι όλοι και όλα για τα σκουπίδια; Δυστυχώς όλα τα χριστιανικά δόγματα και σήμερα αλλά και παλαιότερα εμφορούνται από έναν τέτοιον τρόπο σκέψης, και φυσικά είναι επόμενο να οδηγούν σε γκετοποίηση τους πιστούς, ακόμα και αν αυτοί αποτελούν μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ο περιθωριακός τρόπος που αισθάνονται τα πράγματα και ο εχθρικός τρόπος απέναντι σε ιδεολογίες και φιλοσοφίες και αγώνες των κοσμικών (όπου δεν βλέπουν τίποτα καλό) περνάει ως κληρονομιά από τη μια γενιά στην άλλη. Μου κάνει πολύ εντύπωση η επιπόλαιη χρήση περικοπών της Κ. Διαθήκης στα κηρύγματα και τις συζητήσεις πιστών, όπου όλα όσα αναφέρονται στην αποχή από τον κόσμο (ενώ τα συμφραζόμενα μιλούν για αποχή από αμαρτίες και αδικίες του κόσμου) εφαρμόζονται και για όλες τις καλές καταστάσεις του κόσμου: αγώνες κοινωνικοί και εθνικοί, φιλανθρωπικοί και οικολογικοί, από ανθρώπους που δεν είναι Χριστιανοί ή έστω θρησκευόμενοι, εκμηδενίζονται και απαξιώνονται, για να μην πούμε ότι πολλές φορές συκοφαντούνται ότι γίνονται από κακά κίνητρα. Κι όμως βλέπουμε νέους ανθρώπους από τη Δύση να ρισκάρουν την υγεία και τη ζωή τους για να προσφέρουν μια ακτίνα ανακούφισης σε δύστυχους του Τρίτου Κόσμου (είτε ως γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι, τεχνικοί, είτε φυλακιζόμενοι επειδή διαμαρτύρονται για τη στέρηση στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων σε χώρες σκληρής και απάνθρωπης τυραννίας).

Δεν είναι παραδείγματα αυτά για Χριστιανούς νέους και νέες; Ή μήπως τα μόνα παραδείγματα-πρότυπα ζωής που έχουν να προσφέρουν, οι μεν Διαμαρτυρόμενοι είναι οι ιεραπόστολοι που απλώς κηρύττουν το Ευαγγέλιο στον Τρίτο Κόσμο αδιαφορώντας τελείως για τα φρικτά που συμβαίνουν εκεί, οι δε Ορθόδοξοι έχουν να προβάλλουν τους ερημίτες πνευματικούς πατέρες που εγκατέλειψαν οικογένειες, εργασίες και πανεπιστήμια και αφιερώθηκαν στη θέα του άκτιστου φωτός με σκοπό τη θέωση; Δυστυχώς τέτοια υπήρξαν και εμένα επί πολλά χρόνια τα πρότυπα μου, μέχρις ότου άρχισα να διερωτώμαι: τι διακινδυνεύουν οι μοναχοί και οι ερημίτες πνευματικοί, όπως διακινδυνεύουν αυτοί που διαμαρτύρονται για τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και την εκμετάλλευση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και κινδυνεύουν να τους εξαφανίσουν σε ανήλια κελιά, αφού πρώτα βασανιστούν απίστευτα; Τι τους στενοχωρεί όσο αυτούς τους ανθρωπιστές που βλέπουν πληγιασμένους και λεπρούς και ανάπηρους κάθε μέρα και ρισκάρουν να κολλήσουν ΑΙDS και άλλες θανατηφόρες ασθένειες; Αισθάνομαι πολλές φορές πως είναι η αποφυγή ευθυνών και βασάνων, η δειλία και ο φόβος που μας σπρώχνουν μακριά από τα βάσανα του κόσμου, και όχι η πνευματικότητα και η επιθυμία μας για ένωση με τον Θεό. Ο Μωυσής και όλοι οι Προφήτες στην Π. Διαθήκη, όποτε είχαν εμπειρία του ζωντανού Θεού, είχαν ταυτόχρονα όχι μόνο τη δύναμη, την αγάπη και το φως να τους πλημμυρίζει, αλλά και λόγο προσωπικό από έναν προσωπικό Θεό δικαιοσύνης, που θύμωνε με το κακό και έδινε οδηγίες-εντολές για διοίκηση και κατεύθυνση που έπρεπε να έχει όλος ο λαός Του. Ποτέ δεν αποσύρονταν για να ζήσουν όλη τους τη ζωή σε βαθειά απομόνωση και μυστική ενατένιση. Αυτό άρχισε από τους ερημίτες μοναχούς της Αιγύπτου του 4ου αιώνα, οι οποίοι είχαν μεγαλώσει στα παιδικά τους χρόνια μέσα σ’ ένα νεοπλατωνικό-γνωστικό περιβάλλον όπου θαύμαζαν το πνεύμα και περιφρονούσαν την ύλη, λαχταρούσαν τον Ουρανό και απεχθάνονταν τη γη, στενοχωριούνταν που ήταν ακόμη άνθρωποι και όχι ουράνιοι θεοί ... Είναι καιρός η εμπειρία μας με τον Θεό να αλλάξει: να ζητήσουμε από τον Θεό οδηγία και προφητική αποκάλυψη για τα κακά του κόσμου, για τη ζωή που πρέπει να ζήσουμε και για την πορεία της ανθρωπότητας (άσχετο αν μας ακούσουν ή αν το τέλος είναι κοντά).


Μιχάλης Κατρίτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: